Κάτι Παλιό Καλό και... Ζωντανό να ακούσω;
Μπορεί άραγε να αποτυπωθεί η εμπειρία μιας συναυλίας στα αυλάκια ενός δίσκου; Όσο μπορεί να αποτυπωθεί και μια στιγμή ζωής σε μια φωτογραφία...
Βασίλης Πετρόπουλος
Chris & Carla with The Mylos All-Stars – Nights between stations - Live in Thessaloniki (Glitterhouse Records, Hitch-Hyke Records, 1995)
Αν με ρωτούσε κάποιος ποιο είναι το καλύτερο live άλμπουμ που με οδήγησε στο μουσικό ζενίθ μου, σίγουρα θα μειδίαζα στο άκουσμα δυο: το live των Chris & Carla with The Mylos All-Stars και το ‘MTV Unplugged’ των Placebo. Αν συνέχιζε δε να επιμένει και με ρωτούσε ποιο από τα δυο, τότε μοιραία θα άφηνα σε δεύτερη μοίρα αυτό των Placebo. Γιατί στο λάιβ του Κρις και της Κάρλα ήμουν παρών και ήταν η πρώτη φορά που ηχογραφούσαν ένα live, λάιβ. Επομένως κάποιες από τις επιδοκιμασίες και τις επευφημίες είναι και δικές μου, αποτυπωμένες για πάντα στα αυλάκια, τυπικά και πρακτικά ήμουν μέρος του άλμπουμ. Αν θυμάμαι καλά ήταν Μάιος και είχαμε φορτωθεί τρεις νοματαίοι στην Άλφα Ρομέο του Στελάρα, εγώ μαζί και ο Κόναν, ακούγοντας το Sweet ride από τους Belly, οδεύοντας ταχύτατα προς την συναυλία. Μπήκαμε γεμάτοι και φουλ διάθεση στο κλαμπ του Μύλου, ήταν η πρώτη φορά που θα έβλεπα ζωντανά το αντρόγυνο και ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Το λάιβ ξεκίνησε και θυμάμαι να βρίσκομαι μόλις στα δυο μέτρα από το πάλκο και να ρουφάω το κάθε δευτερόλεπτο μουσικής πανδαισίας. Λικνιζόμουν και χτυπιόμουν με την φωνή της Carla και τα vocals του Chris, αιωρούμουν σε μια άλλη ατμόσφαιρα, κάποιο άλλο σύμπαν, συμμετείχα σε αυτό που άκουγα, ήμουν ένα κομμάτι της βραδιάς. Και ήταν όλοι τους εξαιρετικοί, απλά υπέροχοι. Δεν ξέρω τι πρόβες είχαν κάνει, πάντως το αποτέλεσμα σίγουρα αντανακλούσε μια δεμένη και καλοδουλεμένη μπάντα. Το μπρίο του Chris και της Carla, σε συνδυασμό με την διάθεση και το κέφι των μουσικών παιδιών της πόλης, έδωσε μια απαράμιλλη, αξέχαστη μουσική παράσταση και πρόσφερε συγκίνηση, έκσταση, ρυθμό και πάνω από όλα ενέργεια, μουσική ενέργεια, παλμό και πάθος στους λιγοστούς ακροατές της βραδιάς. Ναι, ήταν πιστεύω το καλύτερο λάιβ που έχω βρεθεί ποτέ και δεν θα δίσταζα να χαρακτηρίσω και το άλμπουμ σαν το καλύτερο λάιβ που έχω ακούσει. Και όλα αυτά γιατί ήμουν παρών ειδάλλως το άλμπουμ των Placebo βρίσκεται ένα σκαλί πιο πάνω από άποψη παραγωγής, είναι και unplugged, o Molko έχει τα κέφια του, κάνει τα αστειάκια του στο λιγοστό τυχερό κοινό, τα λάιβ strings και οι γυναικείες φωνές που τον πλαισιώνουν δίνουν μια άλλη όψη στη δυναμική των κομματιών τους, όμως και πάλι δεν μπορώ να μην γείρω υπέρ του Chris και της Carla. Είναι δυστύχημα να πρέπει να επιλέξεις ένα, ωστόσο αυτό θα επέλεγα. Και για την ιστορία να αναφέρω ότι και τα δυο αυτά άλμπουμ τα έχω αγοράσει και σε βινύλιο αλλά και σε σιντί, θέλοντας να βαυκαλίσω το εγώ μου, να έχω την πολυτέλεια να μην τα στερηθώ αν τυχόν βρεθώ σε κάποιον άλλο χώρο ή καθοδόν προς ένα ταξίδι. Σαν ένα πονηρό μωρό, που βυζαίνει μεν το γάλα, έχει όμως και το βλέμμα καρφωμένο στην σοκολάτα.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Neil Young & Crazy Horse - Weld (Reprise, 1991)
Είμαστε στις αρχές του 1991, τέλη Ιανουαρίου - αρχές Φεβρουαρίου, κάπου εκεί. Παράλληλα με την καταιγίδα της ερήμου στον περσικό κόλπο, ο 45άρης Neil Young κάνει περιοδεία στις Η.Π.Α. και τον Καναδά με τους αγαπημένους του Crazy Horse και support τους Sonic Youth, στα mid-30s τους τότε αυτοί πάνω κάτω, και στην πρώτη βαρβάτη εμπορική τους περίοδο μετά την κυκλοφορία του Goo μέσω Geffen το 1990. Το όνομα της περιοδείας, Smell the horse.
Ο Neil είχε βγει στο δρόμο έχοντας πίσω του τα τότε πρόσφατα ‘Freedom’ και ‘Ragged Glory’, ολική επαναφορά στον 70s ήχο του, αφού πρώτα πειραματίστηκε με καθετί ολόκληρη τη δεκαετία του 80.
Τον είχε σπρώξει και ο Thurston Moore να συνέλθει λίγο καιρό νωρίτερα, τον είχε καθίσει κάτω και του τα 'λεγε: "Ρε συ Neil πρωτομάστορα, αφού είσαι καλός στα feedback ρε, κάνε εκεί μια φασαρία, ένα κολάζ θορύβου, ένα ασταμάτητο τρίξιμο του ενισχυτή να σε πουν και νονό του grunge". Ο Neil Young φυσικά ρώτησε "Τι είναι το grunge;" για να λάβει την απάντηση "Δεν ξέρω ακόμα" κι έπειτα οι δυο τους κοιτάχτηκαν αποσβολωμένοι.
Κάπως έτσι έγιναν οι 10λεπτες εκτελέσεις τραγουδιών του με τους Crazy Horse ακόμη πιο δυνατές, ακόμη πιο έντονες, ακόμη πιο πάρ'τα. Με πάθος, κοπάνα τα. Και οδήγησαν σε 15 εκατομμύρια δάχτυλα να μαθαίνουν κιθάρα, κι απανωτές κυκλοφορίες αναγέννησης του ηλεκτρισμού, τέλη καλοκαιριού του 1991 κι έπειτα. The year punk broke, ξέρετε.
Κώστας Καρδερίνης
The Band - The Last Waltz (Warner Bros, 1978)
Η ζωή είναι μια γιορτή, ένα πανηγύρι, ένα καρναβάλι, ένα μεγάλο τσίρκο. Το καναδοαμερικάνικο γκρουπ The Band αποφάσισε [1976] να σταματήσει τις εξοντωτικές ζωντανές εμφανίσεις με ένα αποχαιρετιστήριο κονσέρτο, το βαλς το τελευταίο. Παλιά και νέα μέλη, παλιοί και νέοι συνεργάτες, και δυο ντουζίνες εκλεκτοί [εκλεκτότατοι] καλεσμένοι συνευρέθηκαν την Ημέρα των Ευχαριστιών [25/11/1976] σε φημισμένο παγοδρόμιο του Σαν Φρανσίσκο, το οποίο συχνάκις μετατρεπόταν σε συναυλιακό χώρο, και έδωσαν/πρόσφεραν ένα μεγαλειώδες λάιβ, γεμάτο χαρά και κοκαΐνη και άλλες ντρόγκες. Ακόμη και ο σκηνοθέτης της ταινίας, Μάρτιν Σκορσέζε, παραδέχτηκε ότι ήταν τότε μέγας κοκάκιας.
Το τριπλό άλμπουμ του 1978 επανεκδόθηκε σε τετραπλό σιντί το 2002 και περιέλαβε ακυκλοφόρητο υλικό καθώς και κάποια αποκατεστημένα άσματα. Η δεύτερη πλευρά του τρίτου βινυλίου είναι η σουίτα του βαλς του τελευταίου, που συντέθηκε εκ των υστέρων και ηχογραφήθηκε ζωντανά σε άλλη σκηνή, για να ενσωματωθεί ως κατακλείδα στην μουσική έκδοση. Μουσική και ταινία έκαναν τον γύρο του κόσμου με επιτυχία και θεωρούνται πια από τα πλέον χαρακτηριστικά μουσικά γεγονότα της γενιάς εκείνης.
Τάσος Βαφειάδης
Chris & Carla with The Mylos All-Stars – Nights between stations - Live in Thessaloniki (Glitterhouse Records, Hitch-Hyke Records, 1995)
Όσοι έζησαν τη δεκαετία του ’90 στη Θεσσαλονίκη θυμούνται καλά πως ο πολυχώρος του Μύλου ήταν ένα από τα σημαντικότερα μέρη ψυχαγωγίας και πολιτισμού της πόλης. Εκεί είδαμε εκδηλώσεις και καλλιτέχνες που, μέχρι ν’ ανοίξει o πολυχώρος, μόνο διαβάζαμε στα περιοδικά. Ο Μύλος μαζί με τον καταπληκτικό ραδιοφωνικό σταθμό του 88μισό γαλούχησαν μουσικά πολλούς από εμάς.
Μέσα στα πάρα πολλά που πραγματοποιήθηκαν τότε, ήταν, τον Μάιο του 1995, η συναυλία των Chris Eckman και Carla Torgerson των Walkabouts μαζί με τους Θεσσαλονικιούς μουσικούς Γιώργο Μπαντούκ Αποστολάκη, Χρήστο Γούσιο, Θόδωρο Κονκουρή, Γιώργο Παπάζογλου, Φώτη Σιώτα, Μανώλη Φάμελλο και Γιώργο Χριστιανάκη (αναλυτικά στο άρθρο του MiC).
Το “Nights between stations - Live In Thessaloniki” είναι ο δίσκος που περιλαμβάνει αυτή τη συναυλία. Όμως ο συγκεκριμένος δίσκος είναι κάτι παραπάνω από ένα ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ. Είναι ένα ηχητικό ντοκουμέντο εκείνης της μαγικής περιόδου. Της εποχής των καθημερινών συναυλιών, της αναμονής για την έκδοση του περιοδικού του Μύλου (που ξεψαχνίζαμε για να επιλέξουμε τι απ’ όλα θα δούμε τον επόμενο μήνα), της ελπίδας να κερδίσεις καμία πρόσκληση από τον 88μισό (μια που πόσα λεφτά να δώσεις για συναυλίες;), της τυχαίας συνάντησης με τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη στο ουζερί του Μύλου. Ήμασταν τυχεροί που βρεθήκαμε εκεί και που τα ζήσαμε.
Χίλντα Παπαδημητρίου
B.B. King - Live at Cook County Jail (ABC Records, 1971)
Πρώτη φορά «άκουσα τα blues» (για να το διατυπώσω κάπως μελοδραματικά) στα μέσα των 70s, στο δισκάδικο του πατρός, όταν ανακάλυψα το ‘Live at Cook County Jail’. Ήταν αληθινό ακουστικό σοκ για μένα, που λάτρευα τους λευκούς κιθαρίστες (Clapton, Harrison, και σία), αλλά τότε μόνο κατάλαβα τι σημαίνει να κάνεις την κιθάρα να μιλάει, να εκφράζει συναισθήματα και σκέψεις —και τι να μου πει αργότερα ο Mark Knopfler (τον οποίο εκτίμησα πολύ, μετά από χρόνια). Στάθηκα τυχερή και είδα τον B.B. King δύο φορές, στον Λυκαβηττό. Τη δεύτερη ήταν ηλικιωμένος πια, κουρασμένος, αλλά άψογος επαγγελματίας όπως πάντοτε (και για όποιον κοροϊδεύει τον επαγγελματισμό, θα πω δύο λέξεις μόνο: Peter Murphy). Τη μόδα των live σε φυλακές είχε ξεκινήσει ο Johnny Cash, φυσικά, αλλά απ’ ό,τι λένε οι rock’n’roll γραφές, ο B.B. King δεν είχε ανάγκη να μιμηθεί μια προϋπάρχουσα μόδα. Ήταν στο απόγειο της καριέρας του και χάρη στους λευκούς κιθαρίστες που προανέφερα, έπαιζε πλέον σε αρένες για μικτά ακροατήρια. Δέχτηκε την πρωτοποριακή πρόταση του Winston Moore, του πρώτου μαύρου διευθυντή της φυλακής Cook County Jail, του χειρότερου και πιο βίαιου σωφρονιστικού ιδρύματος εκείνης της εποχής, όταν έμαθε ότι το 70-75% των φυλακισμένων ήταν νεαροί μαύροι. Χάρη στη δημοσιότητα που πήρε το live και στον εν λόγω μαύρο διευθυντή, λένε ότι οι συνθήκες βελτιώθηκαν αρκετά —μέχρι να επιδεινωθούν πάλι, να υποθέσω. Ο B.B. King έπαιξε ένα άψογο σετ παλιών και γνωστών blues, κι ένα καινούργιο τραγούδι: το ‘The Thrill is Gone’. Αν εξαιρέσεις το πρώτο κομμάτι, που ακούγεται καθαρά η νευρικότητα των μουσικών, η μπάντα δίνει ρέστα, κυρίως το τρίο των πνευστών (John Browning – τρομπέτα, Louis Hubert – τενόρο σαξόφωνο και Booker Walker – άλτο σαξόφωνο).
Πριν τη συναυλία, ο διευθυντής Moore έκανε στον B.B. King και στη μπάντα του μια ξενάγηση στους χώρους του σωφρονιστικού ιδρύματος, κάτι που έκανε το ανθρωπιστή μπλουζίστα να ιδρύσει την επόμενη χρονιά το Foundation for the Advancement of Inmate Rehabilitation and Recreation και να παίξει σε πάνω από 50 φυλακές τα επόμενα χρόνια.
Από το άλμπουμ διαλέγω το ‘The Thrill is Gone’, που έχει χαραχτεί στην ψυχή και το ασυνείδητό μου τόσο ώστε να θέλω να γραφτεί αυτή η φράση στον τάφο μου, ή μάλλον στο βάζο με τη στάχτη μου, όταν έρθει εκείνη η ώρα.
Χάρης Συμβουλίδης
Διάφοροι - Ήχοι Του Χειμώνα: 30 Ζωντανές Ηχογραφήσεις (Η Πόρτα Που Ανοίγει, 1988)
Τετραπλό βινύλιο, (αποκλειστικές) ηχογραφήσεις αντλημένες από εδώ κι από εκεί, rock ονόματα ανακατεμένα με φριτζαζίστες και παραδοσιακούς. Τη μία στο Rodeo, την άλλη στο Κάστρο των Ιωαννίνων• ακόμα και στις Φυλακές Τρίπολης ή στο Παραμεθόριο Στρατόπεδο Φερών. Πότε να ακούς Socrates ή τον Ζωρζ Πιλαλί στη "Ντίβα", πότε να πέφτεις στο ούτι του Νίκου Σαραγούδα ή στον Νικόλα Άσιμο και τους Εναπομείναντες, αλλού να ξεφυτρώνουν οι Τρύπες του 1986, πιο κάτω η Κολλεκτίβα Χάλκης, πιο πέρα οι Χειμερινοί Κολυμβητές σε ένα από τα συγκλονιστικότερα στιγμιότυπα της καριέρας τους ("Ο Ξένος" live στο Περοκέ).
Σε μουσικοσυζήτηση ειπώθηκε κάποτε ότι μόνο στα 1980s μπορούσε να βγει ένα τέτοιο άλμπουμ. Δεν ξέρω αν είναι έτσι ή αν οφείλεται στον Πάνο Ηλιόπουλο, ο οποίος αρεσκόταν να εκδίδει και Παύλο Σιδηρόπουλο και Στέλιο Βαμβακάρη και Γιώργο Κόρο. Γεγονός είναι ότι έμεινε ένας δίσκος που γοήτευσε, πρότεινε, κράτησε τη live του ταυτότητα στο διάβα των καιρών και εν τέλει έδειξε σε ανύποπτο χρόνο (σε εποχές όπου καλά κρατούσαν τα στεγανά) ότι δίπλα στο επίσημο και καθαγιασμένο ελληνικό τραγούδι διαδραματιζόταν ένα συναρπαστικό τουρλού. Από το οποίο έμελλε βέβαια να ξεπηδήσουν και νεότεροι «θεσμοί», γενόμενοι με τη σειρά τους επίσημοι και καθαγιασμένοι. Αλλά αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία.
Μαριάννα Βασιλείου
Nirvana - MTV Unplugged in New York (Geffen Records, 1994)
Λίγο που πριν από λίγες μέρες ο Kurt Cobain θα γινόταν 55 χρονών, λίγο που ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι εδώ και λίγες μέρες δεν ζει ο Mark Lanegan, ξανάκουσα το unplugged ζωντανό αυτό album των Nirvana – και κύκνειο άσμα του grunge, θα έλεγα. Για άλλη μια φορά κατέληξα στο ότι, πέρα από τα σπασμένα όργανα επί σκηνής και την σαρωτική ένταση της μουσικής τους, οι Nirvana δεν ήταν τίποτα άλλο εκτός από ωμό συναίσθημα. 18 Νοεμβρίου 1993 και όλα προμηνύουν το τέλος που θα ερχόταν οριστικά λίγους μήνες μετά: το σκηνικό με κεριά, πολυελαίους και λουλούδια που θυμίζει κηδεία (κατά σαφή παραγγελία του ίδιου του Kurt), οι απολύτως γυμνές εκτελέσεις των τραγουδιών, οι ασυνήθιστες επιλογές των τραγουδιών και – πάνω από όλα – η φωνή του Kurt που σπάει, σπαράζει, ματώνει. Και που ποτέ δεν ξανακούστηκε τόσο ευάλωτη και τόσο αποφασισμένη ταυτόχρονα.
Γιάννης Πλόχωρας
Theatre Of Hate - He Who Dares Wins (Live in Berlin) (Biber Records, 1982)
Το εντυπωσιακό ντεμπούτο LP τους θυμάμαι δεν μου ‘πε κάτι κι ας το επιμελήθηκε προσωπικά ο Mick Jones των Clash. Ευτυχώς καπάκι έπεσα σ’ αυτήν την σχεδόν ταυτόχρονη πειρατική κυκλοφορία ενός λάιβ τους στο Βερολίνο, όπου τα ίδια κομμάτια, χωρίς το λούστρο του στούντιο, δείχνουν το εκτόπισμα, το άχθος, τα νύχια και τα δόντια τους. Ένα ποστ πανκ παρανάλωμα του πυρός με ρομφαία την απογειωτική, ιδίως τις στιγμές που παραπαίει, φωνή του Kirk Brandon στο ρόλο του Νέρωνα και της μπούρμπερης ταυτόχρονα.
Γιώργος Κοτσώνης
The Cure – Concert (The Cure Live) (Fiction Records, 1984)
Παρά το ότι η μπάντα δεν ήταν στην καλύτερη περίοδο της (μετά το μάλλον ασήμαντο ‘The top’ και πριν το κάπως καλύτερο ‘Head on the door’), ο ήχος (που πανκίζει έτσι όπως θα ‘πρεπε) αλλά πάνω από όλα το συναίσθημα απ’ αυτές τις ζωντανές εμφανίσεις μέσα στο 1984 δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι το ‘Concert’ είναι με διαφορά η πιο σημαντική live ηχογράφηση τους. Κι αν πρέπει να προσθέσουμε στοιχεία και ονόματα, το ‘Charlotte Sometimes’ (έτσι κι αλλιώς από τις κορυφαίες διαχρονικά στιγμές τους) εδώ ακούγεται ακόμα πιο ονειρικό ενώ η εκτέλεση του ‘Forest’ απροσδόκητα το στέλνει σε τέτοια ύψη που μόνο ένα ‘Strange Day’ μπορεί να δηλώσει μόνιμος κάτοικός τους.
Νάνσυ Σταυρίδου
Simple Minds - Live In The City Of Light (Virgin, 1987)
Αν έπρεπε να συστήσω σε κάποιον αδαή τη μουσική ταυτότητα των σκωτσέζων Simple Minds, θα επέλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη το πρώτο τους live άλμπουμ από το Παρίσι, την πόλη του Φωτός. Εκεί όπου η μπάντα μετέφερε τα δικά της φώτα κυριολεκτικά και μεταφορικά και ένα κινητό στούντιο για να γίνει η ηχογράφηση της συναυλίας στην αρένα “Le Zenith”, χωρητικότητας 6.500 ατόμων. Το τελικό αποτέλεσμα αποτελεί αφορμή για διχασμό μεταξύ των φανς, καθώς κάποιοι καταδικάζουν την υπερβολική ενδεχομένως παρέμβαση στον ήχο η οποία απομονώνει κατά κάποιο τρόπο το κοινό το οποίο ακούγεται απλά στο background σαν ηχώ. Εγώ από την άλλη, θεωρώ εξαιρετική και πρωτοπόρα για εκείνη την εποχή την παραγωγή του διπλού αυτού δίσκου, χάρη στην οποία μεταφέρεται η μαγική ατμόσφαιρα, η τρομερή ενέργεια και το αμοιβαίο πάθος το οποίο βγαίνει αβίαστα μεταξύ του κοινού και του συγκροτήματος, καθώς ο Jim Kerr δε χρειάζεται καν να ενθαρρύνει τον κόσμο να συμμετέχει, αλλά υποκινείται από μόνος του. Το tracklist επικεντρώνεται κυρίως σε τρία άλμπουμ και δε νοείται να μην περιλαμβάνει το διαχρονικό “Someone Somewhere in Summertime” με τη Lisa Germano στο βιολί (στο στούντιο) και το κλασικό “Don’t ‘you (forget about me)”.
Θα εκπλαγείτε θετικά πιστεύω με τη διαφορετική εκτέλεση κάποιων κομματιών, όπως για παράδειγμα το “East of Easter”, “Book of Brilliant Things” και το “New Gold Dream (81/82/83/84)” με το οποίο μας καληνυχτίζει ο Kerr – είναι σοφά μελετημένες οι ενορχηστρώσεις ώστε να δένουν μεταξύ τους μουσικά και να αποτελούν μια συνέχεια χωρίς καμία παύση.
Για το τέλος αφήνω το εμβληματικό εξώφυλλο του δίσκου, με το logo της μπάντας το οποίο είχα αγοράσει σε t-shirt από ένα live τους στο Δουβλίνο όπου απέκτησα και αυτόγραφο από τον συμπαθέστατο Jim, alive (but not kicking).
Μιχάλης Τσαντήλας
Pink Floyd – Pulse (Columbia, 1995)
Συναισθηματικοί οι λόγοι της επιλογής –ίσως και με μια διάθεση πρόκλησης... Δεν το είχα ποτέ στη δισκοθήκη μου, αλλά το είχε ο Χρήστος -και τη βιντεοκασέτα επίσης-, τότε που κάθε κυκλοφορία μέτραγε. Σκληρόδετη έκδοση, με το λαμπάκι που αναβόσβηνε. Στον επηρ(εασ)μένο από τη λόγια παράδοση κόσμο των Gilmour/Wright/Mason, το έργο εκτελείται αυστηρά σύμφωνα με την «παρτιρούρα» –λέγε με στουντιακή ηχογράφηση-, κι έτσι εδώ δεν βρίσκει κανείς ιδιαίτερες ενορχηστρωτικές αποκλίσεις. Βρίσκει όμως εκτελέσεις που συχνά υπερέχουν των ορίτζιναλ -σε πυγμή, ηχητικό μπούγιο, συγκινησιακό εκτόπισμα- έστω κι αν απέχουν από την αίμα-δάκρυα-κι-ιδρώτας live απαίτηση. Οι ροκ δεινόσαυροι είναι όντως δυσκίνητα ζώα, αλλά και μεγαλειώδη. Άσε που επιβίωσαν τελικά της πρόσκρουσης του πανκ μετεωρίτη...
Ελένη Φουντή
Roxy Music - Viva! (Island, 1976)
Οι Roxy δεν πρόλαβαν ούτε τα στερεοτυπικά λίγα καλά πρώτα χρόνια που κατά τον θρύλο δικαιούνται οι μεγάλες ροκ μπάντες πριν αρχίσουν οι πλακωμοί. Μόλις το 1973, και ενώ ήταν πλέον απάλευτος ο ανταγωνισμός μεταξύ του Bryan Ferry και του Brian Eno, ο δεύτερος αποχώρησε και το συγκρότημα μπήκε σταδιακά σε περίοδο εσωστρέφειας, ένα ενδιαφέρον παράδοξο, καθώς εκείνα ήταν και τα χρόνια που έφτασαν στο ζενίθ της εμπορικής και για πολλούς και της καλλιτεχνικής τους υπόστασης. Κι όμως, παρόλο που ο Eno αντικαταστάθηκε πολύ εύστοχα από τον Eddie Jobson, ο οποίος μας άφησε ιστορικές ερμηνείες στο βιολί, και παρά την επιτυχία του "Stranded" (1973) και του "Country Life" (1974), οι Roxy όδευαν τότε βουρ προς διάλυση (κάτι το οποίο άλλωστε συνέβη, ευτυχώς για λίγο, την εποχή που κυκλοφορούσε το Viva!). Και τότε ξαφνικά δόθηκαν ορισμένα μαγικά λάιβ. Τα ντραμς έγιναν δαιμονισμένα, το όμποε του Mackay σήκωνε φίδια από το πανέρι (πολύ φοβάμαι ότι δεν θα το τσέκαραν αυτό. κακώς), ο crooner-on-acid Bryan Ferry τα έκανε όλα και συνέφερε, τα σόλα του βιολιού άφησαν εποχή και το "Both Ends Burning" δεν θα έκαιγε σε κανένα άκρο χωρίς τις "Σειρήνες" Doreen Chanter και Jacqui Sullivan στα φωνητικά. Κάπως έτσι, μέσα από τρεις συναυλίες στη Γλασκώβη, το Νιούκαστλ και το Λονδίνο, out of the blue love came rushing in και πήραμε έναν από τους σπουδαιότερους λάιβ δίσκους που έχουν βγει ποτέ, σίγουρα τον δικό μου αγαπημένο λάιβ δίσκο. ΥΓ. Και δεν έχω αναφέρει καν την κιθάρα του Manzanera.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Television Personalities – Chocolat-Art (A Special Tribute To James Last) Live at Forum Enger 20-9-1984 (Pastell, 1984)
Ήταν 1984, είχαμε post – punk era, όλοι αναρωτιόντουσαν αν ο George Orwell είχε δίκιο και τον κόσμο είχε πιάσει μια μελαγχολία - ήταν και η αναβίωση του ‘60 που καλά κρατούσε. Οι TV Personalities από τα επιδραστικότερα συγκροτήματα της εποχής τους, χωρίς ποτέ να γίνουν κατ΄ ουσίαν διάσημοι, παρότι κατά τον αρχηγό τους Dan Treacy, μπορούσαν να είναι μεγαλύτεροι από τους Beatles, περνούν σε μια νέα δημιουργική φάση. Ο Jowe Head (ex Swellmaps) παίρνει το μπάσο, και με τον Jeffrey Bloom στα drums, συνοδεύουν τον Dan σε συναυλίες στην Ευρώπη, όπου παραδόξως έχουν μεγαλύτερη επιρροή από την πατρίδα τους. Στο Forum Enger της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας, στο υπόγειο ενός εργοστασίου, οι TV Personalities δίνουν ίσως μια από τις καλύτερες και συνάμα πιο καταθλιπτικές συναυλίες της περιόδου εκείνης (τόσο που η αφιέρωση του δίσκου που αποτύπωσε τη συναυλία στον James Last, τον Γερμανό μαέστρο ελαφρών και συνάμα χαρούμενων jazz μελωδιών που διέπρεπε τις προηγούμενες δεκαετίες στην Ευρώπη, μάλλον αποτελεί ευφημισμό). ‘Why, why are you happy?’ ρωτάει το κοινό ο Dan, πριν το ‘Silly girl’, ενώ στο ‘When Emily cries’, τραγουδάει για μια κοπέλα που δεν θα αγαπήσει ποτέ ξανά και η οποία αναρωτιέται γιατί η αγάπη πονάει τόσο πολύ. Έτσι είναι, θα πουν όλες και όλοι, αλλά το 1984, το κάθε 1984 του καθενός και της καθεμιάς μας, δεν το ξέραμε και πιστεύαμε ακόμη. Κι ούτε θα πάψουμε ποτέ, νομίζω.
Γιώργος Λεβέντης
Cardiacs - All That Glitters Is a Mares Nest (Alphabet Business Concern, 1995)
Κάπου ανάμεσα στην αφάνεια, την καλτ θεοποίηση από ένα κοινό που ήθελε πάντα να πιστεύει πως ξέρει καλύτερα και την όποια μετρήσιμη φήμη τους έφερε στους art-rock κύκλους η δημόσια στήριξη από γκρουπ όπως οι Blur και οι Radiohead, οι Cardiacs υπήρξαν καταραμένοι. Καταραμένοι και ως καλύτεροι από την απέχθεια που γέννησαν και ως χειρότεροι της αναγνώρισης των insiders. Όλη η τρέλα, η ασυνέπεια και οι σκόρπιες στιγμές ιδιοφυΐας της ζωής τους, παίζουν μπουνιές μεταξύ τους στο τρίτο αυτό λάιβ άλμπουμ τους και μοναδικό τους ως εφτάδας. O Tim Smith (RIP) σε ρόλο οικοδεσπότη σε πάρτι τρελάδικου δίνει την ψυχή του γκρουπ στο πιάτο για όσους αναρωτήθηκαν κάποια στιγμή πως αυτή η μίξη Bonzo Dog Band, Misfits και Σπύρου Παπαδόπουλου από τους Απαράδεκτους έφτασε να συμβολίζει την καταστροφή και θέωση μαζί του prog-pop. Ηχογραφημένο αρχικά το 1990 στον ίδιο χώρο και καπάκι μετά απο live των Napalm Death (είχαν τον ίδιο μάνατζερ), και κυκλοφορώντας το 1995, αυτός ο δίσκος θα μείνει στην ιστορία ως η καλύτερη καταγραφή μιας μπάντας, η υστεροφημία της οποίας είναι καταδικασμένη να υπάρχει μόνο μέσω όσων κατοπινών τους προσπαθούν να ταυτιστούν με την παράνοιά της. Φυσικά οι μόνοι διάδοχοι των Cardiacs είναι οι Cardiacs και ας μην το ξέρουν.
Αντώνης Ξαγάς
Fauve≠ - 150.900 (Fauve Corp, 2016)
Μερικά κουτάκια ονείρων για το Παρίσι:
- Να βρεθώ στο μισοσκόταδο, καθισμένος στις πολυθρόνες του Olympia και να είναι 1964 και ο Μπρελ επί σκηνής να ερμηνεύει το ‘Λιμάνι του Αμστερντάμ».
(Λίγο δύσκολο πραγματοποιηθεί – προς το παρόν τουλάχιστον, με την σημερινή τεχνολογία. Μέχρι τότε μας μένει παρηγοριά ο δίσκος…)
- Να βρεθώ σε ένα χαμηλοτάβανο ημιυπόγειο κάπου σε ένα μπανλιέ και στην σκηνή στο ύψος των ματιών μου να είναι η Στερεολαμπίνα Λετισιά Σαντιέ.
(Τικ, πραγματοποιήθηκε, αν και όχι όπως το φανταζόμουν)
- Να βρεθώ σε ένα κατάμεστο στάδιο μαζί με χιλιάδες Γαλλόπουλα και Γαλλοπούλες να τραγουδάνε όλες μαζί το "j'ai reve qu'on pouvait s'aimer au souffle du vent" της Μιλέν.
(Τικ, πραγματοποιήθηκε, έτσι ακριβώς)
- Να βρεθώ σε ένα κατάμεστο στάδιο μαζί με χιλιάδες Γαλλόπουλα και Γαλλοπούλες να φωνάζουμε όλες μαζί "Tu nous entends le blizzard? Tu nous entends?" (Μας ακούς θύελλα, μας ακούς;) και όταν μετά οι στίχοι αυτού του άσματος αυτής της πολύ ιδιαίτερης κολεκτίβας μουσικών λένε «va te faire enculer» (αφήνω αμετάφραστο…) να υψώνουμε το μεσαίο δάκτυλο ορθωμένο στον αέρα
(Η ελπίδα για την πραγματοποίηση κάπου υπάρχει ακόμη στο βάθος κήπος…)
Μαρία Φλέδου
Front 242 - Re:boot (Iris Light Records UΚ, 1988)
Αυτό το ‘Kάτι Παλιό και Καλό’ με βρίσκει πάνω στην ώρα και σε αναμονή του live που θα έβλεπα τον Μάρτιο του 2020 αλλά ξέρετε… Αν και το απολαμβάνω όσο και το ‘Live Code’, το ‘Re:boot’ είναι ένα ζωντανό άλμπουμ που κουβαλάει περισσότερο από όποιο ζωντανό άλμπουμ έχω ακούσει εγώ, την συναυλιακή εμπειρία: δηλαδή, το ακούς και σχεδόν μεταφέρεσαι εκεί μπροστά τους και το ζεις. (In)famously επηρεασμένοι από τους Prodigy, οι Front 242 έχουν, από λίγο ως πάρα πολύ, ‘πειράξει’ κάθε κομμάτι που θα ακούσετε. Αν δεν το έχετε ακούσει να η ευκαιρία, αν πάλι το ’98 το απορρίψατε γιατί το industrial-ΕΒΜ σας το θέλετε αγνό και το techno σας minimal, να η ευκαιρία να αναθεωρήσετε. Αν πάλι θεωρείτε ότι υπάρχει καλύτερη βερσιόν του ‘Masterhit’, στείλτε μου inbox.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Fushitsusha – First Live (P.S.F. Records, 1989)
Ο πρώτος δίσκος των Fushitsusha δηλαδή του μυθικού (εντελώς κυριολεκτικά) ροκ σχήματος του Keiji Haino από την Ιαπωνία κυκλοφόρησε το 1989 (και ας έπαιζαν ήδη τουλάχιστον μια δεκαετία) και ήταν live ηχογράφηση. Ο Haino παρόλο που μπαίνει και στο studio προτιμά να παίζει ζωντανά και να κάνει τα πάντα σε real time χωρίς τα δεκανίκια της κατόπιν εορτής διόρθωσης. Στα λάιβ άλμπουμ παίζει φυσικά πολύ σημαντικό ρόλο ένα τεχνικό μέρος δηλ. το πόσο καλά θα ηχογραφηθούν, κάτι που συνήθως δεν οφείλεται στον ίδιο τον μουσικό. Αν αυτό επιτευχθεί, η μαγεία εμφανίζεται όταν ο καλλιτέχνης βρει τον καλύτερό του εαυτό και κάπως έτσι κανένα studio album δεν μπορεί να αναμετρηθεί με τη δύναμη του «ωμού» παιξίματος. Το ‘χουμε δει σε πολλούς μεγάλους. Μια περίπτωση είναι και αυτή εδώ, όπου μπλέκονται τα μπλουζ με το ροκ μαζί με τόνους θορύβου, παροξυσμικού ρυθμού αλλά και το κλάμα των θεών.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Keith Jarrett / Gary Peacock / Jack DeJonette – The Out-of-Towners (ECM Records, 2004)
Σχεδόν εξαρχής θεωρούσα ότι οι ζωντανά ηχογραφημένοι δίσκοι έχουν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης μόνο στη jazz. Το “The Out-of-Towners” που προτείνω είναι ένας από αυτούς που αποδεικνύουν έμπρακτα τη λέξη live, μια και, όπως όλοι καλά γνωρίζουμε, πολλοί εμίσησαν το στούντιο, αλλά εκ των υστέρων λίγοι έμειναν μακριά από αυτό. Ηχογραφήθηκε από το τρίο των Keith Jarrett, Gary Peacock και Jack DeJohnette τον Ιούλιο του 2001 στην State Opera του Μονάχου και κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα από την ECM Records. Ανήκει στην ευρύτερη φάση των standards, τα οποία εδώ αποδίδονται όχι μόνο με μαεστρία και ευφυία, αλλά και μεγαλείο ψυχής, που δημιουργεί μια αβίαστη αίσθηση γαλήνης. Ο λόγος γίνεται για τα "Intro / I Can't Believe That You're in Love With Me" (Gaskill, McHugh), "You've Changed" (Carey, Fischer), "I Love You" (Porter), "The Out-of-Towners" (Jarrett), "Five Brothers" (Mulligan) και το συγκλονιστικό "It's All in the Game". Τη σύνθεση που συνυπέγραψαν ο τριακοστός Αμερικανός αντιπρόεδρος, διπλωμάτης, τραπεζίτης και συνθέτης Charles Gates Dawes και ο δικηγόρος, συνθέτης και στιχουργός Carl Sigman, η οποία εδώ μεταμορφώνεται συθέμελα από τα πλήκτρα του Jarrett με έναν τρόπο που μόνο από το επίθετο «καθηλωτικός» μπορεί απλώς να προσεγγιστεί.