Francophonie
Μια 'κασέτα' επιστροφής στο παρελθόν στην οποία οι συντάκτες του MiC την ακούνε απόψε... γαλλικά
Χριστίνα Κουτρουλού
Keny Arkana - Entre Ciment Et Belle Étoile (Because Music, 2006)
Παρά τη μικρή της δισκογραφία, η Keny Arkana συνεχίζει να δέχεται επαίνους για το flow της σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ‘Entre Ciment Et Belle Étoile’ ήταν αυτό που την τοποθέτησε στα ευρωπαϊκά charts πίσω στο 2006, γνωστοποιώντας ευρύτερα τα βγαλμένα από τις ασφάλτους και τα στενά του Παρισιού κομμάτια της. Η Αργεντινο-γαλλίδα ράπερ βουτάει εδώ βαθιά στα νερά της ενσυναίσθησης και της δικαιοσύνης, τοποθετούμενη απέναντι στον επιβεβλημένο τρόπο ζωής του καπιταλισμού ή στην πιο Δεξιά της Δεξιάς πολιτική του Νικολά Σαρκοζί, δείχνοντας παράλληλα την αλληλεγγύη της στις χώρες που βάλλονται είτε από τη φτώχεια, είτε από τα συμφέροντα των μεγαλύτερων οικονομιών. Μιλά επίσης ανοιχτά για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια στη Μασσαλία και για την επιβίωση στον δρόμο, δίδοντας ένα μανιφέστο κατά της αδικίας. Αφήνει λοιπόν στο κεφάλι σου έναν απόηχο του πόνου, της οργής, της πίκρας, αλλά ταυτόχρονα και της ελευθερίας, της αμφισβήτησης, της διεκδίκησης και της ανυπακοής σε τούτον τον βαθιά σάπιο κόσμο.
Σεραφείμ Διακουράκης
Le Bavar & Ekoué - Nord Sud Est Ouest (2ème Épisode) (La Rumeur Records, 2009)
Μπορεί να μην είμαι και ο Μπάμπης ο Νιώτης αλλά νομίζω ότι γλωσσολογικά και ακουστικά τα φρανσέ, με την χαρακτηριστική εκφορά τους με τους πατημένους τόνους στην ληγουσά ταιριαζούν ιδανικά με την χιπ χοπ ρυθμολογί. Δεν είναι μπιάν σιρ βέβαια ο μοναδικός λόγος που το είδος αυτό έβγαλε γερές ρίζες στην Γαλλία, η ύπαρξη μεταναστών, προσφύγων, γάλλων β’ κατηγορίας, προαστίων γκέτο, λεπενικών πολιτικών και αναρίθμητων μπάτσων εξασφαλίζει αρκετό… καύσιμο. Οι La Rumeur είναι (ήταν;) μια από τις πιο σκληροπυρηνικές κολλεκτίβες, με στίχους που δεν έκρυβαν λόγια και οι οποίοι τους οδήγησαν κάποια στιγμή σε πολύχρονη δικαστική σύγκρουση με κοτζάμ (λέμε τώρα) Σαρκοζί, από την οποία βγήκαν ωστόσο νικητές μετά από οκτώ χρόνια. Αυτή είναι μια mixtape συλλογή δύο εκ των μελών τους, ένα πραγματικό tour de force της σκηνής στα τέλη των 00s. Ξεχωρίζω ένα κομμάτι στο οποίο μεταξύ άλλων απειλούν να χρησιμοποιήσουν τον Τουρ ντ’Εφέλ εναντίον του Πρεζιντάν με έναν κάπως εχμ ανορθόδοξο τρόπο (κάπως σαν αυτόν που είχαν κατά νου οι Bow Wow Wow στο «Sexy Eiffel Towers» αν θυμάστε).
Σταύρος Σταυρόπουλος
La Haine, musiques inspirées du film (Delabel, 1995)
Το Μίσος του Ματιέ Κασσοβίτς χαρακτηρίστηκε το 1995 που κυκλοφορούσε και προφητικό. Εκ των υστέρων θα έλεγα ότι ήταν μια αφήγηση της γνώριμης πλέον, αλλά όχι τότε στα εφηβικά μας χρόνια στην επαρχία, επαναλαμβανόμενης ιστορίας αστυνομικής βίας που και για μας κατά κάποιο τρόπο συνέδεε το νήμα από τον Καλτεζά του παρελθόντος μέχρι τον Γρηγορόπουλο του μέλλοντος. Κι ακόμα παραπέρα. Ένα ζεστό μεσημέρι λοιπόν, λίγο καθυστερημένα, καλοκαίρι του 1996, μαζευόμασταν με εκκολαπτόμενη συνείδηση να παρακολουθήσουμε τη βιντεοκασέτα. Το ιπτάμενο ασπρόμαυρο πλάνο στις εργατικές κατοικίες του Παρισιού κι ενώ ο DJ σκράτσαρε μιξάροντας KRS-One κι Édith Piaf καρφώθηκε μεταξύ άλλων στο μυαλό. Όπως ίσως καρφώθηκε και στα μυαλά των hip hop σχημάτων που εμπνεόμενα από την ταινία θα ηχογραφούσαν. Τα mid 90s ήταν εκεί φυσικά, θύμιζαν Cypress Hill, House of Pain, σάμπλαραν το Jungle Boogie που είχε κάνει μπαμ μέσω Pulp Fiction, άκουγαν reggae, disco. Και ο στίχος τους Γαλλικός. Μπορεί να μην καταλαβαίναμε πολλά, δεν χρειαζόταν.
Μάνος Μπούρας
The Honeymoon Killers - Les Tuers De La Lune De Miel (Crammed Discs, 1981)
Γαλλόφωνο μεν, όχι από τη Γαλλία δε, μα από το γειτονικό Βέλγιο - μικρό το κακό δηλαδή. Συνέπεσε να ανακαλύψω το δίσκο αυτό ακριβώς την εποχή που μάθαινα τη γλώσσα και ο ενθουσιασμός να καταλαβαίνω κάποιους από τους στίχους ήταν πολύ μεγάλος. Κυρίως τα "tu es con" και "casse-toi" αυτού του κομματιού, που δεν ήταν καν τα ατού του. Εκείνο που με γοήτευε κυρίως ήταν η μουσική, τόσο εδώ όσο και συνολικά σ' ολόκληρο το άλμπουμ, ένα μείγμα από νεοκυματική αισθητική που παρέπεμπε στους B-52's αλλά ήταν μέχρι το κόκκαλο διαποτισμένη και από μια ευρωπαϊκή εσάνς απίστευτα ακαταμάχητη. Ακούγοντας τους Tuers De La Lune De Miel (το σχήμα δηλαδή του Marc Hollander, ιδιοκτήτη της ιστορικής ετικέτας Crammed Discs που λειτουργεί μέχρι και στις ημέρες μας) άνοιγες απλά μία πόρτα που οδηγούσε στον πίσω κήπο μιας μεθυστικής εποχής, και πρόδιδε ότι έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια!
Μαρία Φλέδου
Les Rita Mitsouko - The No Comprendo (Virgin, 1986)
Στο δεύτερο άλμπουμ τους οι Rita Mitsouko εκτός από το 'Les' πρόσθεσαν και τον Toni Visconti ως συμπαραγωγό και γενικών καθηκόντων μέλος της μπάντας. Κατά την γνώμη μου σε αυτό το σημείο οι Ringer και Chichin θα έπρεπε να γίνουν household names των 80's εντός και εκτός Γαλλίας ως μουσικές ιδιοφυΐες και σούπερ κουλ περσόνες, αλλά τελικά η Βρετανία ειδικά αποφάσισε να εξακολουθεί να τους αγνοεί ακόμη και μετά τις μελλοντικές συνεργασίες τους. Και μιας και το φέρνει η κουβέντα, ναι, το άλμπουμ περιέχει και κάποια αγγλικά αλλά θεωρώ ότι αυτό είναι μία μικρή λεπτομέρεια σε σχέση με το θέμα αυτού του παλιού καλού. Έτσι κι αλλιώς η υπέροχη Catherine Ringer έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να τα γαλλικοποιεί όλα.
Χρυσόστομος Τσαπραΐλης
BIPPP: French Synth-Wave 1979/85 (Born Bad Records, 2006)
Υποψιάζομαι πως πολλοί μάθαμε τη συλλογή αυτή αναζητώντας πληροφορίες για το “Polaroid Roman Photo” των Ruth, κομμάτι που διαχρονικά κυριαρχεί στα minimal synth sets ανά την -wave επικράτεια (sic). Εδώ λοιπόν έχουμε ένα αντιπροσωπευτικό tour de force του γαλλικού (σχετικά) σκοτεινού synth pop ήχου των ‘80s, με τα αναμενόμενα συστατικά: πολλά μπιμπλίκια, σπαστικά χορευτικούς ψηφιακούς ρυθμούς, οριακά video game ατμόσφαιρες κι ένα κράμα ασώματου αισθησιασμού και ρομποτικής ανωριμότητας. Στο τελευταίο μείγμα συμβάλλει καίρια ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η γαλλική γλώσσα από αρκετούς καλλιτέχνες της συλλογής – μονότονα, υπνωτικά, μηχανικά, διατηρώντας παράλληλα την μοναδικότητας της προφοράς.
Υ.Γ.: Μπορεί να κλέβω λίγο, μιας και η συλλογή έχει δυο κομμάτια με αγγλικό στίχο (“Pretty Day” της Marie Möör και “Game And Performance” των Deux), αλλά οι καλλιτέχνες γαλλοποιούν την γλώσσα της Αλβιόνας σε μεγάλο βαθμό, κάνοντάς την αγνώριστη.
Νίκος Παπατριανταφύλλου
Ruth - Polaroïd/Roman/Photo (Paris Album, 1985)
Αν ποτέ έχεις αναρωτηθεί τι μπορεί να άκουγε η Laetitia Sadier στα 18 της, πριν ακόμη αφήσει το Παρίσι, σε αυτό το album θα βρεις σίγουρα απαντήσεις. Λίγα χρόνια πριν, η synth pop είχε ήδη αρχίσει να επελαύνει, η new wave διέξοδος οδηγούσε σε μονοπάτια fusion και πειραματισμού, ενώ και οι Kraftwerk ήταν ήδη διεθνές φαινόμενο. Κάπως έτσι, ο ορκισμένος kraut-άς Thierry Müller αποφασίζει να φτιάξει τους Ruth. Τι κατάφερε; Να παραμείνει παντελώς άγνωστος, τουλάχιστον για 15 χρόνια. Κάπου στο 2000, ωστόσο, η γαλλική underground αφομοιώνει σε όρους revival το cold wave, και ανακαλύπτει έναν από αυτούς που… το ανακάλυψαν! Δίνοντας, πλέον, αναγνώριση anthem στο ομότιτλο κομμάτι. Στα αξιοσημείωτα του album, εκτός από τα παγωμένα synths, βρίσκεις ενδιαφέροντα staccati και riffs σαξοφώνου, μια electro διασκευή στο ‘She brings the rain’ των Can, το εισαγωγικό ‘Thriller’ ως πρώιμο electroclash με εσάνς La Femme, καθώς και το γλυκύτατο-girly-με-βραζιλιάνικες-νότες ‘Mots’, που από ότι φαίνεται απαντά στο ερώτημα τι μπορεί να άκουγε η Sadier στα 18 της, πέρα από McCarthy φυσικά!
Δημήτρης Κάζης
Miossec - Chansons Ordinaires ([PIAS] Recordings France, 2011)
Όταν ακούει γαλλικό τραγούδι κάποιος το indie είναι από τα τελευταία είδη που του έρχονται στο μυαλό, πολύ πίσω από την girl pop, την μεγάλη παράδοση του γαλλικού prog (που αντίθετα με το γερμανικό δεν το λένε frog) και το chanson à texte μεταξύ άλλων. Αυτή την παρεξήγηση έρχεται να λύσει ο Christophe Miossec (για τους φίλους σκέτο Miossec, πιθανόν για να μη τον μπερδέψει κανένας με τον σκέτο Christophe) από την βροχερή σύμφωνα με τον Ζακ Πρεβέρ Βρέστη. Καθαρό, απολαυστικό και παγκόσμιο indie rock που αγαπάμε και μας ενώνει, με ίχνη γαλλικότητας εδώ κι εκεί περισσότερο αναπόφευκτα παρά από άποψη.
Μαριάννα Βασιλείου
Dolly - Dolly (Murrayfield Music, EastWest, 1996)
Αν ο αγαπητός αρχισυντάκτης δεν μάς είχε υποδείξει να μην πάμε στα προφανή και στα εύκολα, θα έβαζα όλη τη δισκογραφία της θεάς Mylène Farmer και θα ξεμπέρδευα εύκολα και αναίμακτα. Κινούμενη όμως προς τα αφανή και τα δύσκολα, θα επιλέξω το ομώνυμο άλμπουμ των Dolly από το μακρινό 1997, του οποίου την κασέτα έλιωσα στην εφηβεία μου μαζί με αυτή του “In Utero” και του “Siamese Dream”. Εναλλακτικό ροκ από τη Ναντ που στάζει ναϊντίλα από κάθε πόρο του: από το χτένισμα στο εξώφυλλο του δίσκου, από το grunge μπάσο, από τα θορυβώδη κιθαριστικά ριφ, από την alternative ερμηνεία της Emmanuelle Monet, από τους θυμωμένους αλλά catchy στίχους. Και τώρα που το ξανακούω, πραγματικά αποτελεί επιτομή όλης της δεκαετίας κατά την οποία έμαθα να ακούω και να αγαπώ μουσική – για αυτό και μου είναι τόσο μα τόσο πολύτιμο. Αγάπη μου, είσαι τόσο 90’s και τόσο μα τόσο υπέροχη!
Άρης Μπούρας
Fauve - Vieux Frères - Partie 1 (Fauve Corp, 2014)
Ξεκίνησαν το 2010 ως μια καλλιτεχνική κολεκτίβα που ξεπερνούσε τα στενά όρια της μουσικής και το 2014 κυκλοφόρησαν το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους. Το Vieux Frères - Partie 1 (με το ελαφρώς κατώτερο Vieux Frères - Partie 2 να ακολουθεί) με στοιχειώνει όσο λίγα γαλλόφωνα άλμπουμ. Ψιθυριστοί μονόλογοι που σε αφοπλίζουν, λέξεις που σε σφυροκοπάνε (κι ας μη καταλαβαίνεις γρι), λαμπρές διφωνίες, οργή, λύπη, παύσεις, ξεσπάσματα κι ένα αναζωογονητικό σκοτάδι που σε παρασέρνει σε κάθε του κομμάτι. Όσο για τη μουσική αυτή καθαυτή, η Γαλλική hip-hop και electronica, συνυπάρχει αριστοτεχνικά με την post-punk και τη rock, για έναν δίσκο ο οποίος από το γαλλικό underground βρέθηκε στη θέση νούμερο 2 των γαλλικών chart. Δυστυχώς, έχουμε από το 2016 να ακούσουμε νέα τους.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
The Young Gods - The Young Gods (Play It Again Sam, 1987)
Με είχαν ζώσει ήδη τα φίδια, καθώς πάρκαρα κάτω από το διαμέρισμά της. Είχε φτάσει, επιτέλους, η στιγμή που το γλυκό κι ευγενικό κορίτσι που δουλεύει δύο ορόφους πάνω από το δικό μου με είχε καλέσει για δείπνο με συνοδεία «γαλλικής» μουσικής. Έλα όμως που απεχθάνομαι τη γαλλική γλώσσα και όλα τα γαλλικά συγκροτήματα που μου αρέσουν είναι αγγλόφωνα. Σιγά μήπως έβαζε Les Thugs…
Μπροστά στον κίνδυνο να πέσω σε ρετρό ρομαντική και να ακούσω κάτι εφιαλτικό, όπως Christophe, George Moustaki ή Joe Dassin, προτιμούσα να «κόψω φλέβες» με Mylène Farmer ή France Gall, αφού, έστω, το να ακούσω Les Rita Mitsouko έμοιαζε ιδεατό. Μια ψυχή που ‘ναι να βγει… Πήρα βαθιά ανάσα και χτύπησα το κουδούνι.
Η ατμόσφαιρα ήταν αγχωτικά ρομαντική υπό το φως των κεριών, όταν μου προσέφερε ένα ποτό, λέγοντάς μου πως θα είχα για συντροφιά τη μουσική, μέχρι αυτή να σερβίρει το φαγητό. Ανακάθισα με νευρικότητα, ενώ την παρακολουθούσα να κεντράρει τη βελόνα πάνω στο βινύλιο, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορεί να βάλει Jean-Michel Jarre, που έχει μόνο instrumental. Πάτησε το play κι εξαφανίστηκε προς την κουζίνα, όταν οι πρώτες νότες του τραγουδιού έσκισαν την αμήχανη σιωπή μου. Αντί για μένα μιλούσε ήδη η φωνή του Franz Treichler στο “Jimmy” των Young Gods, τραγουδώντας τα Γαλλικά έτσι όπως κανένα γήινο ον μπορεί να προφέρει, σβήνοντας με την τραχιά χροιά της τα κεριά και κάνοντάς με να μετανιώσω που δεν είχα μαζί μου το μονόπετρο. Εκείνο με τη νεκροκεφαλή.
Αντώνης Ξαγάς
La Tordue - Les choses de rien (Moby Dick, 1995)
Πόλκες, πεταχτά πιανάκια, χοπ-χοπ, νευρώδεις ακουστικές κιθάρες, και φυσικά το απόλυτα στερεοτυπικό γαλλικό (ή καλύτερα παρισινό) όργανο το ακορντεόν. Ντεμπούτο ενός σχήματος που έκανε τον ντόρο του τότε, κυκλοφορώντας από στόμα σε αυτί, και που τα επόμενα χρόνια θα έφτιαχνε ένα καλό όνομα στην σκηνή του nouvelle chanson, αυτής της επιστροφής στο παλιό «καλό» γαλλικό τραγούδι με πιο ανανεωτική ματιά. Κι αν μουσικά δεν ακούγονταν ανατρεπτικοί, οι στίχοι τους δεν δίσταζαν να αγγίξουν και θέματα ταμπού, το κομμάτι π.χ. που ανοίγει τον δίσκο και φέρει τον φαινομενικά αθώο τίτλο «Paris Oct 61», μας γυρίζει πίσω στο διόλου ρομαντικό Παρίσι της εποχής, όταν αφεντικό της αστυνομίας ήταν ένας τύπος ο οποίος είχε υπάρξει ενεργητικός συνεργάτης των Γερμανών στον πόλεμο, έχοντας στείλει εκατοντάδες Εβραίους στα στρατόπεδα εξόντωσης (χρειάστηκε να έρθει το 1998 για να καταδικαστεί από το γαλλικό κράτος), όταν μαινόταν ο πόλεμος της Αλγερίας, ο πόλεμος της ανεξαρτησίας της χώρας από την γαλλική αποικιοκρατία. Μια οκτωβριάτικη ημέρα το Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας καλεί τους πολυάριθμους Αλγερίνους του Παρισιού να διαδηλώσουν, η αστυνομία θα ανοίξει πυρ αδιάκριτα στο πλήθος, εκεί στη γέφυρα Saint Michel (όπου σήμερα ζούνε τον παρισινό ρομαντικό μύθο ζευγαράκια χέρι-χέρι) αστυνομικοί θα πετάνε τραυματίες στο ποτάμι, κανείς δεν έμαθε πότε πόσοι χάθηκαν εκείνοι την ημέρα (πάνω από 100 λένε οι μετριοπαθείς πηγές), ο Σηκουάνας για μέρες θα ξεβράζει πτώματα.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Tri Yann An Naoned - Tri Yann An Naoned (Kelenn, 1972)
Οι τρεις Γιάννηδες από τη Νάντη είναι ένα ΑΠΊΣΤΕΥΤΟ folk σχήμα απ’ τα καλλίτερα που έχω ακούσει. Ξεκίνησαν στα τέλη των 60s στη Γαλλία και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να τραγουδούν τα κέλτικα τραγούδια με τη μαγική δύναμη των Δρυίδων (και όχι δεν είναι απόγονοι του Κακοφωνίξ) να τους περιβάλει αφού ντύνονται σαν ξωτικά και μάγοι στη σκηνή. Μεταφέρουν ακόμα και από τους δίσκους τους μια αίσθηση πληρότητας. Νιώθεις χορτάτος όταν τους ακούς. Η δύναμή τους και η εκφραστικότητά τους επενεργεί αμέσως σαν ελιξίριο ομορφιάς και ατόφιας ευτυχίας. Θα διαλέξω ένα γνωστό παραδοσιακό κομμάτι που το λένε με το ιδιαίτερο ύφος τους και στα τοπικά βρετονικά, το ‘Tri Martelod’. Οι τρεις Γιάννηδες τραγουδάνε τους τρεις ναύτες.
Χάρης Συμβουλίδης
Léo Ferré - La solitude (Barclay, 1971)
Αποφασίζοντας πως δεν γινόταν να μείνω αδιάφορος στο κάλεσμα για ένα αφιέρωμα στη δισκογραφία που εκφράστηκε σε ό,τι επί αιώνες λογιζόταν ως «la langue de haute culture», ήμουν σίγουρος πως θα διάλεγα κάτι από τις τόσες Γαλλίδες τραγουδίστριες τις οποίες αγαπώ. Περιέργως, όμως, η μπίλια έκατσε στον Léo Ferré: αυτό το μυστήριο κάρο, που δεν καταγόταν καν από τη Γαλλία (ήταν από το Μονακό) και που δεν αποφάσισε ποτέ –σε σχεδόν 40 χρόνια καριέρας– αν ήταν μουσικός ή ποιητής. Κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί όλο το κόλπο συνέβη σε εκείνο το απροσδιόριστο «μεταξύ», το οποίο περπάτησε εξπρεσιονιστικά και πολύ προσωπικά. Εντωμεταξύ, η αρχισυντακτική προτροπή για αποφυγή προφανών επιλογών με απάλλαξε από την υποχρέωση να σταθώ στο ‘Amour Anarchie’, προτιμώντας το αναπόφευκτα υποφωτισμένο ‘La Solitude’, που το ακολούθησε. Στο οποίο ο Ferré ήταν ακόμα ο «προφήτης» της νεολαίας του '68, μα προχώρησε την αποδόμηση της chanson κανονικότητας (έχοντας τους Zoo ως συνοδευτική μπάντα), τελειοποιώντας παράλληλα μια δραματοποιημένη ερμηνεία/τελετουργία, με τις ρητορικές στρατηγικές να απηχούν τις πρόζες του Αρθούρου Ρεμπώ.
Δημήτρης Τσιρώνης
Pierre Bachelet - Gwendoline (Bande Originale Du Film) (RCA Victor, 1984)
Πως γίνεται οι πιο αίσχος κι ανούσιες ταινίες κάποιες φορές να 'χουν αξιομνημόνευτη μουσική υπόκρουση; Ο Pierre André Bachelet ήταν ένας Γάλλος συνθέτης και τραγουδιστής με τριψήφιο αριθμό έργων, γνωστός κυρίως για την επένδυση (με νότες, άλλες επενδύσεις δεν χρειαζόταν) της ταινίας "Emmanuelle" του 1974! Δέκα χρόνια μετά σε μία κινηματογραφική περιπέτεια που λαμβάνει χώρα στο Χονγκ Κονγκ και προσπαθεί να μιμηθεί την επιτυχία του κυνηγού της χαμένης κιβωτού, ο Pierre Bachelet δίνει το δικό του (αναγνωρίσιμο) στίγμα και κάνει τον τίτλο "The Perils of Gwendoline in the Land of the Yik-Yak" (εν συντομία απλά "Gwendoline") να παραμείνει στην ιστορία τουλάχιστον για τη μουσική της. Κατά τα λοιπά μια φυλή κανιβάλων, ένα τρίο Κινέζων κακοποιών, μια αθώα κορασίδα κι ένας παράτολμος τυχοδιώκτης - εξερευνητής παρελαύνουν αρκετές φορές με λιγοστά ρούχα, μέσα από καζίνο, ζούγκλες κι ένα ηφαίστειο μέχρι να βρεθούν στα δίχτυα των αμαζόνων! Κι όλα αυτά στο κυνήγι μιας πεταλούδας που πετάει τόσα μακριά από εμάς. Αφού λοιπόν το φαινόμενο δεν μας άγγιξε, ας παραμείνουμε στη μουσική!
Νάνσυ Σταυρίδου
Bertrand Cantat - Amor Fati (Barclay, 2017)
Μια και σε ένα πρόσφατο αφιέρωμα εδώ στο MiC ασχοληθήκαμε με το διαχωρισμό καλλιτέχνη και έργου, να ένα παράδειγμα ενός δημιουργού ο οποίος εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό του έστω και αν καταδικάστηκε στο παρελθόν για ανθρωποκτονία. Ο λόγος για τον Bertrand Cantat, τον τραγουδιστή των Noir Desir, ενός από τα πιο δημοφιλή ροκ συγκροτήματα της Γαλλίας, ο οποίος το 2003 όντας μεθυσμένος χτύπησε θανάσιμα την τότε φίλη του Γαλλίδα ηθοποιό Μαρί Τρεντινιάν και εκτέλεσε την ποινή του στην φυλακή όπως ορίζει ο νόμος. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η μπάντα να μείνει ανενεργή, όχι όμως και ο ίδιος σαν δημιουργός. Έχοντας ήδη κυκλοφορήσει από το 2011 δύο άλμπουμ με βασικό συνεργάτη τον μπασίστα Pascal Humbert, 6 χρόνια αργότερα έρχεται η στιγμή της πρώτης προσωπικής δισκογραφικής του δουλειάς με τον διόλου τυχαίο τίτλο "Amor Fati", να αγαπάς δηλαδή τη μοίρα σου και να συνεχίζεις ουσιαστικά τον δρόμο σου, έχοντας αποδεχτεί τις ταλαιπωρίες αλλά και τα λάθη σου. Το αποτέλεσμα φαίνεται να τον δικαίωσε καθώς οι φανς του κυρίως, όχι μόνο αποδέχτηκαν αλλά αγκάλιασαν με θέρμη τα 11 κομμάτια από τη σόλο του δουλειά εδραιώνοντας τη φήμη, τη συνέπεια και το κύρος του σαν καλλιτέχνη ο οποίος μέσα από τα λόγια του δε συμβιβάστηκε ούτε υποτάχτηκε στη mainstream κουλτούρα. Αναπόφευκτα υπήρχαν και πολλές αντιδράσεις από τον τύπο και το κίνημα κατά της βίας των γυναικών, το ρίσκο όμως είχε πια παρθεί. Το ύφος του άλμπουμ μουσικά δεν μας εκπλήσσει και κρατάει τον χαρακτήρα του ποικιλόμορφου και ταυτόχρονα δεμένου με τον ίδιο να ξεχειλίζει από πάθος σε κάποιες στιγμές όταν τραγουδά ενώ σε άλλες να ρίχνει τους τόνους προκαλώντας είτε μελαγχολία ή ελπίδα. Οι κιθάρες πρωταγωνιστούν και πάλι με κάποιες νότες ηλεκτρονικές να τραβούν την προσοχή όπως στο πρώτο κομμάτι του άλμπουμ, το "Amie Nuit". Δεν μπορώ να εμβαθύνω στους στίχους καθώς έχω ξεχάσει τα γαλλικά που έμαθα μικρή, μπορώ όμως με σιγουριά να πω ότι ο Bertrand Cantat αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία τουλάχιστον σαν μουσικός, και το "Amor Fati" είναι μια εξαιρετική δουλειά η οποία έχει τη δύναμη να μαλακώσει τον θυμό κάποιων και να τους κάνει να σκεφτούν πιο ψύχραιμα. Κάποιοι ή κάποιες μπορεί και να τον συγχωρέσουν.
Μάριος Καρύδης
Jean Le Fennec - Phantastic (Barclay, 1969)
Αν αγνοήσουμε εντελώς τις γραφικότητες περί σπανιότατου δίσκου που κοστίζει τόσα «απιθανικομμύρια» ευρώ και τα μυστήρια περί ''obscure'' χίπη αοιδού που έκανε έναν δίσκο κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε επειδή τον άκουσε μόνο ο ίδιος (πού ‘ντος να του κάνουμε κανά remaster να γίνει hype;) και επικεντρωθούμε στην ουσία, δηλαδή στη μουσική, θα απολαύσουμε έναν ιδιαίτερο psych δίσκο που, με τα φτηνιάρικα «προοδευτικά» του εργαλεία, επιχείρησε να ροκανίσει τα θεμέλια του κλασσικού chanson. Οι... «ταξιδιάρικες» ενορχηστρώσεις του (μάλλον) Βέλγου ποπ παγανιστή με το όνομα «Γιάννης η Αλεπού (της ερήμου)», θυμίζουν τις πιο τρελές στιγμές των Serge Gainsbourg και Jean-Claude Vannier και κάνουν αυτή την ψυχεδελική εμπειρία, μία από τις πιο σουρεάλ, αλλοπρόσαλλες και εθιστικές που έχετε ακούσει από εκείνη την εποχή.
Γιώργος Λεβέντης
Εtron Fou Leloublan - Les sillons de la terre (Turbo Music S.A., 1984)
Oι EFL υπήρξαν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες avant - garde / post - prog μπάντες της υπέροχης φίλης Γαλλίας. Αρχικό τρίο - πυρήνας ήταν οι Chris Chanet, Ferdinand Richard και Guigou Chenevier. Όπως κάθε μπάντα της ευρύτερης συνομοταξίας που σέβεται τον εαυτό της, πέρασε από κάνα δυο-τρία διαφορετικά στάδια σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της και σε αυτόν τον δίσκο έχουμε τον Bruno Meiller στο σαξόφωνο. Από όλα τα άλμπουμ του γκρουπ, αυτό είναι το πιο ώριμο, αλλά ταυτοχρόνως το πιο ιδιοσυγκρασιακό τους και αυτό με τις περισσότερες γωνίες. Όποιος αγάπησε τον βρετανικό σουρεαλισμό των Bonzo Dog Band εδώ βρίσκει το ηπειρωτικό του αντίστοιχο, όποιος θέλησε να κόψει τη νοητή γραμμή Pentangle/Soft Machine/Beefheart και να την ξανακολλήσει με περισσότερο χιούμορ εδώ θα κάνει πάρτι. Κάτι πέρα από την παραδοσιακή γαλλική free jazz και τα κάθε λογής fusion, αλλά και τόσο μέσα στο πνεύμα όσων δεν θα ήθελαν να φανούν υπεράνω τους, αυτή είναι η καλύτερη στιγμή μιας μπάντας που έπαιξε σοβαρή μουσική με την ξεκαρδιστική αίσθηση ματαιότητας που τόσο έλειψε από τους περισσότερους που το επιχείρησαν. Ποτέ ξανά οι οπαδοί των Doors δεν είχαν την τιμή να τους επιτραπεί να συμπαθήσουν μια μπάντα χωρίς το φόβο να ανησυχήσουν οι υπόλοιποι φαν της.
Ελένη Φουντή
Harmonium - L'Heptade (CBS, 1976)
Δεν θυμάμαι τι τάξη πήγαινα, πάντως η ανταλλαγή κασετών πήγαινε βολίδα. "Άκου τους Harmonium, γιατί Καναδάς δεν είναι μόνο οι Rush. Εσύ που μιλάς γαλλικά, θα καταλάβεις και τους στίχους". Τώρα μέσω ποιου σούπερ προχώ θείου / μπαμπά / μεγαλύτερου ξαδερφακίου μου πασαρίστηκαν οι Harmonium δεν έμαθα, πάντως ήμουν τυχερή. Ουδέν ψευδέστερον βέβαια ότι ως μαθήτρια του Γαλλικού Ινστιτούτου μπορούσα να καταλάβω την κεμπεκουά προφορά - πολυβόλο του Serge Fiori δι' ακοής. Έπιανα μόνο κάτι regarder, écouter, someil.. ή μήπως ήταν réveille; Όλα μέσα ήταν τελικά. Όταν μπήκε στη ζωή μας το ίντερνετ ανακάλυψα πως το "Comme Un Fou" αναφέρεται στο περίεργο αίσθημα αφασίας του πρωινού ξυπνήματος. Περίεργη είναι γενικά η ιστορία των Harmonium άλλωστε, μιας μπάντας που στα μέσα των 1970s έβγαλαν δυο συμπαθέστατους folk δίσκους με επιρροές συμφωνικού prog rock και αμέσως μετά εγώ λέω ότι σκέφτηκαν να πάνε ανάποδα. Να βγάλουν συμφωνικό prog rock με folk επιρροές κι ο θεός βοηθός. Και εγένετο "L' Heptade", ένα concept album για τα επτά επίπεδα της συνείδησης, όπου για πρώτη φορά οι Harmonium χρησιμοποίησαν ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς. Πρόκειται για δίσκο - ορόσημο της πολύ αξιόλογης progressive rock σκηνής του Quebec, σε συνέχεια του οποίου οι Harmonium αποφάσισαν να διαλυθούν, γιατί - κατά πώς φημολογείται - θεώρησαν ότι δεν έχουν να μας δώσουν κάτι καλύτερο. Εγώ προειδοποίησα ότι η ιστορία τους είναι περίεργη. Ας τραγουδήσουμε τους μόνους στίχους για τους οποίους ήμουν σίγουρη από μαθήτρια: "ti li li na na na, ti li li na da da na na na da na na da, na na".
Γιάννης Πλόχωρας
NEF - Mais Alors!!?... C' est à l' Envers (340ms+1, 1983)
Αυτός είναι ο δίσκος που μου ‘ρθε αυτόματα να γράψω για το παρόν αφιέρωμα στους φράγκους.
Καταρχάς είναι γαλλικός. Φτιάχτηκε στην Nιμ της νότιας Γαλλίας, ένα γαλατικό χωριό που έγινε ρωμαϊκή πρωτεύουσα της περιοχής και το κέντρο της έχει διατηρηθεί αυτούσιο από τότε.
Ο Ρισάρ Λορεντσί κι ο Βενσάν Τρονκ, οι δύο μουσικοί δημιουργοί του LP, λες και έπεσαν στη γη το 1983, φτιάξαν τον δίσκο κι εξαφανίστηκαν, αφήνοντας τα δυο χιλιάδες περίπου αντίτυπα που τύπωσαν μόνοι τους να απορροφώνται υπόγεια απ τους μουσικόφιλους κι αργότερα τους συλλέκτες, μέχρι που εξαφανίστηκαν κι αυτά. Έπρεπε να ξανακυκλοφορήσει πέρσι (απ την Ici Bientôt) για να μάθουμε επιτέλους από το έξτρα ένθετο κάποια πράγματα και να τους δούμε σε φωτογραφίες, να ξεφύγουμε λίγο απ το μύθο.
Γιατί το "Ε Λοιπόν!!;... Είναι Ανάποδα" έγινε μύθος μόνο από την ακρόαση, ως εξής: Το εισαγωγικό ακκορντεόν του "Ο Καθρέφτης Από Πίσω" υπνωτίζει τον ακροατή σ’ ένα αλλόκοτο, άχρονο σύμπαν, όπου ελεύθερο το υποσυνείδητο σουλατσάρει στα δωμάτια ή τους κήπους που δημιουργούν τα υπόλοιπα κομμάτια. Είναι ενδιαφέρον ότι τουλάχιστον μπορούσαμε να επιστρέψουμε στο παρόν ίσα για ν αλλάξουμε πλευρά. Που και που μια φιλική φωνή μας διηγόταν εμπιστευτικά σκόρπια μυστικά που δεν ‘βγάζαν πάντα νόημα, αλλά μας καθησύχαζε όταν οι νότες σκοτείνιαζαν κι εμείς φοβόμασταν. Ο δίσκος τέλειωνε κι έμενε το παιδικό χαμόγελο και η επίγευση του δέους που ξέραμε σαν συναίσθημα απ τα παραμύθια.
Δεν υπάρχουν πολλοί δίσκοι που μπορείς να τους περιγράψεις έτσι, ε;
00:00 Keny Arkana - La rage
03:57 Le Bavar - Tellement a faire
07:55 Sens Unik - Le vent tourne
11:38 The Honeymoon Killers - J4
15:34 Les Rita Mitsouko - C'est comme ça
20:19 Comix - Touche pas mon sexe
23:22 Ruth - Polaroïd/Roman/Photo
28:10 Miossec - Chanson pour les amis
30:23 Dolly - Je n'veux pas rester sage
35:00 Fauve - Infirmiere
39:36 The Young Gods - Jimmy
42:13 La Tordue - Paris, Oct 61
46:03 Tri Yann- Tri martelod
48:36 Léo Ferré - La solitude
53:51 Pierre Bachelet - La legende de Pikao
57:30 Bertrand Cantat - Amie nuit
1:01:39 Jean Le Fennec - Marie-Cécile
1:10:17 Etron Fou Leloublan - C'est pas bien
1:14:08 Harmonium - Comme un fou
1:21:53 NEF - Le miroir sur le dos a) ca commence comme ça b) à chaque bout