Οκτώβριος 2024
Ό, τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με... Merzbow. Στο ενδιάμεσο και άλλες επιλογές που ανθολογούν από ένα μεγάλης ποικιλίας μουσικό εύρος
Κώστας Καρδερίνης
Συλλογή - Beetlejuice Beetlejuice (Original Motion Picture Soundtrack) (Waxwork Records 2024)
Ο Danny Elfman γράφει μουσικές για τις ταινίες του Burton εδώ και 40 χρόνια. Συνεργάζονται από την πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική δουλειά του Τιμ [‘Η μεγάλη περιπέτεια του Πι-Γουή’, 1985] και μέχρι τούδε [‘Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης’] μετράνε 18 συνεργασίες, δηλαδή όλες τις μεγάλες του επιτυχίες πλην μιας-δυο.
Στην τρέχουσα ταινία που είναι συνέχεια του πρώτου λατρεμένου ‘Σκαθαροζούμη’ [1988] ο διάσημος μουσικοσυνθέτης κρατάει γραμμές και αναφορές στον πρότερο έντιμο μουσικό του βίο, σε χαρακτηριστική γι’ αυτόν πάλη μεταξύ ορχήστρας και χορωδίας. Έξυπνες δειγματοληψίες κλείνουν το μάτι, ισορροπίες σκοτεινού χιούμορ με φαντασιακά στοιχεία ελλοχεύουν, ενώ το δημιουργικό του πηγαινέλα γεφυρώνει αποστάσεις ανάμεσα σε: σκοτάδι και φως, απλότητα και πολλαπλότητα, νοσταλγία και μετανεωτερικότητα. Σπάνια μια δεύτερη δουλειά να σιγοντάρει την πρώτη κι ακόμη σπανιότερα να μας γαργαλάει τα αυτιά και να μας σκουντάει παραπέρα.
Ο Ντάνι Έλφμαν [κάποτε Oingo Boingo] έχει προταθεί τέσσερις φορές για Όσκαρ πρωτότυπης μουσικής επένδυσης [‘Μιλκ’ του Γκας Βαν Σαντ, ‘Απίθανες ιστορίες’ του Τιμ Μπέρτον, ‘Άνδρες με τα μαύρα’ του Μπάρι Σόνενφελντ, ‘Ο ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ’ του Βαν Σαντ επίσης] και δεν έχει ακόμη αρτυθεί ούτε ένα. Όταν κυκλοφορήσει το σάουντρακ με την πλήρη του επένδυση στον διπλό ‘Σκαθαροζούμη’, τολμώ να πω ότι θα προσθέσει στη συλλογή των 90 βραβεύσεών του όσα έπαθλα του λείπουν. Του το εύχομαι ολόψυχα.
Τάσος Βαφειάδης
Ραστώνη – Πάνω απ΄τη στάχτη / Κάτω απ΄τα κύματα (Gama Records, 2024)
Το λες και παρήγορο που στην εποχή της υπερπληροφόρησης και της εύρεσης οποιασδήποτε (σχεδόν) απάντησης στο ChatGPT, ότι δεν υπάρχει καμιά πληροφορία για τη Ραστώνη. Οπότε, ηθελημένα ή όχι, δημιουργείται ένα αχνό πέπλο μυστηρίου γύρω από το όνομά της, μια που δεν υπάρχει πουθενά ούτε μία συνέντευξή της, ούτε ένα άρθρο γι’ αυτήν. Δεν ήθελε η ίδια; Δεν ασχολήθηκαν μαζί της οι δημοσιογράφοι; Όποια και να είναι η απάντηση, εδώ στο MiC θα έχουμε τη χαρά να γράψουμε πρώτοι 2-3 πράγματα γι’ αυτήν.
Το ντεμπούτο άλμπουμ της Ραστώνης κυκλοφόρησε τον Μάιο μόνο ψηφιακά, κινείται σε ίντι ποπ μονοπάτια, έχει ως βασικό όργανο το πιάνο και είναι μία παραγωγή και ηχογράφηση του Mazoha, με τον οποίο κάνει ντουέτο σε δύο τραγούδια. Οι συνθέσεις είναι πολύ ενδιαφέρουσες και η φωνή της καλλιτέχνιδας σαγηνευτική.
Νερό στον μύλο του μυστηρίου της Ραστώνης ρίχνει το καλύτερο μουσικά τραγούδι του δίσκου, το “Άπλυτα”, που όσο και να προσπαθήσεις, δεν καταλαβαίνεις όλους τους στίχους! Μου θυμίζει τις εποχές των Cocteau Twins που δεν σταυρώναμε ούτε λέξη από την Elizabeth Frazer.
Το άλμπουμ “Πάνω απ΄τη στάχτη/Κάτω απ΄τα κύματα” είναι πνευματικό παιδί του “Montage Fatal” των Psycho και ένας από τους καλύτερους ελληνόφωνους δίσκους της χρονιάς.
Μάνος Μπούρας
Convex Model - In Human Hives (Self released, 2024)
Δεν ξέρω πώς θα ακουστεί αυτό που θα πω/γράψω, αλλά ορισμένα γκρουπ καταχωρούνται στο μυαλό σου σαν καλλιτεχνικές οντότητες από τις οποίες δεν περιμένεις τρανταχτές εκπλήξεις. Σου αρκεί να ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σε απογοητεύσουν με την κάθε νέα τους κυκλοφορία, η οποια είναι δεδομένο ότι θα κινείται σε ένα πολύ συγκεκριμένο μουσικό ύφος κι εκείνο που θα σε αποζημιώσει σ' αυτήν είναι η ενδιαφέρουσα συνθετική άποψη του συγκροτήματος, η ατμόσφαιρα της μουσικής, το γνώριμο στυλ και η αίσθηση του οικείου που θα αποπνέει ο δίσκος. Αυτό έχουν καταφέρει εδώ και καιρό οι δικοί μας Convex Model, κι ενώ αυτή η τρίτη τους δισκογραφική κατάθεση επιτυγχάνει όλα τα παραπάνω, δίνει ταυτόχρονα κι ένα σωρό λόγους για να διακρίνεται ως απαραίτητη, παρά το ότι δεν κομίζει νέες πτυχές στον ήδη εξαιρετικό νεοκυματικό, dark wave τους ήχο. Πάρτε για παράδειγμα το κομμάτι που προτείνουμε μέσα από το ‘In Human Hives’: δοκιμάζουν για πρώτη φορά να τραγουδήσουν στα ελληνικά - εν μέσω ενός βασικά αγγλόφωνου άλμπουμ - και το αποτέλεσμα τους αποζημιώνει. Ίσως να αποτελεί τελικά και μία αφετηρία για την αποδοχή από ένα ευρύτερο κοινό που αγκαλιάζει τον εν λόγω ήχο μα προτιμά την έκφραση στη δική μας γλώσσα. Ποιος ξέρει, θα δείξει... Έως τότε, έχουμε να ακούμε ένα σύνολο τραγουδιών που για μία ακόμη φορά ικανοποιεί πλήρως τους ακουστικούς μας κάλυκες!
Μαρία Φλέδου
Fontaines D.C. – Romance (XL, 2024)
Οι Fontaines D.C. κατά τη γνώμη μου είναι η καλύτερη μπάντα της δισκογραφικής πενταετίας στην οποία είναι ενεργοί. Και εδώ που τα λέμε τέσσερα άλμπουμ δεν είναι και λίγα ειδικά όταν αντικειμενικά είναι έως και ‘πολύ καλά’. Με το ‘Romance΄οι Fontaines D.C. ξέφυγαν από τον ιρλανδικό post-folk-punk κλπ ήχο με τον οποίο τους γνωρίσαμε και στον οποίο θα μπορούσαν να επαναπαυθούν για πάντα εδώ που τα λέμε, και έγραψαν ένα πιο προσωπικό και αυτοαναφορικά μουσικό άλμπουμ.
Οι έντονες δε 90’s επιρροές-αναφορές ολόκληρης της δεκαετίας στη συνολική τους αισθητική δεν άφησαν ασυγκίνητα ούτε τα ίδια τα 90’s, από τον Bob Mould (big hook and very efficient songwriting) ως τον Liam Gallagher (they look like a shit EMF) μέχρι εμάς το απλό κοινό (πόσο Ride et al είναι το ‘Sundowner’!).
Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι και πάλι οι Fontaines κατάφεραν να δώσουν τον δικό τους χαρακτήρα, τα δικά τους politics, την δική τους ενέργεια σε κάθε ένα από τα αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους κομμάτια του ‘Romance’ και να κυκλοφορήσουν έναν από τους τοπ δίσκους της χρονιάς.
Και αν έχει και ένα Pixies μέσα δεν πειράζει, από τους ίδιους τους Pixies δεν πρόκειται να ξανακούσουμε κάτι τέτοιο έτσι κι αλλιώς.
Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης
The Wolfgang Press – A 2nd Shape (Downwards, 2024)
Το ιστορικό, αλλά σχετικά άγνωστο βρετανικό σχήμα, επανεμφανίστηκε φέτος με νέο άλμπουμ ύστερα από τριάντα χρόνια απουσίας. Η δισκογραφική τους πορεία από το 1983 έως το 1994 είναι συνυφασμένη με την ετικέτα θρύλο 4AD, γεγονός το οποίο συνέβαλε τα μέγιστα, ώστε το έργο τους να γίνει εύκολα αποδεκτό από μεγάλη μερίδα μυημένων ακροατών της εν λόγω εταιρείας. Δεν υιοθέτησαν ποτέ κάποιο συγκεκριμένο μουσικό στυλ, αλλά ακολουθούσαν πάντοτε διαφορετικά ηχητικά μονοπάτια, είτε από δίσκο σε δίσκο είτε εντός του ιδίου δίσκου. Τα στοιχεία που τους διέκριναν ήταν οι ευφυείς μπασογραμμές, τα οργιαστικά κρουστά και οι θεατρικές ερμηνείες, θυμίζοντας πολλές φορές τον Cave της πρώιμης και αλησμόνητης περιόδου.
Η δισκογραφική επιστροφή πραγματοποιήθηκε μέσω της εξειδικευμένης σε ηλεκτρονικούς ήχους ετικέτας Downwards και περιλαμβάνει εννέα συνθέσεις, δημιουργημένες ως επί το πλείστον από πληκτροφόρα όργανα και υπολογιστές, όπου κυριαρχούν ήπιοι τόνοι και χαλαρωτικοί ρυθμοί, ενώ οι ερμηνείες φέρνουν στο νου καλλιτέχνες της Morr Records, όπως οι Notwist και ο Isan ή τις πρόσφατες δουλειές των Arab Strap. Η επιλογή του «Take It Backwards» αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, διότι είναι μία δυναμική και ξεχωριστή σύνθεση που θα κάνει πολλούς φίλους του post-punk να μειδιάσουν κρυφά και να γουστάρουν.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Feeling Figures – Everything Around You (K, Perennial 2024)
Απλό, καθαρό ροκ, σαν αυτό που μας είχαν δώσει οι Dead Moon, για τους οποίους έγραψε πρόσφατα στο MiC ο Θάνος Σιόντορος. Χωρίς πολλά-πολλά, καθαρές στιβαρές ροκ γραμμές, ηχογράφηση one take, μέσα από ένα υπόγειο. Το lp τους αυτό είναι το δεύτερο που βγαίνει, αλλά το πρώτο που ηχογραφήθηκε, εκείνες τις μαύρες μέρες του κορονοϊού, στις αρχές του 2022. Όπως λένε και οι ίδιοι, είναι καλύτερο από το πρώτο τους ‘Migration Magic’ που βγήκε πέρσι, το οποίο είχε καλές στιγμές, έπασχε όμως στον αυθορμητισμό και στη ζωντάνια αυτού του πρώτου τους, για να επιβεβαιώσει και τη ρήση - κανόνα του Μπάμπη Αργυρίου «Προτιμώ τα παλιά τους». Ισως το ροκ τελικά είναι ένα είδος από εφήβους για εφήβους. Τούτοι εδώ οι Καναδοί έχουν κάποια χρόνια στην πλάτη τους και δεν ξέρουμε τι θα απογίνουν. Πάντως εμείς όταν πρωτακούσαμε το ‘Space Βurial’, που είναι η επιλογή μας εδώ, ξεκινήσαμε να χοροπηδάμε όπως κάποτε όταν πρωτακούσαμε το ‘Add it up’ από κάποιον πειρατικό σταθμό.
Δημήτρης Όρλης
Θραξ Πανκc - Θραξ Πανκc II (Αυτοέκδοση, 2024)
Το καλοκαίρι κυκλοφόρησε ο δεύτερος δίσκος για το συγκρότημα όνομα-και-πράμα, που συνεχίζει με ωραίο τρόπο τα όσα κάνουν εδώ και κάμποσα χρόνια. Το ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε μόλις το 2019, αλλά με την πανδημία που μεσολάβησε φαντάζει ακόμα πιο παλιό. Ανάμεσα στα τραγούδια του δίσκου διασκευάζουν με πανκίζοντα τρόπο παραδοσιακά θέματα, τα οποία διαχέονται και στα δικά τους τραγούδια, τόσο ρυθμικά όσο και στιχουργικά. Η προσέγγισή τους λειτουργεί και πάλι: το τρίπτυχο γκάιντα-νταούλι-ηλεκτρική κιθάρα έρχεται με δυναμισμό και ειλικρίνεια, όπως και η φωνή, η τραχύτητα της οποίας ταιριάζει στο ύφος τους. Επέλεξα για τη λίστα μας το «Σπυριδούλα» (σε στίχους της Νεφέλης Μαϊστράλη) ως την πιο δυνατή στιγμή του δίσκου, αν και τα παραδοσιακά «Αγιά Μαρίνη» και «Ντρίστα» αποδίδονται επίσης εξαιρετικά.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Paul Heaton - The Mighty Several (EMI Records, 2024)
Μπορεί να σκοντάφτει όποιος βιάζεται, αλλά έχω την πεποίθηση ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να συμβεί γενικά στην περίπτωση του Paul Heaton, αλλά και ειδικότερα του “The Mighty Several”, που κυκλοφορεί στις 11 Οκτωβρίου. Αν, παρόλα αυτά κάποιος βλέπει ότι παίρνω κάποια ρίσκα προτείνοντας ένα δίσκο που δεν έχει ακόμα πλήρως αποκαλυφθεί μέχρι τη στιγμή που παίρνει την τελική του μορφή αυτό το κείμενο, ομολογώ απερίφραστα πως “I Don't See Them”! Τι κι αν έχω ακούσει τρία μόνο δείγματα, από τα οποία το ένα φλερτάρει με το rock ‘n’ roll και το άλλο με τη folk; Επιλέγω με κλειστά μάτια τη… στιχουργική εξέλιξη του κλασικού “A Little Time” που είναι το πρώτο single με τίτλο “Fish ‘N’ Chip Supper”, όχι μόνο για το δεδομένο χιούμορ και την σταθερά και ακλόνητα υπολανθάνουσα ευαισθησία, αλλά επειδή είναι η πιο γλυκιά ανάμνηση της εποχής των The Housemartins και των The Beautiful South. Την παραγωγή του δίσκου υπογράφει ο πολύπειρος και αρμόδιος για να κρατήσει ζωντανό το κλίμα των ‘90s Ian Broudie (Lightning Seeds), ενώ στο πλευρό του Last King of Pop συμμετέχουν οι Rianne Downey, Yvonne Shelton και Danny Muldoon. Cheers, mate!
Μιχάλης Βαρνάς
The The – Ensoulment (Cineola, 2024)
Αναρωτιέμαι αν ένας νεότερος θα βρει ενδιαφέρον το άλμπουμ των The The και απαντώ «ναι γιατί όχι, αν το ακούσει». Το ίδιο ισχύει και για το τελευταίο άλμπουμ του Peter Gabriel.
Ο Matt Johnson επανέρχεται στη δισκογραφία μετά από είκοσι πέντε χρόνια και οι παλιοί του φίλοι θα πρέπει να νιώθουν αρκετά χαρούμενοι. Σαν να σου χτυπάει την πόρτα ένας παλιόφιλος να ανοίγεις λιγάκι συγκρατημένος γιατί φοβάσαι τον χρόνο και τελικά διαπιστώνεις πως το πρόβλημα δεν είναι ο παλιόφιλος αλλά πιθανόν εσύ. Δεν είναι φοβερό μυστικό αλλά ο χρόνος αγγίζει και εσένα. Συντηρητισμός που κρύβεται σε ανάλαφρα ακούσματα με το προπέτασμα του προχωρημένου.
Μια χαρά είναι λοιπόν ο Matt Johnson και οι The The. Το ‘Ensoulment’ ακούγεται ολόκληρο χωρίς διακοπή, σε παρασέρνουν τα φωνητικά του Johnson ο οποίος άλλοτε τραγουδά κι άλλοτε απαγγέλει, οι μελωδίες που αναδεικνύονται στις απλές ενορχηστρώσεις, οι ωραίοι στίχοι. Η απλότητα είναι πράξη επαναστατική όπως να πιεις έναν καφέ απάνω από τον τάφο του William Blake.
Αντώνης Ξαγάς
Sorry3000 - Grüße von der Überholspur (Audiolith, 2024)
Κάπου πήρε το μάτι μου γι’ αυτόν τον δίσκο τον όρο ‘post-NDW’ (διάβαζε Neue Deutsche Welle), στα πάντα μπορεί να κολλήσει πλέον ο όρος ‘post’, χωρίς ιδιαίτερο νόημα κατά κανόνα, πέρα από μια σπονδή στην συγχρονία και στην αποθέωση του Τώρα. Αν μπορούμε ωστόσο να εντοπίσουμε εδώ μια σύνδεση είναι αυτή η υποδόρια μελαγχολία που εμφιλοχωρεί στις συνθέσεις, παρά τις κατά βάση χαρωπές μελωδικές γραμμές. Η ίδια η παρέα πέντε τριαντάρηδων από την Σαξωνία (την Άνχαλτ), από τα υποτιμημένα και συκοφαντημένα ανατολικά της Γερμανίας, χαρακτηρίζουν τη μουσική τους «real pop». Ούτε αυτό ξέρω τι σημαίνει, πάντως αυτό που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι ότι κρατάνε αποστάσεις από την επιδειομανική εξαλλοσύνη της σύγχρονης (indie και μη) ποπ, αυτής της διαρκούς ανάγκης να φωνάξεις «κοιτάξτε με, προσέξτε με» (όπου μετά το κοίταγμα αλίμονο κι αν κάποιος πει κάτι αρνητικό, εκεί πέφτουν οι καταγγελίες), είναι με τον τρόπο τους uncool, οι στίχοι έχουν αιχμές και περισσότερο χιούμορ παρά οργή (ο προηγούμενος τους δίσκος, ο πρώτος, είχε τίτλο π.χ. «γιατί το Overthinking σε καταστρέφει»), ζητούν συγνώμη (με ένα «Entschuldigung» ξεκινάει ο δίσκος), ασχολούνται με τις επιφανειακές σχέσεις, το κυνήγι της δημοσιότητας στα σόσιαλ, την καθημερινότητα με τα χαμστεράκια που τρέχουν σε έναν όλο επιταχυνόμενο ρυθμό, και μετά φτάνει το Σάββατο όπου αποκαμωμένα είναι υποχρεωμένα να βγουν και να περάσουν καλά, με την υπερ-(ή να πούμε …μετά;) καταναλωτική κοινωνία πολύ τους ζητάει να εξοικονομούν, να κάνουν sparen και να αγοράζουν (κάπου εδώ θυμήθηκα κάτι ηλίθια άρθρα στον ελληνικό τύπο), γενικά περνάνε τα υπαρξιακά τους. Που εν τέλει αν το καλοσκεφτείς, δεν αφορούν μόνο την γενιά τους…
Γιώργος Λεβέντης
Mabe Fratti - Sentir que no sabes (Unheard of Hope, 2024)
H Μabe Fratti, τσελίστρια από τη Γουατεμάλα και avant-pop darling, κατέχει μια θέση που πιστεύαμε πως πια δεν υπάρχει. Αυτή της καθολικής αναγνώρισης στον χώρο της πειραματικής ποπ και της "όσο πρέπει" (ούτε χιλιοστό πάνω ή κάτω) σύνδεσης με το υπόλοιπο μουσικό σύμπαν. Χρησιμοποιώντας το τσέλο ως σημείο εκκίνησης, συνήθως καλύπτει αρκετά, περισσότερο ή λιγότερο στερεοτυπικά, πεδία αναφοράς. Από τη Charlotte Moorman σε ψιλοvelvet-ισμούς και από avant-chanson στην Julia Holter, η μουσική της είναι λιγότερο ιδιότροπη από όσο πρέπει για να την κατατάξει στο μόνιμο underground άκρο του εκκρεμούς, αλλά υποψιάζομαι πως αυτό δεν την ενδιαφέρει.
Σε αυτόν τον δίσκο μετακινείται πιο κοντά από ποτέ στις ποπ και ροκ συμβάσεις, χωρίς το αίσθημα της αποστασιοποίησης να χάνεται εντελώς. Σε όλη τη διάρκεια αναρωτιέσαι τι από ό,τι ακούς είναι προηχογραφημένο, live ή amplified. Από doom μπαλάντες μεταμφιεσμένες σε σάουντρακ για jazz-lounge ποτάδικα και από dream-pop σε contemporary classic (υπερ)φιλοδοξίες, η Fratti καταφέρνει στην πιο επικίνδυνα χαριτωμένη απόπειρα της καριέρας της όχι μόνο να μη χάνει τη συνοχή της σκέψης της, αλλά να την πάει ένα βήμα παραπέρα.
Οι κυνικοί δικαιούνται να αναρωτιούνται μήπως θα έπρεπε κάποτε να κριθεί ως κάποια που θέλει να κάνει μουσική σοβαρότερη από όσο μπορεί και το κρύβει ή απλά μας λέει όσα η Kate Bush μας είπε καλύτερα και όλοι μαζί μπορούμε να περιμένουμε πότε θα κάνει το μεγάλο της λάθος. Δεν θα πόνταρα πάντως ότι θα γίνει σύντομα.
Άρης Μπούρας
Masayoshi Fujita – Migratory (Erased Tapes, 2024)
Από το συναρπαστικό ανεξάρτητο label της Erased Tapes, που τα τελευταία χρόνια παντρεύει εξαίσια τον σύγχρονο ηλεκτρονικό ήχο με τη νεότερη εκδοχή της κλασικής μουσικής, τη jazz καθώς και άλλων μουσικών ειδών, κυκλοφορεί και το νέο άλμπουμ του Ιάπωνα Masayoshi Fujita. Στα έντεκα αυτά κομμάτια του, με τη συμμετοχή και ορισμένων guest, ο ακροατής ταξιδεύει όπως τα μεταναστευτικά πουλιά, κάπου μεταξύ Αφρικής, Ασίας και φυσικά Ιαπωνίας. Το πλήθος οργάνων, βλέπε μαρίμπα, βιμπράφωνο, σαξόφωνο, συνθεσάιζερ (Nord Modular G2), μεταξύ άλλων, δημιουργεί μια σχεδόν μυσταγωγική ατμόσφαιρα, όπου ο όρος ambient θα συμφωνούσε πλήρως, αν κάποιος ήθελε να χαρακτηρίσει το “Migratory”. Οι πράοι, μελωδικοί ήχοι που αναβλύζουν διακριτικά καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, το κάνουν ιδανικό άκουσμα για όσους θέλουν να αποσυμφοριστούν από την θορυβώδη αστική καθημερινότητα. Άλλωστε και ο ίδιος ο Masayoshi, μετά από 13 χρόνια στο Βερολίνο, προσφάτως μετακόμισε με την οικογένειά του κάπου στα ορεινά του Kyoto.
Χίλντα Παπαδημητρίου
cabane – Brûlée ( Cabane Records, 2024)
Δεν έχετε ξανακούσει τον thomas jean henri; Μα είναι δυνατόν; Ούτε το προηγούμενο σχήμα του, soy un caballo; Μα πού ζείτε; Πλάκα κάνω, κι εγώ τον ανακάλυψα χάρη στον άγιο Spotify, βοήθειά μας. Εκτός τίτλου του δίσκου, ‘Brûlée, με τράβηξε η μελωδικότητα των συνθέσεων του Βέλγου cabane τις περισσότερες από τις οποίες τραγουδάει η υπέροχη Kate Staples (που ίσως τη θυμηθείτε από το σχήμα της This is the Kit). Μεγάλο μέρος των στίχων ανήκει στον Sam Genders των Βρετανών μαιτρ της folkotronica, Tunng, ο οποίος τραγουδάει με μπάσα εκφραστική φωνή, σε αντίστιξη αλλά όχι υπερβολική προς την Kate Staples. Κάποια ενορχήστρωση έχει κάνει και ο Sean O’Hagan των High Llamas. Μπερδευτήκατε; Κι εγώ, επίσης. Πόσο μάλλον που ενώ στο bandcamp αναφέρεται ότι κάνει φωνητικά και ο Bonnie Prince Billy, στα credits είναι άφαντος.
Αυτός ο κύριος cabane ή thomas jean henri (προσοχή! γράφει όλα τα ονόματά του με πεζά γράμματα), ο οποίος ζει στις Βρυξέλλες και μας κοιτάζει σκυθρωπός και μυστακοφόρος από τη σελίδα του στο bandcamp, έχει φτιάξει ό,τι πιο τρυφερό και αέρινο έχω συναντήσει τη φετινή χρονιά, μια ωδή στον έρωτα και την ευαλωτότητα (αδόκιμη λέξη αλλά δεν βρίσκω άλλη). Η ενορχήστρωση αποτελείται από ήρεμα πιανιστικά περάσματα και κιθάρες, ακουστικές κατά κύριο λόγο, ωστόσο κάποια ηλεκτρονικά μπλιμπλίκια νοστιμίζουν το άλμπουμ και μας θυμίζουν τι ωραία που ήταν κάποτε η folkotronica.
Μαριάννα Βασιλείου
Mylène Farmer - Nevermore (Stuffed Monkey, 2024)
Όταν βγάζει καινούρια δουλειά η Mylène Farmer, οι υπόλοιποι δίσκοι του μήνα περνούν σε δεύτερη μοίρα για μένα. Ακόμα και αν πρόκειται για ένα ζωντανό άλμπουμ, στο οποίο τα νέα της κομμάτια αναγκαστικά περνούν και αυτά σε δεύτερη μοίρα, μπροστά σε έναν κατάλογο τραγουδιών σχεδόν σαράντα χρόνων. Με έμπνευση από τον Έντγκαρ Άλλαν Πόου (“quoth the raven Nevermore”, κοράκια να κρώζουν στην έναρξη του άλμπουμ, πιο γκοθ και σκοτεινές ενορχηστρώσεις από όσο συνήθως), η Μυλενάρα κάνει ακόμα μια σαρωτική tour de force, ερμηνεύει εμβληματικά κομμάτια όπως το “Tristana” και το “Désenchantée”, στάζει αισθησιασμό με κάθε της ανάσα, δε χάνει ούτε νότα παρά τις δεκαετίες που πέρασαν από το “Maman A tort” και το απαιτητικό πρόγραμμα και με χαρακτηριστική ευκολία δείχνει σε κάθε Madonna και σε κάθε Lady Gaga τι σημαίνει αληθινή ποπ σταρ, αφήνοντάς τες έτη φωτός πίσω. Κάποια μέρα θα με αξιώσει κι εμένα ο μεγαλοδύναμος να Τη δω ζωντανά – και θα παραληρώ για μέρες στα γαλλικά. Ως τότε, θα λιώσω και πάλι τα άλμπουμ της, του “Nevermore” συμπεριλαμβανομένου.
Νάνσυ Σταυρίδου
London Grammar – The Greatest Love (Metal & Dust, Ministry of Sound, 2024)
Έχω τόσο μεγάλη αδυναμία σε αυτή τη μπάντα και στο πόσο αρμονικά δένει η μαγευτική φωνή της Hannah Reid με τις μελωδίες που δημιουργεί, που θεωρώ αναπόφευκτο να συμπεριλάβω και πάλι στο «Κάτι Καλό», τρία χρόνια μετά, τη νέα τους κυκλοφορία, έστω και αν δεν είναι συναρπαστική με ανεπάντεχες μουσικές εκπλήξεις.
Το “The Greatest Love” μπορεί λοιπόν να μην είναι “my greatest album love” σε σχέση με τα προηγούμενα, αλλά μένει πιστό σε αυτή την ιδιάζουσα pop η οποία θεωρείται indie για τους λιγότερο μουσικόφιλους και mainstream για τους πιο ψαγμένους με αποτέλεσμα να μαζεύουν μια τεράστια δεξαμενή φανς παγκοσμίως.
Η φωνή της Hannah παραμένει το επίκεντρο του δίσκου αν και οι ερμηνείες της είναι πιο συγκρατημένες, ενώ το άλμπουμ κινείται μουσικά στη γνωστή “comfort zone” που μου αρέσει να λέω, διατηρώντας την χαρακτηριστική μελαγχολική και γλυκόπικρη ατμόσφαιρα με ηλεκτρονικά κυρίως ηχοχρώματα. Δεν θα έλεγα ότι εξερευνούν νέες μουσικές περιοχές αν και υπάρχει σαφέστατη διαφοροποίηση συγκριτικά με τον προηγούμενο δίσκο τους.
Νομίζω ότι συνεχίζουν απλά να παράγουν τη μουσική που αγαπούν πάνω από όλα οι ίδιοι, χωρίς να έχουν το άγχος της επιτυχίας. Και αυτό είναι ευλογία.
Χάρης Συμβουλίδης
Al Wootton - Lifted From The Earth (Berceuse Heroique, 2024)
Παρότι έχει και δικό του label, ο Al Wootton βγάζει το νέο του άλμπουμ στη Berceuse Heroique: ψηφιακά, αλλά και σε 100 κασετο-αντίτυπα, γι' αυτούς που αγαπάνε το φυσικό format. Αλλά τι ποιεί ώστε να βρίσκεται στο «Κάτι Καλό»; Εδώ η απάντηση δεν προκύπτει και τόσο σαφής, γιατί σίγουρα δεν εκπλήσσει με την πλεύση ή με τις ηχητικές του συλλογιστικές: κινείται σε ένα βρετανικό τερέν με underground ηλεκτρονική ταυτότητα, το οποίο, εάν δεν εξαντλήθηκε το διάστημα 2007-2015 (ίσως και πιο πριν, με πτυχές π.χ. των Future Sound Of London, αν θέλουμε να φανούμε αυστηροί), μάλλον εξάντλησε πολλούς από όσους το ακολούθησαν.
Όλα παίζονται, λοιπόν, στο πώς διαπραγματεύεται όσα τον στοίχειωσαν από τον κατάλογο της On-U Sound και την παρακαταθήκη του Adrian Sherwood, στο πώς κατορθώνει να προσφέρει αίσθηση «εξάτμισης» σε μέρη που διατηρούνται ως αναφανδόν ρυθμικά και στο πώς ξανακοιτάει τη dub υπόθεση και τη χρήση tribal στοιχείων. Ώστε να φτάσει τα κομμάτια του σε μια διάσταση πνευματικότητας, στην οποία οδηγείσαι (σχεδόν) σαν υπνωτισμένος ήδη από την εκκίνηση και την παράδοξη επίκλησή της στα χρόνια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και στη Συνθήκη του Πάσσαου. Κάπου εδώ, βέβαια, μπορείς να γράψεις και μια εύκολη κακία, για τα θολά, ενίοτε, σύνορα μεταξύ ύπνωσης και υπνηλίας• εν τέλει, όμως, δεν αξίζει σε μια προσπάθεια που πείθει για τη σοβαρότητά της.
Θάνος Σιόντορος
Nala Sinephro - Endlessness (Warp Records, 2024)
Μεγαλωμένη στο Βέλγιο από μητέρα Βελγίδα και πατέρα με ρίζες από τη Μαρτινίκα και τη Γουαδελούπη, πλέον κάτοικος Λονδίνου και με ένα βλέμμα γεμάτο ζεστή σπιρτάδα, η Nala Sinephro επέστρεψε έχοντας στις αποσκευές της ένα υπέροχο δεύτερο άλμπουμ. Θυμίζει χαρακτηριστικά το “Promises”, την προ λίγων χρόνων συνεργασία του Pharoah Sanders με τον Floating Points και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, θα έκανε την Alice Coltrane πολύ χαρούμενη αν με κάποιο μαγικό τρόπο κατάφερνε να το ακούσει και αποτελεί τη χρυσή τομή της ambient με τη jazz, χωρίς κανένα από τα δύο είδη να κερδίζει τις εντυπώσεις. To “Συνεχές 3” είναι απλά ένα από τα συνολικά 10 μέρη της “Απεραντοσύνης” που νομίζω ακούγεται και βιώνεται καλύτερα στο όλο της.
Ελένη Φουντή
Kris Davis Trio - Run the Gauntlet (Pyroclastic Records, 2024)
Πιάνο - μπάσο - ντραμς. Τυπικό τζαζ τρίο, σωστά; Κι όμως, η Kris Davis το βρίσκει λέει τρομακτικό. Μετά από 25 δίσκους ως leader / co-leader (και περίπου άλλους τόσους ως sidewoman), Grammy, διακρίσεις κλπ, θα το έπαιρνα ως εκ του περισσού ταπεινοφροσύνη (δηλαδή πόσο επαρμένα μπορεί να είναι τα nerds - φρικιά του Μπρούκλιν που βγάζουν μουσική σε μικρά labels όπως η Pyroclastic της Kris Davis και παίζουν ο ένας στο σχήμα του άλλου; δεν χρειάζονται μετριοφροσύνες Kris, σε πιστεύουμε). Αλλά η αλήθεια είναι ότι πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που συναντήσαμε τελευταία φορά ένα "Kris Davis Trio" (το οποίο μάλιστα πιστώνεται στην υπερηχητική πορτογαλέζικη Clean Feed, τσεκάρετε εδώ). Η καναδή πιανίστρια πάντως δηλώνει έτοιμη τώρα να αναμετρηθεί με τον φόβο της και μάλιστα καλεί σε σύμπραξη δύο μουσικούς με τους οποίους δεν έχει ξαναπαίξει σχεδόν καθόλου, τον Robert Hurst (μπάσο) και τον Johnathan Blake (ντραμς). Είναι πασιφανής η ετοιμότητα συν το ότι φλέγεται από έμπνευση με δέκα δικές της συνθέσεις (και μία του Blake) - φόρο τιμής σε πιανίστριες που θαυμάζει: Geri Allen, Carla Bley, Marilyn Crispell, Angelica Sanchez, Sylvie Courvoisier, Renee Rosnes. Πολύ ενδιαφέρον παρεμπιπτόντως το ότι οι περισσότερες είναι εν ενεργεία, τη δε Sanchez της λες περίπου συνομήλικη. Εύγε! - εις διπλούν γιατί έχω αδυναμία στην Crispell και την Courvoisier. Αυτοσχεδιασμός - κλασικισμός - αιφνιδιασμός (τι αναπάντεχο groove παίχτηκε με το ομώνυμο κομμάτι!) Εγώ μια χαρά τη βλέπω στα τζαζ τρίο πάντως και το label που τρέχει είναι από τα πιο σημαντικά του underground στη τζαζ. Τα καλύτερα έρχονται (όντως).
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Pedro Vian & Merzbow – Inside Richard Serra Sculptures (Modern Obscure Music, 2024)
Πολύ χαίρομαι όταν ο Masami Akita (Merzbow) βγάζει καλό δίσκο. Εδώ χαίρομαι ποικιλοτρόπως γιατί το συγκεκριμένο έργο δημιουργήθηκε ως αφιέρωμα κατά κάποιο τρόπο στον πολύ σπουδαίο, πρόσφατα μακαρίτη, εικαστικό καλλιτέχνη, τον Richard Serra. Μέσα στις απόκοσμες μεγάλες εγκαταστάσεις του που είναι δείγμα της καλύτερης υπαρξιακής αφαίρεσης που μπορεί να βιώσει κανείς, έκαναν τις ηχογραφήσεις τους οι δύο κύριοι εδώ και της χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν μια αντίστοιχα αφαιρετική αmbient ινταστριαλίζουσα σύνθεση αντάξια του τιμωμένου. Ηλεκτροακουστική μουσική επιπέδου.