Ιούλιος 2025
Κι αν το καλοκαίρι οι μουσικόφιλοι/ες στις συναυλίες αναστενάζουν, δίσκοι εξακολουθούν να βγαίνουν. Κάποιοι κιόλας καλοί.
Βασούλα Τσιμινάκη
Horsegirl - Phonetics on and on (Matador, 2025)
Οι Horsegirl, μια ομάδα τριών νέων κοριτσιών από το Σικάγο, δημιουργούν ένα άλμπουμ που χαρακτηρίζεται από αυθεντικότητα, ζεστασιά και καθαρό ήχο. Το "Phonetics on and on" έχει περισσότερο στίχο και λιγότερη παραμόρφωση από το προηγούμενο LP τους και μας εκπλήσσει με τη μινιμαλιστική του ωριμότητα και τη χαρούμενη απλότητα που δίνει ο indie pop/rock ήχος του.
Ο τίτλος μας δίνει το θέμα του δίσκου που είναι ο εσωτερικός κόσμος, η αέναη (on and on) παιγνιώδης γλωσσολογική απλότητα (η ενασχόληση της Φωνητικής με τους ήχους καθαυτούς και όχι με τον ρόλο τους στη γλώσσα), στοιχεία που αποτυπώνονται με την επανάληψη φωνητικών, μη λεκτικών φράσεων όπως "la la", "da da". "ahoo", "la di da di da", που δίνουν μια παιδική γλωσσική αίσθηση και μια παιχνιδιάρικη διάθεση, που μπορεί να αποδοθεί με τη φράση " I'm talking my tunes".
Το εξώφυλλο σχεδιάστηκε από τον Jerome Curchord, με τα σύμβολα να βασίζονται σε παραδοσιακά μοτίβα quilt art (τέχνη κατασκευής παπλωμάτων με πάτσγουορκ), όπου το "αστέρι" του εξωφύλλου, βασικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο αυτής της καλλιτεχνικής πρακτικής, αποτελεί ένα είδος "φωνήματος" τη μικρότερη μονάδα της ραπτικής του παπλώματος, σαν ένα κλασικό σχέδιο που θα χρησιμοποιηθεί ως ροκ σύμβολο, σαν σφραγίδα που ενοποιεί εικαστικά το άλμπουμ και λειτουργεί ως οπτική μετάφραση της μουσικής.
Οπως εξήγησαν τα μέλη της μπάντας, θέλησαν να δώσουν την αίσθηση της παραδοσιακής γυναικείας τέχνης με μια φολκ ροκ αισθητική, και το κατάφεραν δημιουργώντας 11 πανέμορφα ηλιόλουστα, κομμάτια, με υπέροχη δυναμική, χρησιμοποιώντας μοτίβα θεματικών επαναλήψεων, παιδική σχεδιαστικη γλώσα, αίσθηση doodle, λιτό στίχο, μουσική απλότητα, και διατηρώντας την παιχνιδιάρικη διάθεσή τους, από το εξώφυλλο ως το τελευταίο τους τραγούδι… Αναζωογωνητικές και υπέροχες.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Suzanne Vega – Flying with Angels (Cooking Vinyl, 2025)
Αλληλούια! Έβγαλε καινούργιο δίσκο η Suzanne της καρδιάς μου! Ναι, ξέρω είμαι boomer με το b κεφαλαίο, αλλά συνεχίζω να αγαπώ τις Αμερικανίδες τραγουδοποιούς που χάραξαν τον δρόμο για τις νεαρές Λώρες και Μπίλι. Στο δέκατο αυτό άλμπουμ της, η Suzanne επιστρέφει σε μια λιγότερο βαθυστόχαστη τραγουδοποιία (το προηγούμενο άλμπουμ του 2016, ‘Lover, Beloved: Songs from an Evening with Carson McCullers’, το είχε γράψει μάλλον αποκλειστικά για μένα, την εμμονική φαν της Κάρσον ΜακΚάλερς), και ξαναθυμάται τη θέση της στον χώρο της μουσικής, όπως την είχε ορίσει κάποτε σε μια συνέντευξή της: «νιώθω κάπου στα δεξιά της Joni Mitchell και στα αριστερά της Patti Smith».
Αποτίνει φόρο τιμής στη Lucinda Williams στο ομώνυμο τραγούδι, και στον ήρωά της Bob Dylan, παίρνοντας τη μελωδία του ‘I want you’. Ωστόσο, γράφει δικούς της στίχους, στους οποίους υποδύεται την καμαριέρα του σπουδαίου ανδρός Bob (από τον οποίο δεν έχει κλέψει στίχους ή τίποτα άλλο, μόνο ένα φιλί). Δεν ανοίγει καινούργιους μουσικούς, ενορχηστρωτικούς ή στιχουργικούς δρόμους, αλλά ρε φίλε, πόσο γλυκά τραγουδάει τις αγωνίες όλων μας για την εξέλιξη αυτού του παράλογου κόσμου.
Διαλέγω φυσικά την έκφραση λατρείας στον Bob Dylan, Chambermaid.
You want to know, did I ever steal?
He never leaves anything out that's real
I took nothing he would miss
But only once I stole a kiss.
Τάσος Βαφειάδης
Florence Road – Fall back EP (Warner Music, 2025)
Παρακολουθώ καιρό αυτήν την τετράδα κοριτσιών από την Ιρλανδία. Κινούνται σ’ ένα indie ροκ ύφος (το ότι είναι στην Warner το παραβλέπουμε για το indie…), το οποίο βέβαια από μόνο του δεν σημαίνει τίποτα. Ωστόσο, η ιδιαίτερη φωνή της Lily Aron και οι συνθέσεις τους, κάνουν το συγκρότημα να ξεχωρίζει από το σωρό. Φίλες από τα αθώα παιδικά χρόνια, αντί να χαζεύουν στα social media, επέλεξαν να παίζουν μουσική στο υπόστεγο του κήπου της Aron (μάλλον διασκευάζοντας Cranberries) και καλά έκαναν!
Είναι κάτι σαν ορεκτικό τα 5 τραγούδια του EP. Περιμένουμε περισσότερα και ακόμα καλύτερα.
Μιχάλης Βαρνάς
Mourning [A] BLKstar - Flowers For the Living (Don Giovanni Records, 2025)
Το άλμπουμ που έχω ακούσει περισσότερο τον τελευταίο καιρό. Θρηνώντας στην Αμερική; Ή θρηνώντας την Αμερική; Το όνομα της μπάντας σου δημιουργεί το πλαίσιο, ή το όραμα που προτίθεται στο ‘Flowers For The Living’. Το ίδιο συμβαίνει και με τα προηγούμενα άλμπουμ τους. Ένα αφροφουτουριστικό σύμπλεγμα σόουλ που πατάει στο παρελθόν για να μιλήσει για το μέλλον, τη τζαζ του Pharaoh Sanders αλλά και του Yusef Lateef και μιας ποιητικής αντίληψης και τρόπου έκφρασης.
Ο επικεφαλής του σχήματος, αν και ακούγεται λίγο άκομψο παρά ταύτα ισχύει και σε τέτοια σχήματα, ο RA Washington, είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα που έχει να επιδείξει συγγραφική δραστηριότητα αλλά και κινηματική δράση. Το προσωπικό του άλμπουμ πριν δυο χρόνια κινούνταν σε περισσότερο πειραματικούς δρόμους που σχεδόν απουσιάζουν από το ‘Flowers For The Living’ το οποίο αφθονεί τόσο σε μουσικότητα όσο και λυρισμό.
Οι συνειρμοί δεν έφτασαν μόνο στις μουσικές αλλά και στο βιβλίο του Percival Everett, Τα Δέντρα (μτφρ. Π. Τομαράς, εκδ. Gutenberg), οι μουσικές των Mourning [A] BLKstar θα ήταν το σάουντρακ του.
Έλεγα πως θα αφήσω τον Sun Ra έξω από το κείμενο για να αποφύγουμε τα κλισέ. Τα κλισέ όμως είναι το αλατοπίπερο των παρουσιάσεων. Το πνεύμα λοιπόν του Sun Ra θα ήταν πολύ περήφανο για τα αδέλφια του στο Κλίβελαντ.
Μαριάννα Βασιλείου
Pulp – More (Rough Trade, 2025)
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει γράψει μουσική για το σεξ ως κινητήρια δύναμη της ζωής όπως ο Jarvis Cocker. Ίσως μόνο ο Leonard Cohen, με τη διαφορά ότι εκείνος το αντιμετώπιζε πνευματικά: ως μια μυστικιστική εμπειρία και ως ένα δρόμο για τη θέωση. Ο Jarvis το βλέπει πολύ πιο απλά – οι άνθρωποι είμαστε ζωάκια που καθοδηγούμαστε από τη λίμπιντό μας από την εφηβεία μας μέχρι το θάνατό μας, προσπαθώντας να τον ξορκίσουμε με τον πλέον ηδονικό τρόπο. 24 χρόνια μετά την τελευταία δισκογραφική δουλειά των Pulp, η κατάσταση δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε φαντασιώσεις για έναν γάμο που δεν έγινε ποτέ (“Tina”), στο βασανιστικό ερώτημα του «τι θα γινόταν αν..» (“Farmer’s Market”), στο δίπολο εγώ-Ταρζάν-εσύ-Τζέιν (“Grown Ups”) και στο βουητό του ψυγείου κατά την διάρκεια της πράξης (“Background Noise”), η κατάληξη είναι μία: το θάνατο τον γλιτώνεις μόνο όταν το σεξ και η αγάπη συνδυάζονται. Από το φετινό “without love, you’re just jerking off inside someone else” του “Got To Have Love” μέχρι το μακρινό 1995 “if fashion is your trade, then when you're naked I guess you must be unemployed” του “Underwear”, ένα τσιγάρο (και αμέτρητοι οργασμοί) δρόμος.
Δημήτρης Όρλης
Nothing ‘n’ Everything - More Blue (Ανεξάρτητη Έκδοση, 2025)
Μου άρεσε το απλό rock ύφος που έχουν στη βάση τους οι Nothing ‘n’ Everything όπως εκφράστηκε στο ντεμπούτο αυτό. Θα διάλεγα και το “Not A Goodbye Song”, που με τη σχεδόν δεκάλεπτη διάρκειά του ανοίγει θαρραλέα τον δίσκο, αλλά ρίχνω στη λίστα το “Monopoly” με τις ηλεκτρικές κιθάρες να κυριαρχούν. Μοιάζει σαν τον καλπασμό του αλόγου στο εξώφυλλο αυτή η επανάληψη των «we don’t care» και «we don’t know…» πάνω από τα ντραμς. Δεν μου άλλαξε τη ζωή αυτό το μπλε των Nothing ‘n’ Everything, αλλά δημιούργησε ένα πεδίο ακρόασης μέσα στο οποίο ένιωθα συχνά οικεία και ποτέ βαρετά, με τις εναλλαγές έντασης, τις ερμηνείες, και τις ποικίλες κιθάρες. Αυτή είναι μια συνθήκη στην οποία χρειάζεται να επιστρέφω ανά διαστήματα, οπότε το “More Blue” «ήρθε και εφάρμοσε».
Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης
Preoccupations - Ill at Ease (Born Losers Records, 2025)
Η τετράδα από το Calgary του Καναδά μας συστήθηκε αρχικά ως Viet Cong και κυκλοφόρησε το ομώνυμο ντεμπούτο της το 2015, όπου εκδηλώνεται φανερά η λατρεία για το πρωτόλειο post-punk και ολοκληρωνόταν με το διάρκειας έντεκα λεπτών έπος «Death», το οποίο με είχε συνεπάρει στην κυριολεξία με τη δαιδαλώδη ανάπτυξη και την οργιαστική κορύφωσή του. Ένα χρόνο αργότερα, αναγκάστηκαν να αλλάξουν όνομα υπό την πίεση της κοινής γνώμης για υιοθέτηση ρατσιστικής φρασεολογίας και πολιτισμικού σφετερισμού. Με νέο όνομα πλέον, κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ όπου κινούνται στα ίδια ηχητικά μονοπάτια περίπου, αλλά από δίσκο σε δίσκο δίνουν περισσότερο βάρος στη μελωδία και το φως παρά στην τραχύτητα και το σκοτάδι.
Στο φετινό τους πόνημα ο ήχος έχει αλλάξει ριζικά, καθώς προτιμούν να εκφραστούν μέσω new wave και indie rock διαδρομών, όπου τα πλήκτρα κάνουν αισθητή την παρουσία τους και οι ρυθμοί είναι περισσότερο χορευτικοί, ενώ τα φωνητικά του Matt Fleggel προσανατολίζονται σε πιο αισιόδοξες ερμηνείες και για κάποιο περίεργο λόγο εμφανίζουν ένα επιτηδευμένο ελαφρύ ψεύδισμα κατά την προφορά του σίγμα, το οποίο εξέλειπε κατά το παρελθόν. Παρόλα αυτά, οι συνθέσεις αναδεικνύουν φρεσκάδα και δυναμισμό, ενώ προσφέρουν ταυτόχρονα τροφή για σκέψη ή υπαρξιακό προβληματισμό.
Χάρης Συμβουλίδης
Century - Sign Of The Storm (Electric Assault/Dying Victims Productions, 2025)
Λαμβάνοντας τη σκυτάλη από το «Κάτι Καλό» του Δεκέμβρη του '23 –και μην έχοντας λησμονήσει, εντωμεταξύ, τη λυσσασμένη συναυλία του Νοεμβρίου '23 στο «Κύτταρο»– ξανασυναντάμε τους Σουηδούς Century με καινούριο στούντιο υλικό, να ανανεώνουν τη hard & heavy πίστη στο όνομά τους.
Οπότε, ας ξαναθέσουμε κι εμείς ορισμένες παραμέτρους, οι οποίες παραμένουν θεμελιώδεις για την ενατένιση στο ‘Sign Of The Storm’, μιλώντας για μακριά αγορίστικα μαλλιά, για κιθάρες που αναζητούν τους ηλεκτρικούς καλπασμούς των Iron Maiden, αλλά και για τον γλυκό, «εβδομηντάρικο» τρόπο με τον οποίον τραγουδά ο Staffan Tengnér. Πόσο καλό είναι, όμως, να ξαναγράφεις (περίπου) τα ίδια, για έναν δίσκο που φιλοδοξεί, υποτίθεται, να πετύχει το «επόμενο βήμα», αφήνοντας πίσω το ντεμπούτο;
Για να πούμε τη σκληρή αλήθεια, πολύ καλό δεν το λες. Αλλά ας κάνουμε και μια παραδοχή: αναβιωτική περίπτωση είναι οι Century, οπότε δεν περιμένεις φαρδιούς ορίζοντες και ιντριγκαδόρικες προτάσεις. Τη φλόγα τους θέλεις για τα όσα έχουν αγαπήσει, συν δύο-τρία αποδεικτικά ότι το όλο μεράκι εξακολουθεί ν' ανθεί, άσχετα αν πλέουμε, πια, σε ένα επίκαιρο metal underground γεμάτο από ανάλογες revival μπάντες. Κι αυτά τα πράγματα είναι όντως εδώ πέρα. Έστω κι αν ο Tengnér μας τα παραλέει, ίσως, γλυκά.
Αντώνης Ξαγάς
Meese x Hell - Gesamtklärwerk Deutschland (Buback, 2025)
Πόσο μετα-μιλλένιαλ (μετα)σαρκασμό, (μετα)ειρωνία και μετα-πνεύμα να (μετα)αντέξει κανείς; Στον προκείμενο δίσκο, όλα αυτά καθίστανται εμφανή ήδη από τα φαινόμενα, ήτοι το εξώφυλλο, το βίντεο κλιπ, τον τίτλο o οποίος παίζει με το νιτσεϊκό Gesamtkunstwerk που (δεν) μεταφράζεται ‘συνολικό έργο τέχνης’ σε ..διασκευή που (δεν) μεταφράζεται «συνολική μονάδα επεξεργασίας λυμάτων» (ή απόνερων). Υπαίτιοι είναι ένας εικαστικός (γνωστός στον χώρο, έχει περάσει κι από αθηναϊκές γκαλερί) με κύριο δημιουργικό εργαλείο το κολάζ και ο γνωστός πολυπράγμων DJ Hell σε μια συνεργασία που θα ακούγεται και θα μοιάζει με Kraftwerk αλλά… δεν θα είναι Kraftwerk. Να το πούμε φόρο τιμής, πειραματικό παίγνιον με υποβόσκον πνεύμα Rammstein & Laibach, AI τεχνούργημα; Ή αποτέλεσμα μιας σύγχρονης δημιουργικότητας η οποία έχοντας στο ψηφιακό της έλεος όλο (όχι όλο, αλλά ΟΚ…) το ηχογραφημένο παρελθόν, μπορεί να το οικειοποιείται και να το χρησιμοποιεί κατά το δοκούν σε κάθε δυνατό συνδυασμό και πρωτότυπη –ή ξυπνιτζίδικη- ιδέα (ή να πούμε καλύτερα concept;). Δεν έχω αποφασίσει αν μ’ αρέσει ή όχι…
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Aesop Rock – Black Hole Superette (Rhymesayers Entertainment, 2025)
Τη μουσική που επέλεξες να ακούσεις συνειδητά πρώτη φορά σε πολύ νεαρή ηλικία δεν την ξεχνάς ποτέ. Όπου κι αν καταλήξεις. Για μένα όπως και για πολλούς άλλους αυτή η μουσική ήταν το hip hop (τότε rap το λέγαμε). Δεν έφυγε ποτέ από τη μόδα. Δυστυχώς όμως πάρα πολλοί εκπρόσωποι του γίνονται υπερφυσικά διάσημοι χωρίς να έχουν να πουν τίποτα που να ‘χει ουσιαστικά σχέση με την τέχνη. Από την άλλη σκέφτομαι ότι εντάξει δε γίνεται να βγαίνουν κάθε μέρα Public Enemy. Βέβαια από την άλλη είναι πολύ σπαστικό και απογοητευτικό να θησαυρίζει ο κάθε μπαγλαμάς και ο Aesop Rock που είναι καλλιτεχνάρα να μην ακούγεται στα πέριξ (ποιος Kendrick Lamar τώρα και ποιος ΛΕΞ…κάπου όπα).
Θάνος Σιόντορος
Loyle Carner - hopefully ! (Virgin EMI, 2025)
Έχοντας αφήσει τον Λονδρέζο Loyle Carner στο αξιοπρόσεκτο ντεμπούτο του από το 2017, με μεγάλη χαρά τον ξανασυνάντησα κάμποσα χρόνια μετά και αφού βέβαια υπήρξαν δύο ακόμα άλμπουμ ανάμεσα στις συναντήσεις μας. Γήινο, ανθρώπινο, ζεστό, εξομολογητικό και γεμάτο ανεπιτήδευτη οικειότητα hip hop, ακόμη καλύτερο από το σημείο που τον θυμόμουν, άκουσα το “Hopefully!” 4-5 φορές στο repeat και με τη μαγική του δύναμη συνέπραξε σε εξαίρετης ποιότητας ευθυγράμμιση και ζυγοστάθμιση. Ακούγεται νερό από την αρχή ως το τέλος αλλά το αυτί μου σκάλωσε λίγο παραπάνω στο “Lyin”.
Απόστολος Βαρνάς
BED – everything hurts (Bretford, 2025)
Το ότι το Βερολίνο έχει εδώ και πολλά χρόνια μεταμορφωθεί σε πόλο έλξης καλλιτεχνών από όλες τις γεωγραφικές συντεταγμένες του πλανήτη είναι γνωστό τοις πάσι. Από αυτή την 21st century Metropolis προέρχονται και οι BED ένα σχήμα με λατινοαμερικάνικες ρίζες που κερδίζει το labelling “ονειρικό” στον ήχο του με την ψυχή του.
Ο Nico με τα συνειδητά απροσδιορίστου φύλου φωνητικά που λειτουργούν σαν επιπλέον όργανο προέρχεται από την Χιλή, η Sol στο μπάσο από την Αργεντινή (μέλος και των επίσης Βερολινέζων Gewalt) και ο Γερμανός Ema Schiller στην κιθάρα.
Ξεκίνησαν το 2021 και το «everything hurts» είναι το ντεμπούτο τους, το οποίο και πρωτοπαρουσίασαν στο Kantine am Berghain με ένα τεράστιο κρεβάτι σε σχήμα καρδιάς επί σκηνής (heart shaped bed). Οι ίδιοι περιγράφουν το σχήμα τους ως ένα queer music project με ήχο επηρεασμένο από shoegaze, dream pop, post punk.
Πατάνε γερά στα πόδια τους έχοντας διδαχθεί οτι θεωρούν σημαντικό από τον 90s shoegaze/dream pop ήχο, έχουν άποψη ηχητική και αισθητική στο τι θέλουν να μεταδώσουν στον ακροατή και το καταφέρνουν με έναν άκρως συναισθηματικό και ερωτικό τρόπο προσφέροντας γενναιόδωρα μια απόδραση “of all things that are dragging us down”.
Μπορώ κάλλιστα να φανταστώ οτι η εμπειρία από το live τους θα είναι σαν ενεργή συμμετοχή σε μία ατμοσφαιρικά ερωτική ταινία που εκτυλίσσεται εκείνη την στιγμή μπροστά στα ώτα και τους οφθαλμούς σου.
Αυτό το ΚΡΕΒΑΤΙ θα γράψει την δικιά του ανανεωτική ιστορία σε ένα πολυακουσμένο και χιλιοτραγουδισμένο ηχητικό δωμάτιο.
Άρης Μπούρας
GoGo Penguin - Necessary Fictions (XXIM Records, 2025)
Το Μάντσεστερ μπορεί να φημίζεται περισσότερο για άλλα είδη μουσικής, ωστόσο, το τρίο των GoGo Penguin, επαναπροσδιορίζει αντίστοιχα τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η σύγχρονη jazz – το είδος με το οποίο καταπιάνονται κατά κύριο λόγο. Στο έβδομο αυτό άλμπουμ τους, ενσωματώνουν περισσότερους ηλεκτρονικούς ήχους στα κομμάτια τους• η μουσική τους γίνεται άλλοτε πιο κινηματογραφική, άλλοτε πιο ρυθμική, χωρίς όμως να καταστρατηγείται ό,τι έχουν χτίσει έως τώρα ή να αλλάζει τελείως το ύφος τους.
Μάλιστα, αυτή τη φορά οι GoGo Penguin καλούν και μερικούς extra μουσικούς: από τον Daudi Matsiko στα φωνητικά, έως τη βιολονίστρια Rakhi Singh με την Manchester Collective της. Μελωδικό, νοσταλγικό και περιπετειώδες, το ‘Necessary Fictions’ αποτελεί το ιδανικό άκουσμα για τη στιγμή που ο ήλιος δύει πίσω από μια παραλία (ή και πίσω από μια πολυκατοικία).
Μαρία Φλέδου
Steve Queralt – ‘Swallow’ (Sonic Cathedral, 2025)
Ο Steve Queralt μπασίστας/συν-συνθέτης των Ride κυκλοφόρησε (last but not least) το πρώτο σόλο άλμπουμ του στην Sonic Cathedral.
To ‘Swallow’ αποτελείται κυρίως από instrumentals, έξι στο σύνολο με το Β2 να έχει τίτλο ‘I don’t know how to sing’, οπότε στα υπόλοιπα τρία αναθέτει τον ρόλο στις Emma Anderson των Lush και Verity Susman των Electrelane.
Ως σύνολο το άλμπουμ δεν ‘φωνάζει’, κάθε κομμάτι φαίνεται αρχικά εσωστρεφές αλλά σιγά σιγά διευρύνεται μουσικά. Ακριβώς όπως και ο ίδιος ο Steve, πάντα σχεδόν χωμένος στην άκρη της σκηνής συγκεντρωμένος στην δουλειά του σαν old school shoegazer, μέχρι που όλα τα βλέμματα θα γυρίσουν πάνω του κάθε φορά στα τελευταία δύο λεπτά του ‘Leave Them All Behind’.
Σίγουρα οι φωνές των Anderson/Susman δίνουν ένα οικείο ‘χρώμα’ στο ‘Swallow’ αλλά για μένα η συνολική ενέργεια του άλμπουμ συνοψίζεται στο ‘ Motor Boats’, ένα από τα instrumentals στο οποίο ακούγεται το ποίημα της Julie Sheldon, ‘The Same Boat’.
Άλλωστε η ιδεολογία κάθε καλλιτέχνη μετατρέπει τις ευαισθησίες τους σε έμπνευση και δημιουργική ανάγκη, σε αυτή την περίπτωση για καινούρια μουσική.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Young Fathers - 28 Years Later (Milan Records, 2025)
Στ’ αλήθεια, ελάχιστοι σκηνοθέτες έχουν τη δυνατότητα να δώσουν στη μουσική πρωτεύοντα -αν όχι καθοριστικό- ρόλο. Αυτός που κατά τη γνώμη μου το επιτυγχάνει καλύτερα από όλους είναι ο Danny Boyle, που είναι γνωστός και για δύο πανέμορφες «εξαρτήσεις» του: την αδυναμία του στο σεναριογράφο Alex Garland (“Never Let Me Go”) και το πάθος του για τη μουσική των Godspeed You! Black Emperor. Στο “28 Years Later” έδωσε για μια ακόμα φορά το χέρι στον πρώτο και ζήτησε από το Σκωτσέζικο hip-hop τρίο των Young Fathers, με το οποίο είχε συνεργαστεί και στο “T2 Trainspotting”, να φτιάξει το σάουντρακ. Κι αυτοί έκαναν κάτι υπέροχο: έγραψαν post-rock επιβλητικούς μετα-αποκαλυπτικούς ύμνους, που τρύπωσαν στα πλάνα και τις εκφράσεις των Jodie Comer, Aaron Taylor-Johnson και του υπέροχου Alfie Williams, εκτοξεύοντας το οπτικό αποτέλεσμα. Μαζί με τις δικές τους συνθέσεις ακούγονται το “Delilah” του Tom Jones, το κεντρικό θέμα των Teletubbies και, φυσικά, το “East Hastings” των -είμαι σίγουρος- περήφανων GY!BE.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Osmium – Osmium (Invada Records UK, 2025)
Οι Osmium είναι ένα σούπεργκρουπ πειραγμένων (θα έλεγε κάποιος) μουσικών, ή καλύτερα μουσικών που παίζουν πειραγμένα όργανα. Απαρτίζονται από την Hildur Guðnadóttir, διάσημη τσελίστρια για τα soundtracks της (πήρε και το Όσκαρ για τον Joker). Όμως εδώ παίζει ένα πειραγμένο ηλεκτρακουστικό τσέλο, το χαλδορόφωνο που αναπαράγει και μόνο του ήχους. AI καλώς ήρθες από την ανάποδη. Τον Sam Slater που παίζει επίσης τύμπανα ιδιοκατασκευής και τον James Ginzburg που παίζει κι αυτός ένα επιτραπέζιο μονόχορδο, δικής του αποκλειστικά δημιουργίας, που έχει αναπτύξει από το παρελθόν ως Emptyset, υπό την βερολινέζικη εταιρεία – πλατφόρμα της Subtext που o ίδιος επιμελείται, και την οποία, με αυτή την αφορμή, αξίζει να εξερευνήσετε. Μαζί και ο Rully Shabara, η φωνή των καταπληκτικών Ινδονήσιων Senyawa, ο μοναδικός ανθρώπινος θα βιαζόταν να πει κανείς, αν δεν άκουγε τις άναρθρες κραυγές και τους απόκοσμους ήχους που εκστομίζονται και συνοδεύουν, παράδοξα ταιριαστά, αυτά τα μηχανικά ανοσιουργήματα των άλλων. Διάλεξαν το όνομα Osmium ως το πιο βαρύ, το πιο πυκνό σε μάζα μέταλλο. Θα μπορούσαν έτσι να παίζουν μέταλ, παρόλα αυτά παίζουν, έλα ντε, τι; – κάτι εξαιρετικό. Στο τελευταίο κομμάτι του πρώτου τους δίσκου, μαζί λοιπόν με όλα αυτά τα πειραγμένα όργανα και άναρθρες κραυγές, παίζει, δεν μου το βγάζετε απ΄το μυαλό, και ένα κομπρεσέρ. Εκπληκτικό αποτέλεσμα.
Ελένη Φουντή
Phil Haynes - Return To Electric (CornerStoreJazz, 2025)
Εντάξει, άμεση η παραπομπή στους Return To Forever του Chick Corea, δεν έχει όρεξη να μας βάζει γρίφους μεγάλος άνθρωπος, και το λέω επειδή ο Phil Haynes είναι μεγάλος ντράμερ, όχι επειδή είναι παλιός στα τζαζ πράγματα που φυσικά είναι πολύ παλιός. Εδώ και περίπου μισό αιώνα δισκογραφεί αδηφάγα και κινείται με άνεση ανάμεσα στο avantgarde, τη free jazz και ενίοτε το post-bop, χωρίς να πτοείται ούτε από διάφορες περιπέτειες με την υγεία του ούτε από δραστικές αποφάσεις που έχει πάρει για τη ζωή του, όπως όταν άφησε τη Νέα Υόρκη για να διδάξει σε Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας. Κάπου ανάμεσα στις αποσκευές όμως είχε παραπέσει η αγάπη του για την ηλεκτρική κιθάρα, με την οποία φέτος αποφάσισε να επανασυνδεθεί με δύο κυκλοφορίες: Το minimal "Transition" σε συνεργασία με τον Ben Monder και το "Return To Electric" με τον Steve Salerno (κιθάρα) και τον Drew Gress (μπάσο) που παρουσιάζουμε εδώ, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά επειδή βρίσκω ενδιαφέρουσα την οπτική των "συνοδευτικών" οργάνων στο fusion, συχνότερα πεδίο δόξης λαμπρό (με ειρωνικό και μη τόνο) για κιθαρίστες, σαξοφωνίστες κ.α. ως πρωταγωνιστές. Μεγάλος αστερίσκος εδώ βέβαια, γιατί η τζαζ δεν έχει στην πραγματικότητα όργανα διαφορετικών ταχυτήτων. Τι να πούμε δηλαδή για ντράμερ όπως ο Τony Williams, ο Billy Cobham και ο Jack DeJohnette που είναι ακρογωνιαίοι λίθοι του fusion. Αναφέρομαι όμως ανασκοπικά σε μία τάση και ελπίζω ότι είναι σαφές τι εννοώ. Ο Haynes πιάνει το fusion από διαφορετικές πλευρές, με διασκευές σε classics (Wayne Shorter, Chick Corea, John McLaughlin, George Russell), δικές του πρωτότυπες συνθέσεις, ή και με την προσθήκη των τριών αυτοσχεδιαστικών ιντερλούδιων "cadenzas", από ένα για κάθε παίκτη. Ηχητικά ο δίσκος βρίσκεται σαφώς στα πρώτα experimental χρόνια της δεκαετίας του 1970 και όχι στην μεταγενέστερη εμπορική αιχμή του fusion. Αν ακούτε Mahavishnu Orchestra σπεύστε. Αν ακούτε Kenny G, καλή καρδιά και ουδείς άσφαλτος που λέει και η Άντζελα. Υπέροχη η διχρωμία στο εξώφυλλο με τα μεγάλα πλαγιαστά γράμματα που με παρέπεμψε αμέσως στο "No Material" του Ginger Baker παρότι βέβαια ξέρω ότι ξεφεύγουμε τόσο χρονικά όσο και ηχητικά προς τη free jazz. Αλλά δεν αποκλείω μια διακριτική εκδήλωση θαυμασμού προς έναν πολύ μεγάλο ντράμερ ως πιθανή επιρροή. Μεταξύ των κομματιών ξεχωρίζει νομίζω το "Paraphernalia" του Wayne Shorter, αλλά επέλεξα για το mixtape το "Eclipse", μια πανέξυπνη σύνθεση του Haynes με απολήξεις στο post-bop (και blues) που του δίνει τη δυνατότητα να μας δείξει και τι ντράμερ είναι.
(O πίνακας στο εξώφυλλο είναι του Alexander Calder, με τίτλο «Harvest Spiral», 1969)




