Άλμπουμ διασκευών
Δεν ήταν μόνο το ομότιτλο βιβλίο του Μπάμπη Αργυρίου η αφορμή για το μικρό αυτό αφιέρωμα. Μας αρέσουν και οι διασκευές που έχουν κάτι το ιδιαίτερο... Πόσο μάλλον όταν καταλαμβάνουν ολάκερα άλμπουμ
Κώστας Καρδερίνης
Neil Norman and his Cosmic Orchestra - Greatest Science Fiction Hits (GNP Crescendo, 1980)
Καλοκαίρι του 198κάτι [αρχές 80s] και αγοράζω από ένα συνοικιακό δισκάδικο, κάπου στην Μενεμένη, δυο μτχ δίσκους βινυλίου. Ο ένας είναι το HELP! σάουντρακ των Σκαθαριών. Ο άλλος είναι μια συλλογή με θέματα επιστημονικής φαντασίας.
Δεν είναι τα πρωτότυπα θέματα. Είναι ενορχηστρωμένα από κάποιον Νηλ Νόρμαν και κάποιον Λες Μπάξτερ. Εκτελεστής παραγωγός ο [βάζων τα λεφτά] Τζην Νόρμαν, μπαμπάς του Νηλ, ο έχων και την δισκογραφική Κρεσέντο [GNP = ο Τζην Νόρμαν παρουσιάζει]. Ο πρώτος, ο οποίος διαθέτει και Κοσμική Ορχήστρα, παίζει ηλεκτρική κιθάρα, συνθεσάιζερ και θερεμίνη, ενώ έχει κάνει και την έρευνα, την επιλογή των κομματιών και τη σύνθεση του εξώφυλλου και του οπισθόφυλλου. Στο οπισθόφυλλο, δε, εικονίζεται ως τύπος πολύ σπέις και ολίγον Νιου Γιορκ Ντολ.
Οι ταινίες και οι σειρές από τις οποίες επέλεξε θέματα είναι γνωστές οι περισσότερες. Στην πρώτη γραμμή φιγουράρουν οι Άλιεν, Μουνρέικερ, Πόλεμος των άστρων, Σούπερμαν, Στενές επαφές, Οδύσσεια 2001. Στη δεύτερη σειρά βλέπουμε Γκαλάκτικα, Όταν η Γη σταματήσει..., Σταρ Τρεκ, Διάστημα 1999, Μαύρη τρύπα. Τρίτη σειρά οι Not of this Earth [από άλλη Γη;], Γκοτζίλα, One Step Beyond [ένα βήμα παραέξω;], Πλανήτης φάντασμα, Στα σύνορα της φαντασίας.
Οι τίτλοι είναι 16 αλλά τα κομμάτια 18 διότι έχει επιλέξει δυο συνθέσεις από τον Σούπερμαν [του αγαπημένου του, όπως φαίνεται, Τζον Ουίλιαμς] και το έκθετο είναι κομμάτι του Μπάξτερ [Journey to the 7th Galaxy] το οποίο μοιάζει να είναι γραμμένο για μια ταινία που δεν έγινε ποτέ. Ένα κομμάτι μοιάζει αντιδάνειο: είναι δυνατόν ο Νηλ να έγραψε μουσική για καλτ ταινία του Κόρμαν που προβλήθηκε το 1957; Not of this Earth!!!
Τες πα. Η κατακλείδα είναι πως ένα αγόρι στην εφηβεία, που αγαπάει το σινεμά, ακούει τα θέματα αυτών των ταινιών και αρχίζει να αγαπάει και τις μουσικές του σινεμά. Έστω κι αν είναι ολίγον ντίσκο οι περισσότερες ενορχηστρώσεις [στοιχείο ταιριαστό με την εποχή], έστω κι αν θυμίζουν γιουροβίζιον κάποιες, έστω κι αν ξέρει μόνο τα εμπορικά φιλμ και τις τηλεσειρές με τις οποίες μεγάλωσε. Αυτά τα θέματα έχουν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη και τον ακολουθούν ακόμη.
Το πιο κουφό είναι ότι αυτός ο τύπος έβγαλε ακόμη τρεις τέτοιες καλτ συλλογές, οι οποίες -όλες πλέον- είναι ανεβασμένες στον σωλήνα.
Απολαύστε τες
I
II
III
IV
Αντώνης Ξαγάς
Señor Coconut Y Su Conjunto - El Baile Alemán (Emperor Norton, 1999)
Κάπως σαν σφιχτόκωλο σοβαροφανές, ασφυκτικά και αυστηρά γραβατωμένο και κουστουμαρισμένο στέλεχος (ή «στέλεχος», ξέρετε τώρα) εταιρείας το οποίο αποφασίζει (ή φαντασιώνεται) να… ξωκείλει, να λυθεί, να τον κουνήσει λίγο βρε παιδί μου (σε κα’να συνέδριο, μύτινγκ εξωτερικού, ξέρετε τώρα). Και με τον κίνδυνο βέβαια της γελοιοποίησης να ελλοχεύει αμείλικτος. Κάτι τέτοια είχα σκεφτεί όταν είχαν πρωτοδιαβάσει για το άλμπουμ αυτό, όπου τα πιο γνωστά κομμάτων των αγέλαστων Γερμανών πρωτοπόρων είχαν υποστεί ρούμπα και τσα-τσα και σάλσα μετασκευή από έναν συμπατριώτη τους μάλιστα, ...Gastarbeiter τότε στην Χιλή, τον Uwe Schmidt, ο οποίος κυκλοφορεί ακόμη στην πιάτσα με διάφορα ψευδώνυμα πέραν του «Κύριος Καρύδα» (ίσως να έχετε απαντήσει το πιο ηλεκτρονικό του, σαν AtomTM). Αποτέλεσμα: ένας δίσκος με πολλές απολαυστικές στιγμές (φαρ φαρ αουφ ντερ Άουτοβάν!) ο οποίος κατά μία έννοια αποκάλυψε τόσο τις latino προοπτικές της μουσικής των Kraftwerk, όσο και το υποδόριο χιούμορ της.
Μαρία Φλέδου
Various - Yellow Loveless (High Fader, 2013)
Από Pink σε Yellow, ολόκληρο το κλασσικό δεύτερο άλμπουμ των My Bloody Valentine διασκευασμένο από εννιά γιαπωνέζικες μπάντες, μεταξύ άλλων Boris, Tokyo Shoegazer και Shonen Knife, το οποίο εντελώς συμπτωματικά κυκλοφόρησε λίγο πριν τον αμέσως επόμενο (με κενό δυο δεκαετιών και μπλε) δίσκο των ίδιων των MBV. Το 'Yellow Loveless' είναι κάτι σαν συλλογικός πειραματισμός και σε κάποιες αν όχι όλες τις περιπτώσεις φόρος τιμής σε μία σημαντική επιρροή για τις ίδιες τις μπάντες που συμμετέχουν και αναπόφευκτα απευθύνεται σε φανς του original. Πολλά από τα κομμάτια διατηρούν τον 'shoegazy' χαρακτήρα, άλλα πάλι δίνουν μία αρκετά διαφορετική εκδοχή των αυθεντικών αλλά σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να έχουν σκοπό να συγκριθούν με αυτά.
Ακούστε με χαλαρή και όχι απαραίτητα κριτική διάθεση.
Τάσος Πατώκος
Various - A houseguest's wish: Τranslations of Wire's 'Outdoor miner' (Words on Music, 2004)
Σε αυτή τη συλλογή ακούμε το ‘Outdoor Miner’ των Wire ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά (19 φορές συνολικά - Αντώνη, είδες τι ωραία έφτασα ήδη τις 50 λέξεις;) μέχρι να γκώσουμε και μετά να πέσουμε να κοιμηθούμε για να συνεχίσουμε να το ακούμε και στον ύπνο μας. Κάποιοι συμμετέχοντες είναι γνωστοί (π.χ. Lush, Flying Saucer Attack), άλλοι είναι πανάγνωστοι (π.χ. Τitania) και το όλο εγχείρημα είναι ένας τεράστιος φόρος τιμής στους Wire που δεν ακούγεται καθόλου μονότονο όπως ίσως να νομίζει κανείς πριν πατήσει το play.
Μάνος Μπούρας
Adem - Takes (Domino, 2008)
Δεκάδες οι δίσκοι με διασκευές και ποιον να πρωτοδιαλέξεις… Το μυαλό όμως παίζει περίεργα παιχνίδια, και για κάποιο λόγο αυτός είναι ο πρώτος που μου ήρθε στο μυαλό, οπότε να’τος εδώ. Ο Adem Ilhan ξεχωρίζει από τους λοιπούς πρώτα και κύρια για το καλό του γούστο, για τα κομμάτια που έχει διαλέξει και που είναι right up my street, που λένε και στην αλλοδαπή. Συγνώμη, αλλά όποιος αποφασίζει να δώσει μία δική του εκδοχή στο ‘Slide’ της Lisa Germano έχει βάλει γκολ από τα αποδυτήρια in my book (βλέπε παραπάνω). Κι ασφαλώς, οτιδήποτε πιάνει στα χέρια του το μεταποιεί σε μία δική του εκδοχή, φέρνει απόλυτα στα μέτρα του τα τραγούδια για να έχει νόημα το όλο εγχείρημα – γιατί από ανθρώπους που απλώς ξαναπαίζουν αυτά που τους δίνουν νέτα-σκέτα και χωρίς να βάλουν έστω και ψήγματα δικής τους φαντασίας και προσωπικότητας έχουμε δυστυχώς γκώσει… Και που ν’ ακούσετε ποιους άλλους διασκευάζει: από γνωστούς κι αγαπημένους (Deus και Bjork, Low και PJ Harvey, εντάξει και Smashing Pumpkins) μέχρι γνωστούς-άγνωστους κι αγαπημένους (Bedhead και Pinback, Αphex Twin και Tortoise, Breeders και Yo La Tengo). Όλα με σούπερ μελωδική αίσθηση και υφέρπουσα φολκ διάθεση, σαν κάποιος να παίζει μόνο για εσένα όμορφα κομμάτια που άλλοτε γνωρίζεις κι άλλοτε δεν περίμενες, σε εκτελέσεις που δε φανταζόσουν ότι θα μπορούσαν ακόμη και να βελτιώσουν το πρωτότυπο.
Στυλιανός Τζιρίτας
Pat Boone - In a Metal Mood: No More Mr. Nice Guy (Hip-O, 1997)
Όπως λέει και ο ίδιος ο Boone στο συνοδευτικό της έκδοσης ένθετο, σε μία συζήτηση που είχε το 1996 με τον πολυβραβευμένο παραγωγό Jeffrey Weber (Chick Corea, Stanley Clark, Etta James, Buddy Miles, οι πελάτες του μεταξύ άλλων) το hard rock ήταν το μοναδικό είδος μουσικής που δεν είχε κάνει μέχρι τότε (...). Ο δίσκος λοιπόν ανθολογεί μία όντως επιτυχημένη κολεξιόν του metal rock και τραγούδια από Judas Priest, AC/DC, Dio, Deep Purple, Led Zeppelin, Ozzy, Guns n' Roses και φυσικά όπως διαφαίνεται και από τον τίτλο Alice Cooper και τα πηγαίνει σε μία swing/jazz διάσταση. Το αστείο είναι ότι ο δίσκος πήγε τον Boone στα charts για πρώτη φορά μετά από 35 χρόνια αλλά απογοήτευσε το άκρως συντηρητικό κοινό του. Το δίσκο τον αγόραζαν οι οπαδοί του metal/hard είτε ως αξιοπερίεργο για την δισκοθήκη είτε για να το κάνουν δώρο σε άλλους της ίδιας σέκτας.
Το ιδιαίτερο επίσης είναι όχι μόνο ότι ήρθαν ως προσκεκλημένοι άτομα του hard χώρου όπως ο Ronnie James Dio, ο Richie Blackmore και ο Marco Mendoza, αλλά ότι είναι και ένας απολαυστικός δίσκος (με κορυφαία ίσως διασκευή αυτή στο ‘Holy Diver’).
Δημήτρης Δραγούμης
The Blackeyed Susans - Dedicated to the ones we love (Teardrop/Shock Records, 2001)
Πάντα θυμάμαι να αγαπώ το πρωτότυπο, να υποστηρίζω με θέρμη την έμπνευση με τις όποιες ατέλειές της, έναντι μιας αδιαμφισβήτητα (όχι πάντα) λαμπερότερης και περίτεχνα διακοσμημένης διασκευής. Tα άλμπουμ διασκευών τα έβλεπα πάντοτε καχύποπτα. Θέλετε να το πείτε δημιουργικό τέλμα; Έλλειψη έμπνευσης; Ανακύκλωση ιδεών; Κερδοφόρα μπίζνα νοσταλγικής αναβίωσης; Ή μήπως άγνωστοι όροι συμβολαίου και εξαναγκασμοί δισκογραφικής εταιρίας; Οι The Blackeyed Susans είχαν λιγάκι από το τελευταίο, καθώς μόλις είχαν αποχωρήσει άκομψα από την Mds και το επόμενο τους έτοιμο άλμπουμ θα περίμενε στα πιτ-στοπ για μια τριετία. Λίγο όμως οι αγνές προθέσεις να παραθέσουν διασκευές μουσικών που τους επηρέασαν (Frank Sinatra, Elvis Presley, The Crystals, Bob Dylan, The Velvet Underground και φυσικά The Triffids μεταξύ άλλων), λίγο ο πρότερος έντιμος βίος τους (file under... "Έχω όλους τους δίσκους τους, αλλά προτιμώ τα παλιά τους (με David McComb στον κινητήρα τους)") και φυσικά πολύ περισσότερο οι ποιοτικές εκτελέσεις των κομματιών με τη ζεστή βελούδινη φωνή του Rob Snarski με έκαναν να θεωρώ το πέμπτο τους αυτό ρομαντικό "άλμπουμ διασκευών" το καλύτερό τους. Και ξέρετε κάτι... ακούγοντάς το ξανά μετά από χρόνια, το έχω βρει καλύτερο.
Δημήτρης Κάζης
The Walkabouts - Train Leaves at Eight (Glitterhouse, 2000)
Ένας μουσικός γύρος της Ευρώπης από ένα γκρουπ από το Seattle, από τα μακρινότερα από την Ευρώπη μέρη που μπορείς να πας. Ο αρχηγός τους Chris Eckman (ο άνδρας από το αρχηγικό ζεύγος τέλος πάντων) αγάπησε τόσο την Ευρώπη που έμεινε για πάντα στην Σλοβενία. Δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε βινύλιο, αλλά έχει δυο «πλευρές», την Α με διασκευές νοτιοευρωπαίων δημιουργών και την Β με βορειοευρωπαίων. Τα τραγούδια, όσο ετερόκλητα και να είναι, ομογενοποιούνται προσαρμοσμένα στη 90s Sub Pop αισθητική τους χωρίς αυτό να γίνεται ενοχλητικό, ίσα ίσα που αποκτούν μια ομιχλώδη σαγήνη. Αν ο τίτλος φαίνεται γνωστός σε κάποιους, είναι επειδή η πρώτη διασκευή είναι στο ομώνυμο ελληνικό τραγούδι, ατμοσφαιρική και διεισδυτική στο παγκόσμιο ροκ κοινό. Σε ό,τι με αφορά, από τη στιγμή που διασκευάζουν De André έχουν κερδίσει επάξια τη θέση τους στο πάνθεον των άλμπουμ διασκευών.
Ελεάνα Γαρίνη
Nick Cave and the Bad Seeds - Kicking Against the Pricks (Mute, 1986)
Επειδή, παρά τα τρία τελευταία του άλμπουμ, εγώ στο προσκέφαλο του κρεβατιού έχω ακόμα τη φωτογραφία του Cave, δε θα πάω καθόλου μακριά.
Τα blues, που λέτε, και οι παλιακές μουσικές προϋπήρχαν των Bad Seeds μια και στοίχειωναν τις αγριοφωνάρες του Cave ήδη από στους Birthday Party. Αν και δευτερότοκο, το “The First Born Is Dead” είχε ήδη δώσει μια πιο εμπεριστατωμένη γεύση των blues παρεκκλίσεών του.
Το τρίτο άλμπουμ έμελλε να επισφραγίσει δύο (ή παραπάνω) πράγματα. Πρώτον ένα κόλλημα με τη Βίβλο πιο μεγάλο και από του Samuel Jackson στο ‘Pulp Fiction’, βλέπε βιβλικά χωρία για τίτλους άλμπουμ και βιβλίων. Το δεύτερο ότι τον crooner πολύ τον εμίσησαν, το crooning ουδείς και σίγουρα όχι ο Cave. Θα μπαινόβγαινε από τότε πολλές φορές σ’ αυτό το ρόλο που πρωτολάνσαρε στο ‘Kicking’. Μιλάμε για ένα άλμπουμ διασκευών γεμάτο με blues, country και άλλα είδη που ακούγοντας ο post punk-ης της εποχής έβγαζε ωραιότατες καντήλες. Για τους ευσυγκίνητους σημειώνω ότι περιλαμβάνεται διασκευή σε Cash, γιατί θυμόμαστε και δακρύζουμε ότι ο παππούς απάντησε και ανταπέδωσε 14 χρόνια μετά διασκευάζοντας το “The Μercy Seat”. Επίσης, ποιος Mark Almond… το "Something's Gotten Hold of My Heart" ο δικός μας το είχε ξεθάψει 2 χρόνια νωρίτερα από το “The Stars We Are” του ’88 και το είχε πει χωρίς περισσή χρυσόσκονη.
Νάνσυ Σταυρίδου
Duran Duran - Thank You (Parlophone, 1995)
Δύο χρόνια μετά την πολυαναμενόμενη επιστροφή στα charts με το ομώνυμό τους άλμπουμ (ή το ‘Wedding album’ όπως έχει πλέον καθιερωθεί να λέγεται), οι Duran Duran ρισκάρουν και κυκλοφορούν έναν δίσκο με διασκευές από καλλιτέχνες που τους επηρέασαν. Τα μουσικά μέσα τους γυρνούν την πλάτη εκφράζοντας ομόφωνα και ηχηρά την αποδοκιμασία τους και σα να μην έφτανε αυτό, το 2006 το “Thank You” ψηφίστηκε από το περιοδικό Q ως το χειρότερο άλμπουμ όλων των εποχών. Από την άλλη βέβαια, μουσικοί όπως οι Bob Dylan, Lou Reed & Jimmy Page εγκωμιάζουν τις αντίστοιχες εκτελέσεις των κομματιών τους, γιατί λοιπόν τόση άρνηση από τους κριτικούς;
Η αλήθεια είναι ότι διαβάζοντας κάμποσα άρθρα, δεν μπόρεσα να βρω μια απάντηση που να με ικανοποιεί. Απεναντίας, αν με ρωτούσε κανείς τι μουσική ακούγαμε στα 90s, θα του πρότεινα να ακούσει αυτό το άλμπουμ κυρίως επειδή ο ήχος του παραπέμπει σε καλλιτέχνες που μεσουράνησαν και στιγμάτισαν εκείνη τη δεκαετία όπως οι Red Hot Chili Peppers, ο Beck, οι Suede κ.ά. Ενσωματώνει δηλαδή, όλες τις μουσικές επιρροές όπως η house, το grunge, το alternative rock, η rap ακόμα και οι μπαλάντες εκείνης της εποχής, με απόλυτο όμως σεβασμό στην αρχική εκτέλεση, διατηρώντας τον βασικό ρυθμό και ύφος του πρωτότυπου κομματιού. Και όλα αυτά με την υπέροχη φωνή του Simon Le Bon. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Μαριάννα Βασιλείου
Tori Amos - Strange Little Girls (Atlantic, 2001)
Ομολογώ ότι ταλαντεύτηκα πολύ ανάμεσα σε αυτό το άλμπουμ διασκευών και στο “She Loves You” των Twilight Singers (έχω αδυναμία στον Greg Dulli ως γνωστόν, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε). Από την άλλη όμως, έμαθα τι σημαίνει να είσαι γυναίκα από την θεάρα Tori Amos, με δίσκους σαν και αυτόν. Άλμπουμ διασκευών σε τραγούδια που έχουν γραφεί και ερμηνευτεί από άντρες, με σκοπό ακριβώς να καταδείξει τη γυναικεία οπτική σε αυτά. Έτσι, το “Happiness is a warm gun” των Beatles γίνεται σχόλιο για το δικαίωμα στην οπλοκατοχή στις ΗΠΑ, το “Raining Blood” των Slayer γίνεται ύμνος για τη βία κατά των γυναικών, την ένταση του οποίου κανένας μεταλλάς δεν θα μπορέσει ποτέ να τη φτάσει και το άθλιο μισογύνικο “97 Bonnie & Clyde” γίνεται ο χειρότερος εφιάλτης του σιχαμένου Eminem. Υπέροχη, μοναδική Tori Amos, ας σου μοιάσω έστω και στο ελάχιστο κάποτε.
Θανάσης Παπαδόπουλος
Shonen Knife - Osaka Ramones: A Tribute To The Ramones (Good Charamel Records, 2011)
Σε όλους αρέσουν ξεκάρφωτες διασκευές αλλά δεν βρίσκω ούτε έναν cover record στους χίλιους - ας πούμε - αγαπημένους δίσκους μου. Είτε στο «πολλοί διασκευάζουμε έναν», είτε στο «ένας διασκευάζει πολλούς», πάντα κάπου κολλάει το πράγμα.
Οπότε αποφεύγω έγκριτα και παρασημοφορημένα άλμπουμ και διαλέγω σχεδόν στην τύχη ένα που, ok, είχε την πλάκα του αλλά κανέναν ουσιαστικό λόγο να κυκλοφορήσει. Οι Γιαπωνέζοι είχαν πάντοτε τη φήμη ότι κάνουν άριστες αντιγραφές, με κάποιο υπονοούμενο να πλανάται για έλλειψη πρωτοτυπίας. Το επιβεβαιώνουν οι Shonen Knife το 2011 με το ‘Osaka Ramones’, μια νότα προς νότα αντιγραφή μεγάλων επιτυχιών των Ramones, μέχρι και το εξώφυλλο αντιγράφει το ‘Road to Ruin’. Η διαφορά είναι ότι αντί για τον Joey στα φωνητικά είναι μια γυναίκα με γιαπωνέζικη προφορά. Η αγάπη για τους Ramones και η γνώση του τι είναι αυτό που τραγουδάει είναι ο λόγος που γλιτώνει η Naoko Yamano και δεν ακούγεται σαν να τραγουδάει Ramones η Έφη Θώδη. Δεν υπάρχει περίπτωση να πεις «ωραίοι οι Shonen Knife» ακούγοντας το ‘Osaka Ramones’. Το πολύ πολύ να ξαναπείς «ωραίοι οι Ramones».
Μίλτος Τσίπτσιος
Various - Case Closed? An International Compilation of Hüsker Dü Cover-Songs (Snoop Records, 1994)
Όταν αυτό το τρίο από τη Μινεάπολη αποφάσισε να βάλει οριστικό και όπως αποδείχτηκε αμετάκλητο τέλος στη φουριόζα καριέρα του, προέκυψε ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Αυτός ο εφευρετικός μουσικός θόρυβος, αυτές οι πιασάρικες μελωδίες, αυτά τα άρτια αποδιδόμενα διπλά φωνητικά, αυτός ο καταιγιστικός ρυθμός δεν θα ακούγονταν ποτέ ξανά. Ούτε καν οι προσωπικές δουλειές των δύο εκ των τριών που συνέχισαν σόλο, όσο και αν κόντευαν δεν θα έφταναν ποτέ στα επίπεδα του αυθεντικού. Πόσο δε μάλλον αυτή η γερμανικής κατασκευής και προελεύσεως συλλογή που αποτίει φόρο τιμής στο κληροδότημα που άφησε ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα του περασμένου αιώνα.
Ας μη σταθούμε στο άλμπουμ, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν πέραν κάθε καλόπιστης κριτικής, ας κρατήσουμε μόνο την προσπάθεια, και ας δεχτούμε πως όλοι δίνουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, αποζητώντας την άπιαστη μαγεία του ήχου, και ας μείνουμε ως εδώ. Απλώς για την ιστορία ας αναφερθεί πως τα γκρουπ είναι κυρίως ευρωπαϊκά, με παρουσίες από Ολλανδία, Νορβηγία, Ιταλία και Πολωνία, με τη μερίδα του λέοντος να καταλαμβάνεται φυσικά από τους Γερμανούς, υπάρχει η συνδρομή της Αυστραλίας, ενώ δεδομένη είναι και η ισχυρή αμερικανική παρουσία.
Όσον αφορά τα ονόματα και εδώ η γκάμα είναι μεγάλη, καθώς υπάρχουν γνωστοί και παγκόσμια επιτυχημένοι όπως οι Sick Of It All, οι D.I. και οι Motorpsycho, μέχρι τοπικοί ήρωες όπως οι Γερμανοί Terry Hoax, οι Ολλανδοί NRA και οι Ιταλοί Upset Noise, έως πανάγνωστοι (τουλάχιστον στις γνώσεις μου) όπως οι Baysix και οι Alison Ate.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Elvis Costello & the Attractions - Almost Blue (F-Beat, 1980)
Λένε ότι τα άλμπουμ με διασκευές είναι το καταφύγιο των καλλιτεχνών που έχουν ξεμείνει από έμπνευση. Ή όσων χρειάζονται απελπισμένα ένα restart (ναι, τον Johnny Cash εννοώ). Κάτι που δεν ισχύει για το ‘Almost Blue’, το έκτο άλμπουμ του Costello, με το οποίο ο ιδιοφυής Βρετανός ρίσκαρε να χάσει ένα μεγάλο μέρος του κοινού του. Το 1981 ήταν η χρονιά που τα συνθεσάιζερ μονομαχούσαν με το post-punk και το hip-hop, αλλά ο Costello κολλημένος στην εμμονή του με την country & western, πήγε στο Νάσβιλ μαζί με τους Attractions για να ηχογραφήσει τον δικό του φόρο τιμής στη μουσική που απεχθάνονταν οι πιο cool συνομήλικοί του, ένθεν κι ένθεν του Ατλαντικού. Η αλήθεια είναι ότι αρκετοί Βρετανοί superstar εκδήλωναν συχνά την αδυναμία τους για τη συντηρητική βλαχιά της country - ο Van Morrison και ο Ringo Starr, εκτός πολλών άλλων – ο Costello όμως ήταν ο πρώτος punk που το αποτόλμησε. Εδώ φυσικά μπαίνει το θέμα γιατί ο Costello χαρακτηρίστηκε punk, αλλά ας αφήσουμε αυτή τη συζήτηση για άλλη φορά. Ο Declan McManus, που θα του ταίριαζε περισσότερο το όνομα Buddy αντί για Elvis, επηρεασμένος από τον Hank Williams, τον Merle Haggard και κυρίως τον Gram Parsons, ηχογράφησε τριάντα γνωστά ή λιγότερο γνωστά κομμάτια, και δώδεκα εξ αυτών τα έντυσε μ’ ένα εξώφυλλο του Barney Bubbles, που ήταν κοπιαρισμένο από το θρυλικό Midnight Blue του Kenny Burrell (αισθητική Blue Note, φυσικά). Ο σχολιασμός των κομματιών που κάνει ο Costello ανάμεσα στα τραγούδια παραπέμπει στις ραδιοφωνικές εκπομπές από τις οποίες μάθαιναν μουσική όσοι είχαν την τύχη ή την ατυχία να γεννηθούν προ ίντερνετ. Φοβερή λεπτομέρεια: ο δίσκος είχε κυκλοφορήσει με το προειδοποιητικό στικάκι «WARNING! This album contains country & western music and may produce radical reaction in narrow minded people».
Διαλέγω την εκτέλεση του ‘Sweet Dreams’ - παρότι η σύγκριση με τη φωνή της Patsy Cline είναι οδυνηρή – επειδή δείχνει το πάθος του Costello για την country που τον βοηθάει να ξεπεράσει τις εγγενείς δυσκολίες των τραγουδιών αυτών που γράφτηκαν για φωνές πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς.
Μιχάλης Βαρνάς
Solomon Burke - Don’t Give Up On Me (Fat Possum, 2002)
Δε θυμάμαι ακριβώς πότε ακριβώς το άκουσα. Ήταν όμως νωρίς το απόγευμα ή αργά το μεσημέρι, τη στιγμή ακριβώς που υπάρχει φως και σε διακατέχει η αισιοδοξία πως το μόνο δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί τα επόμενα λεπτά είναι ότι θα σκοτεινιάσει απότομα, θα έχεις φτάσει στον τόπο εργασίας σου και θα πρέπει να περιμένεις λίγες ώρες μέχρι να ακούσεις ολόκληρο το άλμπουμ του Solomon Burke που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν σε παραγωγή του Joe Henry. Θα μπορούσα να περιγράψω τις στιγμές εκείνες ως ξέγνοιαστες. Από το φως και το μπουφάν με τις μεγάλες τσέπες για να χωράει το discman συμπεραίνω πως ήταν φθινόπωρο. Άλλωστε στη Ρόδο υπάρχει ένα μακρύ καλοκαίρι και ένα μακρύ φθινόπωρο. Τι σημαίνει ξεγνοιασιά; Πολλά και διαφορετικά πράγματα, αλλά αν συλλέξουμε τέτοιες στιγμές από διαφορετικούς ανθρώπους το κοινό σημείο αναφοράς είναι η διάθεση για σπατάλη χρόνου σε κάτι που κάποιος άλλος δε μπορεί να το κατανοήσει. Έμαθα εκείνο το απόγευμα τον Solomon Burke και στα μετέπειτα χρόνια αγόραζα τους δίσκους που εξακολουθούσε να κυκλοφορεί χωρίς όμως να έχουν την επίδραση που είχε το ‘Don’t Give Up On Me’. Γιατί με το άκουσμα του εκτός του Burke άρχισα να μαθαίνω από την αρχή τον Van Morrison (‘Fast Train’, ‘Only A Dream’). Άρχισα να αναρωτιέμαι αν στη πραγματικότητα έχω ακούσει Bob Dylan (‘Stepchild’). Αγόρασα το πρώτο μου δίσκο του Tom Waits (‘Diamond In Your Mind’). Συμπάθησα περισσότερο τον Elvis Costello (‘The Judgement’). Μπήκε στο μουσικό μου λεξιλόγιο πρώτη φορά το όνομα του Nick Lowe (‘The Other Side οf Coin’) αν και δεν έδωσα αρκετή σημασία τότε. Και κυρίως έμαθα τον Joe Henry (‘Don’t Give Up On Me’) που τον επόμενο χρόνο (2003) κυκλοφόρησε το αγαπημένο μου ‘Tiny Voices’.
Τώρα που τα ξανασκέφτομαι δε μου λείπουν οι μουσικές. Μου λείπουν οι βόλτες με τα cd στις μεγάλες τσέπες του μπουφάν κι ο χρόνος που μοιάζει να κυλάει πιο γρήγορα.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Hugo Race, Michelangelo Russo - John Lee Hooker's World Today (Gusstaff Records, 2017)
Άλμπουμ διασκευών, αυτή η μάστιγα. Πολλές φορές σημείο έλλειψης έμπνευσης, πολλές φορές σημείο χωρίς επιστροφή. Έχουν κυκλοφορήσει τέτοιο και οι Duran Duran (θα έλεγε το σταυρόλεξο). Κάποιοι λίγοι, μετρημένοι, κατάφεραν να ξεφύγουν απ’ το ναδίρ. Γρήγορα γρήγορα έρχονται στο μυαλό ο Johnny Cash στα γεράματα, η Cat Power ή εκείνος ο Pajo που αποφάσισε να παίξει Misfits στην ακουστική.
Στο παραπάνω όμως έργο, μία από τις καλύτερες κυκλοφορίες των 10s για να μην ξεχνιόμαστε, το πράγμα ξεφεύγει. Τα folk blues του Hooker γίνονται δικά τους, ηλεκτρικά ambient κομψοτεχνήματα με βαθιά φωνή. Race και Russo σε βάζουν σε trance χτυπώντας ρυθμικά το χέρι στην ηλεκτρική κιθάρα. Ή το πόδι στο πάτωμα. Φαίνεται ήσυχο, ακούγεται δυνατά, τρίζει και βρυχάται. Και για την ιστορία, ηχογραφήθηκε μέσα σε μια μέρα (και νύχτα) στο βερολινέζικο στούντιο των Einstürzende Neubauten.
Τάσος Βαφειάδης
Γιάννης Αγγελάκας, Νίκος Βελιώτης - Λύκοι στη χώρα των θαυμάτων (Ogdoo Music Group/Alltogethernow, 2019)
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι; Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά; Ή μήπως είναι όλοι αυτοί που δεκάρα για σένα δεν δίνουν και κατάματα στους δρόμους σε κοιτάν και σε φτύνουν; Μπορεί να είναι όλα ή και τίποτα από τα προηγούμενα. Σίγουρα, πάντως, είναι ο πολιτισμός, η γλώσσα και λίγο πιο ειδικά το τραγούδι της.
Μετά από 34 χρόνια δισκογραφίας και δεκάδες δικά του τραγούδια ο Γιάννης Αγγελάκας, ένιωσε την ανάγκη να κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ με συνθέσεις άλλων. Μαζί με τον Νίκο Βελιώτη κάνουν μια ανασκόπηση στο ελληνικό τραγούδι και κυκλοφορούν ένα διπλό δίσκο με 21 διασκευές. Αν έχεις ακούσει τις προηγούμενες δουλειές των “Λύκων”, είσαι προετοιμασμένος για το τι θα συναντήσεις. Σκοτεινές, κλειστοφοβικές ηχογραφήσεις με λιτές ενορχηστρώσεις που έχουν ως βάση το στοιχειωμένο τσέλο του Βελιώτη και τη φωνή του Αγγελάκα. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, ο πρώτος δημιουργεί το δικό του ιδιαίτερο, μαύρο υπόβαθρο, στο οποίο ο δεύτερος τραγουδά/απαγγέλει/ψιθυρίζει, με ύφος που σου δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται φυλακισμένος σε κελί.
Παραδοσιακά, ρεμπέτικα, λαϊκά, ροκ, πανκ τραγούδια από τη δεκαετία του ’30 μέχρι το σήμερα κοσμούν το άλμπουμ. Οι επιλογές ποικίλουν και κάποιες φορές εκπλήττουν. Κυμαίνονται από Βαμβακάρη μέχρι Χειμερινούς Κολυμβητές και από Σιδηρόπουλο μέχρι Rotting Christ.
Το ζήτημα σε μια διασκευή είναι να ερμηνεύσεις το τραγούδι με το ύφος σου και όχι ν’ αντιγράψεις το παλιό. Αυτό θα έχει σίγουρα αποτέλεσμα αφενός ν’ ανοίξεις συζητήσεις για το πόσο πετυχημένη ήταν η εκδοχή σου και αφετέρου να κάνεις το κομμάτι γνωστό στους νεότερους. Αν αρέσει σε όλους ή αν δεν αρέσει σε όλους, τότε απέτυχες. Και νομίζω ότι ο Αγγελάκας με τον Βελιώτη εδώ σίγουρα πετυχαίνουν.
[Και μια επιλογή από την ξένη δισκογραφία: Walkabouts - Satisfied mind (Sub Pop, 1993)]
Γιάννης Αβραμίδης
Various - A Tribute To Spacemen 3 (Rocket Girl, 1998)
Τον Μάη του ‘98 η λονδρέζικη Rocket Girl κυκλοφόρησε ένα από τα επιδραστικότερα tribute albums της μετα-r**k εποχής, στο οποίο οι Bowery Electric, οι Asteroid #4, οι Mogwai, οι Flowchart, ο Accelera Deck, οι Arab Strap, οι Bardo Pond, οι Frontier, οι Low, οι Amp, οι Piano Magic και οι Transient Waves διασκευάζουν Spacemen 3. Οι αποδόσεις των κομματιών είναι μία και μία. Οι καλλιτέχνες (οι περισσότεροι ακόμα στις αρχές της καριέρας τους, τότε) αποδίδουν φόρο τιμής στην λυσεργική παρακαταθήκη των Pierce και Kember, άλλοτε με φασαριόζικες κιθάρες, drones και ατέλειωτo delay, άλλοτε με σύνθια και πρωτοτριπχοπογκρούβια (<-wow), + λίγος ambient λυρισμός εδώ, + λίγη lo-fi αλητεία εκεί, + κάποιες πιο dream pop προσεγγίσεις, + +. Το αποτέλεσμα καταλήγει σε πιο περιπετειώδη ηχοτοπία εν αντιθέσει με τα original, χαρακτηριστικά minimal, της κακόφημης μπάντας απ’ το Rugby.
Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσες φορές μπορεί να έχω παίξει αυτόν τον δίσκο σε dj sets, σε roadtrips, διαμέσου προβών ως μνεία, στα plateaus και στα πατώματα. Θυμάμαι να γνωρίζω κόσμο και πρωτοτσεκάροντας τις δισκοθήκες τους (έτσι κρίνουμε ακόμα), να τον βρίσκω, να τον βάζουμε στο repeat και να μιλάμε για ώρες και κάπως έτσι ξεκίνησαν 2-3 φιλίες που κρατάν ακόμα.
Αγαπημένες στιγμές το “Losing Touch with my Mind” και το “Call the Doctor” αλλά καλό είναι να μην χαλάει κανείς τη ροή τέτοιων δίσκων {κοινώς μην τον (ε)σφάζεις, είναι κρίμα(ς)}.
Ελένη Φουντή
Crimson Jazz Trio - King Crimson Songbook, Volume 1 (Voiceprint, 2005)
Μα τώρα τζαζ διασκευές King Crimson σε πιάνο - μπάσο - ντραμς; Ποιο το νόημα αναρωτιόμουν άμα τη κυκλοφορία του δίσκου, αλλά ευτυχώς εκάμφθην λόγω υπέρμετρης περιέργειας, ιδίως επειδή δύο από τις διασκευές προέρχονται από το αξεπέραστο ντεμπούτο του 1969. Τελικά, μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μένα είχαν όλα τα υπόλοιπα κομμάτια, αλλά ίσως αυτό οφείλεται και στους ισχυρούς συμβολισμούς του "In The Court Of The Crimson King". Οι Crimson Jazz Trio σχηματίστηκαν από τον Ian Wallace, ντράμερ στο "Islands" (1971) των King Crimson, τον πιανίστα Jody Nardone και τον μπασίστα Tim Landers. Το πραγματικά αξιοπερίεργο όταν βγήκε αυτός ο δίσκος ήταν ότι (κατά το διάστημα που τον απέφευγα) έπεφτα τυχαία επάνω σε κριτικές όπου οι διασκευές αναφέρονταν ως είτε ολόιδιες είτε αγνώριστες, οπότε πλέον ήταν αδύνατον να μην δώσω μερικές αυτιές. Ευτυχώς. Αν και τείνω αρκετά προς την πρώτη εκδοχή, της πιστότητας στο πρωτότυπο δηλαδή, δεν βλέπω πια κανένα οξύμωρο στο να μην καταλαβαίνει ο ακροατής αν ακούει King Crimson ή όχι. Γιατί οι Crimson Jazz Trio πάτησαν στις μελωδικές γραμμές των κομματιών που αγαπάνε και με άξονα τον λυρισμό περιπλανήθηκαν σε συναρπαστικά τζαζ μονοπάτια, με lounge, blues, hard bop πινελιές, φτιάχνοντας έναν αυτόφωτο, συνεκτικό δίσκο, πολύ μακριά από τη λογική της συλλογής διασκευών. Ξεχωριστό στα σημεία το ενθουσιώδες drumming του Wallace, που έφυγε δυο χρόνια αργότερα, αφήνοντας πίσω του τις ηχογραφήσεις ενός επίσης εξαιρετικού Volume 2. Three of a perfect pair.
Γιάννης Πλόχωρας
Derek Bailey - Ballads (Tzadik, 2002)
Οι Aμερικάνοι είναι πολύ περήφανοι για το ποπ τζαζ ρεπερτόριο που ακουγόταν στα κλαμπ του Μανχάτταν στα 30s/40s/50s, παγκόσμια κληρονομιά Ουνέσκο ένα πράγμα. Το ονόμασαν Τhe Great American Songbook και κοκορεύονται που άτομα σαν τον Ροντ Στούαρτ η τον Μπράιαν Φέρρυ πέφτουν στη γοητεία του - ή στην ευκολία του, προκειμένου να μείνουν εσαεί στο κουρμπέτι. Δεν ξέρω βέβαια αν επικροτούν και την ιδέα του Τζων Ζορν να ψήσει το 2002 τον γηραιό βρετανό ό,τινάτοναλ μάγο κιθαρίστα Ντέρεκ Μπέηλυ να επισκεφτεί στα τελευταία του μελωδίες που ‘χουν πει η Μπίλυ Χόλιντεη, ο Φρανκ Σινάτρα ή ο Μπινγκ Κρόσμπυ κι έχουν παίξει ο Τόμυ Ντόρσυ ή ο Τσετ Μπέηκερ σε ασπρόμαυρα φιλμ του παρελθόντος. Το αποτέλεσμα είναι το ‘Ballads’, 13 πασίγνωστες μελωδιάρες εκτελεσμένες στα έξη μέτρα ή στις έξη χορδές, εσείς αποφασίζετε. Διαλέγω στην τύχη οποιοδήποτε από τα δυο σπαράγματα που προέκυψαν απ’ το ‘Gone with the wind’, όπως το αντελήφθη ο ιδιοσυγκρασιακός ιντερπρετέρ/εξεκιούτορ κι ας το πάρει ο άνεμος, ο διάβολος, ο χάρος...
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Zeitkratzer, Svetlana Spajić/Dragana Tomić/Obrad Milić - Serbian War Songs (Karl Records, 2017)
Οι Zeitkratzer είναι μια από τις πιο σημαντικές ορχήστρες σύγχρονης μουσικής στον κόσμο (καμιά υπερβολή) και συνήθως μετατρέπουν διάφορα έργα συνθετών που θαυμάζουν σε έναν noise παροξυσμό ιδιαίτερης κρυσταλλικής σκληρότητας και έτσι δημιουργούν έργα τολμηρά που θα μπορούσαν να καταχωρηθούν στην ιστορία με ταμπέλα "κρεσέντο εξπρεσιονισμού". Σε τούτο τον δίσκο που επέλεξα ως άλμπουμ διασκευών, γυρνάνε τα μέσα έξω σε παραδοσιακά τραγούδια από την Σερβία της εποχής του Α’ παγκοσμίου πολέμου και με συμμετοχή τραγουδιστών από την Σερβία. Δράμα στο τετράγωνο όπως καταλαβαίνετε…
00:00 Neil Norman and his Cosmic Orchestra - The time tunnel (John Williams)
01:15 Señor Coconut Y Su Conjunto - Showroom dummies (Kraftwerk)
06:40 Shonen Knife - When you sleep (My Bloody Valentine)
09:49 Titania - Outdoor miner (Wire)
11:40 Adem - Invisible man (The Breeders)
15:08 Pat Boone (feat. Ronnie James Dio) - Holy diver (Dio)
19:43 The Blackeyed Susans - The world we knew (Frank Sinatra)
22:39 The Walkabouts - Disamistade (Fabrizio De André)
28:35 Nick Cave & the Bad Seeds - Something's gotten hold of my heart (David & Jonathan)
32:12 Duran Duran - Lay Lady Lay (Bod Dylan)
35:48 Tori Amos - 97 Bonnie & Clyde (Eminem)
41:30 Shonen Knife - We want the airwaves (Ramones)
44:44 Rubbermaids - I apologize (Hüsker Dü)
48:09 Elvis Costello & the Attractions - Sweet dreams (Don Gibson)
51:00 Solomon Burke - Stepchild (Jerry Lee Lewis)
56:01 Hugo Race and Michelangelo Russo - The motor citys burning (John Lee Hooker)
1:02:47 Γιάννης Αγγελάκας & Νίκος Βελιώτης - Άνθρωποι μονάχοι (Βίκυ Μοσχολιού-Γιάννης Σπανός)
1:06:18 Asteroid #4 - Losing touch with my mind (Spacemen 3)
1:14:07 Crimson Jazz Trio - Starless (King Crimson)
1:24:09 Derek Bailey - Gone with The wind (Alli Wrubel)
1:26:05 Zeitkratzer - When the clouds come from the sea (Traditional)