Ιούνιος 2024
Είναι φορές πραγματική πρόκληση να μπουν οι επιλογές της καθιερωμένης στήλης του MiC σε μια κάποια νοηματικώς-ηχητικώς συναφή σειρά. Ίσως και να μη χρειάζεται κιόλας...
Δημήτρης Όρλης
0-100 Σειρένε, Ήρωας - Ζωή Σε Ευθείες Γραμμές (Pineline Music Lab, 2024)
Η 0-100 Σειρένε κυκλοφορεί τα τραγούδια της εδώ και λίγα χρόνια και το «Ζωή Σε Ευθείες Γραμμές» είναι το πολύ καλό ντεμπούτο της, σε μουσική και παραγωγή του Ήρωα. Προσφέρει πολλά ο Ήρωας με τα beat και το συνολικό ύφος των όσων στήνει πλάι στο rap της πρωταγωνίστριας, οι στίχοι της οποίας είναι ο έτερος κύριος πυλώνας του δίσκου. Θα ήταν άδικο να περιοριστεί μία περιγραφή στη φράση «φεμινιστικό ραπ», κι ας είναι αυτό το πιο έντονο στίγμα που αφήνουν τα δώδεκα τραγούδια. Υπάρχει χιούμορ, καυστικότητα και κέφι εδώ, υπάρχει και η απόγνωση και η θλίψη που τριγυρνάει στους δρόμους μαζί μας. Το “Breakfast” είναι ένα πιασάρικο τραγούδι και μάλλον αυτό που αντιπροσωπεύει καλύτερα τον δίσκο, το «Ανασαίνει» είναι το πιο ενδιαφέρον από αυτά με συμμετοχές (της Sophie Lies το συγκεκριμένο), αλλά στη σημερινή κασέτα επιλέγω αυτό που με ιντρίγκαρε να ξανακούσω ολόκληρο αυτόν τον δίσκο: το «Κόκκινο Στίγμα».
Χίλντα Παπαδημητρίου
Ghostpoet - Am I The Change I Wish To See? (Modern Revenge Records, 2024)
Διάλεξα ένα ΕΡ κι όχι LP, αφού ουκ εν τω πολλώ το ευ, έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Ο Ghostpoet, ή κατά κόσμον Obaro Ejimiwe, ο Βρετανός αλλά γεννημένος στο Βερολίνο τραγουδιστής, συνθέτης και μουσικός, αρνείται να προσδιορίσει το είδος της μουσικής που φτιάχνει. Και παρότι η πρώτη σκέψη είναι να τον κατατάξουμε στο hip hop ή στο trip hop, ο ίδιος διαφήμιζε μέσω Twitter τα λάιβ του με τη φράση «I am noth hip hop».
Οκ, φίλε, όπως προτιμάς. Τα τρία κομμάτια του ΕΡ περιέχουν τις σκέψεις του για την κατάσταση του σύγχρονου κόσμου και τη δική του ψυχολογική διάθεση. Ο Ghostpoet φτιάχνει installation στις οποίες διερευνά, όπως και με τη μουσική του, τα θέματα του αφρικάνικου πνευματισμού, της αποικιοκρατίας και της μαύρης ταυτότητας.
Καθώς προήρθε από μια κολεκτίβα grime, στη μουσική του χρησιμοποιεί ηλεκτρονικές λούπες, γρήγορα breakbeats και όλα τα άλλα στοιχεία που προσδιορίζουν το βρετανικό αυτό παρακλάδι του hip hop. Αν και το δικό του στυλ είναι πιο αργό κι εσωστρεφές, μελαγχολικό και εμμονικό. Δεν ξέρω αν το grime είναι το πιο σημαντικό είδος που παρήγαγε το Ηνωμένο Βασίλειο εδώ δεκαετίες, όπως αναφέρεται συχνά, ξέρω όμως μετ’ επιτάσεως ότι ο Ghostpoet ξεχωρίζει μέσα στην αθλιότητα που έχει εξελιχθεί το hip hop ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού.
Μαριάννα Βασιλείου
Arab Strap - I'm Totally Fine with It Don't Give a Fuck Anymore (Rock Action Records, 2024)
“Είμαστε περίπου στη μέση νομίζω και θα έλεγα ότι είναι πολύ γκαζωμένος. Η αρχική ιδέα ήταν να κάνουμε μερικά σινγκλ, οπότε κάθε τραγούδι έχει ένα αρκετά δυνατό μπιτ και μια αρκετά έντονη χορευτική αίσθηση ίσως… είναι δύσκολο να σου το εξηγήσω… κινούνται όλα σε ένα στυλ που δεν θα έλεγα ότι είναι upbeat, γιατί οι στίχοι τους μπορεί να είναι πολύ σκοτεινοί – ευτυχισμένους τουλάχιστον δεν θα τους έλεγα! – αλλά μπορείς να το χορέψεις!” – αυτά μου έλεγε τον Οκτώβριο του 2022 ο Aidan Moffat. Και αυτά ακριβώς ακούμε στο νέο τους άλμπουμ.
Μαρία Φλέδου
DIIV – ‘Frog in Boiling Water’ (Fantasy Records, 2024)
Πριν πέντε χρόνια έγραφα ότι με το ‘Deceiver’ οι DIIV με ξανακέρδισαν αφού ξεπέρασα την δυσπιστία μου στο ‘Is the Is Are’, το οποίο τελικά εκτίμησα ετεροχρονισμένα. Και λίγο μετά την επιστροφή τους και στη σκηνή το 2019 ακολούθησε ακόμη μία παύση - αυτή τη φορά λόγω πανδημίας και όχι προσωπικών και λοιπών δαιμόνων.
Το άλμπουμ νο 4 έχει τίτλο ‘Frog in Boiling Water’ και τα δέκα κομμάτια του περιστρέφονται γύρω από αυτή την κεντρική ιδέα; όπου βάτραχος = εγώ, εσύ, οι ίδιοι οι DIIV να σιγοβράζουμε μέσα στην τάξη πραγμάτων που θέλει να κατευθύνει τις ιδέες μας, την έμπνευση μας, τον πόνο μας κτλ. Αυτή τουλάχιστον είναι η δική τους τοποθέτηση αυτή τη στιγμή και εμένα με βρίσκει απόλυτα OK. Κατά αυτή την ιδέα μάλλον συνειδητά δεν μας αφήνουν να χαθούμε μέσα στο reverb σαν το βατράχι που χαλαρώνει ανυποψίαστο στο χλιαρό νερό, γιατί οι στίχοι έρχονται να μας ξυπνήσουν εγκαίρως ώστε να απορρίψουμε την άνεση αυτής της οικειότητας, όπως την απέρριψαν και οι ίδιοι για να εξελιχθούν και να ακούσουμε λίγο πιο προσεκτικά τι έχουν να πουν. Κάθε κομμάτι κάνει τον κύκλο του (‘In Amber’, ‘Frog in Boiling Water’, ‘Raining on your Pillow’, ‘Somber the Drums’) ή την λούπα του (‘Soul Net’, ‘Brown Paper Bag’) αυτόνομα και όλα μαζί δένουν κάπως σαν κεφάλαια του ίδιου βιβλίου.
Συνεχίζοντας την πορεία στον δρόμο που άνοιξε το ‘Deceiver’, το ‘Frog in Boiling Water’ ήταν μάλλον το πιο δύσκολο αλλά και δημιουργικά δημοκρατικό όπως λένε οι ίδιοι άλμπουμ τους ως τώρα, χωρίς να σημαίνει ότι η ιδεολογία αντικαθιστά την μελωδία (‘Fender on the Freeway’, ‘Everyone Out’) ή πως η φωνή του Cole είναι λιγότερο dreamy, αντιθέτως είναι ομορφότερη και πιο ειλικρινής από ποτέ
I’m not afraid/I’ve moved l lived through pain/I’ve learned to see through everything
Το ‘Frog in Boiling Water’ δεν είναι ένα πετυχημένο πείραμα, αλλά ένας στόχος που οι ‘καινούριοι ‘ DIIV πέτυχαν.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
King Hannah - Big Swimmer (City Slang, 2024)
Τα λέγαμε και πριν δύο χρόνια με το ντεμπούτο “I'm Not Sorry, I Was Just Being Me”. Λέτε να τα διάβασε η Sharon Van Etten και γι’ αυτό να αποφάσισε να συνεργαστεί σε δύο τραγούδια του “Big Swimmer”; Μπα, κι εγώ δεν το νομίζω…
Προς τα πού όμως πήγε στο μεταξύ ο ήχος των Liverpudlians Hannah Merrick και Craig Whittle; Καταρχάς, μπορούμε μεν να πούμε σίγουρα ότι κράτησε τα spoken-word φωνητικά και τις ευρύτερες Mazzy Star, Gavin Friday, PJ Harvey, Yo La Tengo, Beth Gibbons και Wolf Alice επιρροές, αλλά αν προσέξουμε λίγο παραπάνω θα δούμε ότι λοξοδρόμησε αισθητά προς μια dark-folk και alt-rock κατεύθυνση που κάποιες φορές φέρνει στο νου τον Thurston Moore, με τον οποίο έχουν μοιραστεί την ίδια σκηνή. Κι αν αναρωτιέστε ποιος «φταίει» γι’ αυτή τη μεταστροφή (εκτός από τον ίδιο τον Thurston), ρίξτε μια ματιά προς τη μεριά του αεικίνητου παραγωγού Ali Chant (PJ Harvey, Portishead, Dry Cleaning), ο οποίος, ως κατοικοεδρεύων στο Bristol, κάθισε στο ιδιόκτητο στούντιο The Playpen και προσπάθησε να ξαναφέρει τα ‘90s στα ‘20s. Πώς το έλεγε ο Gavin παραπέμποντας στον Oscar; “Each Man Kills the Thing He Loves”; Ε, λοιπόν, ακριβώς το αντίθετο.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Jessica Pratt - Here in the Pitch (Mexican Summer, 2024)
Εικοσιεπτά θαυματουργά λεπτά υπέροχης χαλαρότητας μέσω ακουστικών αρπισμάτων από την Jessica Pratt στον τέταρτο δίσκο της. Εννέα τραγούδια, η απόλυτη οικονομία, να θυμούνται οι MiCάδες που πήγαιναν στο δισκάδικο να παραλάβουν την κασσέτα τους (με δύο σίγμα) και τους έλεγε ο αντιγραφέας «Έχει μείνει μεγάλο κενό, τι θες να σου βάλω, να βάλω κάτι δικά μου ωραία;». Οι σωστότερες αναλογίες υλικών που χρησιμοποιήθηκαν, 60s-70s folk, μποσανοβική και μπητλική pop, 50s-60s φωνητικά, κάτι κρουστά και πνευστά που περνάνε ανεπαίσθητα. Πως το έκανε αυτό; Να ηχογράφησε σε παλιακό στούντιο αναλογικών μηχανημάτων; Δεν μας ενδιαφέρει. Θ' ακούσεις κάτι καινούριο; Σε καμία περίπτωση. Τα καταφέρνει όμως, και με το παραπάνω. Δεν βαρεθήκατε με τις ορολογίες dream pop και hypnagogic pop; Ε, ορίστε. Τα ίδια σε καλύτερη συσκευασία, με καλύτερο περιεχόμενο, υπό άλλους όρους.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Arab Strap - I'm Totally Fine with It Don't Give a Fuck Anymore (Rock Action Records, 2024)
Μπλέξαμε. Ανάμεσα σε εξαιρετικές πρόσφατες κυκλοφορίες, όπως της Beth Gibbons, ή των King Hannah ή της Billie Eilish, διαλέξαμε τους Arab Strap. ‘Ηθελές τα κι έπαθές τα. Σεξ, αλκοόλ και θάνατος ήταν η θεματολογία του σκoτσέζικου ντουέτου από τα 90s. Τώρα μάλλον έχει μείνει μόνο ο θάνατος. Ο δίσκος με τον χαρακτηριστικό τίτλο αδιαφορίας μπορεί όμως και να είναι ο καλύτερος της καριέρας τους. Δεύτερος μετά την επανασύνδεσή τους το 2016, και οι Arab Strap, χωρίς να ξεστρατίζουν βήμα από τη συνεπή πορεία τους στο ροκ εδώ και περίπου 30 χρόνια, βγάζουν την ψυχούλα τους και την αποθέτουν πάνω στο τραπέζι, γυμνή. Πιθανόν γυμνή και από αισθήματα. Πως γίνεται όμως να είναι τόσο καλός ένας δίσκος, μια μουσική, μια καλλιτεχνική δημιουργία, χωρίς να έχει ίχνος συναισθήματος. Γράφαμε πέρσι με αφορμή το ‘Sliver of Ice’ της Anohni, που την περιμένουμε να τη δούμε από κοντά, μαζί με άλλους θρύλους φέτος, ότι η απάθεια είναι το τελευταίο στάδιο του αποχωρισμού, κι αναρωτιόμαστε «Και μετά από αυτό τι;». Να λοιπόν τι. Δεν είναι το τίποτα, είναι μια καρδιά και μια ψυχή γυμνή από αισθήματα. Μπορεί να ζήσει μια καρδιά έτσι; Όσο θυμάται, ναι.
Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης
Ministry – Hopium for the masses (Nuclear Blast, 2024)
Στα εξήντα έξι του χρόνια, ο αειθαλής Al Jourgensen συνεχίζει να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα μέσω του πνευματικού και μουσικού του τέκνου. Στο επίκεντρο της κριτικής του βρίσκονται απολυταρχικά καθεστώτα και πολιτικοί που κυβερνούν τυραννικά έχοντας ως πρόσχημα τους φυλετικούς διαχωρισμούς και τις θρησκευτικές διαμάχες, κολοσσιαίες βιομηχανίες που καταστρατηγούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και καταπατούν τους νόμους αποσκοπώντας αποκλειστικά και μόνο στα κέρδη τους και χειραγωγημένα μέσα μαζικής ενημέρωσης που παραπλανούν την κοινή γνώμη και αποκοιμίζουν τις μάζες προς όφελος των εντολοδόχων τους. Οι συμμετοχές των πολιτικοποιημένων και ακτιβιστών μουσικών Jello Biafra (Dead Kennedys) και Pepper Keenan (Corrosion Of Conformity, Down) δεν περνούν απαρατήρητες, ενώ η διασκευή του «Ricky’s Hand» των Fad Gadget φέρνει στο νου τα πρώιμα χρόνια.
Οι μεταλλικές βιομηχανικές κιθάρες και τα διάσπαρτα samples, μαζί με τους καυστικούς στίχους κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, ωστόσο συνοδεύονται από μελωδικές και λυρικές ατμόσφαιρες που έχουν στόχο την ανάδειξη συναισθημάτων και προβληματισμών. Το «Cult Of Suffering» ξεφεύγει αρκετά από την ηχητική μανιέρα, τόσο με την έξυπνη και λάγνα εναλλαγή στο ρεφρέν των λέξεων «Loving» & Tyrant», όσο και την έντονη χρήση keyboards που προσδίδουν χορευτικούς τόνους, αλλά και την επιλογή του ουκρανικής καταγωγής Eugene Hutz των Gogol Bordello που τραγουδάει μία στροφή στη μητρική του γλώσσα.
Χάρης Συμβουλίδης
Judas Priest - Invincible Shield (Columbia/Sony Music, 2024)
Μισό αιώνα μετά τη δισκογραφική τους εκκίνηση και με την παλιά φρουρά που παραμένει ενεργή να έχει υπερβεί, πια, το φράγμα των 70 ετών, οι Judas Priest είναι και με τη βούλα βετεράνοι: μια μπάντα απομακρυσμένη από τις σύγχρονες τάσεις και σαφώς «μη σχετική» για όσους υποτάσσουν τα ακούσματά τους στο όποιο coolness της όποιας εποχής. Ε, και;
Το ερώτημα διατηρεί κοφτερή υπόσταση εδώ και μια δεκαετία, καθώς, με την επιτυχημένη είσοδο νέων μελών, το βρετανικό ατσάλι αυτής της παλιοπαρέας ξαναβρήκε την παλιά του κόψη, επιτρέποντάς της να υπάρχει παραπάνω από αξιοπρεπώς, αντί να δρέπει, απλώς, τις δάφνες ενός χρυσού heavy metal παρελθόντος. Και το 'Invincible Shield' είναι ο τρίτος κατά σειρά δίσκος που τους βρίσκει να αξιοποιούν το εν λόγω μομέντουμ, έστω κι αν δεν φτάνει το 'Firepower' (2018) σε δυναμική συνθέσεων.
Με τις λατρεμένες τσιρίδες του Rob Halford (+την όποια στουντιακή αρωγή) να παραμένουν ένα ισχυρό σήμα κατατεθέν, οι Judas Priest κρατούν τις κιθάρες τους ρολαριστές και γράφουν τα ένα-δυο τραγούδια που θα βάλουν στις συναυλιακές setlist δίχως κανείς να διαμαρτυρηθεί. Δεν εφευρίσκουν τροχούς, καλολαδώνουν όμως τους παλιούς και τους βάζουν να κάνουν μια νέα γύρα, με κέφι, παλμό, αλλά και με τη δέουσα hard & heavy μανία.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Marina Satti – Π.O.Π. (Minos-EMI, 2024)
Όλα τα χρόνια που είναι στη γύρα η Μαρίνα είμαι σκεπτικός και δύσπιστος. Ενώ η δυναμική και οι ικανότητές της είναι αναμφισβήτητες για κάποιο λόγο κάτι μου λείπει. Μερικές φορές αυτά που κάνει μοιάζουν ανεμικά. Όλα τα αντιθετικά στοιχεία με τα οποία γεμίζει τα τραγούδια της, φαίνεται να είναι λίγο στον αέρα, σαν να μην στοιχειοθετούν μια… ραχοκοκκαλιά. Όποτε το’φερνε η κουβέντα δεν είχα και πολλά να πω, γιατί ούτε καλά λόγια μου έβγαιναν, ούτε κακά.
Ήρθε η ώρα όμως που κάπως μετατοπίστηκε η διάθεσή μου. Γιατί το ‘Π.O.Π.’ είναι απολαυστικό από την αρχή μέχρι το τέλος. Κι ας μην έχουν ολότελα εκλείψει οι παραπάνω αδυναμίες.
Καταρχάς κάτι που μ ‘αρέσει είναι ότι επέλεξε να βάλει μαζί κάποια «χιτάκια» που κάπως έπρεπε να συνυπάρχουν (‘Ζάρι’, ‘Tucutum’, ‘Lalalala’). Για όσους κάνουν πως ενοχλούνται από τα… άλογα λόγια να πούμε πως η μουσική κάνει χρήση του λόγου, δεν βασίζεται σε αυτόν. Τα τατατά και τουτουτού και λαλαλά είναι ήχοι που συντίθενται, όπως και όλοι οι άλλοι ήχοι. Το ζήτημα είναι να αξιολογήσουμε αν όντως συντίθενται και όχι αν είναι καλοί ή σωστοί οι ίδιοι.
Αισθητικά έχει κάνει μεγάλη διαδρομή η Μαρίνα από την άγουρη και τυποποιημένη “Μάντισσα” μέχρι το τελευταίο “Μixtape”. Είναι πια σίγουρη για αυτό που θέλει να κάνει και το υποστηρίζει με σθένος. Γιατί σε αυτό το “Μixtape” γίνονται πράγματα. Ρίχνει τάπα σε όλο το dubstep των 00s (εξαιρούνται κάτι ψιλά), χρησιμοποιεί με ευφυία το trap, έχει αυτό το καυστικό και μαγκιόρικο αλλά πνευματώδες χιούμορ και μας κερνάει ζόρικες αναφορές σε σύγχρονους λαϊκούς «ήρωες» απενοχοποιημένα και χωρίς κόμπλεξ. Και όλα τρέχουν νερό για δέκα λεπτά. Αν ο Aphex Twin το άκουγε στα 00s θα το τσίμπαγε για τη Rephlex!
Όσο για τη γιουροβίζιον θα έλεγα ότι μάλλον είναι η καλύτερη συμμετοχή μας εδώ και πολλά χρόνια (χωρίς να θεωρώ ότι είναι κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα αυτό). Τώρα να πω την αλήθεια δυσκολεύομαι να καταλάβω τι ακριβώς κάνει κάποιους να μαίνονται εναντίον της. Δηλαδή κάτι έχω στο νου μου αλλά τέλος πάντων…
Αντώνης Ξαγάς
Les Cyclades – Glika (Hi Scores, 2024)
Γλύκα γλύκα, κατά το αλήστου μνήμης άσμα της Έφης Θώδη; Ή μήπως γλυκά, σαν το συναίσθημα (ή σαν τα… μελιτίνια μιας Σαντορίνης π.χ.;). Όπως και να’χει στις Κυκλάδες είν’ ωραία, που θα ‘λεγε κι ένας Κονιτόπουλος, ειδικά αν είσαι (σε «επιλεγμένη εξορία») στις μουντές γκρίζες Βρυξέλλες και μάλιστα σε καραντίνα, οπότε οπουδήποτε αλλού ωραία θα είναι. Μπορεί βέβαια οι πραγματικές Κυκλάδες –ειδικά καλοκαίρι- να προκαλούν πια μόνο τρόμο, αλλά μια φαντασίωση, μια ουτοπία, είναι καταφύγιο και ανθρώπινη ανάγκη. Κάπως έτσι –περίπου- είναι το ιστορικό δημιουργίας του δίσκου αυτού από δύο τύπους, έναν Γάλλο κι έναν Καναδό με free jazz και rave παρελθόν (αλλά και… ζαχαροπλαστικό!). Ακατάταχτος δίσκος, κουβαλάει μια δημιουργική τρέλα, και παρά το ελληνοπρεπές του θέμα, δεν έχει παρά ελάχιστες ελληνικές παραπομπές (να καταφύγουμε στην ευκολία αναφοράς για κάθε ‘πειραματικό’ άκουσμα σε Vangelis ή Xenakis;), πιο κοντά στο Ντιτρόιτ και στο τέκνο του είναι, διάστικτο με samples (ααα, υπάρχουν μερικά ελληνικής προέλευσης, μεταξύ αυτών κι ένα από την αγγελοπουλική «Αιωνιότητα και μια μέρα»), ηχογραφήσεις πεδίου, «κοσμικά σαξόφωνα», σύνθια ηχοτοπικής στόχευσης και balearic έμπνευσης (μια σύνδεση με άλλα κατεχόμενα νησιά εξίσου μαρτυρικά με τα κυκλαδονήσια). Ένας ακόμη λοιπόν σύγχρονος δίσκος, με σποραδικές ενδιαφέρουσες στιγμές κι ένα κόνσεπτ που υπερισχύει του περιεχομένου. Μολαταύτα λέω να τον βάλω στην δισκοθήκη δίπλα στα… «Νησιώτικα» του Πάριου.
Ελένη Φουντή
Viki Steiri - Balm (Rekem Records, 2024)
Αυτή τη φορά ξεκινάω με αυτογκόλ από τα αποδυτήρια, αλλά επί του πιεστηρίου (ή του πληκτρολογίου τέλος πάντων) η Ακροδεξιά σαρώνει στις Ευρωεκλογές (απ' ό,τι φαίνεται στην πατρίδα μας την Ευρώπη θα μας εκπροσωπεί πλέον και η νεοαναδυόμενη Αφροδίτη Λατινοπούλου - ναι αυτή η σημαίνουσα προσωπικότητα του εγχώριου... νεοσυντηρητικού "φεμινισμού"), οπότε η μεγάλη εικόνα είναι έτσι κι αλλιώς ευνοϊκή για αυτογκόλ. Όχι, δεν προτείνω κάτι κακό να ακούσετε, τουναντίον. Ούτε έχει η Βίκη Στείρη την παραμικρή σχέση με όλα αυτά. Αλλά έπρεπε κι εγώ να τα πω. Και να προειδοποιήσω επίσης ότι δυστυχώς είναι σκόπιμο να βάλετε ακουστικά εδώ, διαφορετικά δεν ξέρω αν έχει νόημα. Εξ ου και το αυτογκόλ. Είναι γνωστό βέβαια πως όσο πιο minimal ο δίσκος τόσο πιο αναγκαία τα ακουστικά, αλλά επειδή η Στείρη είναι τσελίστρια (και ποιος δεν αγαπάει το τσέλο; κανείς) και το Δελτίο Τύπου προϊδεάζει, και σωστά, για τη σύμπλεξη του τσέλου με synths, beat και microsound, είναι εύκολο να ξεχαστείς. Όταν όμως ακούσεις το "Balm" με ακουστικά, διαπιστώνεις ότι πρόκειται για άλλο δίσκο απ' ό,τι νόμιζες. Τότε μόνο αναδεικνύονται οι microtonal λεπτομέρειες, το περσικό σαντούρι και η βαριά επεξεργασία του ήχου. Υπάρχει πχ κομμάτι με 14 κανάλια τσέλου. Ή παραδοσιακός τουρκικός σκοπός που η Στείρη του έχει αλλάξει τα φώτα. Ο ήχος είναι συμπαγής και μονολιθικός και ωστόσο εκπέμπει νωχελικότητα και απουσία άγχους να εντυπωσιάσει. Το "Balm" κυκλοφόρησε τον Μάρτιο σε ψηφιακή μορφή από τη βρετανική Alien Jams και η Rekem Records τον βγάζει τώρα σε βινύλιο. Υπάρχει πιστεύω δρόμος ακόμα να διανυθεί για να ωριμάσει η μουσική πρόταση της Στείρη, όμως το "Balm" είναι μια αξιόλογη δουλειά με άποψη και αυτοπεποίθηση που αξίζει να ακουστεί. Χωρίς δρόμους άλλωστε δεν πας πουθενά.
Κώστας Καρδερίνης
Adam Rudolph & Tyshawn Sorey - Archaisms I & II (Meta/Yeros7/Defkaz Records, 2024)
Για το 1ο μέρος των Αρχαϊσμών έχει ήδη γράψει καλώς ο Αναστάσιος Μπαμπατζιάς εδώ. Για το 2ο μέρος «επιστρατεύω» την άποψη ενός παλαιότερου Αναστάσιου, του Αναστάσιου-Φοίβου Χριστίδη [1946-2004], από ένα κείμενο που θα μπορούσε κάλλιστα να λέγεται Η μαγική χρήση της [μουσικής] γλώσσας. Όπου βλέπετε τη λέξη γλώσσα ή επιθετικό προσδιορισμό αυτής, βάλτε εμπρός το ουσιαστικό/επίθετο μουσική. Όπου δείτε τη λέξη θεών προσθέστε Άνταμ Ρούντολφ και Τάισον Σόρεϊ [μουσικό Πούλιτζερ 2024 για το Αντάτζιο (για τον Γουαντάντα Λίο Σμιθ)].
[...] Ρυθμός, συλλαβή, επιφώνημα, αρχέγονο "όνομα", διάχυτες σημασίες, "άσημες φωνές", αρχαϊσμός (γλωσσικός και πολιτιστικός): αυτή είναι η οριακή "παλινδρόμηση" του μαγικού λόγου. H συγκίνηση που βρίσκεται εγκλωβισμένη στα όρια της προτασιακής γλώσσας με τις διακεκριμένες κατηγορίες και σημασίες της διεκδικεί την ελευθερία της. O γλωσσικός ήχος -σαν ρυθμός, συλλαβή, επιφώνημα, μορφή χωρίς οριοθετημένο λεξικό νόημα- επιχειρεί να "ξαναγίνει" βιωματικός "δείκτης". H σήμανση -διάχυτη, εξεγερμένη ενάντια στα δεσμά της αναλυτικής, κατηγοριακής γλώσσας- αγωνιά να προσεγγίσει την αρχέγονη ολικότητα της βιωματικής δείξης. Και η προσέγγιση αυτή -όπως αποκαλύπτεται στην "πρωτο-γλώσσα" του μαγικού ιδιώματος- είναι, κατά βάση, μεταφορικά συγκροτημένη: το ακατανόητο σαν μεταφορά για το άρρητο, ο (γλωσσικός και πολιτιστικός) αρχαϊσμός, η γλώσσα των θεών και τα "αληθινά ονόματα" σαν μεταφορές για την αρχέγονη, δεικτική σήμανση. Αυτό δεν είναι, βέβαια, ούτε παράξενο, ούτε παράδοξο. H επιστροφή στον χαμένο παράδεισο της αρχέγονης "πυκνότητας" της προ-γλωσσικής, βιωματικής σήμανσης της εμπειρίας -στο "πρωτογενές σύστημα σήμανσης", όπως θα έλεγε ο Pavlov- δεν μπορεί ποτέ να είναι άμεση και πλήρης, γιατί "φράζεται" από τον "τοίχο" του "δευτερογενούς συστήματος σήμανσης" -της αναλυτικής, προτασιακής γλώσσας. [...]
Στο δεύτερο [αλλ’ ουχί δευτερογενές] βινύλιο, ‘Archaisms II’, το ντουέτο κρουστών εναλλάσσεται και στο πιάνο, ενώ γίνεται κουιντέτο με την αρωγή ακόμη τριών ψαγμένων κρουστών μουσικών: της γιαπωνέζας Sae Hashimoto, του νεοϋορκέζου Russell Greenberg και του φιλιππινέζο-αμερικανού Levy Marcel Ingles Lorenzo Jr.