Φεβρουάριος 2025
Synthwave, shoegaze, americana, post punk, folk, jazz, electronica και άλλα. Πέρα από τις ταμπέλες όμως είναι τα ίδια τα τραγούδια.
Μάνος Μπούρας
Yellow Red - My Little Words (Make Me Happy, 2025)
Προφανής η πηγή έμπνευσης του τίτλου του δίσκου, καθόλου τυχαία και η λογική του σχήματος χρωστάει πολλά στον Stephin Merritt και τα Μαγνητικά του Πεδία. Όμοια με τους προαναφερθέντες, το άλμπουμ είναι ξεκάθαρα αυτοβιογραφικό. Μιλάει για όλες τις διαπιστώσεις που αντιλαμβάνεται κανείς μεγαλώνοντας, όταν επαναπροσδιορίζεις το νόημα της ζωής και τις προτεραιότητες που βάζεις βαδίζοντας προς το τέλος της, έχοντας πάντοτε σαν βάση τα βιώματα και τις αντιλήψεις του προτέρου σου βίου. Ηχητικά πάλι, τα τραγούδια έχουν ένα νοσταλγικό χαρακτήρα, κινούνται σε ένα χαλαρό electropop πλαίσιο που έχει όμως σαν προτεραιότητα τη μελωδία και τον ακαταμάχητο ποπ γάντζο. Η διάθεση είναι εναλλακτικά φωτεινή και σαγηνευτικά σκοτεινή, όπως σε έναν δίσκο των Depeche Mode για παράδειγμα, με έμφαση σε ατμόσφαιρες που για κάποιους όπως εμείς είναι μαγευτικά θολές και ταυτόχρονα υπέρλαμπρες...
Πίσω από το όνομα Yellow Red κρύβεται ο Στέφανος Μανούσης, τον γνωρίζουμε σαν μέλος του εξαιρετικού γκρουπ των Sugar For The Pill, κι εδώ αφήνει για λίγο το shoegaze ένδυμα για να φορέσει κάτι περισσότερο πολύχρωμο, αν και όχι και πολύ - το γκρίζο είναι κάποιες φορές η αγαπημένη μας απόχρωση. Σε ένα σετ από δέκα πολύ όμορφα τραγούδια, περιδιαβαίνει τη δική του μουσική (προ)ιστορία κι όλα λίγο ή πολύ καταφέρνουν να βρουν το δρόμο τους στη μουσική του, χαρίζοντας ένα απολαυστικό άλμπουμ που αποτελεί το σάουντρακ αυτού του μήνα για εμένα, και θα παραμείνει το ίδιο γι' αρκετούς ακόμη, προβλέπω...
Αντώνης Ξαγάς
Misfortunes - Voices Never Heard (SwissDarkNights, 2025)
Η έκφραση και μια ιδιότυπη νοσταλγία του ξεχασμένου, του χαμένου, του ανείπωτου, του άρρητου, του αφανούς, του άφατου, του απόντος, του ανήκουστου (ίσως και του… ανήκεστου, έτσι για να παραπέμψουμε στον μεταφραστικό άθλο τίτλου βιβλίου του David Lodge) αποτελούν πυξίδες για όλο το δημουργικό ταξίδι των Misfortunes -ακριβής εδώ η γενική πτώση πληθυντικού, αν και στην πραγματικότητα εις είναι ο κινητήριος μοχλός περιστοιχιζόμενος ωστόσο από φιλική δημιουργική ομάδα η οποία συνεισφέρει στίχους και οργανικές πινελιές-, ταξίδι αναζήτησης που τους φέρνει σε οικεία αλλά και απρόσιτα μέρη, που μπορεί να είναι τόσο υπαρκτά αλλά και τόσο φανταστικά όσο εν προκειμένω η παιδική ηλικία, όσο το ‘για πάντα’ και το ‘ποτέ ξανά’. Στον τέταρτο δίσκο (αν δεν λάβουμε υπόψη και κάμποσα EP) φτάνει πια η πορεία τους, η οποία περνάει και πάλι από πολλές παραδοσιακές αναφορές σε καταστατικά ονόματα του επονομαζόμενου darkwave -αλλά και κάποιες πιο απροσδόκητες που λειτουργούν εμπλουτιστικά (το «Cradlesong» π.χ. είναι έως και φόρος τιμής στον Jean-Michel Jarre της εποχής του «Équinoxe»). Ευπρόσδεκτη η δημιουργική σταθερότητα και ουσιαστική συνέπεια στην «σκοτεινή» τραγουδοποιία (μακριά από την μοδάτη καταχρηστική εκμετάλλευση του «σκοταδιού» σε διάφορες μάλλον ιλαρές εκδηλώσεις αιμάσσουσας επιτήδευσης) και στην μελωδική τεχνοτροπία (κι ας επιτάσσει η εποχή υποτίθεται την διαρκή επανεφεύρεση του εαυτού, την ‘εξέλιξη’ και διάφορες τέτοιες μάλλον οικονομικίστικες έννοιες).
Απόστολος Βαρνάς
Synth-A – Χάος (Αυτοέκδοση, 2024)
Θεωρώ οτι αν υπάρχει ένας τομέας στην ελληνική σκηνή που τόσο η παραγωγή όσο και οι εξαγωγές (κυρίως ζωντανές εμφανίσεις) πάνε καλά είναι το παρακλάδι dark synth whatever wave. Δεν είμαι καθόλου γνώστης και προσωπικά δεν με ενδιαφέρει κιόλας η όλη metal σκηνή που έχω την εντύπωση οτι κaι εκεί καλά και πολύ πιθανόν πολύ καλύτερα πρέπει να είναι τα πράγματα, αλλά όπως ανάφερα παραπάνω, ΔΞ/ΔΑ.
Πάμε λοιπόν σε αυτά που μας αρέσουν και ενδιαφέρουν.
Οι Synth-A υφίστανται από το 2021, ντουέτο αποτελούμενο από την Βενετία και τον Σταύρο, λατρεύουν τα αναλογικά σύνθια, κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, σύμφωνα με το βιογραφικό τους «Ηate singing about love, but they still do sometimes» και έχουν κυκλοφορήσει ως τώρα μία σειρά από digital singles και ένα Mini LP (WTF?) με ελληνικό στίχο.
To ‘Χάος’ ένα «EBM, dark disco anthem, made to exorcise the dystopia onto a dark dancefloor» είναι η τελευταία τους κυκλοφορία. ‘Ενα track διαμάντι που αν είχε βγεί τη δεκαετία του ‘80 θα έκανε τις χορευτικές πίστες άνω κάτω στεκόμενο ισάξιο απέναντι στα κορυφαία άσματα εκείνης της εποχής και το δηλώνω συτό έχοντας ζήσει aπό πρώτο χέρι το πώς λειτουργούσαν τα πράγματα τότε.
“Ψέματα, όνειδος, μαγκιά και λαγνεία/mέσα στο χάος τους στη δυστοπία”
Ακούστε. Στροβιλιστείτε. Ιδρώστε.
Νάνσυ Σταυρίδου
Julia Rover - Co z Tobą? (The Very Polish Cut Outs, 2024)
Κάπου μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων έπεσα πάνω στο ‘Co z Tobą?’ (what's happening with you?) της Πολωνής Julia Rover και από τότε αυτό που μου συμβαίνει είναι ότι ακούω διαρκώς τα 6 κομμάτια από το πρώτο της EP.
Δεν έχω ιδέα τι μας λέει το κορίτσι, κάπου διάβασα ότι αναφέρεται σε ιστορίες για σχέσεις, συναισθήματα, διλήμματα, απογοητεύσεις, ελπίδα – δεν με νοιάζει διόλου, ο ήχος της με έχει ενθουσιάσει καθώς έχει ξεκάθαρα επιρροές από τη δεκαετία του ‘80 με εναλλαγές στο ύφος. Άλλοτε πιο σκοτεινός με τη συμβολή του αγαπημένου μου μπάσου, άλλοτε πιο ατμοσφαιρικός με ονειρικά φωνητικά και άλλοτε περισσότερο synth pop/italo με διάθεση για χορό. Ηλεκτρονική κατά βάση η μουσική καθώς η Julia μας είναι και DJ και φαίνεται να γνωρίζει να χειρίζεται τα μπλιμπλίκια.
Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να την δω live με φυσικά όργανα, νομίζω ότι θα απογείωνε τα κομμάτια της, προς το παρόν απολαμβάνω τη δουλειά της στο σαλόνι μου και μακάρι και σε κάποιο bar/club.
Γιάννης Πλόχωρας
Holon - After the Fall (Subatomic Audio, 2024)
Mark Rydyger, Καναδός. Cyberpunk, electro, techno, EBM, IDM, μπλιμπλίκια ρε παιδί μου.
Εδώ και επτά χρόνια τρέχει δύο πρότζεκτ στο bandcamp, τους Holon και τους sylac, δεν βρίσκω σημαντικές διαφορές μεταξύ τους: σκοτεινός ήχος, τσιμπολογάει από 80s τοπία και 90s αισθητική, εγγυάται ατμόσφαιρα στα πάρτυ και στο παρόν ψηφιακό άλμπουμ ‘After the Fall’ που κυκλοφόρησε ως Holon χτίζει ένα μετα-αποκαλυπτικό κόνσεπτ που έχει πρόσωπο, θα ‘λεγε ο Σάκης.
Φαντασιώνομαι να βγάλει κάποια στιγμή και κάτι υπερβατικό, θα περιμένω.
Μαριάννα Βασιλείου
Yellow Red - My Little Words (Make Me Happy, 2025)
Πρόκειται για μια από τις πολύ-πολύ φρέσκιες δουλειές της χρονιάς (κυκλοφόρησε μόλις την προηγουμένη από τη μέρα που γράφω αυτές τις γραμμές), μα ήδη κατάφερε να μπει στην καρδιά μου. Πρόκειται για το ντεμπούτο άλμπουμ του αγγλόφωνου προσωπικού σχήματος του Στέφανου Μανούση, ιδρυτικού μέλους των Sugar For The Pill. Synth pop και dream pop που θα μπορούσε εύκολα να σταθεί στο χώρο μεταξύ των M83 και των Future Island. Αν η ζωή είναι μια φάρσα με αναπόφευκτο πόνο και αναπόδραστη απώλεια, τουλάχιστον ας μπορούμε να τη χορέψουμε – είτε για να την αντέξουμε είτε για να τη χαρούμε.
Δημήτρης Κάζης
Brunori S.Α.S. - L’ Albero Delle Noci (Island Italy, 2025)
Ο Brunori S.Α.S. (κατά κόσμον Dario Brunori) είναι τραγουδοποιός και πολυοργανίστας γεννημένος το 1977 με βαθιές ρίζες στο ιταλικό canzone d’ autore αλλά και πολύ ανοιχτά μυαλά και μάτια στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Δεν είναι τυχαίο που ένα από τα πιο πετυχημένα του singles ήταν το ‘Curt Cobain’, και όταν μιλάμε για επιτυχία εννοούμε headliner στην πρωτομαγιάτικη συναυλία στην πλατεία San Giovanni της Ρώμης το 2016, άλμπουμ της χρονιάς στην Ιταλία το 2020 και άλλα τέτοια. Μετά το ‘20 ξαναβγάζει δίσκο φέτος και πάει και ως διαγωνιζόμενος στο Σαν Ρέμο με το ομώνυμο τραγούδι. Εμείς ακούμε το ‘Δάγκωμα του Τάισον’ που βγήκε τον περασμένο Νοέμβρη.
Μιχάλης Βαρνάς
Matt Berry - Heard Noises (Acid Jazz Records, 2025)
Τον Νοέμβριο άκουσα το ‘I Gotta Limit’, το πρώτο single από το άλμπουμ που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες και το βρήκα ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Παρακολουθώ τον Matt Berry από το ‘Kill The Wolf’, μια εποχή που αγοράζαμε cd ακόμη σε λογικές τιμές. Το ήχο του θα τον περιέγραφα σαν σοφιστικέ ποπ, που σου φέρνει στο νου άλλοτε τα άλμπουμ των Beatles της δεύτερης περιόδου, κάποιες στιγμές τους Beach Boys αλλά και τον David Bowie. Θα μου πεις ρε φίλε κάπου ώπα. Θα πρόσθετα και τον Donovan.
Το ‘Heard Noises’ διακατέχεται από τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Matt Berry. Δεν υπάρχει κάποια έκπληξη για εκείνους που τον παρακολουθούν. Το θέμα όμως είναι ότι είναι παραπάνω από ωραίο άλμπουμ.
Ο Μatt τον περισσότερο καιρό είναι ηθοποιός. Κυρίως κωμικών τηλεοπτικών σειρών. Στις μουσικές που γράφει υπάρχει αυτό το στοιχείο. Η αίσθηση του σάουντρακ, των προγραμμάτων της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα. Στο φινάλε το ‘Sky High’ μοιάζει με κρυμμένο θησαυρό από ανεξάρτητη κινηματογραφική παραγωγή αρχών του εβδομήντα. Μπορεί να το έγραψε ο Gainsbourg, ίσως ο Morricone…
Βασίλης Παπαδόπουλος
Lambrini Girls - Who let the dogs out (City Slang, 2025)
Θυμός, πολύ θυμός από τα κορίτσια τα οποία απαρτίζουν το φρέσκο αυτό συγκρότημα από το Μπράϊτον της Αγγλίας. Και γκάζια, πολλά γκάζια. Δεν ξέρω τι τις τροφοδοτεί. Μάλλον το ότι είναι γυναίκες, θηλυκότητες, ή ότι τέλος πάντων είναι ο φεμινισμός του σήμερα (μην παίρνετε τοις μετρητοίς τους χρησιμοποιούμενους όρους). Τραγουδούν για queer, gay, homo, dick, cunt αλλά και για τη σκατοπολιτική του σήμερα. Δεν ξέρω αν είναι μέρος ενός νέου κινήματος που κατακλύζει και επανανοηματοδοτεί το punk. Γράφαμε πριν δύο χρόνια για την Amyl και τους Sniffers (παρότι παρουσιάζουν μια κάμψη η αλήθεια είναι), τις χάσαμε τούτες όταν ήρθαν στο Plissken τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, ακύρωσαν και οι Grandma’s House τελευταία στιγμή (αναμένουμε με αγωνία το καινούριο τους EP τον ερχόμενο Απρίλη), θα αναμείνουμε λοιπόν πριν αποφανθούμε για κάτι που τις συνδέει όλες τούτες.
Τέλος πάντων εκτός από τις γυναίκες, καταγράφουμε και τον ντράμερ. Σύμφωνα με ανακοίνωσή τους, αυτός είναι ο Bansky. Επιφυλασσόμαστε. Όποιος κι αν είναι πάντως, κτυπάει αλύπητα τα ντραμς, και συνοδεύει τα κορίτσια στο πιο σπιντάτο και άγριο ροκ που έχουμε ακούσει πρόσφατα. Ας είναι έτσι. Blondes have more fun in company culture. That’s cunty.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Delivery - Force Majeure (Heavenly Recordings, 2025)
Για όλα φταίνε «Οι Πίσω Σελίδες», που φιλοξενούν το “Australians Do It Better” του Μπάμπη, αλλά και οι επακόλουθες garage και post-punk αναμνήσεις από το Green Door και την Αίτνα. Καταλυτικό δε ήταν το τηλεφώνημα από τον Henry Rollins, ο οποίος μου είπε να κάνω κάτι για τα αγαπημένα του παιδιά από τη Μελβούρνη, όπως και οι ενοχές που μου δημιουργήθηκαν από τη σκέψη ότι οι συντοπίτες Amyl and the Sniffers είναι ήδη γνωστοί στα μέρη μας, οπότε πώς να μην υποκύψω στη γοητεία του κουιντέτου των Delivery, που προσπαθεί να μπλέξει τους Buzzcocks με τους Huxton Creepers έχοντας DIY garage αισθητική και τα τέσσερα πέμπτα του να ασχολούνται (και) με τα φωνητικά; Τα παιδιά το είχαν πει ευθέως στο ντεμπούτο τους “Forever Giving Handshakes”, οπότε αρπάξτε την ευκαιρία του “Force Majeure” για να δώσετε το χέρι σας στον Aussie noise των ημερών μας.
Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης
Whispering Sons – The Great Calm (PIAS, 2024)
Ένα συγκρότημα που ανακάλυψα πριν λίγο καιρό εντελώς τυχαία και έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητο παρά την κυκλοφορία τριών δίσκων και ισάριθμων συναυλιών στην Αθήνα, είναι οι Whispering Sons που προέρχονται από την φλαμανδική περιοχή του βόρειου Βελγίου, όπως και οι εξίσου ενδιαφέροντες Brutus. Αναφέρω σχεδόν, γιατί μετά από αναζήτηση που έκανα στην ιστοσελίδα μας, κάποιο λαγωνικό της ομάδας (κι εδώ οφείλω ν’ απονείμω τα εύσημα στον Βασίλη Παυλίδη) συμπεριέλαβε το καλύτερο κομμάτι του δίσκου «Walking, Flying» στη λίστα με τα πενήντα ξένα τραγούδια για το 2024.
Στους πρώτους δίσκους «Image» και «Several Others» παρέδωσαν εξαιρετικά δείγματα σκοτεινού post-punk, ενώ στον πιο πρόσφατο πρόσθεσαν στοιχεία από shoegaze, εμπλουτίζοντας με μελωδικότερα μοτίβα τον ήχο τους. Εκτός από πολύ καλοί φίλοι, τα πέντε μέλη έχουν διευρυμένο πεδίο μουσικών γνώσεων, όπως μαρτυρούν οι έντονες επιρροές από Banshees, Chameleons, Cure, Sound και η επιλογή του ονόματος από ένα τραγούδι των Moral, ενός δανέζικου new wave συγκροτήματος της δεκαετίας του ογδόντα. Η ιδιόμορφη φωνή της Fenne Kuppens αν και θυμίζει την αδικοχαμένη Nico στη χροιά, είναι σαφώς ανώτερη σε επίπεδο έντασης και έκφρασης, ενώ η μελετημένη της κινησιολογία αναδύει έναν επιβλητικό και εκρηκτικό τόνο στις ζωντανές τους εμφανίσεις.
Νικόλας Μαλεβίτσης
Dead Neanderthals - Other Worlds (Αυτοέκδοση, 2025)
Το 'Other Worlds' με παρακίνησε να το ακούσω ανάρτηση φίλου στο bluesky καθώς το τάγκαρε ως 'krautrock'. Έχοντας καιρό να ακούσω δουλειά τους το έβαλα γεμάτος περιέργεια για το απότελεσμα το οποίο είναι ένα δυνατό άλμπουμ όπου το ντουέτο των Otto Kokke και Rene Aquarius με σύνθι, σαξόφωνο και ντραμς δημιουργεί μια αεράτη και ταξιδιάρικη κράουτ ατμόσφαιρα, αφήνοντας πίσω την πιο άγρια free jazz έκφανση του ντουέτου τους.
Μουσική η οποία δένει άνετα με τον τίτλο του δίσκου εξάλλου. Δεν κομίζουν κάτι νέο ή το πρωτότυπο, ούτε ξεπερνάνε τα όρια τους όπως έκαναν παρέα με τον Colin Webster στο ανεπανάληπτο ‘Prime’ της προηγουμένης δεκαετίας και τον αδιαπέραστο τοίχο βορβορώδους θορύβου που έστησαν εκεί, αλλά είναι μουσική η οποία δημιουργεί μια φωτεινή ατμόσφαιρα ακούγοντας την, ιδανική για να ξεκινήσεις ευχάριστα τη μέρα σου.
Χάρης Συμβουλίδης
Dax Riggs - 7 Songs For Spiders (Bright Shadow/Fat Possum, 2025)
Είναι τα τραγούδια, αυτά καθ' αυτά; Είναι η ίντριγκα του τίτλου, με τις αράχνες; Είναι η φωνή; Είναι το γενικότερο «σερβίρισμα»; Ή μήπως είναι η οικονομημένη χρονική διάρκεια των 28 λεπτών και 17 δεύτερων, την οποία θα ζήλευε ακόμα και trap κυκλοφορία;
Τελικά, αφού το έφερα από εδώ κι από 'κει ενώ έπαιζε ο δίσκος, αποφάσισα ότι, μάλλον, όλα έχουν παίξει τον ρόλο τους στο πόσο μεστό ακούγεται το αποτέλεσμα. Με την οικονομία και τη φωνή, όμως, να πρωταγωνιστούν, γιατί, κάπως, με έναν τρόπο που δεν κρύβεται, κάνουν τα πράγματα συγκεκριμένα, ολοκληρωμένα, εθιστικά.
Κοντολογίς, υπάρχουν και οι στιγμές οι οποίες ξεχωρίζουν (λ.χ. το "Sunshine Felt The Darkness Smile" ή το "Pagan Moon"), αλλά είναι η συνολική αισθητική που σε κερδίζει, μαζί με το από καρδιάς των ερμηνειών του Dax Riggs –έστω κι αν βρίσκεις να χωρά κάμποση συζήτηση ως προς κάποιες αποφάσεις της παραγωγής. Γενικά, επίσης, το '7 Songs For Spiders' ωφελείται γιατί διατηρεί ως πυξίδα του τις ουσιαστικές μέρες της alternative rock κουλτούρας, όταν η σχετική έκφραση ήταν ακόμα βαρυκόκαλη, πριν επικρατήσουν οι ντοτοί τρόποι του 21st Century indie.
Μαρία Φλέδου
Mogwai - The Bad Fire (Rock Action, 2025)
Οι Mogwai όπου να ‘ναι κλείνουν και αυτοί 30 χρόνια στην δισκογραφία και εγώ σας προτείνω το εντέκατο άλμπουμ τους όχι για να σας πείσω για την αξία της καριέρας τους ή την γενική συνεισφορά τους στις όποιες σκηνές, αλλά επειδή μου αρέσουν πολύ και ως μουσικοί και ως άνθρωποι. Επίσης έχω αδυναμία στα κομμάτια που ο Stuart τραγουδάει χωρίς πολλά reverb και λοιπές παραμορφώσεις.
Εν συντομία, αν δεν σας ενδιέφεραν ποτέ δεν θα σας αλλάξει γνώμη αυτό τους το άλμπουμ. Αν δεν έχετε ασχοληθεί ποτέ μαζί τους, αλλά θα θέλατε να δοκιμάσετε τώρα, αυτό είναι ένα καλό και αντιπροσωπευτικό δείγμα, ένα κλασσικό Mogwai. Αν πάλι όπως εγώ, προτιμάτε να ακούτε το 'μία από τα ίδια' σας από αυτούς που το κάνουν καλά, το 'The Bad Fire' δεν θα σας απογοητεύσει.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Chris Eckman – The land we know the best (Glitterhouse Records, 2025)
Ο «δικός μας» Chris Eckman επιστρέφει στις ρίζες της americana, αν και δεν τις ξέχασε ποτέ. Χρησιμοποιώντας το ύφος αυτό, απλώνει στιχουργικά την παλέτα της απώλειας – που είναι η μοίρα όλων μας. Με φωνή που έχει γίνει πιο τραχιά (και χροιά που θυμίζει κάποιες στιγμές τον Dark Mark), απαγγέλει τους εσωστρεφείς στίχους του, ζητάει εμμέσως συγγνώμη για τα λάθη και τις υπερβολές του, στοχάζεται πάνω στην καταστροφική πεμπτουσία των ανθρωπίνων σχέσεων. Παρότι στο εξώφυλλο του άλμπουμ υπάρχει ένα ευρωπαϊκό τοπίο, κλείνοντας τα μάτια νόμισα ότι βρίσκομαι στις μυθικές πεδιάδες των ΗΠΑ, στους ατελείωτους αυτοκινητόδρομους που στοιχειώνουν τα όνειρά μας, ημών των Ευρωπαίων. Γλυκιές κιθάρες, ακουστικές και ηλεκτρικές, διπλό μπάσο και βιολί, πιάνο και απαλά κρουστά, στήνουν ένα σύμπαν εσωστρεφές και μελαγχολικό. Κι εμείς, Chris, δεν είμαστε στα καλύτερά μας! Έλα για κανένα λάιβ, να κλάψουμε παρέα.
Από ένα άλμπουμ χωρίς τρομερές εξάρσεις για να διαλέξει κανείς το χιτάκι, επιλέγω το ‘Haunted Nights’. Για τη μετάνοια που μοιάζει ειλικρινής, και επειδή μου θυμίζει τον Neil Young μιας συγκεκριμένης περιόδου.
Δημήτρης Όρλης
Βαγγέλης Βραχνός – Αστρογραφία (Πκmusik, 2025)
Μέχρι να δημοσιευτεί αυτό το κείμενο θα έχει κυκλοφορήσει και ο νέος δίσκος του Πέτρου Κλαμπάνη από την ετικέτα του, ΠΚmusik, στην οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα και το ντεμπούτο αυτό του Βαγγέλη Βραχνού. Ο κοντραμπασίστας και συνθέτης με έδρα τη Θεσσαλονίκη συνεργάζεται με εξαίρετους και δραστήριους μουσικούς σε ένα όμορφο jazz πλαίσιο με το σαξόφωνο του James Wylie να συνδιαλέγεται συχνά με το ούτι του Θωμά Μελετέα, όσο ο Γιώργος Κλουντζός συνεισφέρει με τα τύμπανα. Ο Wylie έχει χρόνια που δουλεύει και στην περσική μουσική παίζοντας το kamancheh, με το οποίο προσφέρει μια όμορφη εισαγωγή στο ομώνυμο κομμάτι. Έχει πολλά να προσφέρει ο δίσκος, διατηρώντας ένα σαφές και ευχάριστο κλίμα, ικανοποιώντας τις όποιες προσδοκίες θα είχε κανείς που παρακολουθεί αυτά τα ονόματα του εγχώριου jazz ουρανού.
Τάσος Βαφειάδης
Sophie Lies – Η άλλη πλευρά της συνήθειας (One Little Victory Records, 2024)
«Η άλλη πλευρά της συνήθειας» είναι η δεύτερη ολοκληρωμένη δουλειά της Sophie Lies. Προηγήθηκε το «Μια πέτρα σαν σπίτι» σε ψηφιακή μορφή το 2020 και σε CD το 2023. Η Sophie είναι μια σύγχρονη τραγουδοποιός που μιλά σε πρώτο πρόσωπο για πράγματα τα οποία απασχολούν την ίδια, τις ηλικίες της, τη γενιά της. Θέματα κοινωνικά, προσωπικά, τα οποία ξεστομίζει άλλοτε τραγουδώντας, άλλοτε ραπάροντας.
Για άλλη μια φορά η παραγωγή είναι προσεγμένη, με πολλούς φίλους της να την πλαισιώνουν μουσικά και είναι θετικό ότι επέλεξε να κυκλοφορήσει το άλμπουμ και σε φυσική μορφή. Μου άρεσε περισσότερο το ντεμπούτο της, αλλά και αυτό αξίζει την προσοχή μας.
Θάνος Σιόντορος
Blue Lake – Weft (Tonal Union, 2025)
Στο πρόσωπο του Jason Dungan (aka Blue Lake), η Κοπεγχάγη και οι καινούριοι αβαντγκαρντίστες της Δανίας, συναντούν το Dallas και τους πειραματικούς κιθαριστικούς ήχους της Αμερικής, με βάση βέβαια πάντα τη folk, στην οποία σίγουρα ανήκει ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς του ταλαντούχου μουσικού. Το “The Forest” από το άλμπουμ “Weft” είναι πράγματι σαν ένας ξένοιαστος, ηλιόλουστος και γαλήνιος περίπατος σε κάποιο δάσος και στα σχεδόν δέκα λεπτά που διαρκεί αποκλείεται να μη δημιουργήσει μια ηχητική ασπίδα προστασίας που - έστω και για λίγο - είναι ικανή να κρατήσει μακριά αρνητισμούς, σκοτούρες, ανεπιθύμητους θορύβους και οτιδήποτε άλλο έχεις βαλθεί να σας ξεβολέψει ή να σας χαλάσει τη μέρα. Κομμάτι βάλσαμο από ένα εξίσου όμορφο άλμπουμ.
Ελένη Φουντή
Laura Agnusdei - Flowers Are Blooming In Antarctica (Maple Death Records, 2025)
Δεύτερος "πράσινος" δίσκος στη σειρά για την Laura Agnusdei από την κόκκινη Μπολόνια. Ξεκίνησε παίζοντας με τα υποτροπικά δάση της βροχής "Laurisilva" που θυμίζουν το όνομά της. Υπερ-obscure ντεμπούτο, όχι μόνο επειδή κυκλοφόρησε (σε βινύλιο παρακαλώ) σε… sublabel της The Tapeworm, όπου γίνεται της κασέτας το κάγκελο, αλλά και επειδή χρησιμοποίησε την επιστημονική ονομασία ενός φυσικού οικοσυστήματος ως μεταφορά για τη μουσική της. Το ίδιο σκεπτικό συναντάμε και στο "Flowers Are Blooming In Antarctica" αλλά εδώ η φύση οργιάζει πια, είναι ανεξέλεγκτη. Η Agnusdei είναι σαξοφωνίστρια αλλά και μουσικός ηλεκτροακουστικής. Της αρέσει το fusion, της αρέσει η ψυχεδέλεια, η spiritual jazz, ο ηλεκτροακουστικός μινιμαλισμός και ο Jon Hassell και η μουσική της ελίσσεται ελεύθερα ανάμεσα σε όλα αυτά, σαν βακτήριο που αναπτύσσεται σε έναν πολυμορφικό βιότοπο. Ο δίσκος που κυκλοφόρησε μόλις από τη μπολονέζικη - λονδρέζικη Maple Death Records ξεκινά με ethio-jazz επιρροές και μια παράξενη όσο και αρμονική πλέξη exotica - ambient, αλλά στην πορεία περνάει και από α λα Hancock space - funk - jazz καταστάσεις, με τους φουτουριστικούς (και κάπως αγχωτικούς) ηλεκτρονικούς ήχους να απαλύνονται από το σαξόφωνο. Στο επίκεντρο βρίσκεται και το φλέγον ερώτημα: Θα εξαφανιστούμε άραγε όπως οι δεινόσαυροι; Άγνωστο, αλλά περιέργως πώς, αν και η Agnusdei πιάνει το νήμα της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση από τη σκοπιά της κλιματικής αλλαγής, μας δίνει τελικά μία ουτοπική προβληματική. Η μουσική της απλώνεται και σε τέταρτη διάσταση, πέρα από την ευκλείδεια γεωμετρία, όχι για να προβλέψει επερχόμενες καταστροφές, αλλά για να μιλήσει για αλλαγή παραδείγματος, για όσα μπορούμε να ζήσουμε στο μακρινό μέλλον. Δεν ξέρω από πού αντλεί την αισιοδοξία της, αλλά ό,τι κάνει να το συνεχίσει.
Κώστας Καρδερίνης
Yannatou, Floridis, Guy, López - Kouartéto (Maya Recordings, 2024]
Σαβίνα Γιαννάτου [φωνές] και Φλώρος Φλωρίδης [πνευστά] μοιράζονται ουκ ολίγες κοινές εμφανίσεις ως ντουέτο και μερικές, κλασικές πια, ηχογραφήσεις. Το ίδιο πάνω-κάτω ισχύει για τους Barry Guy [κοντραμπάσο] και Ramón López [κρουστά]. Ως τετράδα και ως ανήσυχα πνεύματα δουλεύουν / παίζουν / αυτοσχεδιάζουν και αποκαλούνται με το προσωνύμιο «το κουαρτέτο της Ύδρας». Όλα αυτά θα ήταν απλές πληροφορίες εσωφύλλου αν δεν είχε προηγηθεί στις Εκδόσεις Ατλαντίς το βιβλίο του Γιάννη Μαρή ‘Κουαρτέτο: Ακριβώς στις 12.15 - Έγκλημα στην Ύδρα - Το κεφάλι του Απόλλωνος - Το χαμένο εικοσιτετράωρο’.
Ο τίτλος του μουσικού πονήματος με τα 13 μέρη, λένε ότι οφείλεται στο σχέδιο του εξώφυλλου που ανήκει στον εν Ύδρα εδρεύοντα εικαστικό και μουσικό Bill Pownall. Λένε! Η ηχογράφησή του έγινε τον Μάη του 2023 στο διάσημο Old Carpet Factory Studio [αρχοντικό Τσαμαδού και κάποτε έδρα της σχολής χαλιών Σουτζόγλου], σπίτι και στούντιο του ψυχεδελικού μουσικού και παραγωγού Stephan Colloredo-Mansfeld, από αριστοκρατικό τσεχο-αυστριακό οίκο, γνωστού για τα θρυλικά του πάρτι και την εκεί φιλοξενία δεκάδων μουσικών, για αρκετούς από τους οποίους υπήρξε άτυπος μέντορας.
Ανάμεσα στα 13 κομμάτια υπάρχουν διασκευασμένα ένα παραδοσιακό νανούρισμα [Ύδρα 6], ένα σεφαραδίτικο μοιρολόι [Ύδρα 11] κι ένα αλβανικό [Ύδρα 13]. Πώς διαπλέχθηκαν όλα αυτά με το νουάρ σατιρικό μυθιστόρημα ‘Δε λες κουβέντα’ [Μάκης Μαλαφέκας, 2017], με την έκδοση ‘Ονειρεμένες επιχειρήσεις’ [2023, Dream businesses] και με την έκθεση και τον κατάλογο ‘Η στρέβλωση του χρόνου’ [2024, The Warp of Time]; Ήχοι και απόηχοι, κραυγές γνώσης και απόγνωσης, σειρήνες και τσιρίδες τρόμου πλάστηκαν και ακούστηκαν και εκτόνωσαν τον θυμό [Ύδρα 12]. Δίσκος 4ων και 20 καρατίων.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Rob Mazurek – Nestor’s Nest (Keroxen Recordes, 2024)
Έχει μάλλον αρχίσει να γίνεται συνήθεια διάφοροι τζαζίστες και far out αυτοσχεδιαστές, να το ρίχνουν στην electronica. Tα τελευταία λίγα χρόνια φαίνεται πως αυτό δεν είναι καθόλου κακή συνήθεια. Ο Rob Mazurek βέβαια δεν φοβάται να παρεκτρέπεται και να κάνει διάφορα μυστήρια πειράματα (όχι πάντα επιτυχημένα), αλλά εδώ ξέφυγε και το ‘ριξε εντελώς στα ηλεκτρονικά. Που και που ακούς καμιά τρομπέτα ή καμιά φωνή αλλά αυτά δεν είναι αρκετά και ικανά να σπάσουν το αλά 90s Warp ηλεκτρονικό ντελίριο. Ειδικά στο μεγάλο κομμάτι «Banana Fruit» που ακούμε στο μιξ, αν εξαιρέσεις το τζάζυ τελείωμα (που έτσι κι αλλιώς του δίνει μια επιπλέον δυναμική), είναι σαν να ακούς τους Autechre σε υπερένταση.
(O πίνακας στο εξώφυλλο είναι του Roberto Matta με τίτλο «The Vertigo of Eros» (1944))