Ιούλιος 2024
Λίγο πριν ξεκινήσουν τα καλοκαιρινά ταξίδια, η 'κασέτα' των επιλογών μας μπορεί και να χρησιμεύσει ως όχημα νοερών αποδράσεων
Μάριoς Καρύδης
Staples Jr. Singers – Searching (Luaka Bop, 2024)
Καλώς ή κακώς, όλα ξεκίνησαν από τις εκκλησίες και τους βάλτους του αμερικάνικου Νότου. Λόγω αυτής της γενικής παραδοχής, τα τελευταία χρόνια αχνοφαίνεται στον ορίζοντα μια απενοχοποίηση της αποδοχής της γκόσπελ από την σοβαροφανή, μουσικά, Δύση. Καλλιτέχνες ή πάστορες όπως π.χ. o Solomon Burke, ο T.L. Barnett και οι Staple Singers, έζησαν πρόσφατα μια δεύτερη ή πρώτη νιότη. Στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού ο David Byrne, που από τότε που διασκεύαζε Al Green αναγνώρισε την «ψυχή» αυτής της μουσικής, ξέθαψε και επανακυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια (μέσω της δισκογραφικής του) τον αριστουργηματικό δίσκο “When Do We Get Paid” που ηχογραφήθηκε το ‘75 από τα ανήλικα αδέλφια Brown στο Μισισίπι. Έτσι, έπειτα από 50 χρόνια ήρθε η αναγνώριση για μια θρησκευτική μπάντα που θέλησε τα τιμήσει τα «είδωλά» της και βαφτίστηκε Staple Jr. Singers. Το δεύτερό τους άλμπουμ που βγήκε πριν λίγες μέρες, συνεχίζει αυτό το οικουμενικά, πνευματικό ταξίδι προς τοοο… όπου θέλει ο καθείς και η καθεμιά μας, χωρίς παρωπίδες δεν θα τα χαλάσουμε πουθενά…
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Zara McFarlane - Sweet Whispers: Celebrating Sarah Vaughan (Eternal Source of Light Records, 2024)
Sarah Vaughan, φώναξε ο παλιός. Ann Quigley, φώναξε ο νεότερος. Εδώ έρχεται η στιγμή που υποτίθεται ότι πετάγομαι για να πω: «Και οι δυο τους!», αλλά ντροπή μου μόνο και που για μια τόση δα στιγμή το σκέφτηκα. Εντάξει, όσο κι αν αγαπώ τους Kalima, μία ήταν η Sarah και (παρά τόσο δα) μοναδική, αλλά καλές ήταν και όσες τη μιμήθηκαν. Οπότε, κι αυτήν αν την αγαπώ. Πλέον είναι σαφές για ποιο λόγο μου αρέσει η Zara και προφανώς όχι επειδή μετά από κάποιες μπύρες τα μικρά τους ονόματα προφέρονται το ίδιο. Το “Sweet Whispers: Celebrating Sarah Vaughan” είναι ένα πολύ καλό «τιμής ένεκεν» αφιέρωμα της Zara με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εκατό ετών από τη γέννηση της προλίφικ μέντορά της Divine One και μάλιστα όχι μονάχα με διασκευές ενός αναμενόμενου best of. Και, όχι, δεν το αξιολόγησα ως καλό ούτε λόγω του twist της τζαμαϊκανής καταγωγής της Zara, ούτε λόγω της μουσικής παιδείας της ή του “Best Jazz Act” των MOBO Awards που της απονεμήθηκε πριν δέκα χρόνια. Εδώ το μυστικό κρύβεται αφενός στην ποιότητα των μουσικών που τη συνοδεύουν και (κυρίως) αφετέρου στη μέθοδο των αναπνοών της. Τόσο φρέσκο και τόσο old-school, που “Makes me wanna holler”…
Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης
Pixies - You ’re So Impatient/Que Sera, Sera (BMG, Double A-Side Single, 2024]
Το θρυλικό συγκρότημα από τη Βοστώνη συνεχίζει να ηχογραφεί ωραίες μουσικές και να δίνει συναυλίες ανά τον κόσμο, έχοντας ξεπουλήσει σχεδόν όλα τα εισιτήρια της ευρωπαϊκής του περιοδείας, η οποία θα διαρκέσει από τα τέλη Ιουλίου έως τα τέλη του Αυγούστου. Η τριάδα των βετεράνων Black Francis, Joey Santiago, Dave Lovering παραμένει σταθερή, ενώ τη θέση της Kim Deal στο μπάσο, μετά από μερικές εναλλαγές ανέλαβε η νεαρή Emma Richardson από τους Band Of Skulls.
Το «You ’re So Impatient» είναι μία δυναμική και γκαζωμένη σύνθεση που μέσα σε δύο λεπτά αναδεικνύει τη διάθεση των γερόλυκων για μουσική δημιουργία στο παρόν, ενώ ταυτόχρονα λοξοκοιτάει τις ένδοξες εποχές του παρελθόντος. Φανερώνουν όμως και ένα διαφορετικό πρόσωπο, διασκευάζοντας το «Que Sera, Sera (Whatever Will Be, Will Be)», της σύνθεσης των Jay Livingston και Ray Evans από το 1955, η οποία έγινε γνωστή από την ερμηνεία της Doris Day στην ταινία του Alfred Hitchcock «The Man Who Knew Too Much». Η χαρούμενη pop διάθεση της πρώτης εκτέλεσης μετατρέπεται εδώ σε μία απαισιόδοξη folk μπαλάντα, αγγίζοντας λίγη από την αύρα του μεγάλου Leonard Cohen και αναδύοντας μία ζοφερή ατμόσφαιρα που τρομάζει.
Τάσος Βαφειάδης
Mick Harvey – Five ways to say goodbye (Mute, 2024)
Όσοι αγαπάμε τον Nick Cave, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι όλα αυτά τα χρόνια είχε δίπλα του πολύ σημαντικούς μουσικούς. Ένας από αυτούς είναι και ο Mick Harvey, ο άνθρωπος που συνεργάστηκε τα περισσότερα χρόνια μαζί του (ο Warren Ellis ακόμη υπολείπεται…). Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, που ήταν μαζί στο σχολείο και σχημάτισαν τους Boys Next Door, έως τους Bad Seeds και το άλμπουμ “Dig, Lazarus, Dig!!!” το 2008, για περισσότερα από 35 χρόνια, ο Harvey είχε τη σημαντικότερη συμβολή στους δίσκους του Nick Cave (μετά τον Cave!).
Το “Five ways to say goodbye” είναι ένα χαμηλόφωνο, νοσταλγικό άλμπουμ ενός μουσικού που έχει ζήσει και περάσει πολλά. Ο Harvey γνωρίζει ότι είναι πλέον 65 ετών και ότι τα σημαντικότερα μουσικά επιτεύγματά του είναι πίσω και όχι μπροστά του. Ο δίσκος περιέχει δώδεκα συνθέσεις, από τις οποίες οι τέσσερις είναι δικές του και οκτώ διασκευές από καλλιτέχνες όπως ο παλιός του φίλος Ed Kuepper, οι συμπατριώτες του Saints, ο Lee Hazlewood, ο Neil Young, η Marlene Dietrich κ.ά.
Δεν ξέρω αν αυτό το άλμπουμ είναι ο τρόπος του Harvey για να μας αποχαιρετήσει. Αν τυχόν είναι, το κάνει με τον καλύτερο τρόπο.
Μιχάλης Βαρνάς
Andrew Bird – Sunday Morning Put-On (Loma Vista, 2024)
Οι χαμηλών τόνων δίσκοι κερδίζουν τη συμπάθεια μας σε φασαριόζικες εποχές. Δεν αποφύγαμε τα κλισέ αφού κάθε εποχή μοιάζει να παράγει περισσότερη φασαρία από μία παλιότερη. Παρόλα αυτά όμως επιβιώνουν και οι ήρεμες δυνάμεις χωρίς να εκδηλώνουν σημάδια φαρυγγίτιδας.
Ο Andrew Bird δεν έχει σταματήσει να δουλεύει και να γράφει μουσικές και άλμπουμ. Μετά από πολλές περιπλανήσεις σε τοπία με περισσότερο τουρισμό τα τελευταία χρόνια επιστρέφει στα πιο μυστηριώδη μέρη, όπως τον γνωρίσαμε πριν πολλά χρόνια που δεν είναι απαραίτητο να τα μετρήσουμε.
Ο πολυοργανίστας μουσικός που ελάχιστοι θυμούνται τα τραγούδια του – ελπίζω να μην είναι ο Andrew αναγνώστης μας αλλά αν είναι να ξέρεις Andrew ότι σε εκτιμώ – αλλά αυτοί οι λίγοι για αυτόν τον λόγο τον αγαπούν επειδή νιώθουν ότι ανήκουν στον κλειστό κύκλο γνωριμίας με τον καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης μπορεί να έχει άλλη άποψη βέβαια.
Στο ‘Sunday Morning Put-On’ ο Andrew Bird ίσως εκπληρώνοντας την επιθυμία εκείνων που ζητάνε «πες μας και τίποτα που να ξέρουμε» ηχογράφησε ένα άλμπουμ με τζαζ διασκευές. Με τον δικό του παλιό λιτό τρόπο και το βιολάκι του εκπληρώνει τον σκοπό του. Δίνει μια νέα έκφραση στα τραγούδια και αναδεικνύεται σίγουρα καλύτερος τραγουδιστής από τον Bob Dylan αν και αυτό δεν είναι και τόσο δύσκολο.
Στο φινάλε υπάρχει και ένα δικό του.
Σαν υποσημείωση αναφέρουμε ότι το περσινό ‘Οutside Problems’ ήταν επίσης πολύ όμορφο και χωρίς να υπονοούμε τίποτα το άλμπουμ ήταν χωρίς στίχους.
Καλό καλοκαίρι.
Νάνσυ Σταυρίδου
Billie Eilish – Hit Me Hard and Soft (Darkroom, 2024)
Πέρασαν σχεδόν 2 μήνες από την κυκλοφορία του τρίτου στούντιο άλμπουμ της πολυβραβευμένης Bille Eilish και θα επιμείνω στην πρότασή μου για το Κάτι Καλό, ειδικά εν όψει διακοπών, καθώς το βάζω στην κατηγορία «ακρόαση βραδάκι σε μια βεράντα με ένα ωραίο ποτό» (για να καταλάβετε στην κατηγορία αυτή έχω βάλει τη Sade).
Ομολογώ ότι άκουσα τη νέα της δουλειά περισσότερο από περιέργεια μιας και δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με τις προηγούμενες, εντούτοις η ίδια μου είναι συμπαθής, τη βρίσκω πολύ cool και εκτιμώ την ειλικρίνειά της και το πόσο ακομπλεξάριστη είναι.
Τώρα, λοιπόν, κατάλαβα και πόσο ταλαντούχο είναι αυτό το 23χρονο κορίτσι. Το ‘Hit Me Hard and Soft’ ακούγεται σαν μια συλλογή κομματιών, σαν ένα “Best Of” ας πούμε με επιρροές από R&B, soul, synth pop, bossa nova με πολύ όμορφες μελωδίες και συνθέσεις και φυσικά προσεγμένη παραγωγή.
Όχι, δεν είναι καταθλιπτικό, προσωπικά δεν θα το χαρακτήριζα ούτε καν σκοτεινό ή μελαγχολικό, απεναντίας, είναι χαλαρωτικό σε κάποιες φάσεις και χορευτικό σε κάποιες άλλες και ενίοτε αυτό συμβαίνει και στο ίδιο τραγούδι με διάφορα παιχνιδιάρικα μουσικά twist. Ε τώρα οι στίχοι μιλάνε για έρωτες, χωρισμούς, όλα αυτά που απασχολούν τους νεότερους και βασικά την ίδια.
Είναι πολύ ενδιαφέρον άλμπουμ ειδικά για κάποιον σαν εμένα που δεν έχει εντρυφήσει στη μουσική της και προσπαθεί να τη γνωρίσει. Με έκανε απλά να κλείσω τα μάτια και να το απολαύσω.
Cheers Billie και καλό μας καλοκαίρι!
Χριστίνα Κουτρουλού
Νίκη Κοκκόλη - Project Nascence (Aνεξάρτητη έκδοση, 2024)
Πρώτη σόλο δουλειά για τη Νίκη Κοκκόλη, που συναντήσαμε ξανά σε αυτήν εδώ τη στήλη πριν δύο χρόνια (2022), με το άλμπουμ ‘Petrichor’ των Ahanes. Το ‘Project Nascence’ έρχεται σαν ανάγκη της καλλιτέχνιδας να δημιουργήσει την προσωπική της ταυτότητα από την αρχή, αποφεύγοντας τους αυστηρούς ακαδημαϊσμούς και τους κανόνες στους οποίους ένιωθε δέσμια.
Έτσι, εμπλουτίζει την παλέτα της στην αυτοσχεδιαστική διάσταση με μια avant-garde οπτική. Δίνει χώρο στο κοινωνικό πρόσωπο της τζαζ, τόσο με έμμεσο τρόπο ("Staef Kreis"), όσο και με άμεσο, χρησιμοποιώντας π.χ. τον λόγο ("Φανατισμένη Δεν Είμαι"), ενώ φροντίζει και τις ιστορίες που θέλει να διηγηθεί, δίχως να φοβάται να επαναδιαπραγματευτεί τις επιρροές της.
Η φόρμα υπάρχει, βέβαια, αλλά κυρίως σαν βάση για τον επόμενο πειραματισμό, χωρίς δηλαδή η Κοκκόλη να παραδίδεται στην αυνανιστική διάθεση που συναντάμε συχνά στο πεδίο. Επιπλέον, προσφέρει και μια διαύγεια στις συνθέσεις, καθώς και μια σημαντική ζωτικότητα, ενώ δεν διστάζει να αποκαλύψει την ερευνητική της ματιά χρησιμοποιώντας (και) χρώματα που θυμίζουν, ίσως, κάτι από Βαλκάνια –όπως, για παράδειγμα, με το σαξόφωνο στην εισαγωγή του "The South Stole The Snow".
Μαριάννα Βασιλείου
Bat for Lashes – The Dream of Delphi (Mercury KX, 2024)
Αν η Kate Bush αποκαλεί τον γιο της «ηλιαχτίδα» στο “Bertie”, η Natasha Khan θεωρεί την κόρη της «δώρο που δεν της ανήκει» στο “Christmas Day”. Κι αν η Tori Amos έγραψε ολόκληρο “From The Choirgirl Hotel” για να θρηνήσει την κόρη που κυοφόρησε χωρίς να τη γεννήσει ποτέ, η Bat for Lashes δημιούργησε ολόκληρο “The Dream of Delphi” για να γιορτάσει τον ερχομό της κόρης της στον κόσμο αυτό. Και το έκανε με πικρόγλυκα έγχορδα, σύνθια που στάζουν εϊτίλα και υπόκωφα μπάσα, δημιουργώντας όχι ένα γλυκανάλατο αφιέρωμα στην ιδιότητα της «μανούλας», αλλά έναν δίσκο με βαθιά κατανόηση για όσες από μας δεν καταφέραμε να γεννήσουμε τα μωρά μας, με μεγάλο σεβασμό σε όσες από μας το πετύχαμε και με τεράστιο δέος στη γυναικεία φύση μας για τη δυνατότητά της να δημιουργεί ζωή και αγάπη.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Rhodri Davies – Telyn Wrachïod (Amgen, 2024)
O Rhodri Davies είναι ένας πολύ σπουδαίος αυτοσχεδιαστής. Το όργανο όμως που παίζει δεν είναι και το πιο σύνηθες στο χώρο του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού στον οποίο κυρίως δραστηριοποιείται. Ο Rhodri παίζει εδώ μια άρπα από αυτές που χρησιμοποιούσαν κυρίως γύρω στο 1600. Αμέ! Και όχι μόνο αυτό, αλλά καταφέρνει να φτιάξει χωρίς να σταματήσει να αυτοσχεδιάζει και να πειραματίζεται ένα μοναδικό φολκ άλμπουμ. Αναγνωρίζεις παλαιικές μελωδίες υψηλής ποιητικής, όχι διακριτικά χωμένες μέσα στα ανοιχτά παιξίματα αλλά εντελώς μπροστά και εμφανείς. Κομμάτια σύντομα, σφιχτά και αυστηρά οργανωμένα χωρίς να παύουν να είναι ανοιχτά και ελεύθερα. Όχι δεν αναιρεί το ένα το άλλο. Αν είσαι πολύ καλός μουσικός…
Αντώνης Ξαγάς
Bolis Pulpul – Letter to Yu (Dewee, 2024)
Από το Χονγκ Κονγκ μέχρι την Γάνδη, ήταν μακρύς ο δρόμος που έκανε κάποτε μια Γιου, τότε που η πόλη ήταν ακόμη βρετανικό αποικιακό λάφυρο, πολλά χρόνια μετά την αντίστροφη διαδρομή ακολούθησε ένας Μπόλις, με επιθυμία αναζήτησης των ριζών του και μιας ταυτότητας, στις αποσκευές δευτερογενείς μνήμες και αφηγήσεις, ‘επιστρέφοντας’ σε μια απο-αποικιοποιημένη πια πολη, την οποία γύρισε γειτονιά τη γειτονιά, μαζεύοντας αισθήσεις, εικόνες, ήχους, (πικάντικες) μυρωδιές και γεύσεις, που όλα αυτά γυρίζοντας τα συνέθεσε σε έναν δίσκο ο οποίος είναι ένα νοερό γράμμα στην νεκρή πια Γιου η οποία Γιου ήταν η μητέρα του Μπόλις, τον οποίο Μπόλις εμείς τον γνωρίσαμε ως μουσικό σε ντουέτο με την Charlotte Adigéry (θυμόμαστε με ευμένεια το «Topical Dancer» του 2022), αμφότερους βγαλμένους από την μήτρα των Συν-Γανδιωτών Soulwax (άκου και 2manydjs), και μιας που πιάσαμε την… φυτολογία, κι εδώ οι ρίζες πάνε πίσω στην βέλγικη παραδοσιακή (πια!) ηλεκτρονική σκηνή φτάνοντας μέχρι τα πρώιμα 80s και τους επίμονους εμμονοληπτικούς ρυθμούς που αποτελούν και την βάση πάνω στην οποία θα κεντηθούν τα καντονέζικα σαμπλ, σε ένα γράμμα που δεν απευθύνεται πια στην Γιου, αλλά ίσως και στον ίδιο του τον εαυτό, απολογία για τις ερωτήσεις που ποτέ δεν τέθηκαν…
Βασίλης Παπαδόπουλος
BEAK> - >>>> (Invada Records, 2024)
Μετά την Beth Gibbons και ο ντράμερ των Portishead με τους BEAK> έβγαλαν νέο δίσκο το 2024. Ο Geoff Barrow με τον Billy Fuller στο μπάσο με την προσθήκη του Will Young στα πλήκτρα και την κιθάρα κυκλοφορούν δίσκους ανά 6 χρόνια πλέον. Είναι ήδη στον τέταρτο και σε μεγάλα κέφια. Οι αναφορές στους Can προφανείς, όσο και η ιστορία και η παράδοση όλης αυτής της σκηνής του Bristol που ονομάστηκε μάλλον άδοξα trip hop. Τι τους έπιασε όλους από τα 90ς φέτος; Ολική επαναφορά.
Η δύναμη των BEAK> είναι η ρυθμική τους βάση. Πάνω σ΄αυτήν προσθέτουν τα πλήκτρα, τις κιθάρες, τις φωνές. Στιβαροί, δεμένοι. Κάθε πινελιά που βάζουν εξελίσσει το βασικό μοτίβο του κάθε τους κομματιού. Είναι πάνω απ΄όλα μουσικοί με όλη τη σημασία της λέξης. Αν με ρωτούσατε τι έχουν πιο χαρακτηριστικό, θα σας έλεγα το μπάσο. Πάνω του χτίζονται όλα. Στις 17 του μηνός παίζουν πριν τους Massive Attack. Άλλη μια βραδιά νοσταλγίας. Αν δεν ακύρωναν οι Sofi Tukker με τους Duran Duran την επόμενη, μπορεί να αγοράζαμε το εισιτήριο προσφορά δύο ημερών. Τώρα το σκεφτόμαστε. Θα προτιμούσαμε να τους δούμε σε κάποιο κλειστό χώρο να παίζουν με τη μελαγχολία (μας – τους).
Άρης Μπούρας
Arooj Aftab - Night Reign (Verve, 2024)
Στα μεγάλα σαλόνια πλέον της Verve, μετά από το υπέροχο άλμπουμ “Vulture Prince” (2021) αλλά και το βραβείο Grammy που κέρδισε το 2022, η Πακιστανοαμερικανίδα τραγουδίστρια και συνθέτρια, φέρνει στο νέο της δίσκο “Night Reign” έναν σκασμό καλεσμένων, από τον δικό μας Πέτρο Κλαμπάνη και το συναρπαστικό μπάσο του, έως τον Elvis Costello ο οποίος παίζει το ηλεκτρονικό του πιάνο στη νέα jazzy εκτέλεση του “Last Night”. Οι περισσότεροι -πολύ σπουδαίοι- μουσικοί που την συνοδεύουν έρχονται κατά βάση από την σύγχρονη νεοϋορκέζικη jazz σκηνή, ενώ η folk αύρα από την πατρίδα της και η εναλλαγή από την αγγλική γλώσσα στην ούρντου, είναι αυτά που προσδίδουν το κάτι παραπάνω στην μυστικιστική κι εξωτική ατμόσφαιρα που ενυπάρχει σε όλα τα κομμάτια. Ενδιαφέρουσα και η διασκευή της στο αγαπημένο “Autumn Leaves”, ωστόσο, προτιμώ μάλλον περισσότερο τις πιο σκοτεινές διαθέσεις της, όπως στο “Bolo Na” ή το “Saaqi”. Ακούγεται με το φεγγάρι ψηλά.
Κώστας Καρδερίνης
Clint Mansell - Love Lies Bleeding (A24 Music, 2024]
Η αγάπη κείται λαβωμένη... σε 80s παθιασμένη ιστορία μεταξύ της ανερχόμενης μποντιμπιλντερούς Τζάκι [Katy O’Brian] και της μάνατζέρ της, Λου [Kristen Stewart]. Ο Ματωμένος δεσμός κι ο δρόμος προς τη δόξα είναι στρωμένοι προθέσεις και αγκάθια. Νέο-νουάρ θρίλερ την ονομάζουν οι λάτρεις της Οδού Μαλχόλαντ.
Ο Κλίντον Ντάριλ "Κλιντ" Μάνσελ ξεσκονίζει τα παλιά του σύνθια [Pop Will Eat Itself, ως γνωστόν] και γράφει μνημειώδες σάουντρακ. Μουσικές που υποδαυλίζουν και υπηρετούν και παραπέμπουν και μεγαλουργούν και νεανίζουν και νεωτερίζουν υπέροχα. Η ατμοσφαιρικότητα και ο αιθέρας των μουσικών αυτών συνθέσεων υπερβαίνει εσκαμμένα και υπερθεματίζει τη νεοκοσμίτικη μετά-κουλτούρα.
Όσοι αποκτήσετε το διπλό βινύλιο της εκτεταμένης μουσικής επένδυσης θα ανακαλύψετε αρκετές συνθ παραξενιές εκείνης της δεκαετίας, από κομμάτια διαλογισμού και αυτοσυγκέντρωσης μέχρι την ποπ που αυτοαναλώθηκε σε πολύ προχωρημένους για την εποχή τους στίχους. Σκοτεινή εξαίρεση η νοσοκομειακή ‘Hamburger Lady’ των Throbbing Gristle που ανήκει όμως στην προηγούμενη δεκαετία.
Το επιλεχθέν κομμάτι ‘Louville’ είναι συμπερίληψη και των δύο δίσκων.
Ελένη Φουντή
Bus The Unknown Secretary - We Are The Night (Sound Effect Records, 2024)
Ναι θεωρώ το nwobhm καλοκαιρινό πράγμα. Εξηγώ κατευθείαν: Διακοπές στο νησί, το ένα μπαρ χειρότερο από το άλλο, σωτηρία από τα πλαστικά euro beat δεν υπάρχει. Παίρνω τη στρατηγική απόφαση να καταφύγουμε στην ΕΒΓΑ της γειτονιάς που αν δεν είμαστε επικά άτυχοι λογικά δεν θα έχει dj, ήμαρτον. Πράγματι, ησυχία. Καθόμαστε, παραγγέλνουμε μπύρα σε κουτάκι (κοιτάμε και την ημερομηνία λήξης καλού κακού) και χαζεύουμε ανέμελα τα ράφια με τον νες καφέ και τα απορρυπαντικά ρολ. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο ανιψιός του μπακάλη, βγάζει το μπουφάν (ήταν σε μηχανή) και βλέπουμε μπλούζα Black Sabbath ή Diamond Head (ελεύθερη επιλογή - έτσι κι αλλιώς μέσα είμαστε). Ψάχνει στα πράγματά του, βγάζει το cd των Bus (εγώ το πήρα σε βινύλιο, αλλά δεν γίνεται τώρα να κουβαλάει βινύλια στην ΕΒΓΑ ο άνθρωπος, ας είμαστε σοβαροί) και το βάζει στο φορητό cd player που βρίσκεται στον πάγκο δίπλα στα ντοματάκια Κύκνος. Μέσα σε ένα λεπτό έχει κάτσει μαζί μας και μου τα λέει με το νι και με το σίγμα. Αθηναίοι είναι, του psych χώρου, αλλά μη βιαστείτε να πείτε στονεράδες, χάσατε. Καλά δεν χάσατε και τελείως, γιατί στις προηγούμενες δουλειές τους υπήρχαν αρκετές stoner αναφορές, εδώ όμως έχουμε έναν καθαρά heavy rock δίσκο στην παράδοση του nwobhm και του σαμπαθικού proto-metal, συμπαγή και συνεπή σε ύφος. All killer/no filler που λέμε, ή μάλλον που λέτε, γιατί εγώ πιστεύω ότι πάντα σε αυτούς τους δίσκους βρίσκεται και το filler. Ας πω κάτι άλλο λοιπόν εγώ: Κάθε συγκρότημα που δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται για δόξες αλλά για "just bad reputation sex and rock and roll" τόσο πειστικά έχει τον σεβασμό μου.
Disclaimer: Η ιστορία αν και προϊόν μυθοπλασίας είναι εμπνευσμένη από αληθινό περιστατικό σε μπακάλικο στο χωριό Αγάπη της Τήνου που είχε όντως cd player και έπαιζε.. Peter Green (την έχω καταγράψει σε άλλο κείμενο στο MiC).
Χάρης Συμβουλίδης
Διονύσης Μπουκουβάλας & Διονύσης Σεμιτέκολος – Y. Sicilianos, D. Dragatakis & K. Sfetsas: Works For Two Pianos (Bémol, 2024)
Ζακυνθινή υπόθεση για δύο πιάνα ο δίσκος αυτός, αφού αμφότεροι οι Διονύσηδες που παίζουν αντιπροσωπεύουν το «Φιόρο του Λεβάντε» και τη μακρά του παρουσία στα μουσικά μας πράγματα. Ακόμα και η ηχογράφηση του CD έγινε εκεί –στην αίθουσα εκδηλώσεων «Αλέκος Ξένος» του Μουσικού Σχολείου του νησιού, στο οποίο διδάσκουν, άλλωστε, οι δύο συνεργάτες (ο δε Σεμιτέκολος είναι, επιπλέον, και ιδρυτής της Bémol).
Ο τίτλος μαρτυράει τα περιεχόμενα, ακολουθώντας μια γνώριμη, μα (κατ' εμέ) άχαρη και βαρετή «παράδοση» της κλασικής δισκογραφίας. Στα επί της ουσίας, πάντως, δεν έχουμε τίποτα το άχαρο και το βαρετό: Μπουκουβάλας & Σεμιτέκολος εντυπωσιάζουν με το μελετημένο τους παίξιμο, τη θαυμάσια έκφραση και την παλέτα συναισθημάτων που αναπτύσσουν, αντιμετωπίζοντας έργα με διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και δυναμικές. Μπορεί, δηλαδή, όλα να αντιπροσωπεύουν μια μοντέρνα συνθήκη ως προς τη συνθετική αντίληψη, ωστόσο άλλο πράγμα είναι η «Ταναγραία» του Γιώργου Σισιλιάνου (1957), άλλο το «Αναδρομές ΙV» του Δημήτρη Δραγατάκη (1983) κι άλλο το «4 Κομμάτια Για Δύο Πιάνα» του Κυριάκου Σφέτσα (1986), στο οποίο απηχούνται οι «Πύλες της Αντίληψης» του Άλντους Χάξλεϋ.
Το εμπεριεχόμενο πάθος σε αυτές τις εκτελέσεις καθιστά την έκδοση ένα μικρό κόσμημα για τη λόγια ελληνική δισκογραφία, η οποία μπορεί να στερείται τις προδιαγραφές των ανάλογων διεθνών παραγωγών, μα επιμένει, σε πείσμα της διάχυτης αδιαφορίας του σύγχρονου Τύπου. Να πω, ωστόσο, ότι μου έλειψε ένα καλό, πληροφοριακό ένθετο.
Γιάννης Πλόχωρας
Arianne Churchman & Benedict Drew - May (Love's Devotee, 2024)
Μια αγγλιδούλα κι ένας αγγλιδούλος εμπνέονται από τη φολκ παράδοση του τόπου τους αλλά και στις τέσσερις πλευρές του διπλού δίσκου ‘May’, γύρω στο πρώτο δεύτερο λεπτό η παραδοσιακή αφορμή χάνεται σαν πέπλο στον άνεμο και μένει, γυμνή βασίλισσα στο άλογο, η ουσιαστική αιτία αυτής της κυκλοφορίας: η σαγηνευτική ανάπτυξη ενός πολυκύμαντου υπνωτιστικού φλοίσβου από φωνές και διάφορες ηχητικές πηγές, που θέλγει και δεν κουράζει τον φιλοπερίεργο που θα τολμήσει να τους εμπιστευτεί.