Ενδέκατη Τανίνη

Σάββας Μεταξάς, Peter Broetzmann, Jan Van Toorn, Ezio Piermattei, Leslie Keffer, Άρτεμις Πυρπύλη, Rachael Schearer

Κλείνει και η χρονιά για την 'Τανίνη' του Νικόλα Μαλεβίτση, πάντα με εκλεκτικές προτάσεις από έναν κόσμο που δεν ακούγεται (ή δεν διαβάζεται) συχνά

Η πρόσφατη καταιγίδα στην πόλη (Θεσσαλονίκη) συνέπεσε με την ακρόαση του Folk tales and the rain του δικού μας Σάββα Μεταξά. Κυκλόφορησε πρόσφατα σε κασέτα στη γαλλική Wabi Sabi και έχει δύο κομάτια στα οποία παίζει με ήχους που ηχογράφησε σε χωριό της βορειοδυτικής Ελλάδας, όπως καμπάνες, φωνές, πουλιά, ηχογραφήσεις κατοίκων, προσθέτοντας φλάουτο αλλά και την κιθάρα του παίζοντας με τις χροιές του ήχου του κομματιού που άλλοτε νοιώθεις ότι σε πηγαίνει σε ηχητικό ταξίδι σε ένα χωριό ή ένα εικονικό μέρος κι άλλοτε ξαφνικά μεταφέρεσαι σε ένα πιο 'κλειστό' στούντιο ήχο με τους ήχους της κιθάρας. Θα μου ταίριαζε και σαν κινηματογραφική μουσική ή μουσική για ένα μικρό ντοκυμαντέρ και ταίριαζε άψογα στις ακροάσεις των τελευταίων βροχερών ημερών.

Πολλά έχουν γραφεί για τον Peter Broetzmann, ιδίως από την ώρα της εκδημίας του και διάφορες εκδόσεις ή αφιερώματα έχουν γίνει. Προσωπικά μου αρέσουν δύο εκδόσεις του gερμανικού οίκου Wolke που κυκλοφόρησαν την προηγούμενη δεκαετία, το ‘Graphic Works 1959 – 2016 που καλύπτει την εικαστική του καριέρα από την αρχή της έως περίπου μια επταετία πριν από την εκδημία του. Καταπληκτικό λεύκωμα σε όσους τους αρέσει η δουλειά του, τα εξώφυλλα των δίσκων του ή άλλων εταιρειών ιδίως της FMP (αντίστοιχα θα βρει κανείς αρκετές πληροφορίες για τη δουλειά του στο βιβλίο για την FMP που κυκλοφόρησε πρόπερσι). Άλλο ένα βιβλίο που πραγματικά μου άλλαξε αρκετά τον τρόπο που προσέγγιζα τη δουλειά του Broetzmann είναι το καταπληκτικό "We thought we could change the world", συνεντεύξεις με τον Gerard Rouy κυκλοφόρησε στον ίδιο εκδοτικό οίκο. Εκεί μέσα μπορεί κανείς να βρει συμπυκνωμένες όλες τις ιδέες του, τα λάθη του, πληροφορίες για την καριέρα του, αλλά και μια καυστική και κριτική ματιά για τα μέσα της πρώιμης εποχής των 60s έως σήμερα. Περιγράφει με τον τρόπο του πώς ένα μέρος της λεγόμενης avant garde μουσικής από την εποχή που ήταν στο προσκήνιο, πέρασε στο 'περιθώριο'.

Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που τον έζησαν σε διάφορες φάσεις της ζωής και της καριέρας του, θα μπορούσα να απαριθμήσω αρκετούς όπως τους Ken Vandermark, John Corbett, Mats Gustaffsson, κ.ά. Αλλά εκτός από μουσικούς, καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Broetzmann, στη διάρκεια της ζωής του συναγελάστηκε και με κόσμο από παρεμφερή κυκλώματα, φωτογράφους, εικαστικούς, δημοσιογράφους, κοκ. Ένας από αυτούς είναι και ο Σλοβένος φωτογράφος Ziga Koritnik. Τον Ziga, που τον γνώρισα πέρσι στο φεστιβάλ τζαζ των Σκοπίων, εδώ και πολλά χρόνια καλύπτει διάφορα φεστιβάλ του είδους στην Ευρώπη, και πρόσφατα εξέδωσε το πανέμορφο λεύκωμα - φόρο τιμής ‘Brotzmann in my focus το οποίο περιλαμβάνει στις 156 σελίδες του 99 φωτογραφίες τις οποίες τράβηξε σε διάστημα μιας εικοσιπενταετίας από το 1994 έως το 2019. Περιλαμβάνει κείμενα για τον Broetzmann από ανθρώπους που τον έζησαν όλα αυτά τα χρόνια (John Corbett, Ken Vandermark, κ.ά.), ή και σε παλιότερες φάσεις της καριέρας του όπως ο Bill Laswell. Περιγράφουν διάφορες στιγμές από τη γνωριμία τους, αστείες ή μη, πώς επηρεάστηκαν από αυτόν, κοκ. Κάποιες από αυτές τις φωτογραφίες ίσως τις έχετε δει και σε διάφορες άλλες εκδόσεις (CD, δίσκους, κ.ά.) αλλά, παρόλο που κάποιος θα έλεγε 'ένα ακόμα βιβλίο για τον Broetzmann', θα απαντούσα ότι περισσότερο προσωπικά hommage όπως αυτό για καλλιτέχνες που με επηρέασαν ή μου αρέσουν είναι πάντα μια καλοδεχούμενη προσθήκη σαν λιθαράκι για το τι άφησαν πίσω τους. Μπορείτε να το βρείτε από τον Ziga ή και από διάφορα άλλα site όπως αυτό της Trost για παράδειγμα.

To όνομα του Jan Van Toorn σε αρκετό κόσμο μπορεί να μη λέει πολλά. Για κόσμο που ασχολείται με art records, Fluxus, σύγχρονη μουσική ή ηχητική ποίηση (sound poetry) έχει να πει αρκετά όντας ένας από εκείνους τους τρελούς της δεκαετίας του ‘80 οι οποίοι σε πείσμα των καιρών και εν μέσω κορύφωσης της τρέλας με post punk, new wave, dark / death wave εξακολούθησαν να κυκλοφορούν κασσέτες με ηχογραφήσεις από διάφορους εικαστικούς καλλιτέχνες ή μουσικούς και συνθέτες πολύ πιο περίεργων μουσικών σε σχέση με τις προαναφερθείσες. Υπάρχουν αρκετές εκδόσεις του που παραμένουν αγαπημένες μου, ιδίως η σπλιτ κασέτα των Larry Wendt με τον Nicolas Collins. Στα 90s και στα 00s εξέδωσε δίσκους από άλλες τρελές μορφές ιδίως της Fluxus όπως του Joe Jones. Άλλοι δίσκοι έχουν να κάνουν περισσότερο με μουσική αντίληψη εικαστικών, οπότε έχουν άλλο ενδιαφέρον μουσικά από την σκοπιά της τέχνης και με τα κριτήριά της, ίσως όμως να μην ενδιαφέρουν αρκετό κόσμο, άλλοι όμως παραμένουν μικρά διαμάντια στα οποία ξαναγυρνάει κανείς όσο πιο συχνά μπορεί. Πρόσφατα ο Μάριος Μόρας της More Mars έκανε μια μικρή συνέντευξη για το έργο του και τη σήκωσε για όποιον ενδιαφέρεται να πάρει μια ιδέα για τη δουλειά του αλλά και τον ήχο της εταιρείας. Τη συνέντευξη μπορεί να τη διαβάσει κανείς εδώ.

Μιλώντας για τη More Mars θα σταθώ σε μια καταπληκτική κυκλοφορία που εν μέσω πανδημίας και άλλων προβλημάτων εκείνης της εποχής την έχασα, αλλά την ανακάλυψα τυχαία πρόσφατα στο bandcamp της εταιρείας.

Αναφέρομαι στην κασέτα ‘From afar it looks like an oriflame’ του Ezio Piermattei που κυκλοφόρησε το 2021 σε 80 κομμάτια. Κασέτα που μου θύμισε αρκετά αγαπημένα μου γκρουπ και ήχους από κολλάζ, field recordings, χρήση προτάσεων, λέξεων στη ροή του ήχου που σου δημιουργούν διάφορες καταστάσεις και καλοδουλεμένοι ήχοι που δημιουργούν μια φανταστική ηχητική ταπισερί. Κυκλοφορία που κυριολεκτικά τη βλέπω να στοιχειώνει όλο το χειμώνα τις ψηφιακές μου ακροάσεις και που θα με κάνει να ακούσω και να ψάξω και προηγούμενες κυκλοφορίες του. Μπορείτε να επισκεφτείτε και το προσωπικό του bandcamp εδώ.

Το όνομα της Red Brut το συνάντησα για πρώτη φορά όταν ανακοινώθηκε το line up του πρόσφατου Ametric, του ετήσιου φεστιβάλ που λαμβάνει χώρα στα Χανιά. Ο Μανώλης Παππάς της Coherent States μου είπε ότι ετοιμάζουν σε συμπαραγωγή με άλλες δύο εταιρείες (Dead Mind Records και Econore, που αξίζει να ψάξετε και τις άλλες κυκλοφορίες τους). Μια συνέντευξη της στο Lung με αφορμή το φεστιβάλ λειτούργησε σαν εισαγωγή στη δουλειά της με το ‘On Bare Ground’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Αποτελούμενο περισσότερο από ηχογραφήσεις που έκανε στο Ρότερνταμ την εποχή που ζούσε εκεί, καθώς τώρα έχει μετακομίσει σε μικρότερη πόλη, το βλέπει(ς) ως ένα μικρό προσωπικό σημειωματάριο - ημερολόγιο για το πώς είδε (ή θα ταίριαζε πώς άκουσε) την πόλη. Πειραματικό, με διάφορα ηλεκτροακουστικά ή concrete περάσματα στον ήχο του, ως και σημεία που θυμίζουν τυπικό αποδομημένο lo-fi rock, είναι ένας lo-fi δίσκος που θες να γυρνάς να τον ακούς συχνά πυκνά. Δεν θα ήθελα να διαταράξω αυτή την ημερολογιακή καταγραφή αρχίζοντας να απαριθμώ γκρουπ ή εποχές που μου θύμισε, απλά εάν είσαι λάτρης του lo-fi ήχου, πες το bedroom fidelity ή όπως αλλιώς θες, ε, τότε θα σου αρέσει αυτός ο δίσκος. Ιδίως αν τον ακούς, όπως εγώ, σε βροχερά απογεύματα εν μέσω χειμώνα. Κυλάει ωραία η ακρόαση του χάρη στον τρόπο που δομήθηκε η σύνθεσή του. Προσωπικά δεν ξέρω πόσες φορές έχω ακούσει έως τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές το ‘Bare, κομμάτι που κλείνει τον δίσκο, είναι από εκείνα τα κομμάτια που σου κολλάνε και θες να τα ακούς συνέχεια έως ότου η χροιά του βινυλίου, αλλοιωμένη από τις συνεχόμενες επαναλήψεις, θα δίνει περισσότερη μαγεία στον ήχο του!

Μιλώντας για τη Coherent States που πρόσφατα έφτασε στην 50η της κυκλοφορία μου έσκασε σαν πολύ ευχάριστη έκπληξη το ‘Sanctuary της Leslie Keffer, της οποίας δουλειά είχα να ακούσω πολλά χρόνια. Το πιο θορυβώδες background της έχει δώσει χώρο σε ήχους που πολλές φορές με παραπέμπουν σε πειραματικές μουσικές των 80s ή των 90s είτε πιο άμπιεντ, ή πιο tribal ή ritual. Δεν θα ήταν ψέμα να πω ότι είχα όλη αυτή την αίσθηση εκείνης της σκηνής αυτού του είδους των 90s με μια φρεσκάδα που από τη μία μπορεί να μου έφερνε σαν θύμηση εκείνη την εποχή με τον ήχο της, όμως από την άλλη φαίνεται δουλειά που συνομιλεί με το σήμερα και δεν πέφτει στην παγίδα μιας στείρας ηχητικής επανάληψης. Δυναμική μουσική που παίζει με την επανάληψη του πρώτου και του τελευταίου κομματιού εν μέρει και ανάμεσα τους μεσολαβεί ένας ωραίος ηχητικός ωκεανός.

Τη δουλειά της Άρτεμις Πυρπύλη την πρόσεξα χάρη στον Νίκο της Nekubi όταν παρουσίασε το φωτογραφικό της άλμπουμ ‘Nette’ πρόπερσι στον χώρο της Nekubi που τρέχει στην Καβάλα. Συμβαίνουν κι αυτά. Να μένεις δίπλα με ένα άνθρωπο που εκφράζει τη δημιουργικότητά του με ένα δικό του όμορφο τρόπο και να ανακαλύπτεις τη δουλειά του τυχαία από μια σύμπτωση. Στη συγκεκριμένη, από μια έκθεση και συζήτηση για τη δουλειά της σε (σχεδόν) διπλανή πόλη. Η Άρτεμις, για όσους δεν γνωρίζουν, κάνει και μαθήματα φωτογραφίας στο χώρο της Stereosis στη Θεσσαλονίκη. Είναι ελληνογαλλίδα φωτογράφος, έχει εκδώσει δύο φωτογραφικά άλμπουμ με τον τίτλο Nette και Gramie. Και τα δύο έχουν να κάνουν με τη γιαγιά της που έχασε πριν από περίπου μια δεκαετία. Θα τα πρότεινα σε κόσμο που ασχολείται με τη φωτογραφία και τον ενδιαφέρουν εκδόσεις που έχουν μια προσωπική ή ίσως και νοσταλγική ματιά και ιστορία από πίσω τους. Παράλληλα έχει φτιάξει και λίγα βίντεο που βρίσκει κανείς στο vimeo της, και θα σταθώ σε ένα από αυτά που έφτιαξε πριν από λίγο καιρό για τη σκυλίτσα της τη Μιράντα η οποία έγινε δέκα χρονών. Μικρής διάρκειας, μου έκανε εντύπωση λόγω της μουσικής του Michel Portal που χρησιμοποίησε. Πρόσφατα αρκετές από τις εικόνες του και ένα μικρό μέρος του κειμένου του επεξεργασμένο το εξέδωσε σε ένα πολύ μικρό αυτοσχέδιο photobook των 20 αντιτύπων. Όποιος ενδιαφέρεται για προσωπικές εκδόσεις που σπάνε τη μαυρίλα της εποχής τότε ψάξτε τη δουλειά της εδώ.

H Rachael Schearer έκανε αίσθηση πριν από περίπου μια 25ετία όταν εκδόθηκε το πρώτο CD του γκρουπ της Lovely Midget στη νεοζηλανδέζικη Corpus Hermeticum του Bruce Russell (Dead C.). Κυκλοφορία που έσκασε πάνω στο φούντωμα της lo-fi σκηνής και μιας 'χρυσής εποχής' που κράτησε για περίπου μια δεκαετία. Με ήχο που εμπλουτίζεται εκτός από τη Shearer στην κιθάρα και με συνθ από της Stella Corkery και την κιθάρα του Sean O' Reilly και βγάζουν ένα σκοτεινό άμπιεντ ήχο που άλλοτε παραπέμπει στον ήχο που είχε εκείνο το κύκλωμα του σκοτεινού ήχου εκείνη την εποχή άλλοτε σε παραπέμπει σε πιο αποδομημένο αυτοσχεδιαστικό 'ροκ'. Είναι κυκλοφορία που βγήκε σε μια εποχή που φαίνεται ότι ισορροπεί με τα δυο πόδια σε δυο βάρκες. Ίσως γι’ αυτό νομίζω τον λόγο δεν μπόρεσε να με καθηλώσει ή να με τραβήξει ιδιαίτερα εκείνη την εποχή. Υπάρχουν βέβαια στιγμές του που ξανακούγοντας το σήμερα ομολογώ ότι μου κάνουν μεγαλύτερη εντύπωση από τότε ίσως γιατί έχει δουλέψει ωραία ο χρόνος επάνω του, ή ίσως γιατί έχει φύγει πια η τρέλα εκείνης της εποχής και, στη σκόνη που άφησε πίσω της, να εμφανίζονται στιγμές που πέρασαν ίσως βιαστικά, επιπόλαια ή που τώρα προσεγγίζονται με άλλη αισθητική. Για χρόνια λοιπόν είχε αποκτήσει ένα σχεδόν καλτ στάτους σε αρκετό κόσμο και συχνά πυκνά αναφέρεται ιδίως και από κόσμο που μαζεύει νεοζηλανδέζικα και παράλληλα έχει και την τρέλα με ό,τι σχέση γύρω από τους Dead C., τα σόλο τους, τις συνεργασίες τους. Πρόσφατα λοιπόν το επανέκδωσε η Σουηδική Fordaemning Arkiv σε βινύλιο και ήταν μια καλή ευκαιρία να το ξαναθυμηθούμε. Για όσους ενδιαφέρονται μπορείτε να το ακούσετε ή αγοράσετε εδώ.