Κάτι παλιό καλό να ακούσω;

Folk

Λέξη-κλειδί η "folk" για το ταξίδι πίσω στο χρόνο του μήνα αυτού, που μπορεί να μας οδηγήσει από τους δρόμους της Νέα Υόρκης μέχρι τα ιρλανδικά λιβάδια, τα σκωτσέζικα υψίπεδα αλλά και... τα ηπειρωτικά ρουμάνια

Γιάννης Πλόχωρας
Steeley Span - Parcel of Rogues (Chrysalis, 1973)
Διάλεξα τo ‘Parcel of Rogues’ από καπρίτσιο της στιγμής. Ούτε χημικώς καθαρός φολκ δίσκος είναι (στο τέλος του ‘Alison Gross’ ακούγεται, λες, ο πιο άγρια παραμορφωμένος ήχος κιθάρας έβερ) κι ίσως ούτε καν ο καλύτερος των Steeleye Span, μιας λονδρέζικης ψυχεδελικής φολκ ροκ μπάντας, απ' τις πολλές, υπέροχες που έβγαλε το Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη 60ς με αρχές 70ς. Απλά, αν διάλεγα κάτι άλλο, δεν θ' ακούγατε στο μίξτεηπ το ξεσηκωτικό σκωπτικό ‘Cam ye o'er frae France’, όπου οι σκωτσέζοι Iακωβίτες του 18ου αιώνα τα χώνουν στους νοτιοαγγλίτες ευγενείς.
Εδώ, στην μπριζωμένη εκτέλεση των Steeleye Span, το απογειώνει η φωνή της αγαπημένης μου φολκ ροκ τραγουδίστριας, της Maddy Prior, αυτό το δωρικό κορίτσι που ανεβοκατεβαίνει κλίμακες με τη φυσικότητα που αναπνέει.

 

Μπάμπης Αργυρίου
Lorraine Lee & Roger Nicholson - An exultation of dulcimers (Greenhays Recordings, 1980)
Μου αρέσει πολύ ο ήχος του dulcimer (και οι Dulcimer δεν ήταν άσχημοι) και αυτός είναι ο λόγος που αγόρασα γύρω στο ’90 το δίσκο συνεργασίας των δύο νταλτσιμεροπαικτών. Εκεί μέσα βρήκα τη διασκευή του παραδοσιακού ιρλανδέζικου (κατά άλλους σύνθεση της Jean Ritchie που το έβαλε σε δίσκο της το 1965) “One I Love” που μπορείτε ν’ ακούσετε στο mixtape. Αφορά τον παράφορο έρωτα κάποιας που δεν βρίσκει σύμφωνο το περιβάλλον της. «Μου λένε είναι φτωχός, είναι μικρός, τους λέω άντε φάτε τη γλώσσα σας. Ακόμα κι αν χωρίσουν την άμμο απ’ τη θάλασσα δεν θα μπορέσουν να χωρίσουν εμένα απ’ την αγάπη μου». Το ακούς μια και σου κολλάει για πάντα. Κι αν προκύψει θεματικό mixtape, το ακούς δέκα φορές και μετά το στέλνεις στον αρχισυντάκτη.

 

Τάσος Βαφειάδης
Trees - The garden of Jane Delawney (CBS, 1970)
Δεν ξέρω αν υπάρχουν κοινωνικοπολιτικές αιτίες, αλλά μαζί με την άνοδο των Beatles και τη «Βρετανική Εισβολή» των συγκροτημάτων με τη φρέσκια μουσική στις ΗΠΑ το 1964, άρχισε να ανθεί και η βρετανική παραδοσιακή μουσική. Ανάμεσα στις φολκ μπάντες που δημιουργήθηκαν τα επόμενα χρόνια ήταν και οι λονδρέζοι Trees. Το συγκρότημα δραστηριοποιήθηκε (ουσιαστικά) για τρία μόνο χρόνια, κάνοντας αρκετές συναυλίες και κυκλοφορώντας δυο δίσκους, χωρίς να γνωρίσει κάποια επιτυχία. Στο ντεμπούτο άλμπουμ τους “The garden of Jane Delawney” βρίσκουμε διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών αλλά και μερικές υπέροχες δικές τους συνθέσεις.
Μπορεί να μην ήταν Fairport Convention, αλλά άξιζαν λίγη παραπάνω αναγνώριση.

 

Ελεάνα Γαρίνη
Shirley Collins & Davey Graham - Folk Roots, New Routes (1964, Decca)
Πάνω που ορκιζόμουν ότι ο Jimmy Page έκλεβε τον Bert Jansch, ο Davy Graham ήδη από τις αρχές των 60s έδινε μαθήματα κιθαριστικής δεξιοτεχνίας και στυλ σε όλη τη σκηνή της βρετανικής φολκ η οποία στα αμέσως επόμενα χρόνια θα γέμιζε πολλά ταγάρια (άντε να ήταν καρώ εγγλέζικα) με δίσκους. H φωνή της Shirley Collins έρχεται ευθέως από τους λαϊκούς εορτασμούς για τη στέψη του Æthelred II σε κείνο το πανδοχείο ένα βράδυ που ‘βρεχε στη Northumbria, θυμάσαι; Άμα δε θυμάσαι γιατί πάνε και 1000 χρόνια, τη Shirley τη βρίσκεις και στη Sandy και στην Vashti και στη Maddy, όπου ξεκινάμε μόνο 50 χρονάκια πίσω… To άλμπουμ λέγεται ‘Folk Roots, New Routes’ και έκανε αυτό που υποσχόταν: έβαλε τη βρετανική παραδοσιακή μουσική σε νέες περιπέτειες, νέους δρόμους.
Ακούστε προσεκτικά και κάντε τρελές Hares on the mountain!

 

Αντώνης Ξαγάς
Bettina Wegner - Sind so kleine Hände (CBS, 1979)
Μια κιθάρα και μια φωνή μπορεί να έχει τρομερή δύναμη, ίσως να μην είναι μηχάνημα που να μπορεί να "σκοτώσει" φασίστες που έλεγε ο Woody Guthrie, μπορεί ωστόσο να τρομάζει καθεστώτα και κατεστημένα, όπως π.χ. εκείνο το αδιανόητο της Ανατολικής Γερμανίας που σκιάχτηκε από την φωνή και τα λόγια αυτής της τροβαδούρισσας, τόσο ώστε να της απαγορεύει τις εμφανίσεις (όταν τολμούσε η αφίσα έγραφε απλά «Τραγουδίστρια») και στο τέλος την έβαλε μπρος στο δίλημμα «φυλακή ή εξορία». Δεν είναι καθόλου γνωστή στα μέρη μας (όσο ο ομοιοπαθής Wolf Biermann), κι ας έχει πει τραγούδι της (το έξοχο ομώνυμο του δίσκου αυτού) και η Joan Baez. Στο εξίσου συγκλονιστικό «Magdalena» που ακούμε στην «κασέτα», η αναφορά δεν είναι στην διαβόητη βιβλική μορφή αλλά μια πιθανότατα υπαινικτική αναφορά στις φυλακές της Στάζι στην οδό Magdalenenstrasse στο Βερολίνο.

 

Μαριάννα Βασιλείου
Simon & Garfunkel - Tales from New York: The Very Best of Simon & Garfunkel (Columbia, 2000)
Ίσως να μην είναι και η καλύτερη επιλογή ένα best of άλμπουμ, υποτίθεται ότι εδώ πέρα ψάχνουμε το πιο σπάνιο και το πιο ασυνήθιστο. Ωστόσο το βάζω, γιατί αυτό το άλμπουμ ήταν η πρώτη μου επαφή με τη folk στα 14 μου: το παραδοσιακό στοιχείο, οι απλές αλλά όχι απλοϊκές μελωδίες, τα ακουστικά όργανα, οι ευαίσθητοι στίχοι με το μέτρο και το ρυθμό, οι αρμονίες στις φωνές, η λυρική θεματολογία, η γαλήνη που σου αφήνει, ακόμα και αν η θεματολογία είναι δυσάρεστη ή σκληρή. Και ακόμα το ακούω, όταν θέλω να θυμηθώ το δέος που ένιωσα τότε, όταν άκουσα για πρώτη φορά το “Bridge over troubled water”.

 

Χίλντα Παπαδημητρίου
Terry Callier – The New Folk Sound of Terry Callier (Prestige, 1968)
Υπάρχει μια σχεδόν αναπόφευκτη πορεία για τους ακραιφνείς μουσικόφιλους. Κάποια στιγμή, από το rock και τις παραφυάδες αυτού ξεκινούν μια επιστροφή στις ρίζες, ήτοι στα blues και τη folk. Και αν είναι αμερικανόφιλοι θα πέσουν με τα μούτρα στη σκηνή του Βίλατζ και στον Woody Guthrie, αν είναι αγγλόφιλοι θα χαθούν σε κέλτικα δάση, στις νεράιδες και τους θρύλους των Βρετανών folkies. Αν μάλιστα τους πάρει η κατηφόρα για τα καλά, θα αρχίσουν την αναζήτηση των επιτόπιων ηχογραφήσεων που κάνουν κάτι μουσάτοι καθηγητάδες — αυτοί που θεωρούν ότι η μουσική τέλειωσε όταν άρχισε να ηχογραφείται. Μιλάω από προσωπική πείρα, ακούστε με. Η folk ασκεί πάνω στον δυτικό άνθρωπο μια βαθιά γοητεία που σχετίζεται με τις υποτιθέμενες «αθώες», μυθικές έως εξωτικές εποχές, οι οποίοι απλώς δεν υπήρξαν ποτέ.
Για να επιστρέψω όμως στο θέμα μας, έχοντας βαρεθεί τις αέρινες σοπράνο που τραγουδούν για πνιγμένους ναυτικούς και χαμένους έρωτες, [κι επειδή δεν θέλω να προτείνω τον προφανή Donovan, τον οποίο θεωρώ τον απόλυτο folkie και ίσως τον μοναδικό που ακούω ακόμα με μεγάλη απόλαυση], θα σας προτείνω τον πρώτο δίσκο του σπουδαίου Terry Callier [τον οποίο είχαμε την τύχη να δούμε στην Αθήνα στα τέλη των ‘90ς]. Το ‘The New Folk Sound of Terry Callier’ ηχογραφήθηκε το 1964, δεν κυκλοφόρησε παρά το 1968 και έπρεπε να περιμένουμε ως την ανατύπωση σε cd του 1995 για να το ακούσουμε. Το άλμπουμ έχει λιτή ενορχήστρωση, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια πριν ο Bob Dylan χριστεί σε Ιούδα της folk σκηνής, αλλά μια ευφυή ιδιαιτερότητα: την ακουστική κιθάρα του Callier συνοδεύουν δύο μπασίστες, μια ιδέα που ο Terry δανείστηκε από το ίνδαλμά του, τον John Coltrane. Με τη μπάσα, εκφραστική φωνή του, ο Terry Callier έδωσε τη δική του, «μαύρη» οπτική στην κατάλευκη folk της σκηνής του Βίλατζ. Χάρη στην πολυσυλλεκτική μουσική του παιδεία, που περιλάμβανε την jazz, τα blues και τη soul, απέδειξε ότι folk music matters – ανεξαρτήτως χρώματος, τάξης κι εποχής.

 

Θανάσης Παπαδόπουλος
Donovan - Sunshine Superman (Epic, 1966)
Το 1966 η Αγγλία ήταν στις δόξες της. Στη μόδα… στη μουσική με τους Beatles στο απόγειό τους… μέχρι και στο ποδόσφαιρο κέρδισε παγκόσμιο κύπελλο. Στο χαμό των London swinging sixties o Donovan, εικοσάχρονος εκκολαπτόμενος pop-star από τη Σκωτία, ήταν στην κοσμάρα του ακόμη και για τα δεδομένα της εποχής: Μάλλον ασχημούλης, διεκδικεί την Linda Lawrence, πρώην του πολύ Brian Jones των Rolling Stones, μετέπειτα και μέχρι σήμερα ακόμη γυναίκα του. Εξαιτίας προβλημάτων με τη δισκογραφική, πιστεύοντας ότι η καριέρα του ίσως έχει τελειώσει, φεύγει με την κιθάρα του στην Πάρο, όπου μαθαίνει από το τηλέφωνο ότι το (single) Sunshine Superman κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ και είναι No 1. Υποτίθεται ακόλουθος του Dylan, απέδειξε με τον τρίτο δίσκο του, το ‘Sunshine Superman’, ότι δεν μιμείται κανέναν ούτε στη θεματολογία ούτε στη μουσική του. Ηχογραφημένο από τα τέλη του 1965, κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1966, τρεις εβδομάδες μετά το ‘Revolver’. Και με έναν τρόπο ήταν για την folk ό,τι το ‘Revolver’ για την pop. Η ιστορία επιβεβαίωσε τον Donovan ως πρωτοπόρο της ψυχεδελικής επανάστασης. Και η ψυχεδελική folk του ‘Sunshine Superman’, αιθέρια και ονειρική, εκπέμπει μια ξενοιασιά, όπως δεν το κατάφερε κανένας τα επόμενα 53 χρόνια.

 

Μαρία Φλέδου
Jeffrey Lewis - The last time I did acid I went insane and other favorites (Rough Trade, 2001)
Το 'The last time I did acid I went insane' είναι το πρώτο επίσημο άλμπουμ του Jeffrey Lewis και η πρώτη φορά που έδωσα σημασία στον όρο 'antifolk'. Η folk μουσική κατά βάση είναι μία μελωδία για μία ιστορία (και vice versa) και εδώ έχουμε μία συλλογή από μουσικά βιώματα χωρίς κάποιο βαθύτερο νόημα πέραν του αν το ποτήρι είναι μισογεμάτο, μισοάδειο ή μισογεμάτο με απολύτως τίποτα, τι θα έκανε στη θέση του ποιητή ο Leonard Cohen και γιατί τελικά έφαγε το acid. Ιστορίες δηλαδή με τις οποίες όλοι και όλες μπορούμε να ταυτιστούμε.

 

Μάνος Μπούρας
John & Mary - The Weedkiller's Daughter (Rykodisc, 1993)
To 1986 o John Lombardo, από τα βασικά στελέχη της μπάντας των 10,000 Maniacs, αποχωρεί από το σχήμα που βοήθησε να ανδρωθεί, και με τη αρωγή της Mary Ramsey σχηματίζει ένα σχήμα με διόλου ευφάνταστο όνομα αλλά εξαιρετική μελωδική αίσθηση. Στο πρόσωπο της Ramsey, όχι μόνο βρήκε μια φωνή που ίσως να μην είχε το χαρακτήρα της Natalie Merchant μα δεν υπολειπόταν σε εκφραστικότητα, αλλά και μια βιολονίστρια που έσπρωχνε τη μουσική του σε φολκ μονοπάτια που παρέπεμπαν ταυτόχρονα στην παράδοση της Μεγάλης Βρετανίας μα και στην country απεραντοσύνη της πατρίδας τους. To συγκεκριμένο άλμπουμ είναι ένα αριστούργημα που ακούγεται απνευστί, από τα αγαπημένα μου ενός φολκ ιδιώματος που δεν ακούγεται γραφικό αλλά κατακτά το χώρο του με ελάχιστα υλικά, έχοντας το μυαλό του μοιρασμένο στο χτες και το σήμερα. Για την ιστορία, οι John και Μary επέστρεψαν αργότερα στους 10,000 Μaniacs για να συνεχίσουν την πορεία του συγκροτήματος, όταν η Merchant αποχώρησε για σόλο καριέρα.

 

Γρηγόρης Λάσκαρης
Van Morrison & the Chieftains - Irish Heartbeat (Mercury, 1988)
Ο συγκεκριμένος δίσκος κυκλοφόρησε πριν 31 χρόνια και αρκεί μια ματιά στις φάτσες στο εξώφυλλο για να γίνει αντιληπτό ότι η κύρια πηγή του μεγαλείου της ερμηνείας των Chieftains είναι η αυθεντικότητα. Η αυθεντικότητα του μπακάλη, του μανάβη, του δασκαλάκου, του άνθρωπου της διπλανής πόρτας τέλος πάντων. Ούτε δήθεν, ούτε πόζες, ούτε τίποτα. Καθαρή έκφραση των πηγαίων καθημερινών συναισθημάτων σε ένα λαμπρό exposé Ιρλανδικής λαϊκής ευθύτητας. Προσθέστε σε αυτά τη φωνή του Van Morrison και το γλυκό έδεσε. Πολλά είπαμε.

 

Ελένη Φουντή
Bibio - Vignetting The Compost (Mush, 2009)
Ο έχω-όλους-τους-δίσκους-του αγαπημένος μου Bibio έγινε ευρέως (που λέει ο λόγος) γνωστός όταν διάβηκε τις πύλες της κολάσ... της Warp και του άξιζε με χίλια. Όμως εμένα μου άρεσε περισσότερο πιο πριν. Τότε που έφτιαχνε γλυκιά μα ύπουλα μοχθηρή folktronica στη Mush και ακουγόταν σαν ξεθωριασμένο φιλμ από διακοπές στη θάλασσα. Σε ένα παράλληλο σύμπαν στα 50s, όπου οι φίλοι του οι Boards Of Canada θα έπαιζαν στο γραμμόφωνο, η μουσική θα έσβηνε απαλά πίσω από το γάργαρο τιτίβισμα των πουλιών και μικρά παιδιά με πρόσωπα χερουβικής αθωότητας θα ξάπλωναν στην πράσινη χλόη πάνω από τους αγκαλιασμένους σκελετούς του εξωφύλλου. Διάστικτη από το πνεύμα του δάσους, ακουστικές κιθάρες, field recordings, κελαηδίσματα, fuzzy electronics, κελαρυστά ρυάκια και φλάουτα, η νατουραλιστική, ακατέργαστη folk του Bibio μοιάζει με το τραγούδι των μισο-ξωτικών, ένα soundtrack γραμμένο από ανθρώπους για θεούς, που γίνονται άνθρωποι και πάλι θεοί και τελικά δαίμονες (ή μήπως αγγελάκια;).

 

Σταύρος Σταυρόπουλος
Τραγούδια από τα Γιάννινα με την κομπανία του Νίκου Τζάρα (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Επανέκδοση 2000)
Ακούγοντας "folk" το δυτικοθρεμμένο μυαλό μας σαφέστατα τρέχει στον Bonnie 'Prince' Billy, τον Neil Young ή, πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, στον Alan Lomax με τις folk blues ηχογραφήσεις πεδίου (field recordings δηλαδή) των Robert Johnson και Lead Belly. Εποχή αντίστοιχη με αυτή του Lomax, το 1930, στο θέατρο Αλάμπρα, η Μέλπω Μερλιέ αναλάμβανε να ηχογραφήσει σε δίσκους 78 στροφών μουσικούς σε παραδοσιακά τραγούδια απ' όλη την Ελλάδα. Αποτέλεσμα, να διασωθούν περί τα 600 τραγούδια τα οποία κατά καιρούς κυκλοφόρησαν κι επανακυκλοφόρησαν σε καλαίσθητες εκδόσεις με μπόλικες πληροφορίες, η παραπάνω μία μόνο απ' αυτές. Δεν συστρατευόμαστε σε παλιακολαγνεία με τον Christopher King (του Ηπειρώτικου Μοιρολογιού), όχι, η μουσική δεν σταμάτησε το '41. Η αναζήτηση της κοντινής μας folk παράδοσης όμως έχει ιδιαίτερο βάθος κι ενδιαφέρον. Στο mixtape ακούμε την Γενοβέφα, μια απ' τις ομορφότερες μελωδίες που έχουν γραφτεί ποτέ.

 

Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Joose Keskitalo & Paavoharju - Minä ja kapteeni/Onni (Helmi Levyt, 2005)
Η Φινλανδία είναι ένα απόκοσμο μέρος. Δεν έχω πάει αλλά το ξέρω. Τραγουδάνε νεαρής ηλικίας τρυφεροί διάολοι και παίζουν μικροξωτικά θηλυκής ψυχής οργανικό θόρυβο σαν αυτόν που κάνουν τα φύλλα των δέντρων όταν θρυμματίζονται το φθινόπωρο. Κι όμως το τραγούδι είναι βαθιά ανθρώπινο κι ας μην καταλαβαίνεις λέξη φινλανδικά.

 

00:00 Steeley Span - Cam ye o'er frae France
02:43 Lorraine Lee & Roger Nicholson - One I love
05:40 Trees - The garden of Jane Delawney
09:30 Shirley Collins & Davey Graham - Hares on the mountain
12:22 Bettina Wegner- Magdalena
14:17 Simon and Garfunkel - I am a rock
17:02 Terry Callier  - Spin spin spin
19:59 Donovan - Guinevere
23:33 Jeffrey Lewis - Seattle
26:00 John & Mary - Your return
29:06 Van Morrison & the Chieftains - Carrickfergus
33:25 Bibio - Thatched
37:15 Kομπανία Νίκου Τζάρα – Γενοβέφα
40:42 Joose Keskitalo & Paavoharju - Minä ja kapteeni