Κάτι παλιό καλό να ακούσω;

20 χρόνια MiC

MiC κερνάει, MiC πίνει (ελέω καραντίνας αυτοαναφορικότητα) για τα 20 του χρόνια. 23 συντάκτες, 23 τραγούδια, 23 μικροϊστορίες.

Μπάμπης Αργυρίου
The Flaming Lips - How many times (Bella Union, 2019)
21ο έτος. Πόσες φορές ακόμα θα δω να προστίθεται στις 4/11 ακόμα μια χρονιά στο κοντέρ που βρίσκεται στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας του Mic, πόσες φορές ακόμα θα χαρώ από μηνύματα αγάπης και εκτίμησης αναγνωστών που επιμένουν να μας διαβάζουν και να μας ακούν μετά από πολλά χρόνια ή και από την πρώτη μέρα μας, πόσες φορές ακόμα θα χαρώ για την ένταξη στην ομάδα του Mic εγνωσμένης αξίας συναδέλφου ή καλόγουστου πρωτάρη με γνώσεις και καλή πένα, πόσες φορές ακόμα θα αισθανθώ λύπη που σταμάτησαν νωρίς συντάκτες που είχα σε μεγάλη εκτίμηση, και θα προσπαθήσω να παρηγορηθώ σκεπτόμενος πως τουλάχιστον οι σκέψεις και οι προτάσεις τους φιλοξενούνται στο Mic και είναι ταξινομημένες και προσβάσιμες απ’ όλους, πόσες φορές ακόμα θα ζηλέψω άρθρο συντάκτη που θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ, πόσες φορές ακόμα θα χαρώ διαβάζοντας άρθρα που γράφτηκαν με μεράκι και αδιαφορία για τη μεγάλη απήχηση, παρότι χρειάστηκαν πολύ χρόνο και έρευνα, πόσες φορές ακόμα θ’ ανακαλύψω έναν καλό δίσκο από κριτική ή το ‘Κάτι καλό να ακούσω’, πόσες φορές θα διαφωνήσω με την φειδωλή ή γενναιόδωρη βαθμολόγηση ενός συντάκτη, πόσες φορές ακόμα ο θάνατος ενός αγαπητού μουσικού θα μου θυμίσει τι είχαμε γράψει γι’ αυτόν πριν χρόνια, πόσες φορές ακόμα θ’ ανακοινώσουμε την επερχόμενη mini tour του Matt Elliott στην Ελλάδα, πόσες φορές ακόμα θα παρουσιάσουμε νέο δίσκο του Cave, του Morrissey, της Hersh, του Lanegan, πόσες φορές ακόμα θα με επιπλήξει αναγνώστης για το αγαπημένο του τραγούδι που δεν έβαλα στη συλλογή του συγκροτήματος, πόσες φορές ακόμα θα απορήσω λαμβάνοντας δελτίο τύπου γραμμένο στ’ αγγλικά, σταλμένο από ελληνικό γκρουπ, για δημοσίευση σε ελληνικό σάιτ που απευθύνεται σε έλληνες αναγνώστες, πόσες φορές ακόμα θ’ απορρίψω δελεαστικές οικονομικές προτάσεις για χάρη της πολύτιμης αυτονομίας και της απόλυτης ελευθερίας στην επιλογή της ύλης, πόσες φορές ακόμα θα καμαρώσω για εμάς που συνεχίζουμε δημιουργικά εκεί που άλλοι κουράστηκαν και τα παράτησαν; Ελπίζω Πιστεύω πάρα πολλές ακόμα.

 

Χάρης Συμβουλίδης
Gry with FM Einheit and His Orchestra - Princess Crocodile (FM 4.5.1, 2000)
Είναι ίσως περίεργο, όμως, ενώ διαφορετικά πράγματα θυμάμαι πιο έντονα να μαθαίνω διαβάζοντας MiC (αξέχαστο λ.χ. το ‘In Principio’ του Arvo Pärt, δια χειρός Πάνου Πανότα), κανένα άλλο τραγούδι δεν έχω σχετίσει τόσο πολύ μαζί του, όσο το "Princess Crocodile" από τη συνεργασία Gry & FM Einheit.
Αιτία γι' αυτό, μάλιστα, δεν είναι η διθυραμβική κριτική του Άρη Καραμπεάζη για τον δίσκο που το περιέχει (9 είχε βάλει, ο αθεόφοβος), αλλά το πρώτο αθηναϊκό MiC πάρτυ στο Decadence τον Νοέμβριο του 2006 –το οποίο με γλίτωσε από ένα πολύ άβολο και σίγουρα παράδοξο ραντεβού, λίγο πριν. Σε κάποιο σημείο, ο Λάκης (με τον οποίον είχαμε πάει παρέα) πρόσεξε το CD με τις 16 επιλογές που είχαν φτιάξει οι συντάκτες σε επιμέλεια του Μπάμπη Αργυρίου, οπότε πήραμε και το «σουβενίρ» μας φεύγοντας. Εκείνος ενθουσιάστηκε με την ακυκλοφόρητη ηχογράφηση των Savage Republic, αλλά τα δικά μου μυαλά πήρε το "Princess Crocodile".
Τόσα χρόνια μετά, το τραγούδι αυτό είναι ακόμα «soundtrack» εκείνης της τρελής βραδιάς, αλλά και λόγος να φέρνω κατά νου τον Λάκη (τον φωνάζαμε έτσι, μα τον έλεγαν Δημήτρη Ραπτάκη), ο οποίος λίγο αργότερα χάθηκε εντελώς από το ραντάρ της κοινής παρέας. Μέσω τρίτου, μάθαμε κάποια στιγμή ότι είχε πεθάνει.

 

Γιάννης Πλόχωρας
Crystal Castles – Celestica (Polydor, 2010)
Θυμάμαι πάντα να ‘χω τύψεις γιατί συνέχεια προκαλούσα προβλήματα κι εκνευρισμό στο Μικ. Π.χ. το 2008 δεν σήκωνε να γράψεις το φθινόπωρο για δίσκο που είχε βγει τον χειμώνα. Το γκρουπ που την πλήρωσε ήταν οι Yeasayer και το κείμενο ήταν αυτό (Σ.τ.Α.: ποτέ δεν είναι αργά για μια αποκατάσταση).
Το κομμάτι που διαλέγω ν' ακούσουμε, από την άλλη, μου θυμίζει ένα άλλο λάθος μου, είχα στείλει το 2010 μια κριτική για τον δεύτερο δίσκο των Crystal Castles, έγκαιρα με το που κυκλοφόρησε, αλλά μου επεστράφη ως κακιασμένη, πορωμένη και σχιζοφρενική, γιατί άρχιζα αποκαλώντας τους εγωπαθή κι αμοράλ τίποτα που εκμεταλλεύονται τους γύρω όταν δεν αντιγράφουν εκ του ασφαλούς πόζα και στυλ (με εκτεταμένη τεκμηρίωση, παρακαλώ) και κατέληγα ότι μου αρέσουν πάρα πολύ, ξεχωρίζουν απ όσους καινούργιους άκουσα παράλληλα και τους έβαλα βαθμό κι 8, άσε που έγινα και πολύ προσωπικός δηλώνοντας την προτίμησή μου στο τυρκουάζ καλσόν της Alice Glass. Ναι, τι;

 

Δημήτρης Κάζης
MGMT – Time to pretend (Red Ink, 2007)
Η χρονιά ήταν το 2008 και οι δυνατότητες έμοιαζαν ατελείωτες. Το Μπρούκλιν γινόταν για ακόμη μια φορά το παγκόσμιο κέντρο της μουσικής δημιουργίας και τον Μάρτη βγήκε το ντεμπούτο μιας super cool μπάντας με επιμελώς ατημέλητα ρούχα και κουρέματα που ξεκινούσε με αυτό το τραγούδι που φανέρωνε τεράστιο ταλέντο, βαθιά γνώση, μουσική μαστοριά και μεράκι. Πρωτοδιάβασα γι’ αυτούς στο MiC και το έχω συνδέσει μαζί του για πάντα. Εκείνο το ανέμελο καλοκαίρι ήταν το soundtrack για τις βόλτες, τα μπάνια και τα ποτά μας. Το Σεπτέμβρη διαβάσαμε μια είδηση που πέρασε στα ψιλά, μια αμερικάνικη τράπεζα Lehman Brothers λέει χρεοκόπησε αλλά εντάξει, τι μας νοιάζει εμάς. Και του Αη-Νικόλα γαμήθηκε το σύμπαν και μπήκαμε στο καθοδικό σπιράλ.

 

Χριστίνα Κουτρουλού
Talking Heads - Life During Wartime (Sire, 1979)
Το να συνδυάζεις περιστατικά, γεγονότα, ανθρώπους με μουσική, ίσως να είναι το πιο εύκολο. Εκεί που ξεκινά να δυσκολεύει το πράγμα είναι όταν θες να δικαιολογήσεις το γιατί. Να ξεπεράσεις δηλαδή το «απλά συνέβη/απλά ξέρω ότι του αρέσει», πηγαίνοντας σε κάτι που να βγάζει νόημα.
Ένα άρθρο για τους Talking Heads, πάντως, ήταν η αφορμή για τη δική μου πρώτη συνάντηση με το MiC, όταν εκείνο βρισκόταν πλέον στην εφηβεία του κι εγώ στη μετεφηβεία μου. Σκεπτόμενη τώρα εκείνη την ηλικιακή συγκυρία, πιστεύω πως δεν ήταν τυχαίο αυτό το πέρασμα από το πασίγνωστο, το γνωστό και το λιγότερο γνωστό, στο άγνωστο σε σένα. Με απόψεις που αναγνωρίζεις ότι δεν αναζητούν το clickbait, ακόμα κι αν σε εξοργίζουν. Ούτε και ευθυγραμμίζονται με τάσεις.
Έρχεται δηλαδή όταν ξεπερνάς τους Ραδιοκέφαλους και τους Sex Pistols και στο άκουσμα του "Life During Wartime" ξεστομίζεις –ίσως με λίγη δανειζόμενη αυθάδεια– ότι «η αλήθεια κρύβεται στους Talking Heads». Τουλάχιστον μέχρι το επόμενο (κρυμμένο, ενίοτε) διαμαντάκι.

 

Ελένη Φουντή
Alphaville - Big In Japan (WEA, 1984)
Το "Big In Japan" είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια της παιδικής ηλικίας, για να μην πω έβερ. Είναι ένα τραγούδι που θέλει ένταση και μπάσα γιατί τα συνθ από το πρώτο κουπλέ στο δεύτερο πυκνώνουν και προς το τέλος γίνονται σούπερ πορωτικά, έστω γι' αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα που διαρκούν (μην ξεχνάμε και το πάγιο άγχος της εποχής μην τυχόν ξεπεραστεί το πεντάλεπτο και αποχαιρετήσουμε airplay). Είναι ένα τραγούδι εξωφρενικά κομμένο και ραμμένο για να γίνει four-on-the-floor ιταλο χιτάκι, από μια μπάντα που απογείωσε το lip sync (τουλάχιστον ο Marian Gold τραγουδούσε όντως βέβαια, όχι σαν τους απατεώνες τους Milli Vanilli), με ένα βίντεο αδιανόητα cheesy (τα πλάνα με τα απλωμένα χέρια ενώ πέφτουν αστροπελέκια θυμίζουν κάτι sci-fi no budget ταινίες που οι εξωγήινοι φοράνε αλουμινόχαρτα στο κεφάλι, και φυσικά ΤΙ ΦΟΡΑΝΕ οι Alphaville, θεέ μου), με ορισμένες όμως πολύ προχωρημένες αισθητικά λεπτομέρειες, όταν τα πρόσωπα ζωγραφίζονται στο χέρι, γίνονται οθόνες προβολής βίντεο, εναλλάσσονται με τη μορφή της γκέισας και μεταλλάσσονται. Είναι ένα τραγούδι φτηνό και μεγάλο την ίδια στιγμή και γι' αυτό φοβερά γοητευτικό. Ένα τραγούδι που ακούω συχνά περπατώντας και κάνει τον ήλιο να μοιάζει νοικιαστή disco ball με καθρέφτες.
Και είναι ένα τραγούδι που έστρεψε την προσοχή μου στο πρώτο αφιέρωμα που διάβασα στο MiC, το Guilty Pleasures. Εκεί λοιπόν ο κύριος Ξαγάς με καταρράκωσε την ανυποψίαστη αναγνώστρια, λέγοντας ότι δεν νιώθει τύψεις που απολαμβάνει την πλαστική ποπ των Alphaville. Άκου πλαστική! Δηλαδή έτσι είναι προφανώς, αλλά ρε παιδιά έπρεπε να το δούμε γραμμένο; Αφήστε με στη ρομαντική πλάνη μου, μη θίγετε τα τοτέμ της παιδικής μου ηλικίας. Τελικά βέβαια διάβασα όλο εκείνο το αφιέρωμα και ήταν εξίσου απολαυστικό με την πλαστικούρα των Alphaville, το δε MiC άρχισα να το παρακολουθώ συστηματικά λίγο αργότερα είναι η αλήθεια, δεν ήταν το μη ενοχικό αφιέρωμα η αφορμή, όμως αυτή ήταν μια στιγμή στο χρόνο που πατήθηκε το κλικ στη φωτογραφική μηχανή και η πόζα έμεινε, την επέλεξε ο εγκέφαλος. Στην πορεία ανακάλυψα ότι το κόμπο θάψιμο - αποδοχής του "Big In Japan" είχε τιμηθεί και παλιότερα, όταν ο Άρης Καραμπεάζης φρόντισε να διαχωρίσει την original disco από την καλύτερη. την μπασταρδεμένη με το new wave, παρακμιακή disco. Λοιπόν, επειδή έχουμε όλοι δίκιο (ιδίως αφού εν προκειμένω συμφωνούμε κιόλας), η απάντησή μου σε όλα αυτά δεν μπορεί παρά να είναι μία. Χρόνια πολλά MiC, να είσαι εδώ και στα επόμενα 20 χρόνια, να μας δίνεις κι άλλα κλικ χαράς, ταύτισης, γκρίνιας, ενθουσιασμού και απογοήτευσης, γιατί αλλιώς δεν έχει νόημα και δεν έχει και πλάκα. Make it big in... anywhere!

 

Μάριος Καρύδης
The Triffids – Hell of a summer (Hot Records, 1984)
Ήταν ένα καλοκαίρι ανεργίας αλλά ήταν κι ένα καλοκαίρι αγνής ανεμελιάς και μόνιμων διακοπών. Φιλοξενούσα για λίγες μέρες στην γκαρσονιέρα μου τον Π. μέχρι να φύγουμε για διακοπές στην Αμοργό. Όπως μαζεύαμε μουσικές για να πάρουμε μαζί μας, η κουβέντα πήγε στους Triffids τους οποίους είχα μάθει μόλις λίγες μέρες πριν από μια συνέντευξη του Μπάμπη Αργυρίου με τον David McComb που απλά έτυχε να διαβάσω. (Μου έκανε εντύπωση ο αφοριστικός λόγος του μακαρίτη για το ροκ εν ρολ και είπα «ποιός είναι αυτός ο τύπος; Πρέπει να είναι φοβερός ροκενρολάς!») Το μυαλό του φίλου είχε σκαλώσει κάμποση ώρα με ένα τραγούδι των Triffids που μίλαγε για το καλοκαίρι αλλά δεν θυμόταν τον τίτλο, εγώ είχα μερική άγνοια, δεν είχα εντρυφήσει ακόμα αρκετά. Όταν με την βοήθεια της τεχνολογίας το θυμήθηκε και το άκουσα ενθουσιάστηκα. Το βάλαμε φυσικά στο soundtrack και στο repeat...
Ήταν όμορφη η Αμοργός. Όταν γυρίσαμε η Χίλντα μου έστειλε ένα μήνυμα που με ρώταγε αν με ενδιαφέρει να γράψω καμιά κριτική για το MiC. Εγώ ντρεπόμουν αλλά με έπεισε, με βοήθησε να γράψω κάτι και μου είπε να το στείλω στον Μπάμπη, γράφοντας μαζί και δυο λόγια για εμένα. Έστειλα την κριτική αλλά δεν συστήθηκα ιδιαίτερα (δεν ήξερα τι να γράψω, «γιατί ποιός είμαι εγώ, μήπως είμαι κάποιος;» που λέει και η Δήμητρα στους Απαράδεκτους σκέφτηκα), ο Μπάμπης το ανέβασε και έκτοτε όλο και κάτι γράφω που και που...
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Μελέτησα περισσότερο την ποίηση των Triffids και κατάλαβα ακόμα καλύτερα την αγάπη του Μπάμπη, της Χίλντας και πολλών άλλων συντακτών του MiC γι' αυτούς. "Every word of kindness tastes like bile'' αλλά όχι σε αυτή την περίπτωση. Ήταν ένα καλοκαίρι, αλλά γενικότερα μια χρονιά, που θυμάμαι πάντα με ένα σκαστό και ειλικρινές χαμόγελο, και με αυτή την περίοδο, έτσι αφηρημένα, έχω συνδέσει το ''Hell of a Summer'' με το MiC. Στην υγειά του!

 

Γιώργος Κοτσώνης
The Sound – Hothouse (Korova, 1981)
Τέλη 2000…έχουν περάσει δύο χρόνια από την κυκλοφορία του 4ου και τελευταίου τεύχους της δικής μας (θεωρήστε το και πληθυντικό ευγενείας) έντυπης απόπειρας, ΄Χωρίς κανόνα’. Το Rollin Under ως δισκάδικο συνεχίζει τη λειτουργία του και κάποια στιγμή ο ιδιοκτήτης του μου μιλά για τις σκέψεις περί MiC…όπου MiC σε γενικές γραμμές σημαίνει μεταφορά του πνεύματος των γραπτών του Rollin Under zine από έντυπη σε διαδικτυακή μορφή. Μου δίνει μάλιστα να ρίξω μια ματιά σ’ ένα από τα πρώτα κείμενα προς δημοσίευση και το μάτι μου πέφτει σε αναφορά στους Radiohead από τον ταλαντούχο, όπως σύντομα φάνηκε, Άρη Κ. (παραδόξως, Άρης κατ’ όνομα άλλα όχι-δυστυχώς για τον ίδιο- σε συλλογική προτίμηση). Στις συζητήσεις για να βαφτιστούν κάποιες στήλες, ο αινιγματικός πατριάρχης του βορειοελλαδίτικου underground Μπάμπης Αργυρίου συνεισέφερε το ‘Babelogue’, ο δε υποφαινόμενος το ‘Modern Talking’. Ανάμεσα στ’ άλλα και με το ‘X.Κ’ να’ χει ολοκληρώσει τον κύκλο του, μου ανατέθηκε να διαλέξω αφιέρωμα σε μια μπάντα. Χωρίς πολύ σκέψη διάλεξα τους Sound.
Έχετε προτίμηση σε απόλυτους τίτλους; Τότε μιλάμε για την πλέον αδικημένη/ υποτιμημένη μπάντα, αν όχι στην ιστορία της μουσικής, τουλάχιστον στην δεκαετία του ’80 (αν και στην κορυφή αυτής της θλιβερής κατηγορίας συγκατοικούν με τους Chameleons). Λίγο το ανύπαρκτο image (ποιος να διαλέξει γι΄ αφίσα τον ασουλούπωτο Adrian), λίγο η υποτυπώδης προώθηση από τις πρώτες εταιρείες τους (τότε που παιζόταν όλα), λίγο η δική τους στάση (ειδικά με το ‘All fall down’ έστειλαν ξεκάθαρο μήνυμα για το αν και πόσο τους απασχολούσε η σχέση τους με την εταιρεία κι όχι μόνο), το αποτέλεσμα απαράλλαχτο μέχρι και σήμερα, πάνω από 30 χρόνια μετά... κατά κανόνα αγνοημένοι. Για τους μύστες ωστόσο αδιαπραγμάτευτα λατρεμένοι.
Το ‘Hothouse’ είναι πιο γνωστό στην live εκδοχή του, άλλωστε δάνεισε ονομασία στο ‘Live in the hothouse’ όπου η μπάντα δείχνει ξεκάθαρα τι αξίζει ζωντανά. Στη studio εκτέλεσή του υπάρχει επίσημα στο ‘From the Lion’s mouth’, μάλιστα εκκινεί αρκετά αφ΄ότου τελειώνει το έσχατο του δίσκου, New dark age. Όταν έγιναν επανεκδόσεις όλων των έργων τους, φυσιολογικά προστέθηκαν και κάποια ανέκδοτα/σπάνια κομμάτια, ο Borland ωστόσο ζήτησε το ‘Lion’s mouth’ να μείνει ουσιαστικά ανέγγιχτο, με μοναδική μικρή εξαίρεση το ‘Hothouse’.
Κι αν ξεκινάς 20 χρόνια πριν (και) με τους ιππότες του μετα-πανκ στο πρώτο τεύχος σου, δίνεις απ’ την αρχή ένα στίγμα που στην πάροδο των ετών δε θυσιάστηκε, ευτυχώς, για μια χούφτα παραπάνω αναγνώσεις.

 

Αντώνης Ξαγάς
X-Mal Deutschland - Hand in hand (4AD, 1983)
«Η Θεσσαλονίκη ήταν η έδρα και η γενέτειρα, τόσο που δεν μπορώ να σκεφτώ τις σελίδες του χωρίς να τις τυλίγει εκείνη η ομίχλη του Θερμαϊκού που σηκώνεται τα πρωινά». Για ένα τραγούδι για τα 20χρονα του MiC ξεκίνησα να γράψω, αλλά στην πορεία ξαναμπήκα σε διαδρομές ΚΤΕΛ Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Κι επέστρεψα σε εκείνη την πρώτη φορά, για το πρώτο πάρτυ, Γενάρης του ’04, είχε σουρουπώσει, η Εγνατία κατέβαζε (ή μήπως ανέβαζε, πάντα τα έμπλεκα αυτά) κρύο, κουβάλαγα αθηναϊκά σεκλέτια, το άγχος της πρώτης γνωριμίας και το επερχόμενο ξενύχτι και κατέφυγα για προκαταβολική στήριξη σε ένα λαϊκό μαγειρείο στην Μοναστηρίου, ένα γιουβέτσι με μοσχάρι έκανε τη δουλειά, μετά το έκοψα με το πόδι (θυμήθηκα και τον ταξιτζή την άλλη φορά που ξεκαρδίστηκε όταν του είπα «στην αψίδα του Γαλέριου»). Και σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να γράψω κάτι και με θέμα «ένα πιάτο για το MiC». Το οποίο θα μπορούσε να είναι ένα πιάτο πατσά (πατσά-πατσά σε επανάληψη όπως στην ταινία του Βέγγου) ξημερώματα θολής μνήμης κάπου στην Τούμπα. Ή μια μπουγάτσα από τον ‘Ζήση’ κάποιο από τα πολλά πρωινά Σαββάτου στο Rollin Under με ψιλή κουβέντα για νέους δίσκους, «τι είναι αυτό που ακούμε;», και νέες ήττες του ΠΑΟΚ (ή του Άρη ή του Ηρακλή). Ή ένα ανάλαφρο γλυκό αργά το απόγεμα στο «Φρουτότυπο» ατενίζοντας να μουχρώνει τεμπέλικα (και χαλλλαρά) στο κομμάτι ουρανού που άφηναν ελεύθερο οι πολυκατοικίες στο Ναυαρίνο. Τραγούδι όμως; Ένα; Πολλές ώρες αργότερα, την ώρα που δεν έχει πια σημασία η ώρα, στο «δικό μας» Residents, έπεφταν στα ηχεία οι ξυραφένιες κιθάρες και οι κρύες ρυθμικές πνοές του «Hand in hand» των X-Mal Deutchland και… δεν θυμάμαι πια. Είχα πάντως φτάσει.

 

Δημήτρης Τσιρώνης
Zounds – Demystification (Rough Trade, 1981)
Καμιά εικοσαετία πριν πήρα ν' αλλάζω. Κράτησα μερικά σπασμένα κομμάτια απ' ό,τι με συντρόφευσε μέχρι τα εφηβικά χρόνια και άρχισα να ψάχνω περισσότερο το περίεργο και το καινοτόμο. Τα κρυμμένα μυστικά σε κάθε γωνιά του συρταριού αυτής της παγκόσμιας χωρικής μουσικής. Οι Zounds όμως, έμειναν σαν ζωγραφιστοί με πενάκι στο δέρμα μου. Η διαλεύκανση που αναζητούσαν δεν ήρθε κι αυτός ήταν κι ο σκοπός της. Το ‘Demystification’ είναι κομμάτι της σάρκας μου κι αρνείται να ξεθωριάσει όπως εκείνα τα γραμμένα cdr ακόμα παίζουν όποτε τα χρειαστείς. Οι Zounds σχηματίστηκαν εκεί κοντά στη γέννησή μου, μέρος της κασετοκουλτούρας της επόμενης δεκαετίας, κυκλοφορίες στη Fuck Off Records και πορεία συμπληρωματική με τους Crass. Ότι κι αν γνώρισα κι αν θυμήθηκα κι αν ξέχασα απ' αυτά τα είκοσι χρόνια του mic, πάντα θα ακούω τον Steve Lake να φωνάζει "Don't come round with any of that cheap karma, I want some demystification about what's going on". Εβίβα, χωρίς λοιπές ευχές.

 

Τάσος Βαφειάδης
Δυο δευτερόλεπτα – Πίσσα και Πούπουλα (Wipe Out Records, 1993)
Μέχρι τα 39 μου χρόνια (τα πόσα;) έγραφα μόνο επιστημονικά άρθρα (εντάξει και μερικά πολιτικά). Δεν ξέρω γιατί, αλλά, αν και τις περισσότερες ώρες της μέρας τις ξόδευα απλόχερα στη μουσική και τα περισσότερα χρήματά μου για χρόνια πήγαιναν σε δίσκους, δεν είχα αποπειραθεί να γράψω κάτι σχετικό με τη μουσική. Καταλύτης για «ν’ ακουμπήσει η βελόνα στο πικάπ» ήταν το βιβλίο του Μπάμπη Αργυρίου, “Έχω όλους τους δίσκους τους”. Η φράση: “Pay no more than 12 €”, που αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, μου κίνησε την περιέργεια να κάνω μια έρευνα σχετικά με το ποιοι και πότε έβαλαν διατίμηση στους δίσκους τους. Χωρίς καμία απολύτως σκέψη το κειμενάκι στάλθηκε στο MiC, τη μουσική σελίδα που διάβαζα και εμπιστευόμουν περισσότερο. Ακόμα θυμάμαι το πλατύ μου χαμόγελο όταν το είδα να δημοσιεύεται. Στη συνέχεια δέχτηκα ένα email από τον Αντώνη Ξαγά, το ένα άρθρο έφερε το άλλο και σήμερα χαίρομαι που είμαι και εγώ μέλος αυτής της μεγάλης, ετερόκλιτης, ελεύθερης στην έκφραση, χωρίς σπόνσορες παρέας.
Το “Δυο δευτερόλεπτα” υπήρχε σε εκείνο το πρώτο μου άρθρο και βρίσκεται σε έναν δίσκο που είχα αγοράσει την εποχή των πολιτικών κειμένων από το θρυλικό δισκάδικο του Μπάμπη, το Rollin Under.

 

Θανάσης Φωτιάδης
Τρύπες - Μέσα στη Νύχτα Των Άλλων (Virgin, 1999)
Πέρασαν σχεδόν 10 χρόνια από την πρώτη μου κριτική για το MiC. Διαβάζω τώρα μερικά από τα 43 άρθρα-κριτικές που έχω γράψει από τότε και χαίρομαι για εκείνες τις στιγμές που αποτυπώθηκαν με λέξεις. Χαίρομαι γιατί η κάθε μία μου έδωσε πολλά ως άνθρωπο, ως μουσικό και ως ακροατή. Το γράψιμο δε, μου έδωσε την ευκαιρία να διατηρήσω την επαφή μου με τη γλώσσα καθώς από το 2004 έμενα εκτός χώρας. Το άρθρο που είμαι πιο περήφανος είναι το άρθρο για τη δισκογραφία των Τρυπών, που έγραψα το 2015. Μου πήρε 10 μήνες για να το γράψω καθώς “για τις ανάγκες του άρθρου αυτού άκουσα το κάθε άλμπουμ ολόκληρο τουλάχιστον 20 φορές και για μια εβδομάδα το καθένα”, προσπαθώντας όσο το δυνατόν να έχω μια αντικειμενική άποψη για μια μπάντα που μας σημάδεψε όσο τίποτα άλλο. Για το τελευταίο τους έργο έγραψα: "Θυμάμαι ακόμα τη δύναμη που μου έδινε τότε αυτό το άλμπουμ, σημαδεύοντας για πάντα έναν νέο άνθρωπο 19 χρονών, και ακόμα και σήμερα, ετών 35 πλέον, πολλές φορές με παίρνει από το χέρι και με βοηθάει να σηκωθώ και να αντέξω τα χτυπήματα Μέσα Στη Νύχτα Των Άλλων”. Θα θυμάμαι για πάντα την πρώτη φορά που άκουσα το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, εκείνος ο μανιακός χορός που προκαλούν οι ατονικές του συγχορδίες, οι ηλεκτρικές εκκενώσεις και τα κιθαριστικά ουρλιαχτά του. Είμαι ευγνώμων για αυτό που μας δόθηκε. Και στο mic για την ευκαιρία που μου δίνει να εκφράσω την αγάπη μου για τη μουσική. Καλή μας Δύναμη.

 

Μαριάννα Βασιλείου
A Place to Bury Strangers – Keep Slipping Away (Mute, 2009)
Σεπτέμβριος του 2012 (ήμανε νια και γέρασα) και πρώτη μου αποστολή στο mic.gr είναι συνέντευξη από τους A Place to Bury Strangers που θα έρχονταν για live στη χώρα (τω καιρώ εκείνω, που γίνονταν συναυλίες). Βάζω να ακούσω το “Exploding Head” για να κατεβάσω ιδέες, κολλάω στο “Keep slipping away” («ρε τι κομματάρα είναι αυτή, πώς δεν την είχα προσέξει τόσο καιρό») και βγάζω τις ερωτήσεις για τη συνέντευξη. Αυτή είναι η ιστορία, δεν έχει punch line. Το κομμάτι όμως το έχω συνδέσει με το mic.gr, γιατί ήταν η πρώτη φορά που έγραφα κάτι αποκλειστικά για ένα σάιτ που το διάβαζα συστηματικά για να ξεστραβωθώ μουσικά, που οι συντάκτες του μου φαίνονταν κολοσσοί μουσικής γνώσης και ένιωθα δέος απέναντί τους και την ανάγκη να φανώ αντάξιά τους. Οκτώ χρόνια μετά, το mic.gr κλείνει 20ετία και οι συντάκτες του συνεχίζουν να είναι κολοσσοί μουσικής γνώσης, αλλά και υπέροχοι άνθρωποι. Πλέον δεν νιώθω δέος απέναντί τους, αλλά συνεχίζω να νιώθω την ανάγκη να φανώ αντάξιά τους. Όχι όμως σε επίπεδο μουσικών γνώσεων ή γραφής – αν κάτι έμαθα οκτώ χρόνια στο mic.gr, είναι ότι το γούστο και η γραφή είναι προσωπικά θέματα. Οφείλω να φανώ αντάξιά τους στο πόσο ανάγκη έχουμε τη μουσική και στην αγάπη με την οποία φτιάχνεται το mic.gr – γιατί αυτό είναι το βασικό του συστατικό: η αγάπη για τη μουσική και το σάιτ αυτό. Ελπίζω να το πετυχαίνω, έστω και λίγο.

 

Μαρία Φλέδου
Swervedriver - Deep Seat (Creation, 1991)
Για το MiC έγραψα πρώτη φορά πριν τέσσερα χρόνια μετά από παρότρυνση του φίλου μου Άρη (τα λες που τα λες σε εμάς τόσα χρόνια...) και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Κάθε κείμενο που έχω γράψει έκτοτε περιέχει κάτι λίγο ή (συνήθως) πολύ προσωπικό και κάποια στιγμή ένα από αυτά έγινε και η 'εισαγωγή' μίας προσωπικής μου ιστορίας.
Το 2018 έγραψα ένα μίνι αφιέρωμα/ live review για μία μπάντα που πάντα αγαπούσα ιδιαίτερα, τους Swervedriver. Στην συναυλία αυτή είχα στηθεί από νωρίς μπροστά, έτοιμη για το συνηθισμένο multitasking τραγουδάω-φωτογραφίζω-κρατάω σημειώσεις. Όλα πήγαν καλά, αλλά μου έλειπαν τα στοιχεία του τέταρτου μέλους στην συγκεκριμένη περιοδεία, του μπασίστα (ο οποίος μάλιστα έδωσε το σετ-λιστ που διεκδικούσα στον διπλανό μου).
Αφού έκανα search και διορθώσεις, το κείμενο εστάλη στον αρχισυνεργάτο Αντώνη και τέλος πόσταρα και το βιντεάκι μου από το αγαπημένο μου κομμάτι τους στο Instagram. Την επόμενη μέρα έλαβα ένα μήνυμα:
- Γεια, εσύ δεν ήσουν μπροστά στο Academy;
- Ναι εγώ. Έφαγα ένα Σαββατοκύριακο να ψάχνω το CV σου για το κείμενό μου.
- Είσαι music journalist;
- Χμ... περίπου. Ψάξε mic.gr και θα δεις την φάτσα σου εξώφυλλο. Θα χρειαστείς Google Translate.
Ακόμη δεν είμαι σίγουρη αν το έχει διαβάσει ολόκληρο.
Χρόνια πολλά MiC με ένα παλιό καλό μου που ανανεώθηκε χάρη σε εσένα.

 

Γιώργος Παπαδόπουλος
Cult of Luna - In awe of (Indie Recordings, 2013)
To 2013 που η πανδημία έμοιαζε με τετριμμένο κινηματογραφικό σενάριο επιστημονικής φαντασίας, έστειλα στον Μπάμπη Αργυρίου προς δημοσίευση ένα κείμενο για το μεγαλύτερο παζάρι βινυλίου στην Ευρώπη που λάμβανε χώρα στην Ουτρέχτη δυο φορές το χρόνο. Τακτικός θαμώνας καθώς ήμουν σκέφτηκα να μοιραστώ την εμπειρία μου και κάπως έτσι, απλά, ξεκίνησε η σχέση μου με τον mic-ρόκοσμο του MiC. Ξεκίνησα με βάση την μηνιαία στήλη “Vinyl Lust” και απλώθηκα σε όλο το ρεπερτόριο του MiC. Το κείμενο το έστειλα γύρω στα τέλη της χρονιάς, τότε που ξεχωρίζαμε τις αγαπημένες κυκλοφορίες και αν πρέπει να συνδέσω το ξεκίνημα μου με κάποιο κομμάτι τότε ας είναι αυτό των Cult of Luna - "In Awe Of" από τον τεράστιο δίσκο τους Vertikal που ξεχώρισε το 2013.
Τι και αν πέρασαν ήδη 7 χρόνια. Τι και αν είμαστε στο σπίτι με τις πιτζάμες λόγω μιας παγκόσμιας πανδημίας και ξανα-ματα-ξεχωρίζουμε τα αγαπημένα μας για το 2020, νωχελικοί, ολίγον τι μουδιασμένοι απέναντι στην τρέχουσα πραγματικότητα. Τι και αν αργήσουμε να ταξιδέψουμε ξανά. Κάποια πράγματα ευτυχώς δεν αλλάζουν, παραμένουν και συνεχίζουν να παίζουν τον σημαντικό ρόλο των αγκυρών που μας κρατούν σταθερούς στην όποια ισορροπία έχουμε φτιάξει με τον καιρό. Και συνεχίζουμε...

 

Μάνος Μπούρας
Grizzly Bear - Sleeping Ute (Wap, 2012)
Η σχέση μου με το mic.gr είναι μακροχρόνια, όπως και των περισσότερων που το διαβάζουν άλλωστε (τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω!). Διάβαζα τα κείμενά του επί χρόνια, και μάθαινα από εκεί για δίσκους που εγώ τουλάχιστον, όσο διεξοδικά κι αν παρακολουθούσα την επικαιρότητα ή αν σκάλιζα το παρελθόν της μουσικής, δεν γνώριζα την ύπαρξή τους. Ακόμη δε κι αν αρθρογραφούσα σε άλλα έντυπα ή διαδικτυακά περιοδικά, υπήρχε μια ξεροκεφαλιά στους ιθύνοντες του site να τραβήξουν έναν εντελώς δικό τους δρόμο που με γοήτευε και με έκανε κρυφά να θέλω να συμμετέχω κι εγώ στην παρέα αυτή. Κάτι που έγινε αβίαστα, ήρθε μόνο του, τα έφερε έτσι η ρουφιάνα η ζωή και χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, έγινα κι εγώ μέλος της παρέας. (Κατά μία έννοια, βρέθηκα ένα μικρό μόλις βήμα από τον βασικό της πυρήνα, αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία αυτό). Σχεδόν από σπόντα, έδωσα το πρώτο μου κείμενο τον Ιούνιο του 2013 κι ήταν ένα review του φεστιβάλ Primavera εκείνης της χρονιάς, κι αυτό επειδή δεν μπόρεσε να παρευρεθεί σ' αυτό ο Άρης Καραμπεάζης και να το περιγράψει σε πέντε συνέχειες ξέρωγω. Συνειρμικά λοιπόν, καταθέτω ένα κομμάτι που μου θυμίζει εκείνο το φεστιβάλ, εκείνο το κείμενο, αυτό το site!

 

Κώστας Καρδερίνης
The Horse Flies - Human Fly (Rounder Records, 1987)
Κάτι παλιό καλό: για το MiC.gr ρε γαμώτο!!!
Γύρισαν τ’ απάνω-κάτω στη φολκ και την κάντρι μουσική. Την μπόλιασαν με στοιχεία ηλεκτρονικά και στίχους υπαρξιστικούς. Το πρώτο τους άλμπουμ, Human Fly [1987], ήταν και το πρώτο από Τα 3 πρώτα LPs που [θυμάμαι να] μου πρότεινε ο Μπάμπης [κι εγώ τσίμπησα], όπως μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Αυτός ο δίσκος έγινε αιτία να σταματήσω να παρακολουθώ και να ακούω τον Γιάννη Πετρίδη, από τις 4 στις 5, που μέχρι τότε άκουγα και ξανάκουγα ανελλιπώς, όπως διαβάζετε, αν θέτε, πατώντας εδώ.
Το όνομα αυτών The Horseflies, από την Ιθάκη των ΗΠ. Όνομα που αργότερα το κόψανε στα δυο [τρία με το άρθρο]. Το τραγούδι που προτείνω είναι το ομώνυμο του ντεμπούτου τους, ολική μετασκευή και επαναφορά του κομματιού των γκαραζοπάνκηδων Cramps, μετασκευή η οποία φανερώνει τις ροκ ανησυχίες και αναφορές τους. Διασκευές έγιναν κι άλλες στο Human Fly μετά από αυτούς, πιο διάσημες και πιασάρικες, όπως φαίνεται στην λίστα που ακολουθεί. Όμως τέτοιον λυρισμό και τέτοιον καημό δεν έβγαλε κανείς.
Έτσι, όταν, στην αυγή της τρέχουσας χιλιετίας, η παλιοπαρέα του Μπάμπη κατέβασε την ιδέα να σκαρώσει το MiC.gr, ακολουθώντας το διεθνές ρεύμα της νέας ψηφιακής εποχής, δεν δίστασα λεπτό ν’ αποφασίσω. Το αγκάλιασα και μας αγκάλιασα με όλες μου τις δυνάμεις και μεταμορφώθηκα εν μία νυκτί σε Κλέφτη Εικόνων. Αυτή όμως είναι μια άλλη MiCρο-ιστορία την οποία, κάποια στιγμή, θα σας την αφηγηθώ. Εν αναμονή ακούστε τα κάτωθι.
οι πρώτοι κι οι επόμενοι
The Cramps: Human Fly στο πρωτότυπο
Zeus! και Mike Patton: Human Fly μαθ
Hanni El Khatib: Human Fly ευφημιστικό
The Horse Flies: Human Fly μετελεγειακό

 

Μιχάλης Βαρνάς
Tonbruket – Trackpounder (ACT, 2011)
Η πρώτη κριτική που έγραψα για το MiC ήταν πριν εννιά χρόνια ακριβώς. Δημοσιεύθηκε 7 Νοεμβρίου και ήμουν πολύ χαρούμενος διότι την επόμενη είχα τη γιορτή μου και θα μετέφερα το νέο στους καλεσμένους μου. Λίγους μήνες πιο πριν είχα ανοίξει λογαριασμό στο facebook. Η πρώτη κριτική αφορούσε τους Tamikrest. Την διάβασα με φόβο πριν λίγο και διαπίστωσα πως ήταν ευχάριστη. Πιο εύκολα δεχόμαστε μια παλιά φωτογραφία μας παρά ένα παλιό μας κείμενο.
Το MiC δεν το γνώριζα ως τότε. Θα αναρωτηθείτε πως γίνεται να μην γνώριζα το MiC. Μπορώ να δώσω μια εξήγηση. Δεν χρησιμοποιούσα το ίντερνετ αρκετά. Ανέφερα ενδεικτικά το facebook που στα πρώτα χρόνια του ήμουν από τους αρνητές. Αγόρασα πρώτη φορά σκληρό δίσκο δύο χρόνια αργότερα, όταν μια καταστροφική πλημμύρα κατέστρεψε ένα Seat Ibiza και 50 βινύλια που υπήρχαν στο πορτμπαγκάζ.
Ως τότε δεν είχα κατεβάσει ούτε ένα τραγούδι. Αγόραζα cd, δίσκους, περιοδικά άκουγα ραδιόφωνο και τους φίλους μου που ήταν το ίδιο παθιασμένοι με τη μουσική. Αυτή ήταν η ενημέρωση μου.
Η Χίλντα Παπαδημητρίου μου πρότεινε να αρχίσω να γράφω στο MiC. Αρχικά έστειλα κάποιες κριτικές στον Μπάμπη και εκείνος με κατεύθυνε μέχρι να πάρω το κολάι. Νομίζω πως ποτέ δεν το βρήκα αλλά επειδή είναι ευγενικός και συναισθηματικός άνθρωπος ο Μπάμπης μου έδωσε την ευκαιρία. Όπως σας είπα το κείμενο μου για τους Tamikrest ήταν χαριτωμένο. Κι εκεί που είχα ενθουσιαστεί του στέλνω μια κριτική για τους Tonbruket που τότε είχαν κυκλοφορήσει το δεύτερο τους άλμπουμ. Αλμπουμάρα. Με τον Dab Berglund, άλλοτε μπασίστα των EST. Μιλάμε για δίσκους που έγραφαν κειμενάρες για αυτούς ο Γιώργος Χαρωνίτης και ο Φώντας Τρούσας στο Τζαζ & Jazz και εγώ έστειλα κάτι αρλούμπες στον Μπάμπη. Πολύ ευγενικά με έστειλε να συνεχίσω τα εντατικά με την Χίλντα Παπαδημητρίου αυτή τη φορά.
Τέλος πάντων το ξεπέρασα το τραύμα. Ευχαριστώ το MiC και τους ανθρώπους του γιατί μου πρόσφερε ακόμη μία διέξοδο. Σαν αυτές που ψάχνουμε και τώρα για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε και να νιώθουμε καλά.

 

Ελεάνα Γαρίνη
Mark Lanegan - Brompton Oratory (Heavenly, 2013)
Το ημερολόγιο έδειχνε 22/04/2006 όταν -έχοντας αποδεχθεί το κάλεσμα- έβλεπα με θρησκευτική κατάνυξη το πρώτο κείμενο μου να δημοσιεύεται στο mic.gr. Έχοντας σχέση με τα θεία όσο ο Αμβρόσιος με τον Koch και τον Pasteur, προβληματίστηκα πως στον εωσφόρο θα πρωτοσυμμετείχα σε ένα αφιέρωμα με τίτλο “Religion” χωρίς καν να προηγείται το “losing your…”. Θα ήταν καλύτερα να είχα προσέξει περισσότερο τις οδηγίες αντί να σκέφτομαι θεοκεντρικές εξυπνάδες, μιας και αντί για κομμάτια έγραψα για άλμπουμ. Ήταν μια σατανική αβλεψία. Ωστόσο η λατρευτική μου προσήλωση σε ευσεβείς κυρίους όπως ο κ. Cave και ο κ. Edwards ήταν τόσο μεγάλη που υπερέβην των επιφυλάξεων μου και έτσι βρέθηκα μέρος της ομήγυρης. H παραγωγικότητά μου στο γράψιμο είναι βέβαια στα (σβησμένα από το χρόνο) χνάρια της αγαπητής μου Beth Gibbons. Διαλέγω λοιπόν ένα κομμάτι που συνδυάζει αρμονικά το τότε με το σήμερα: Τον Cave του πρώτου θρησκευτικού αφιερώματος με τον Lanegan, το βιβλιοreview του οποίου χρωστάω στον αρχισυντάκτη από το καλοκαίρι…

 

Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Kazuki Tomokawa – 順三郎畏怖 (Junzaburo in Awe) (Modest Launch, 2014)
Για ένα ευτυχώς μικρό χρονικό διάστημα (3-4 χρόνια) δε διάβαζα κείμενα για τη μουσική στο ίντερνετ. Γενικώς δεν τα πήγαινα καλά με την επικαιρότητα, αλλά ούτε και έβλεπα πολλά πράγματα που να μου τραβάνε την προσοχή σε έναν ωκεανό από κοινοτοπίες και βαρεμάρα. Μια ωραία πρωία όμως εκεί που σκρόλαρα στο φέησμπουκ, βλέπω έκθαμβος να πέφτει μπροστά μου το όνομα του μεγάλου Ιάπωνα φόλκιστ. Δεν είχα δει ποτέ κανέναν μέχρι τότε (2014) να ποστάρει κάτι δικό του και τώρα το MiC παρουσίαζε έναν ολόκληρο καινούριο δίσκο του! Και αυτό ήταν το πρώτο κείμενο (του φίλτατου Αντώνη Ξαγά) που διάβασα ολόκληρο από το MiC. Αυτό ήταν. Η εμπιστοσύνη μου στον μουσικό τύπο αποκαταστάθηκε σε τέτοιο βαθμό που από τότε άρχισα να γράφω και εγώ για το MiC.

 

Σταύρος Σταυρόπουλος
Simón Díaz – Luna de Margarita (Palacio, 1966)
Το χολυγουντιανό σενάριο συμπτώσεων που έχω στήσει στο μυαλό μου λέει ότι αν δεν υπήρχε ο Tío Simón, αυτή η μορφή της Βενεζουέλας να γράψει και να τραγουδήσει το ‘Luna de Margarita’, αν ο Devendra Banhart δεν είχε Βενεζολάνικες ρίζες ν΄ ακούει στο αμερικάνικο σπιτικό του τους δίσκους της μαμάς, ν’ ασχοληθεί με τη μουσική, να διασκευάσει το συγκεκριμένο στο ‘Cripple Crow’ του 2005, να μιλήσει για την επιρροή του Díaz σε μίνι συνέντευξη στο Uncut, αν το MiC δεν είχε κάνει διαγωνισμό με ερώτημα «Τι μουσική παίζει ο Devendra;» κι ελεύθερο κείμενο, δεν θα είχα ποτέ εκείνη την πρώτη greeklish επαφή “Kalimera Kerdises ena cd”.

 

Νάνσυ Σταυρίδου
Current 93 & HÖH - Falling (Durtro, 1991)
Όταν ήρθε το mail με την ενημέρωση για το επερχόμενο θέμα της στήλης «Κάτι Παλιό» στο οποίο καλούμασταν να γράψουμε για ένα τραγούδι που με κάποιο τρόπο έχουμε συνδέσει με το MiC, δεν μου ήρθε κάτι στο μυαλό και κάπως αγχώθηκα. Αποφάσισα λοιπόν να μην κάτσω να το σκεφτώ ιδιαίτερα, αλλά να αφήσω το μουσικό μου ένστικτο να με οδηγήσει έστω και τελευταία στιγμή. Και με κάποιο μαγικό τρόπο αυτό λειτούργησε λίγες ώρες πριν το deadline και ακόμα κι εγώ η ίδια αισθάνθηκα τεράστια έκπληξη όταν συνειδητοποίησα κάποιες αναπάντεχες συμπτώσεις.
Και για να μη σας κρατάω σε αγωνία το κομμάτι είναι το “Falling” από το άλμπουμ “Island” των Current 93. Αναμφισβήτητα θα επέλεγα κάτι σκοτεινό από μια μπάντα που αγαπάει το MiC. Έχω φυλαγμένα ακόμα σε ένα συρτάρι στο πατρικό μου τυπωμένα κάποια από τα αφιερώματα που με έκαναν να ξεχωρίσω αυτό το site, όπως το “Dark Entries” με τα 11 σκοτεινά τραγούδια, «Η τέχνη του θορύβου» με πρωταγωνιστές τους σπουδαίους Einstürzende Neubauten αλλά και τη μεγάλη μου αδυναμία, το κείμενο για το “Within the Realm of a Dying Sun” των αγαπημένων μου Dead Can Dance που με είχε κάνει να καρδιοχτυπώ από συγκίνηση.
Το συγκεκριμένο τραγούδι το είχα ανακαλύψει πριν το MiC και ήταν μια από τις σταθερές επιλογές μου όταν ακόμα έφτιαχνα συλλογές (σε κασέτα) και τις δώριζα σε μουσικόφιλους. Ο συνδυασμός της απόκοσμης μελωδίας με την αγγελική (ή μήπως διαβολική) φωνή του David Tibet και της Björk που ακούγεται σαν ξωτικό, με συνεπαίρνει ακόμα και τώρα, νιώθω σα να έρχεται η συντέλεια του κόσμου και ακολουθεί η Αποκάλυψη.
Αυτό που δεν θυμόμουν όμως είναι η συνεργασία του Tibet σε αυτό το δίσκο με τον Ισλανδό συνθέτη, παραγωγό αλλά και αρχιεπίσκοπο παγανιστικής θρησκευτικής οργάνωσης όπως χαρακτηριστικά συμπλήρωσε ο αρχισυντάκτης μας στο πρώτο κείμενο που έγραψα σαν συντάκτρια εδώ μετά την επίσκεψή μου στην Ισλανδία. Ο λόγος φυσικά για τον Hilmar Örn Hilmarsson ο οποίος αποτέλεσε εν τέλει τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο παρελθόν μου σαν αναγνώστρια και στο παρόν σαν συντάκτρια.
Χρόνια πολλά στο mic.gr το οποίο εμπιστεύεται και δίνει βήμα σε ανθρώπους που μοιράζονται τις μουσικές τους απόψεις ακομπλεξάριστα, χωρίς να έχει απαραίτητα σχέση αυτό με το επάγγελμά τους με μοναδικό κίνητρο την αγάπη τους για τη μουσική.
Καλή συνέχεια και καλή έμπνευση!

 

Τάσος Πατώκος
Throwing Muses – Bywater (Fire Records, 2020)
Αν το MiC ήταν συγκρότημα θα ήταν κάτι σαν τους Throwing Muses. Τίμιο, συναρπαστικό, ακούραστο, με κάμποσους πιστούς φίλους, και άγνωστο στους περισσότερους. Με τα μέλη του να είναι σαν οικογένεια, ακόμα κι όταν κάποια έχουν αποχωρήσει, και ακόμα κι αν κάποια από αυτά δεν μιλάνε μεταξύ τους (γκουχ γκουχ – δεν είναι covid). Η δε Kristin είναι από τις αγαπημένες των συντακτών του MiC, όσο κι αν ο Παπαδόπουλος πήγε στο live του 2008 και μετά έγραψε ότι ήταν συναχωμένη (Θανάση μας υποχρέωσες), όσο κι αν ο Kαραμπεάζης για κάποιο λόγο νόμιζε ότι το “Strange Angels” έτυχε κάποιας αναγνώρισης (αν είχε πουλήσει άλλες 99.900 κόπιες θα είχε γίνει χρυσός), όσο κι αν ο Μπάμπης έβαλε μόνο 7 στον αγαπημένο μου solo δίσκο της – ισοφαρίζοντας σχεδόν την ιεροσυλία του Μάνου Μπούρα να βάλει 6 στο ‘Limbo’ μερικά χρόνια πιο πριν. Κατά τ’ άλλα, οι Throwing Muses φέτος έβγαλαν νέο δίσκο μετά από 7 χρόνια απουσίας, που είναι περίπου και τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε που η Ελεάνα Γαρίνη έστειλε στο MiC την τελευταία της κριτική ή τα χρόνια που έχουν περάσει από τη μέρα που μερικά επίλεκτα μέλη του MiC είχαν τη χαρά να γνωρίσουν τις μαγειρικές ικανότητες του Αντώνη Ξαγά και από τότε δεν ξαναείδαν ποτέ το ποτό Campari με το ίδιο μάτι.

 

00:00 The Flaming Lips - How Many Times
03:14 Gry with FΜ Einheit and His Orchestra - Princess Crocodile
05:57 Crystal Castles - Celestica
09:44 MGMT - Time to Pretend
13:46 Talking Heads - Life during wartime
17:10 Alphaville - Big in Japan
20:53 The Triffids - Hell of a summer
25:21 Sound - Hothouse
28:29 X-Mal Deutschland - Hand in hand
31:30 Zounds - Demystification
35:04 Πίσσα και Πούπουλα - Δύο δευτερόλεπτα
39:03 Τρύπες - Μέσα στη νύχτα των άλλων
43:40 A Place to Bury Strangers - Keep slipping away
47:55 Swervedriver - Deep seat
53:47 Cult of Luna - In awe of
1:03:25 Grizzly Bear - Sleeping Ute
1:07:59 The Horse Flies - Human fly
1:13:26 Tonbrucket - Trackpounder
1:19:28 Mark Lanegan - Brompton Oratory
1:23:36 Kazuki Tomokawa – 順三郎畏怖 (Junzaburo in Awe)
1:28:24 Simón Díaz – Luna de Margarita
1:30:28 Current 93 & HÖH - Falling
1:34:41 Throwing Muses – Bywater