Ιούνιος 2025
Ακούσματα παλιά και νέα, γνωστά, άγνωστα και πανάγνωστα, εύκολα και δύσκολα, για προπτυχιακά και μεταπτυχιακά, ακόμη και για... τηγανισμένα μυαλά
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Stereolab - Instant Holograms on Metal Film (Duophonic UHF Disks, 2025)
Όσοι δεν έζησαν τη διαμάχη των ‘70s με τους ροκάδες και τους καρεκλάδες, ίσως είχαν την ευκαιρία να πάρουν μια -τόση δα- ιδέα από αυτήν στα ‘90s με τους Stereolab. Όπως τον παλιό εκείνον τον καιρό η disco (μπορούσε να) ήταν η ανομολόγητη ένοχη απόλαυση του ροκά, έτσι ήταν (ευτυχώς μόνο αρχικά) και η μουσική των Stereolab, ακόμα και για κάποιους indie rockers. Όμως, κάτι οι σουρεαλιστικοί στίχοι τους, κάτι τα cool φωνητικά της Lætitia Sadier, κάτι ο πολυοργανίστας Tim Gane που λατρεύει τα Moogs και γενικά την ηλεκτρονική μουσική, ενώ εμμονικά δεν αναγνωρίζει όρια ανάμεσα σε pop, lounge, muzak, jazz και funk, έφεραν πολύ σύντομα την καταξίωση, με τον retro-futurist fusion μύθο τους να συντηρείται ευπρόσωπα ύστερα από δεκαπέντε χρόνια σιωπής με το νέο τους άλμπουμ.
Γιώργος Λεβέντης
Various Artists - Disk Musik: A DD. Records Compilation (Phantom Limb, 2025)
Εντελώς αθόρυβα (σιγά το αθόρυβο δηλαδή), παρόμοιες συλλογές έχουν γίνει ο καλύτερος, ευκολότερος και, για να είμαστε ειλικρινείς, ο πιο κολακευτικός τρόπος για να παρουσιάζονται στο ευρύ(τερο) κοινό "χαμένες" εταιρίες και label που "αν ήθελαν" θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο. Η ιαπωνική DD Records αξίζει την τιμή να συστηθεί με παρόμοιο τρόπο αποζητώντας μόνο τα θετικά του εγχειρήματος.
Η βρετανική Phantom Limb παρουσιάζει την σύντομη πορεία ενος καλτ ιαπωνικού μύθου και μιας παρέας (παρέα ήταν κυρίως) που σε ελάχιστο χρόνο και εύρος πρόλαβε να χωρέσει kitsch - funk, ακραίο πειραματισμό, λίγη τέλεια ποπ για να διαλυθεί τελικά λίγο πριν ανακαλύψει και επίσημα το bubblegum - industrial. Το είδος της κυκλοφορίας που σου περνάει υπόγεια το αθώο αίσθημα πως όλοι δικαιούνται να φτιάξουν μουσική ενώ ξέρεις πως οι δημιουργοί μάλλον δεν το πιστεύουν καθόλου.
Αντώνης Ξαγάς
Derya Yıldırım & Grup Şimşek – Yarın Yoksa (Big Crown, 2025)
Κι αν η μετάβαση από το τοπικό στο οικουμενικό έχει γίνει ένας τόπος κοινός (έως και τετριμμένος, ειδικά όταν αρχίζουν τα φληναφήματα περί παράδοσης, ανανέωσης μπλα μπλα, χασμωδία), ωστόσο, ίσως και γι’ αυτόν τον λόγο συνιστά και ένα διαρκώς διαπραγματευόμενο όσον αφορά τους όρους και τους τρόπους ζήτημα. Εδώ η Derya Yıldırım, γερμανοτουρκίδα που μεγάλωσε στο Αμβούργο με μνήμες από μια πατρίδα που ποτέ δεν την έζησε και την οποία έχουμε ξανασυναντήσει σε αυτή την στήλη σε άλλο συνεργατικό πλαίσιο σε έναν θαυμάσιο δίσκο με παιδικά τραγούδια το 2023, η οποία είναι και παίχτρια (αλλά και καθηγήτρια-λεκτόρισσα) του μπαγλαμά(δακίου), συναντιέται με ένα σχήμα το οποίο αποτελείται από σύνθια, κιθάρες, μπάσο και ντραμς, και όχι δεν θα αναφέρουμε παβλοφικά τον ξεχειλωμένο όρο ‘ψυχεδέλεια’, το ηχητικό φάσμα του δίσκου ο οποίος τιτλοδοτείται σε μετάφραση ‘Εάν δεν υπάρχει κανένα αύριο» απλώνεται τόσο ώστε να συμπεριλάβει και την ελεκτροποπ και το γαλλικό παθάρικο άσμα των 70s και την soul, εκκινώντας αλλά μη παραμένοντας στην τούρκικη παράδοση (στον πυρήνα δηλαδή διατηρείται το ‘αχ’ του μπαγλαμά), και μεταδίδοντας εν τέλει την απαλή μελαγχολία της ποιητικής στιχουργικής πέρων των όποιων γλωσσικών φραγμών, με ένα πνεύημα που οι ίδιοι το βαφτίζουν «outernational» , κόντρα στο «international» δηλαδή, όχι πλέον δια- των εθνών και των συνόρων αλλά έξω και πέραν αυτών των τόσο φαντασιακών αλλά και συνάμα τόσο υπαρκτών και ιστορικά οδυνηρών εννοιών.
Νάνσυ Σταυρίδου
Lindstrøm - Sirius Symptoms (Feedelity, 2025)
Εάν παρουσιάζετε σοβαρά συμπτώματα εαρινής κόπωσης, μπορείτε να ανεβάσετε τη διάθεσή σας ακούγοντας το νέο άλμπουμ του Νορβηγού Lindstrøm το οποίο ξεχώρισα για έναν πολύ βασικό λόγο. Όλα τα κομμάτια έχουν ιδιαίτερες μελωδικές γραμμές και ο λόγος που το τονίζω είναι γιατί πολλά είδη ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής παρουσιάζουν μια μονοτονία με αποτέλεσμα μετά τα 10 λεπτά, απλά να βαριέμαι.
Κάτι τέτοιο εννοείται πως δε συνέβη με τούτο το άλμπουμ - κάθε κομμάτι έχει τον δικό του μουσικό χαρακτήρα, είναι synth pop χωρίς όμως να παραπέμπει στα 80s, θα έλεγα πιο κοντά στα 90s το τοποθετώ μουσικά και κάπου διάβασα ότι χαρακτηρίζεται σαν στυλ ως cosmic disco. Δεν το συμμερίζομαι ακριβώς αυτό, καθώς βγάζει μια ανεβαστική ενέργεια περισσότερο ατμοσφαιρική θα έλεγα παρά χορευτική ή τουλάχιστον σε συνδυασμό.
Στα συν και το εξαιρετικό εξώφυλλο του δίσκου, δημιουργία του επίσης Νορβηγού καλλιτέχνη Ole Martin Lund, μια αφαιρετική, πειραματική και σύγχρονη σύνθεση η οποία ταιριάζει και με το μουσικό περιεχόμενο.
Σε μένα έχει λειτουργήσει μέχρι στιγμής και με κρατάει σε εγρήγορση!
Άρης Μπούρας
Model/ Actriz – Pirouette (True Panther/Dirty Hit, 2025)
Τους Model/Actriz δεν τους γνώριζα - μέχρι που, στην Αγγλία, έπεσε στα χέρια μου το τεύχος Μαΐου του περιοδικού Crack, με το συγκρότημα να φιγουράρει παιχνιδιάρικα στο εξώφυλλο. Η επιστροφή στην Αθήνα με φέρνει να πατάω το play, με το νέο τους άλμπουμ, “Pirouette”, να εκρήγνυται στο χώρο μου. Ώπα. Τι είναι αυτό που έρχεται κατά πάνω μου; Post-punk, noise-rock, dance-punk. Πνιγμένες μελωδίες που σκίζουν τα σωθικά. Θεατρικότητα και σαγήνη από έναν queer frontman που σε αφοπλίζει. Με έδρα το Μπρούκλιν, ξυπνούν μνήμες από τις καλές μέρες της DFA, και άλλων σχημάτων του post παρελθόντος, αλλά και πάλι, ο ήχος τους είναι αναντίρρητα δικός τους. Το δεύτερο άλμπουμ τους έχει πειραματισμό, ένταση, σεξ, βία, κοινωνικές αιχμές, αλλά με μια ποπ προσέγγιση καθάρια και εξαγνιστική. Ας τους φέρει κάποιος στην Ελλάδα, όσο ακόμα είναι διαχειρίσιμο το κασέ τους.
Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης
Royal Arch – Love & Terror (Ανεξάρτητη Έκδοση, 2025)
Για τέταρτο συνεχόμενο μήνα η πρότασή μου προέρχεται από την εγχώρια παραγωγή, αποδεικνύοντας ότι ένα υπολογίσιμο κομμάτι της σημερινής νεολαίας βρίσκει τους τρόπους και τα μέσα για να δημιουργήσει και να εκφραστεί μέσω της μουσικής.
Οι Royal Arch συγκροτήθηκαν πριν από πέντε χρόνια στην Αθήνα στα χρόνια της πανδημίας και αποτελούνται από πέντε νεαρούς μουσικούς, οι οποίοι συνδέονται φιλικά και μοιράζονται κοινά βιώματα. Ο ηχητικός τους προσανατολισμός κινείται μεταξύ indie rock, post-punk, shoegaze και η θεματική των στίχων πραγματεύεται τις ανθρώπινες σχέσεις, τα υπαρξιακά ερωτήματα, τα κοινωνικά προβλήματα, την ανασφάλεια των νέων, την αμυδρή ελπίδα ότι η ζωή ίσως γίνει καλύτερη στο μέλλον.
Το 2022 εμφανίστηκαν δισκογραφικά με το επτάιντσο «La Nuit/Road To The Light» μέσω της Make Me Happy, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις και δημιουργώντας μελλοντικές προσδοκίες. Οι ζωντανές εμφανίσεις και οι συναναστροφές δίπλα σε μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας σκηνής εμπλούτισαν τις εμπειρίες και διεύρυναν τους ορίζοντές τους, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσουν το ντεμπούτο άλμπουμ τους πριν από μερικούς μήνες, το οποίο περιέχει οκτώ συνθέσεις οι οποίες σφύζουν από ένταση, ενέργεια, αυθορμητισμό και φρεσκάδα. Η επιλογή μου έχει έναν χειμαρρώδη ρυθμό που προτρέπει σε ξέφρενο χορό και αφορά τη διαχρονικότητα των όμορφων αναμνήσεων.
Μαρία Φλέδου
Terry Bickers & The Inner Spiral – Keepers (Hibiki Music, 2025)
O Terry Bickers επιστρέφει ως frontman 32 χρόνια αφού διέλυσε επί σκηνής τους Levitation με καινούριο γκρουπ που περιλαμβάνει και τον Pete Jones (των πρώτων House of Love) στα ντραμς.
To ‘Keepers’ είναι το πρώτο τους single και κυκλοφόρησε σε 100 μόλις αντίτυπα (7 ιντσών) και ελπίζουμε πως θα ακολουθήσει σύντομα και πρώτο άλμπουμ.
Το μόνο που έχω να πω για το ‘Keepers’ επειδή έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία σε ό,τι κάνει ο Terry Bickers, και δεν μπορώ να είμαι καθόλου αντικειμενική (όσο πιο ψυχεδελικός τόσο το καλύτερο) είναι πως θέλει 2-3 ακούσματα για να κολλήσει στο μυαλό - τουλάχιστον αυτό συνέβη στο δικό μου. Άλλωστε τίποτα στην μουσική του καριέρα δεν ήταν εύκολο ή συμβατό και δεν θα θέλαμε να γίνει τώρα.
Φαίνεται πως αυτή την φορά βρήκε την ισορροπία ανάμεσα στην ‘ηρεμία’ και την ‘καταιγίδα’.
Για την ώρα.
Μάριος Καρύδης
Little Barrie & Malcolm Catto – Electric War (Easy Eye Sound, 2025)
Η δεύτερη συνεργασία των Little Barrie, που αγαπάνε τα ‘60s, και του ντράμερ και συνιδρυτή των Heliocentrics, Malcolm Catto, είναι ένα οδοιπορικό σε μη χαρτογραφημένα μουσικά μονοπάτια. Κι όπως όλα τα όμορφα πράγματα στη ζωή, έτσι κι αυτός ο δίσκος δεν αναγνωρίζει σύνορα. Οι ίδιοι λένε πως παίζουν ό,τι τους κάνει κέφι, χωρίς να εγκλωβίζονται σε συγκεκριμένα είδη. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το στηρίξεις στην πράξη. Κι όμως, όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος του άλμπουμ, το αποτέλεσμα είναι ένα άκρως ηλεκτρισμένο μείγμα blues, psych, funk, jazz (δυτικής και αιθιοπικής) και kraut. Ειδικά το υπνωτικό πάντρεμα μεταξύ του Mulatu και των Can, που δεσπόζει, μοιάζει να είναι το ζευγάρι της χρονιάς. Κυκλοφορεί από τη δισκογραφική του Dan Auerbach, ο οποίος, παρότι η μπάντα του έχει βαλτώσει εδώ και καιρό, συνεχίζει να σκίζει ως παραγωγός.
Τάσος Βαφειάδης
Goya's Dream – A pen and a gun (Αυτοέκδοση, 2025)
Το μακρινό 2008, γνωστό αναψυκτικό διοργάνωνε ετήσιο μουσικό φεστιβάλ με τίτλο “Soundwave”, στο οποίο συμμετείχαν επιλεγμένες αγγλόφωνες μπάντες της χώρας. Εκεί είδαμε για πρώτη φορά τους Goya's Dream. Είχαν ένα indie pop ύφος, που θύμιζε αρκετά τα συγκροτήματα της εγχώριας εταιρίας, “This Happy Feeling” (Next Time Passions, One Night Susan κ.ά.).
Δεκαεπτά χρόνια μετά όπως (ίσως) είναι αναμενόμενο, οι Goya's Dream άλλαξαν προτιμήσεις και ύφος. Εντάξει, δεν έγιναν και metal, αλλά το τελευταίο τους EP με το πρώτο άκουσμα γίνεται σαφές ότι είναι πιο σκοτεινό και πιο ροκ, σε σχέση με τα πρώτα τους τραγούδια. Ο βασικός κορμός της μπάντας είναι ο ίδιος, η φωνή του Γιώργου Μπίλιου παραμένει ωραία, ενώ προστέθηκε ο κιθαρίστας Alex Dante (Αλέξανδρος Δανδουλάκης), o οποίος πιστεύω πως με τον ήχο της κιθάρας του άλλαξε κατά πολύ και προς το καλύτερο τον ήχο του συγκροτήματος.
Ωραία, προσεγμένη δουλειά. Ελπίζουμε μόνο, να μην κάνουν 17 χρόνια για την επόμενη!
Μαριάννα Βασιλείου
Lia Hide - Aristophobia Nervosa (The Institute For Experimental Arts/Amour Records, 2025)
Όλες οι γυναίκες έχουμε έναν πρώην που θέλουμε να τον κόψουμε μικρά-μικρά κομματάκια με το αλυσοπρίονο – και μετά να τα ενώσουμε ξανά, να του δώσουμε ζωή και να ζήσουμε για πάντα μαζί του ευτυχισμένες – είτε στη Ρώμη, είτε στο Λονδίνο, είτε στη Μάλτα. Όλες οι γυναίκες κάθε μήνα ματώνουμε – και όμως δεν πεθαίνουμε. Όλες οι γυναίκες έχουμε μια σχέση αγάπης και μίσους με τη μάνα μας – και τρέμουμε την ώρα και τη στιγμή που θα πάψουμε να είμαστε η κόρη τους. Αν δεχτούμε το αξίωμα ότι οι άνθρωποι στις οριακές στιγμές της ζωής μας - αυτές του απόλυτου πόνου και της απόλυτης ηδονής - μιλάμε ενστικτωδώς στη μητρική μας γλώσσας, μάλλον μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί το πέμπτο άλμπουμ της Lia Hide είναι και το πρώτο ελληνόφωνό της. Γιατί κάθε κομμάτι του είναι μια απεικόνιση της κάθε μιας από εμάς σε μια από αυτές τις οριακές στιγμές της ζωής μας. Και για αυτό είναι τόσο μα τόσο ειλικρινές, ωμό, εντοσθιακό, οδυνηρό – και πανέμορφο ταυτόχρονα.
Θάνος Σιόντορος
Lisa O'Neill feat. Peter Doherty - Homeless in the Thousands (Dublin in the Digital Age) (Rough Trade Records, 2025)
Πριν μερικούς μήνες η Ιρλανδέζα singer-songwriter Lisa O’ Neill, τη φωνή της οποίας μία που την ακούς και μία που δεν την ξεχνάς ποτέ, κυκλοφόρησε ένα κομμάτι με θέμα τους άστεγους στην πόλη της, το Δουβλίνο. Το κομμάτι γεννήθηκε στο μυαλό της καθώς πλησίαζε ο χειμώνας του 2024 και οι αριθμοί των αστέγων αυξάνονταν κατακόρυφα, το έγραψε, κάλεσε και τον Pete Doherty να πει τα δικά του - σε ρόλο ταλαιπωρημένου και σοφού loading μεσήλικα πλέον και όχι οργισμένου νιάτου εκ των πραγμάτων - και το αποτέλεσμα νομίζω είναι 100% to the point. Από τη μία αυτό το έμφυτο ταλέντο των Ιρλανδών να διηγούνται και να μοιράζονται ιστορίες, από την άλλη στίχοι σαν το “Meet them in the eye at least if you can’t spare change”, συν τις ξεκάθαρα ειλικρινείς φωνές των O’ Neill και Doherty, πιστεύω έστω και για λίγο, ακούγοντάς το θα πετύχει μια μικρή παύση σε όλους μας και κάμποσες σκέψεις (ιδανικά και πράξεις) πάνω σε αυτό το καθόλου αμελητέας σοβαρότητας ζήτημα, ανεξαρτήτως του που ζούμε. Και το Δουβλίνο επί ευκαιρίας, δεν το λες καθόλου εύκολο μέρος για να κοιμάσαι και να ζεις στους δρόμους.
Απόστολος Βαρνάς
These New Puritans – Crooked Wing (Domino, 2025)
Με το χέρι στο πορτοφόλι, γιατί ως γνωστό οι τιμές στα βινύλια εδώ και καιρό ακολουθούν την δικιά τους ανοδικά κάθετη πορεία, πόσοι είναι οι καλλιτέχνες των οποίων την νέα δουλειά θα τολμήσετε να αγοράσετε στα τυφλά χωρίς το επαλαμβάνω και το τονίζω, ΧΩΡΙΣ. να έχετε ακούσει ούτε μία νότα και διαβάσετε ούτε μία γραμμή σχετικά; Οι These New Puritans ανήκουν για μένα εδώ και χρόνια σε αυτή την κατηγορία. Επιπλέον δεδομένο, η γνώση ότι αυτό που θα ακούσεις δεν θα έχει (σχεδόν καμία) σχέση με ότι έχεις ακούσει από αυτούς στο παρελθόν. Στον πέμπτο τους δίσκο υπάρχει πάντως ένα διακριτικό και φευγάτο πέρασμα από τις δουλειές τους στα «Hidden» (A Season in Hell) και «Field of Reeds» κάτι σαν «say hello, wave goodbye» στην ως τώρα πορεία τους.
Ξεκίνησαν σαν επίδοξοι διάδοχοι των Fall (ο Άρης Καραμπεάζης σωστά εντόπισε από την αρχή στην κριτική για το «Beat Pyramid» ότι «είναι η τυπική μπάντα που είτε θα μας απασχολεί για πάντα, είτε θα την ξεχάσουμε μια για πάντα.»), αλλά οι ηλεκτρικές κιθάρες εξαφανίστηκαν από την εποχή του «Field of Reeds» δια παντός και εξ ολοκλήρου. Την θέση τους την δώσανε σε λογής λογής πνευστά, έγχορδα και κρουστά και οι ήχοι μεταμορφώθηκαν σε ένα άρτιο δομημένο και όχι εύπεπτο θα έλεγα, σχεδόν αντιεμπορικό, συνοθύλευμα.
Στο “Crooked Wing” έχουμε μπόλικες καμπάνες και εκκλησιαστικά όργανα (φαντασιώνομαι ένα ιδανικό live τους στο Dom της Κολωνίας) και για κάποιο ανεξήγητο λόγο μου έρχονται οι Japan και το “Tin Drum” σε μια δυτική και λιγότερο ρυθμική εκδοχή στον νου και αυτή η συσχέτιση μέ αρέσει πολύ.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Rapid Zen – Fried Brains (Defkaz, 2025)
Τα τηγανισμένα μυαλά είναι ένας απολύτως ταιριαστός τίτλος για το πρώτο άλμπουμ του τρίο Rapid Zen. Όπως και το όνομα του σχήματος. Αφού οι τρεις παίχτες ακούγονται σαν εκστασιασμένοι μοναχοί σε γρήγορη κίνηση. Ακόμα κι όταν δεν παίζουν γρήγορα. Αυτοσχεδιασμός, αφηρημένος ήχος και στόχος αλλά με μια ιδιότυπη διάθεση παιγνίου που κάνει το αποτέλεσμα να μη μοιάζει με τίποτα άλλο. Μπάσο, κρουστά, φωνή και σκρατσίδια (turntables), από τον Goncalo Almeida, τον Vasco Trilla και την Barbara Togander.
Κώστας Καρδερίνης
Akira Sakata & Giotis Damianidis - ΑΔΥΤΟΝ/ADYTON (Aguirre 2025)
Ο Ακίρα Σακάτα γεννήθηκε στην Χιροσίμα πεντέμιση μήνες πριν την διαλύσει η ατομική βόμβα. Η αφοσίωση του στην μουσική και τον αυτοσχεδιασμό ήταν προφανώς μεγάλο ψυχικό γιατρικό. Το χαλκέντερο φύσημά του στο άλτο σαξόφωνο και το κλαρινέτο βγάζει οργή, έκρηξη, ενίοτε φρίκη αλλά ταυτόχρονα και κάτι αισιόδοξο. Τα καμπανάκια του και τα λόγια του απαλύνουν τα τραύματα με χιούμορ και παιγνιώδη διάθεση.
Ο εκ Θεσσαλονίκης διεθνής κιθαρίστας Γιώτης Δαμιανίδης ζει και δρα με ορμητήριο τις Βρυξέλλες. Παίζει διάφορα στυλ και συμμετέχει ή συντονίζει διαφορετικών ιδιωμάτων συγκροτήματα με αξιοθαύμαστη άνεση και ποικιλία. Οι αναζητήσεις του στην φρη τζαζ συναντήθηκαν με τον Σακάτα το 2018. Αυτό όμως είναι το πρώτο τους ντουέτο παιγμένο και ηχογραφημένο ζωντανά τον Σεπτέμβρη 2023.
Είναι ανήκουστο και απίστευτο [ευχάριστα και ψυχαγωγικά ακουστό] πόση ένταση διαθέτει ένας πνευστός μουσικός που πλησιάζει εδώ τα 79 [σήμερα έκλεισε τα 80 και συνεχίζει]. Πόσες εναλλαγές κρύβει/φανερώνει στην αναπνοή του και πώς κελαηδάνε τα όργανα στα χείλη του. Δίπλα του ο Δαμιανίδης κοντρολάρει το χάος με τις ανάποδες κιθαριές του και τα εφέ αυτών και στέκεται δυναμικά απέναντι στο δέος του Σακάτα.
Το αποτέλεσμα είναι μνημειώδες, τολμώ να ειπώ. Οι τίτλοι εμφανίζονται σε τρεις γλώσσες [αγγλικά, ιαπωνικά, ελληνικά] και το κομμάτι που ξεχωρίζω είναι η απεραντοσύνη που τιτλοφορείται ‘Αθανασία’. Ο δίσκος κλείνει με το διάσημο χιούμορ του Σακάτα που εκφέρεται με λαρυγγισμούς και φράσεις ξέχειλες ευδιαθεσίας, ευθυμίας και ευφορικής έκστασης. Δραστικά αντίδοτα στην μιζέρια, την κατάθλιψη και την μουροχαυλοσύνη.
Ελένη Φουντή
Masahiko Satoh, Giotis Damianidis - Thousand Leaves 千 葉 (Trost, 2025)
Είναι τέτοια η φύση και το πλαίσιο της συνεργασίας που ένας διεκπεραιωτικά αρμονικός διάλογος πιάνου και κιθάρας δεν θα αναμενόταν έτσι κι αλλιώς. Ο Masahiko Satoh, αυτοτελές ιαπωνικό μέγεθος στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό από τα τέλη 60s, έχει συνεργαστεί με τον Masahiko Togashi και την Aki Takase, τον Jean-Luc Ponty (φαίνεται πως και ο Ιάπωνας μύστης του improv το θέλει το fusion του πού και πού), τον Anthony Braxton, τον Peter Brötzmann κλπ. Η λίστα είναι μακρά αλλά οι αναφορές όχι τυχαίες. Η παιχτική του ελίσσεται ανεμπόδιστα ανάμεσα στον κλασικισμό και το post-bop, αποτέλεσμα όχι μόνο κάποιας βιρτουοζιτέ αλλά και χιλιομέτρων στην ακρόαση του / της εκάστοτε συμπράττοντα / συμπράττουσας. Ο Δαμιανίδης από την άλλη, καμιά σαρανταριά χρόνια νεότερος και διεθνής απόδημος, εις τας Βρυξέλλας, στην άλλη άκρη του κόσμου σε σχέση με τον Satoh δηλαδή, διάγει παράλληλη διαδρομή στην ηλεκτρική κιθάρα και τον αυτοσχεδιασμό έχοντας δουλέψει με τον Σάκη Παπαδημητρίου, τον πρόωρα χαμένο Χρήστο Γερμένογλου, αλλά και τον σαμουράι του σαξοφώνου Akira Sakata. Όπως φάνηκε και στη συνεργασία του με τους Giovanni Di Domenico, Gonçalo Almeida, Balázs Pándi που κυκλοφόρησε πρόπερσι από τη θεσσαλονικιώτικη defkaz, οι κιθαρισμοί του ακολουθούν μια rock in opposition προσέγγιση στο improv, αρκετά μακριά από τη λογική του Satoh. Παρότι δηλαδή κινούμενοι αμφότεροι στα όρια του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, η αντιθετική δυναμική των Satoh και Δαμιανίδη δεν περνάει απαρατήρητη. Είναι δε ακριβώς αυτή η αντίστιξη λυρισμού και abstract avant rock πειραματισμών που οδηγεί όλο το "Thousand Leaves", με την ισορροπία να επέρχεται ως αποτέλεσμα της διατάραξής της. Ωραία ηλεκτρική, ρέουσα τζαζ, ασυμβίβαστη στις προθέσεις της, αλλά όχι αδιάλλακτη στη συνεννόηση. Απέναντι αλλά δίπλα.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Swans – Birthing (Young God Records, 2025)
Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο. Τέλος του προηγούμενου μήνα και αντί να ψάχνουμε νέους και νέες ανακαλύψεις, μείναμε εκστασιασμένες από την επιστροφή της παλιάς φρουράς, των 90s και βάλε. Πρώτοι σύραν το χορό οι Stereolab, ελπίζω θα μονοπωλήσουν την κασέτα με την επάξια επανεμφάνισή τους μετά από τόσα χρόνια, ακολούθησε ο Alan Sparhawk, που έβγαλε το χωνί από το μικρόφωνο και τραγουδάει κανονικά, όπως τον είχαμε γνωρίσει τα παλιά εκείνα χρόνια, για να καταλήξουν οι Swans αφήνοντάς μας άναυδους. O Michael Gira δηλώνει ότι ολοκληρώνει τον δεύτερο κύκλο της καριέρας τους που ξεκίνησε με το “My Father Will Guide Me Up A Rope To The Sky”, πέρασε από το λυτρωτικό “The Seer” για να καταλήξει σε τούτο εδώ το “Birthing”, με όλη αυτή την εξαίρετη κάστα των μουσικών που τον συνοδεύουν, αντάξια μόνο της παρέας του Nick Cave, που τον θυμίζει φορές φορές εδώ απροσδόκητα. Δεν είναι το κορυφαίο lp αυτής της ιστορίας που ξεκίνησε το 1982, αλλά σίγουρα είναι ένα από τα καλύτερα. Δέκατο έβδομο και των δύο κύκλων, με το ενδιάμεσο διάλειμμα των Angels of Light, που μπορεί και να επανεμφανιστούν. Τέλος της χρονιάς θα κάνουν λέει νέες ζωντανές εμφανίσεις. Πάρτε ωτασπίδες.
Χάρης Συμβουλίδης
Magus Lord - In The Company Of Champions (Silver Shield/Goatowarex, 2025)
Σαν παμπάλαιη λατρεία χθόνιας θεότητας, η οποία δεν τελείται με κύμβαλα, λύρες και μονοφωνικές ψαλμωδίες, αλλά με επελαύνοντα, «σκοτεινά» synthesizers, αδυσώπητα drum machines και απόκοσμα φωνητικά-κρωξίματα, που εμπνέουν μια παράδοξη γοητεία, ανάκατη με δέος.
Νωρίτερα μέσα στη χρονιά το σχεδόν 16λεπτο single "One Path To Carn Dûm" σύστησε κατά τρόπο εντυπωσιακό τους Magus Lord, για να γίνει, τώρα, προμετωπίδα ενός ολοκληρωμένου άλμπουμ. Πίσω τους, βέβαια, βρίσκεται μόνο ένας άνθρωπος: ο Μ., τον οποίον γνωρίζουμε (και από τις πίσω σελίδες του MiC) σαν Lamp Of Murmuur. Ως εκ τούτου, ορισμένα πράγματα τέμνονται μεν με όσα ήδη ξέρουμε, αποκτώντας, όμως, καίριες διαφοροποιήσεις, πάντα στο πλαίσιο της black metal ξεραΐλας στην οποία ασκείται αυτός ο άνθρωπος-ορχήστρα από το Λος Άντζελες.
Εδώ, αν εξαιρεθεί η διασκευή στο "Seven Rains Of Fire" των Gods Tower (που μπορεί ν' αρέσει και στον Jack White), μεταβολίζεται η κληρονομιά των Bathory κατά τρόπο εμπνευσμένο και κομματάκι «ιδιότροπο», επιτρέποντας να βρεθούν πολύτιμες ισορροπίες μεταξύ ωμότητας, επικότητας και ατμόσφαιρας ("In The Company of Champions"). Δύσκολο άκουσμα, βέβαια, για όσους δεν έχουν εντρυφήσει σε τέτοιες διαστάσεις της χέβι μέταλ έκφρασης. Ωστόσο, όσοι έχουν ολοκληρώσει τα «προπτυχιακά» τους, θα απολαύσουν έναν δημιουργό που τελευταία βρίσκει πάντα τον τρόπο να τραβάει την προσοχή.
(O πίνακας στο εξώφυλλο είναι του Philip Guston, με τίτλο «Summer Kitchen Still Life», λάδι σε καμβά, 1978-1979)