Κάτι καλό να ακούσω;

Σεπτέμβριος 2022

Τον Σεπτέμβρη τα κεφάλια μπαίνουν μέσα, οι κατεργάρισσες επιστρέφουν στον πάγκο, ο χειμώνας έρχεται βιαστικός στις ευχές και το Κάτι Καλό επιστρέφει στο MiC

Δημήτρης Τσιρώνης

Emeka Ogboh - 6°30’33.372N 3°220.66E (Danfotronics, 2022)

Καλοκαιριάτικα και σκάει όχι ο τζίτζικας αλλά ο Emeka Ogboh μ' ένα κάρο ήχους απ' τη Δυτική Αφρική. Δεν είναι απλά ηχογραφήσεις περιβάλλοντος (κυρίως αστικού) και οι ηλεκτρονικοί ήχοι που κάνουν αυτό το δίσκο μαγευτικό. Δεν είσαι εσύ υποχρεωμένος ν' ακολουθήσεις στις συντεταγμένες του τίτλου για να βρεθείς στο δρόμο Ojuelegba στο Lagos της Νιγηρίας. Ξεκάθαρα επίσης δεν μπορείς να ξες τι το μυσταγωγικό είχε αυτό το σημείο στα αρχαία χρόνια. Αρκεί να μάθεις ότι εκεί ο κατασκευασμένος θεός Eshu των Yoryba της Νιγηρίας ήταν ένα προστατευτικό και καλοπροαίρετο πνεύμα που υπηρετούσε (κι υπηρετεί ακόμα) έναν ανώτερο θεό ως αγγελιοφόρος μεταξύ ουρανού και γης.

Ο δημιουργός ανακάτεψε (σχεδόν ενορχήστρωσε) μαεστρικά συνεντεύξεις με οδηγούς και περαστικούς, μαζί και τους ήχους των λεωφορείων και της κίνησης στον πολυσύχναστο όλο το 24ωρο δρόμο. Σχεδόν αντιλαμβάνεσαι τις μυρωδιές από τις υπαίθριες αγορές των τοπικών εδεσμάτων κι αρχίζεις να ολισθαίνεις στο παρελθόν απ' τις ιστορίες και τις παραδόσεις των Νιγηριανών. Οι ηχογραφήσεις του κεντρικού αυτού δρόμου και οι φωνές των περίοικων δένουν τόσο μαγικά που δύσκολα θα σταματήσει ο ακροατής να πάλλεται με τους ηλεκτρονικούς ήχους που τις εμπλουτίζουν. Δονήσεις και χτύποι σε διαφορετικές ταχύτητες, ένας τοίχος θορύβου από κορναρίσματα και φωνές και η ελπίδα στο τελευταίο κομμάτι ότι αυτή η αναρχία θα οδηγήσει σ' ένα μέλλον ελευθερίας και δημιουργίας για το μακρινό Lagos.

Κυκλοφορεί σε διπλό βινύλιο και ψηφιακά από την Danfotronics, νεοσύστατη δισκογραφική εταιρεία του 45άχρονου Emeka Ogboh με έδρα το Βερολίνο.

 

Αναστάσιος Μπαμπατζιάς

Tasos Stamou – Balkan Express (Akuphone, 2022)

Έχω ακούσει κατά καιρούς διάφορα έργα του Τάσου Στάμου αλλά αυτό μου φαίνεται μέχρι στιγμής ξεχωριστό και μου αρέσει ιδιαίτερα. Πως θα σας φαινόταν ένα υβρίδιο τσιφτετελιού με synth wave, minimal electro έως και disco; Μάλλον παράξενο. Ίσως και ύποπτο. Μη φοβού όμως γιατί ο Στάμου τα βγάζει πέρα. Δεν είναι ένα υπερφίαλο εγκεφαλικό τεχνούργημα αλλά μοιάζει πιο πολύ (χωρίς να είναι ακριβώς) με τον ήχο των πανηγυριών (των ανατολίτικων), τη μουσική που παιζόταν δηλαδή σε αυτά όταν ανακάλυψαν οι οργανοπαίχτες τα φτηνά synths και τα ντραμς. Υπόγεια μετρονομία που μυρίζει… παστουρμά.

 

Χίλντα Παπαδημητρίου

Thee Sacred Souls - Thee Sacred Souls (Daptone Records, 2022)

Η Daptone Records, με έδρα το Μπρούκλιν, παρά την εικοσαετή μόνο παρουσία της στον χώρο της μουσικής βιομηχανίας, έχει πάρει με σοβαρότητα και ειλικρινή αγάπη τη αναβίωση της soul στις πλάτες της (μην ξεχνάμε ότι στα δικά της στούντιο ηχογράφησε η Amy Winehouse, το ‘Back in Black’, και μεγαλουργούσε μέχρι πρόσφατα η Sharon Jones). Από τα τέσσερα label με τα οποία δραστηριοποιείται, η Penrose είναι το παρακλάδι της με έδρα τη Νότια Καλιφόρνια (και «αρχηγό» τον μπασίστα, παραγωγό, συνθέτη και στιχουργό Bosco Mann), που ξεφεύγει από τον funk & soul ήχο. Η καλιφορνέζικη Penrose στοχεύει στον συνδυασμό της latin soul με τη neo-soul, κεντώντας το αποτέλεσμα με τα δαντελένια R&B φωνητικά τύπων σαν τον Curtis Mayfield, τον Smokie Robinson και τους Temptations. Ο πρώτος δίσκος των Thee Sacred Souls, που κυκλοφόρησε στα τέλη Αυγούστου, δείχνει την απόλυτη επιτυχία του πειράματος. Η τριμελής μπάντα από το Σαν Ντιέγκο (Alex Garcia, Josh Lane, Sal Samano) με την καθοδήγηση του παραγωγού Bosco Mann, έχει προσθέσει πολλά στρώματα εγχόρδων, πνευστών και φωνητικών, κι όλα αυτά μέσα σε αναλογικό στούντιο, αφού ο Mann παραμένει φανατικός οπαδός του αναλογικού ήχου. Το ηχητικό αποτέλεσμα είναι όσο πρέπει vintage για να διατηρεί τη γοητεία της mellow soul, χωρίς να αντιγράφει απλώς την ατμόσφαιρα των ‘60ς. Εντούτοις, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς κάποια τραγούδια χωρίς να αναφερθεί στις επιρροές που ξεπροβάλλουν από κάτω. Για παράδειγμα, στο συναρπαστικό ‘Weak for your Love’, μετά την εισαγωγή περιμένεις την Amy να αρχίσει να τραγουδάει. Το ‘Trade of Hearts’ έχει ξεμείνει από δίσκο των Temptations, το ‘Sorrow for Tomorrow’ είναι γραμμένο για τον Lou Rawls. Αλλά αφού πρέπει να ξεχωρίσω ένα τραγούδι για την «κασέτα του mic», επιλέγω το ‘Overflowing’ που θα κάνει τον Smokie R να χαμογελάσει ικανοποιημένος, επειδή η soul δεν πέθανε, δεν θα πεθάνει ποτέ παρά τις διαρκείς κακόγουστες επιθέσεις του (σύγχρονου) r’n’b.

 

Βασίλης Παπαδόπουλος

Jeshi – Universal Credit (Because Music Ltd, 2022)

O Jeshi, rapper από το Ανατολικό Λονδίνο, τραγουδάει για όσα έχει ζήσει έως σήμερα, στο μουντό και χωρίς μέλλον Λονδίνο, για όσους δεν τα έχουν καταφέρει σε μια κοινωνία άνιση. Μεγαλωμένος με στερήσεις, με βία και ναρκωτικά γύρω του, αποφάσισε από μικρός, όπως λέει ο ίδιος, να ξεφύγει. Βγήκε στο κόσμο της grime μουσικής, έχει γίνει υπόγεια γνωστός από το 2016 με τα τρία έως σήμερα διαδικτυακά EP του. Φέτος, έβγαλε το πρώτο του κανονικό lp, όπου συνεργάζεται και με άλλες φιγούρες της αγγλικής rap (Obongjayar, Fredwave), που δείχνει να ανθεί (βλ. την περσινή επιτυχία της Little Simz). Στο πολυπολιτισμικό Λονδίνο δεν έχει και πολύ σημασία αν είσαι από την Αφρική, την Καραϊβική ή την Ασία. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι να είσαι πλούσιος ή φτωχός. Ο ίδιος ανήκει στους δεύτερους, σε αυτούς που ζουν από τα επιδόματα (το Universal Credit που έδωσε τον τίτλο στη δουλειά του είναι ένα από αυτά, κάτι σαν το ΚΕΑ το δικό μας - το εξώφυλλο δείχνει τον ίδιο να παίρνει μια γιγάντια επιταγή του Universal Credit υπό χειροκροτήματα γραβατωμένων, μάλλον αναντίστοιχη με το ποσό που αναλογεί). Γνωρίζει από πρώτο χέρι την ανέχεια, μιλάει για αυτή στα τραγούδια του, μιλά για μια γενιά χωρίς ελπίδα, για τα χάπια, τη διαφυγή και τη βία, χωρίς να είναι η καταγγελία αυτή που τον χαρακτηρίζει πιο πολύ. Περισσότερο μοιάζει να τα ξορκίζει, με τους χαμηλούς τόνους των μελωδιών του, έτσι ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να ζει.

 

Χάρης Συμβουλίδης

Jim Lauderdale - Game Changer (Sky Crunch, 2022)

Τη στιγμή που διάφοροι πιτσικόμηδες πουλάνε περιπτώσεις σαν την Kacey Musgraves ως «country», τύποι σαν τον Jim Lauderdale διατηρούν εντυπωσιακές καριέρες 30 ετών (ΟΚ, 31 στην περίπτωσή του) παίζοντας τη μουσική αυτή στα κανονικά και αυθεντικά της –δίχως νερώματα και ξενερώματα, μπας και τσιμπήσουν ακροατές από το αναγνωστικό κοινό του Pitchfork και παρεμφερών παραφυάδων.

Σε κανονικές συνθήκες, λοιπόν, όπως λέγαμε παλιά και στη Χημεία, θα άξιζε να στήσουμε κάποιο γκράντε αφιέρωμα στον τραγουδοποιό από το Troutman της Βόρειας Καρολίνα. Μόνο και μόνο για τη θαυμάσια pedal steel κιθάρα και τις υπέροχες φωνητικές αρμονίες που καταθέτει σταθερά μέσα στα χρόνια• πάντα στο underground των country εξελίξεων (δεν μετρά ούτε μία είσοδο στο εθνικό top-200 των Η.Π.Α., παρότι έχει τσιμπήσει κανα-δυο Grammy), στεγαζόμενος κατά κύριο λόγο σε μικρά labels σαν τη Sky Crunch.

Αδυνατώντας για την ώρα να το πράξουμε, μπορούμε τουλάχιστον να στριμώξουμε το 30ό-κάτι άλμπουμ του στο «Κάτι Καλό» αυτού του μήνα, βγάζοντας ξανά το καπέλο (ή το στέτσον, εάν διαθέτουμε) στην τραγουδοποιία του, στη θέρμη του και στις ευθείες του αναφορές στον Buck Owens και στους θρυλικούς του Buckaroos. Διάολε, είναι αξιοθαύμαστο ότι διατηρεί τέτοια ποιότητα γραφής μετά από τόσους δίσκους.

 

Αντώνης Ξαγάς

Die Verlierer – Die Verlierer (Mangel, 2022)

Κι αν η άποψη ότι το μόνο πραγματικά underground που έχει απομείνει στο Βερολίνο είναι το… μετρό του με την πόλη να μεταβάλλεται ολοένα και περισσότερο σε ένα playground τουριστών και καλοζωισμένων καλλιτεχνιζόντων χίψτερ κρατικής/γονικής επιδότησης μπορεί να ενέχει μια κάποια δόση υπερβολής, ωστόσο απηχεί μια προϊούσα και στέρεη πραγματικότητα. Κατά τον θείο Νεύτωνα πάντως και κατά τον τρίτο του νόμο, κάθε δράση φέρνει μια αντίδραση, αυτός προέβλεπε μάλιστα να είναι και με ίσο μέτρο (και φυσικά αντίθετο πρόσημο), ωστόσο ο συσχετισμός δυνάμεων είναι καταθλιπτικός, ακόμη και στο προνομιακό πεδίο της μουσικής. Οι «Χαμένοι» είναι ένα νέο σχήμα-κολλεκτίβα, προϊόν σύντηξης και τζαμαρίσματος δύο άλλων, που ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα καταθέτει διαπιστευτήρια με το ‘χουκικό’ μπάσο, ακολουθεί μια σειρά τραγουδιών όλο οργή, ειρωνεία, σαρκασμό, κιθάρες, ψυχωτικούς/ψυχωμένους ρυθμούς, sing along μελωδίες, σωστές αναφορές εγχώριες (π.χ.Ton Steine Scherben) αλλά και αλλοδαπές (π.χ. όλο το αμερικάνικο hardcore των 80s). Το (ποστ)πανκ ως βαλβίδα σπασμωδική, σχεδόν απελπισμένης εκτόνωσης; Ή μήπως να ελπίσουμε κατά την νικολαϊδειο ρήση ότι κάποια στιγμή οι Χαμένοι τα παίρνουν όλα;

 

Τάσος Βαφειάδης

HaterSincere (Fire Records, 2022)

Για όσους κολυμπάνε στα ποτάμια του ανεξάρτητου ήχου, ξέρουν καλά πως η Σουηδία δεν έβγαλε μόνο τους ABBA, τους Roxette, τους Ace of Base και τους Europe. Η χώρα εξάγει και ονόματα της alternative σκηνής όπως οι «καρνιβαλιστές» Cardigans, οι «εσύ και εγώ» Wannadies, οι «σφυριχτούληδες»  Peter Bjorn And John κ.ά.

Το κουαρτέτο των Hater μας έρχεται από το Μάλμε της Σουηδίας και με το τρίτο του άλμπουμ “Sincere” πάει αρκετά βήματα μπροστά την παραγωγή, τη σύνθεση και τον ήχο του. Αφήνοντας το αδιάφορο ποπ ύφος του προηγούμενου άλμπουμ τους, οι Hater βαδίζουν σ’ ένα πιο indie μονοπάτι, με πιο δυνατό ήχο και πιο δεμένες συνθέσεις, επηρεασμένοι από μπάντες όπως οι Slowdive και οι My Bloody Valentine.

Δεν ξέρω τι ακριβώς μισούνε και ονομάστηκαν έτσι, πάντως όχι τ’ αυτιά μας!

 

Μαριάννα Βασιλείου

Interpol - The Other Side of Make-Believe (Matador, 2022)

Ίσως να ήταν λίγο εύηθες εκ μέρους των Interpol να βγάλουν νέο δίσκο λίγο πριν την συμπλήρωση (και την αναμενόμενη επετειακή επανακυκλοφορία) των 20 χρόνων από το μνημειώδες “Turn On The Bright Lights”. Από την άλλη, μπορεί και να ήταν προσχεδιασμένο. Δεν έχει και πολλή σημασία εν τέλει, αν το καλοσκεφτείς. Ούτως ή άλλως, το “Turn On The Bright Lights” θα παραμείνει ες αεί αξεπέραστο, οπότε ό, τι και να έβγαζαν, όποτε και να το έβγαζαν, πάντα θα συγκρινόταν με αυτό – και θα έχανε από τα αποδυτήρια. Εν προκειμένω λοιπόν, οι Interpol έχουν το γνώθι σαυτούς, κυρίως ως προς τα όριά τους. Το “The Other Side of Make-Believe” τους βρίσκει σε φόρμα, με ραφιναρισμένη την τραγουδοποιία τους, hip-hop στοιχεία και τις πιο ωραίες μελωδίες που έχουν γράψει τον τελευταίο καιρό. Μια χαρά είναι ο δίσκος – για την ακρίβεια είναι κάτι παραπάνω από αρκετός.

 

Νάνσυ Σταυρίδου

Bananarama – Masquerade (In Synk, 2022)

Μιλώντας σήμερα το πρωί με έναν συνάδελφο, με ρώτησε τι ετοιμάζω να γράψω για το πρώτο «Κάτι Καλό» της νέας σεζόν. Όταν λοιπόν του απάντησα με άνεση «για το νέο άλμπουμ των Bananarama», μου έκλεισε το τηλέφωνο.

Αντιλαμβάνομαι τη δυσπιστία πολλών για μια μπάντα η οποία ναι μεν εξακολουθεί να είναι ενεργή μετά από 40 χρόνια και με αισίως 12 στούντιο άλμπουμ στις αποσκευές της, αλλά από την άλλη ούτε γεμίζει στάδια, ούτε σημειώνει τεράστιες επιτυχίες. Κι εγώ τυχαία ανακάλυψα ότι κυκλοφόρησαν νέα δουλειά και κυρίως από περιέργεια και λίγη βαρεμάρα αποφάσισα να την ακούσω.

Κι όμως, το “Masquerade” είναι αξιοπρεπές και συμπαθέστατο! 11 σύγχρονα ποπ κομμάτια τα οποία δεν σε παραπέμπουν μεν μουσικά στα ένδοξα 80s, τηρούν όμως τις αρχές ως προς τη σύνθεση ενός κλασικού ποπ κομματιού με κάποιες πιο synth pop παρεκκλίσεις ως προς τον ήχο όπως για παράδειγμα το “Running with the Night” και πιο low tempo funky μελωδίες όπως το αγαπημένο μου “Need a little more time”. ‘Άλλο ένα τραγούδι, το “Stay Wild” έχει γίνει το νέο μου κόλλημα για χορό! Κάπως έτσι κυλάει αυτός ο δίσκος, ομαλά και ευχάριστα με κάποιες κορυφώσεις οι οποίες είναι προσωπικές για τον καθένα.

Δώστε του μια ευκαιρία! Viva Bananarama!

 

Χριστίνα Κουτρουλού

Mary Halvorson - Amaryllis & Belladonna (Nonesuch, 2022)

Το όνομα της Mary Halvorson έχει συνδεθεί με μια καταξιωμένη πορεία στον χώρο της σύγχρονης τζαζ. Διόλου τυχαία, λοιπόν, η φετινή της διπλή κυκλοφορία στάθηκε αφορμή για εκ νέου ενθουσιασμό από το κοινό. Το ‘Amaryllis’ και το ‘Belladonna’ μπορεί να φαντάζουν ως δύο ξεχωριστές δουλειές, ωστόσο –όπως προδίδει και το όνομά τους, παρμένο από το φυτό της Νότιας Αφρικής Amaryllis Belladonna– είναι τελικά δύο διαφορετικές όψεις της Αμερικανίδας συνθέτριας. Η οποία ασκείται στα γνώριμα μα πλούσια λημέρια της τζαζ, αλλά επεκτείνεται και σε καινούριες διαδρομές, στηριγμένες σε έγχορδα.

Κυριαρχούμενο από πνευστά, το ‘Amaryllis’ δείχνει να συνδιαλέγεται με φευγάτους ήχους, οι οποίοι ακολουθούν μεν μια ρυθμικότητα, την πλησιάζουν όμως με έναν δικό τους τρόπο: η σύμπραξη βιμπράφωνου και τρομπονιού, π.χ., αποτυπώνεται ιδιαίτερα ιντριγκαδόρικη. Το ‘Belladonna’, πάλι, πειραματίζεται πέρα από την τζαζ, αγγίζοντας τον κλασικό κόσμο χάρη στο κουαρτέτο εγχόρδων το οποίο χρησιμοποιεί –για πρώτη τέτοια απόπειρα στέκεται καλά, όντας μάλιστα αναπάντεχα ελκυστικό σε σημεία.

Συνδετικός κρίκος, φυσικά, παραμένει η πολυσύνθετη κιθάρα της Halvorson, που συντονίζει και συντονίζεται τόσο στη μελωδικότητα, όσο και στη διατάραξη και ανακατάταξη αυτής, με πολύ έξυπνους τρόπους. Επιτυγχάνει έτσι να καταστήσει προσιτά ακόμα και τα πιο δύστροπα σημεία –δίχως να θυσιάσει τον χαρακτήρα τους– ενώ προσφέρει και μια ανάσα ανανέωσης στα πιο βατά στιγμιότυπα. Όλα καλοχτισμένα και περιποιημένα, λοιπόν, με τη δημιουργό να παραμένει πιστή στην αυτοσχεδιαστική της τάση, που εξακολουθεί και ανατροφοδοτεί τις ιδέες της.

 

Ελένη Φουντή

Phantom Spell - Immortal´s Requiem (Wizard Tower Records, 2022)

Μετά την εξερεύνηση της πολυτραγουδισμένης σύνδεσης του heavy metal με τον Αρθουριανό Κύκλο, ο κιθαρίστας των Λονδρέζων Seven Sisters, Kyle McNeill, βάζει πλώρη και για την progressive/hard rock σκηνή των 70s. Ναι, οι δύο χώροι είναι αγαπημένα αδέρφια, αλλά η εξισορρόπηση των λεπτών αισθητικών διαφορών τους δεν είναι εύκολη υπόθεση, ιδίως όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνεις tribute band του εαυτού σου (ή άλλων), όπως παραδείγματα ων ουκ έστιν αριθμός μας έχουν δείξει. Ευτυχώς ο McNeill δεν έχει τέτοια προβλήματα. Το one-man project του, Phantom Spell, μπορεί και ζει σε μια twin κιθαριστική ουτοπία, με τη μελωδικότητα των Thin Lizzy, την αρχοντιά των Uriah Heep και την μπαρόκ - νεορομαντική ποιότητα των Gentle Giant, αποφεύγοντας τον σκόπελο της απρόσωπης, generic κόπιας, χάρη στο εξαίσιο songwriting. Τα κομμάτια του "Immortal´s Requiem" είναι σύνθετα αλλά catchy, οι κιθάρες ονειρεμένες, τα πλήκτρα μια θάλασσα γοητευτικής μελαγχολίας και οι δισολίες αδυσώπητες. Ακούγεται οξύμωρο, αλλά στο βασίλειο του prog η πύλη του κάστρου δεν ανοίγει με ατέρμονη τεχνικότητα και επιτηδευμένους λαβυρίνθους αν δεν υπάρχει συναίσθημα και ταλέντο. Αυτά στον "Phantom Spell" Kyle McNeill πλεονάζουν. Το ακούς και στη συγκινημένη αλλά περήφανη φωνή του. Νιώθει.

 

Παναγιώτης Αναστασόπουλος

Motorpsycho - Ancient Astronauts (Stickman Records, 2022)

Κατά κανόνα, η καλοκαιρινή ανομβρία είναι συνώνυμη της μουσικής. Κι έτσι, για έκτη συνολικά φορά στη δισκογραφία τους οι εκ Trondheim της Νορβηγίας ορμώμενοι Motorpsycho δροσίζουν το «νεκρό» διάστημα των τελών Αυγούστου-αρχών Σεπτεμβρίου, ψάχνοντας για χαμένους αστροναύτες και νέους κόσμους. Το lockdown άλμπουμ “Ancient Astronauts” ηχογραφήθηκε ζωντανά στο στούντιο μέσα σε πέντε ημέρες, έρχεται με… σημαντική καθυστέρηση δεκαέξι μηνών από το προηγούμενο (κύριε Πρέσβη, μας έχετε κακομάθει…) και έχει ακριβώς το δεδομένο πάντα γοητευτικό μείγμα prog και psychedelic rock με εμφανείς δόσεις από jazz. Οι τέσσερις συνθέσεις του, που διαρκούν όσο οι δίσκοι βινυλίου των 70s (χμ, το ξέχασε κανείς;), αν και ακούγονται απόλυτα σημερινές, θα κάνουν περήφανους τους King Crimson, Pink Floyd και Camel, αλλά και όλους τους φίλους τους.

 

Άρης Μπούρας

Sam Prekop and John McEntire - Sons Of (Thrill Jockey, 2022)

Πόσο ευχάριστη έκπληξη είναι ετούτη εδώ η κυκλοφορία, δεν περιγράφεται (αλλά θα προσπαθήσω να το κάνω!). Με τον Sam Prekop, από τους αγαπημένους The Sea and Cake οι οποίοι κυκλοφορήσαν μερικά εξαιρετικά indie/post-rock καλούδια στα ‘90s και στα early ‘00s, να συμπράττει για πρώτη φορά έως ντουέτο με έναν άλλο σπουδαίο, τον John McEntire από τους Tortoise. Ένα σχήμα που αν μη τι άλλο δημιούργησε το δικό του μουσικό ιδίωμα εκεί στα ‘90s με την post-rock/πρωτόλεια electronica/jazz/whatsoever του.

Σ’ αυτήν εδώ όμως την κυκλοφορία, η οποία περιλαμβάνει τέσσερις μακροσκελείς συνθέσεις, οι Sam Prekop και John McEntire επιδίδονται σε κάτι αρκετά διαφορετικό από αυτό που ίσως θα περιμέναμε, μια post-rock και jazzy δηλαδή αυτοσχεδιαστική αναμόχλευση. Τα κομμάτια κινούνται σε ένα καθαρά χορευτικό ύφος, με υπνωτικούς ρυθμούς και καθαρές μελωδίες. Γλυκιά techno γερμανικής κοπής, early deep house και dub, συνθέτουν ένα απολαυστικό σκηνικό, αποθεώνοντας τα modular synthesisers. Από το Σικάγου με αγάπη, με τις γάτες του McEntire να κοσμούν το εξώφυλλο.

 
00:00 Emeka Ogboh - Verbal drift
05:36 Tasos Stamou - Bontempi Tsifteteli
09:06 Thee Sacred Souls - Overflowing
11:17 Jeshi (feat. Obongjayar & Fredwave) - Violence
13:48 Jim Lauderdale- That Kind Of Life (That Kind Of Day)
17:23 Die Verlierer - Die Verlierer
21:04 Hater - Far From A Mind
24:12 Interpol - Something Changed
27:51 Bananarama - Stay wild
31:35 Mary Halvorson - Amaryllis
37:17 Phantom Spell - Dawn Of Mind
45:44 Motorpsycho - The Ladder
50:56 Sam Prekop & John McEntire - A Yellow Robe