Instrumental albums
Οι επιλογές μαζί με λίγα λόγια των συντακτών του MiC για δίσκους χωρίς λόγια
Αντώνης Ξαγάς
Herb Alpert & the Tijuana Brass - Whipped cream and other delights (A&M, 1965)
Έχω έναν καλό φίλο και ακόμη καλύτερο φωτογράφο, κατά καιρούς έχει φωτογραφίσει τα πάντα, μέχρι και πιάτα και φαγητά, και μου είχε αποκαλύψει κάποτε απομυθοποιητικά ότι «μην βλέπεις τα γλυκά και τις κρέμες στα περιοδικά τόσο λαχταριστά, δεν είναι σαντιγί αυτό που βλέπεις αλλά… αφρός ξυρίσματος, η σαντιγί δεν θα άντεχε με τα φώτα της φωτογράφησης και δεν στέκει και τόσο ωραία για το μάτι». Γιατί πρώτα χορταίνει το μάτι ως γνωστόν … και μετά το αυτί εν προκειμένω, και διόλου δεν μας πειράζει ότι η Dolores Erickson είναι καλυμμένη με αφρό, το περιεχόμενο του μοσχοπουλημένου αυτού δίσκου (που βγήκε στην Α&Μ όπου το «Α» είναι ο ίδιος ο Alpert) είναι ανάλαφρο και αέρινο και παιχνιδιάρικο όσο μια καλοχτυπημένη –φουλ 35% λιπαρά εννοείται– κρέμα. «Κουλ» τζαζ που ποτέ δεν έγινε «κουλ» και ψαγμενιά, η αλαφράδα της και η δροσιά της ακούγεται σχεδόν νοσταλγική ειδικά υπό το βλέμμα της μεταγενέστερης περισπούδαστης σοβαροφάνειας του είδους…
Χίλντα Παπαδημητρίου
Barry Adamson - Moss Side Story (Mute, 1989)
Η εμμονή του Barry Adamson με το σινεμά τον οδήγησε στη δημιουργία αυτού του instrumental δίσκου, που είναι το υποθετικό σάουντρακ μιας ανύπαρκτης ταινίας. Όπως λέει ο ίδιος ο Adamson, ήταν κάτι σαν ανοιχτή πρόσκληση στους σκηνοθέτες για να του αναθέσουν ένα OST [το πέτυχε τελικά, συνεργαζόμενος με τον David Lynch, τον Derek Jarman, τον Danny Boyle]. Το Moss Side Story (1989) αποτελεί το πρώτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, που συνεχίστηκε με το ‘Soul Murder’ (1992) και το ‘Oedipus Scmoedipus’ (1996). Η μουσική επενδύει ένα κλασικό neo-noir που διαδραματίζεται στη γειτονιά Moss Side, του Μάντσεστερ, τη γενέτειρα του Barry. Οι τίτλοι των τραγουδιών αφηγούνται μια υποτυπώδη αστυνομική πλοκή, οι ενορχηστρώσεις κλιμακώνουν την αγωνία αυτού του ανύπαρκτου film noir, ενώ οι σποραδικές ατάκες, οι πυροβολισμοί και οι κραυγές που ακούγονται αιφνιδιαστικά επιτείνουν το σασπένς. Το ύφος των κομματιών φέρει σαφείς επιρροές από τα OST των Bernard Herrmann, Henry Mancini και John Barry, ενώ αν κλείσεις τα μάτια σου, είναι σαν να βλέπεις τον Steve McQueen ή τον Sean Connery ως Φίλιπ Μάρλοου να κυνηγάει κακούς και να σώζει άτακτα κορίτσια. Καθώς απεχθάνομαι τα σάουντρακ-χαλί από διάφορα γνωστά και λιγότερο γνωστά σινγκλάκια των ‘60ς, νιώθω ότι το ‘Moss Side Story’ περιέχει την ιδανική συνταγή ενός ισορροπημένου αστυνομικού σάουντρακ.
Ναι, ξέρω ότι ξέφυγα, δεν αναζητάμε ένα καλό σάουντρακ, αλλά έναν αγαπημένο instrumental δίσκο. Μόνο που για μένα αυτά τα δύο ταυτίζονται. Keyboards και σαξόφωνα, Hammond και βιολοντσέλο, και στα άναρθρα φωνητικά η Diamanda Galás, η Anita Lane, ο Mick Harvey και ο Kid Congo Powers. Δίσκος που ακούγεται από την αρχή ως το τέλος… με αγωνία.
Τάσος Βαφειάδης
Tristeza - Spine and Sensory (Makoto Recordings, 1999)
Εκεί στα τέλη του 20ου αιώνα, μαζί με τα mp3, ανακάλυψα και τα διαδικτυακά ραδιόφωνα. Κάποιο που ακόμα έχω στη μνήμη μου είναι το 3WK. Θυμάμαι να “συντονίζομαι” αργά το βράδυ και σχεδόν να ανατριχιάζω με τη σκέψη ότι άκουγα κάτι που έκπεμπε ζωντανά από την άλλη μεριά της Γης. Ένα από τα συγκροτήματα που ανακάλυψα εκείνα τα ατέλειωτα βράδια ήταν και οι Tristeza. Μια μπάντα από το Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας που με τον post-rock ήχο τους με πήγαιναν ακόμα πιο μακριά και από την έδρα του ραδιοφώνου. Ακούγοντάς τους ξανά μετά από είκοσι χρόνια, συνεχίζω να πιστεύω πως τα ορχηστρικά κομμάτια τους είναι ιδανικό σάουντρακ για μακρινά ταξίδια του νου και του αμαξιού.
Μάνος Μπούρας
Pell Mell - Interstate (DGC, 1995)
Τώρα που καλοκαίριασε και η ανάγκη για αποδράσεις παντός τύπου είναι αυξημένες, χρειάζεσαι μια μουσική να σε συνοδεύει που να αντανακλά αυτήν ακριβώς την αίσθηση του φευγιού (δε μ' αρέσει η λέξη αλλά ταιριάζει γάντι εδώ). Ο τίτλος του άλμπουμ δίνει σε μεγάλο βαθμό τις πληροφορίες που έχεις ανάγκη για να μπει στο player του αυτοκινήτου - ή στα ακουστικά που φοράς στ' αυτιά - και να ξεκινήσεις να μετράς και να αφήνεις πίσω σου χιλιόμετρα. Η μπάντα από το Portland του Oregon ηχογραφούσε μόνο οργανική μουσική και το έκανε καλά, για όσα χρόνια λειτούργησε δηλαδή, που δεν ήταν και λίγα. Ανάμεσα στα μέλη του γκρουπ υπήρχαν δύο γνωστοί παραγωγοί (Greg Freeman και Steve Fisk), που ίσως λέει πολλά, ίσως και τίποτα μπροστά στα όσα ακούς στο δίσκο, στον ταξιδιάρικο χαρακτήρα του με την αμείωτη μελωδική αίσθηση. Καθόλου τυχαία, ήταν ο πρώτος που μου ήρθε στο μυαλό όταν το ζητούμενο επέβαλε την παντελή απουσία φωνητικών αλλά όχι και ξεχωριστής ηχητικής προσωπικότητας.
Θανάσης Παπαδόπουλος
Tortoise - Millions Now Living Will Never Die (Thrill Jockey, 1996)
Όσοι ήμασταν αρκετά μεγάλοι στα 90s και προλάβαμε και να ενθουσιαστούμε με το post rock και να το βαρεθούμε, είμαστε πια τόσο πολύ πιο μεγάλοι ώστε θα έπρεπε να το εκτιμήσουμε με την υποτιθέμενη απόσταση της εικοσιπενταετίας που πέρασε (μια ολόκληρη γενιά δηλαδή). Δεν ξέρω ποιο από τα ελαττώματα του γήρατος φταίει, νοσταλγία ή ξεροκεφαλιά: τα σημαντικά, πιο αγαπημένα, όπως θέλετε πείτε το… είναι τα ίδια: Το ‘Young Team’ των Mogwai, το ομώνυμο των Labradford, το ‘F♯ A♯ ∞’ των Godspeed, το ‘Millions Now Living Will Never Die’ των Tortoise, που για κάποιο λόγο κωδικοποίησε τον post-rock ήχο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Δίσκοι που μεταξύ τους δεν έχουν σχεδόν καμιά σχέση πέρα από τη συχνή απουσία φωνητικών. Κι εδώ είναι που κερδίζουν τη θέση στο instrumental αφιέρωμα οι Tortoise. Με την παντελή έλλειψη φωνητικών: Ούτε μουρμουρητά, ούτε ψίθυροι, ούτε τίποτε…
Σταύρος Σταυρόπουλος
Miles Davis - Sketches of Spain (Columbia, 1960)
Αν και στα 90s ψηθήκαμε με μπόλικα «ορχηστρικά» δισκάκια και οι Godspeed You Black Emperor! (προτού μεταφερθεί το θαυμαστικό), Mogwai έδιναν κι έπαιρναν μαζί με κάτι περίεργους τύπους σαν τον Aphex Twin και τον DJ Shadow, αποφάσισα εδώ να πάω μ’ ένα σίγουρα όχι άγνωστο μεν, εξαιρετικά ταξιδιάρικο δε τζαζ, ημι-τζαζ, φλαμένκο τζαζ ή όπως θέλετε πείτε το άλμπουμ. Ο Miles Davis ήταν το 1960 ήδη σαουντρακικός (‘Ασανσέρ για Δολοφόνους’), ενώ δεν ήταν και η πρώτη του συνεργασία με τον συνθέτη κι ενορχηστρωτή Gil Evans (με τον οποίο έκαναν παπάδες). Έφαγε το κόλλημά του ως μουσικόφιλος κι άρχισε να ξεσηκώνει οτιδήποτε φλαμένκο έβρισκε μπροστά του παρασύροντάς μας στα 40 κάτι λεπτά του δίσκου ως την Ανδαλουσία και τη Γαλικία. Καθόλου τυχαία ο Πέδρο Αλμοδόβαρ χρησιμοποίησε δύο από τα κομμάτια του δίσκου στα ‘Ψηλά Τακούνια’ του 1991.
Δημήτρης Τσιρώνης
Scientist & Papa Tad’s - Allied Dub Selection (Tad’s Record, 1980)
Καλοκαιρινή επαναλαμβανόμενη διαδρομή από το αστικό περιβάλλον στην αμμουδιά. Ιδρώτας, ατμόσφαιρα φιλτραρισμένη από κλιματιστικά, καυσαέρια και σαρανταπεντάρια στην άσφαλτο. Εικόνες ταινίας μικρού μήκους που επαναλαμβάνεται ευλαβικά σε νεκραναστημένα drive-in κάθε Σαββατοκύριακο. Λίγο πριν ο μαθητής (Scientist) εγκαταλείψει τον δάσκαλο (King Tubby) και το στούντιό του για να συνεχίσει στην Channel One και γράψει τη δική του ιστορία στα 16κάναλα decks.
Απότομες εναλλαγές από νουάρ διαστημικές ιστορίες πολυδιαβασμένων συλλογών διηγημάτων του περασμένου αιώνα. Αφρικανικά κρουστά για τις γήινες στιγμές έντασης και dub ρυθμοί για τα διαστημόπλοια που ξεσκίζουν τους αιθέρες. Πλήρη έλλειψη επιτήδευσης και πιθανής κερδοφορίας πέρα από τα λικνιζόμενα κορμιά του μακρινού νησιού της Καραϊβικής.
Μουσική που παίζει στο αμάξι σου καθώς στέκεσαι στην ουρά για να πληρώσεις το τίμημα της απόδρασης από τη μεγάλη πόλη. Στο μυαλό σου επανέρχονται οι ογκώδεις αστυνομικοί που ελέγχουν οδηγούς και τα μικρά πράσινα πλασματάκια που κρατάνε άυλα αρχεία ενός κόσμου που όλο πεθαίνει και πάλι ανασταίνεται κι επαναλαμβάνεται σαν αστείο.
Χριστίνα Κουτρουλού
DJ Shadow - Endtroducing..... (Mo' Wax, 1996)
Μπορεί στην εποχή των 1990s τα samples να μην αποτελούσαν κάτι το καινούριο, ωστόσο ο DJ Shadow σκέφτηκε να φτιάξει μια φόρμα τραγουδιών αποκλειστικά δοσμένη σε αυτά. Με χειρουργική λοιπόν ακρίβεια καταφέρνει να ενώσει κομμάτια ανόμοια και διαφορετικά, ξεκινώντας απ' την jazz και φτάνοντας μέχρι το funk, τη disco και το ροκ. Σαν να ενορχηστρώνει, έτσι, το σουρεαλιστικό ΟST μιας ταινίας με πολυμορφία χαρακτήρων και μεταφυσικούς διαλόγους, η οποία εκτυλίσσεται σε ηλιοφώτιστους αστικούς δρόμους, επικίνδυνα σοκάκια και κλειστοφοβικά clubs –γνωρίζοντας ακριβώς πώς, πού και πότε να αλλάξει διαθέσεις. Το ντεμπούτο του τοποθετείται πλέον στους πρώτους instrumental hip hop δίσκους, επηρέασε δε πολλούς παραγωγούς στη συνέχεια.
Σεραφείμ Διακουράκης
NEF - Mais Alors!!?... C'est À L'Envers (Self Released, 1983)
Ακούς τον μοναδικό από κάθε άποψη δίσκο αυτού του γαλλικού σχήματος και κοιτάς την ούγια κουνώντας με απορία το κεφάλι σου. Βλέπω καλά, είναι 1983; Ακόμη και τις σημερινές ημέρες του «anything goes» και των κάθε λογής πιθανών και απίθανων διασταυρώσεων δεν ακούς συχνά ένα τέτοιο μείγμα …. απερίγραπτο. Εκεί που η αρχή σε βάζει σε έναν δρόμο, ένα ακορντεόν αλά Pascal Comelade, η συνέχεια αφήνει τον ακροατή αμήχανο να ψάχνει ταμπέλες αμφίβολης ακρίβειας: ηλεκτρονικό προγκρέσιβ, ααα έχει και κάτι από νιου γουέιβ, εδώ δεν θυμίζει σάουντρακ b γαλλικών ταινιών; Και αυτοί οι θόρυβοι; Οι ατονιές και οι παραμορφώσεις; Δεν έχει και μια επιρροή από την απέναντι ακρορηνιά, λίγο κράουτ; Να το πούμε λοιπόν «πειραματικό» να ξεμπερδέψουμε; Όταν σταματάει η γλώσσα, αρχίζει η μουσική είχε πει ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν.
Μαρία Φλέδου
Tortoise - Tortoise (Thrill Jockey, 1994)
Το 1994 –μεταξύ Slint και Mogwai– κυκλοφόρησε το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ των Tortoise, κατεξοχήν instrumental μπάντα, επομένως το συνολικό περίπου ένα λεπτό φωνητικών δεν μετράει. Η επικρατέστερη άποψη γι’ αυτό το άλμπουμ φαίνεται τελικά να είναι 'ναι μεν αλλά... (τα επόμενα είναι καλύτερα)'. Το 'Tortoise' περιέχει αρκετές εναλλαγές έντασης και ήχου ώστε να πλαισιώσει μια μικρή ιστορία, μια διήγηση/αφήγηση από αυτές που βρίσκουν τον κεντρικό χαρακτήρα- επίδοξο flâneur να περιπλανιέται ξαφνικά μέσα σε κάτι οικείο και καθημερινό, π.χ. από το ένα δωμάτιο του σπιτιού στο άλλο, από το σπίτι στο παρκάκι της γειτονιάς, όπου ανακαλύπτει καινούριους τόνους πράσινου στο γρασίδι ή λεπτομέρειες στις στέγες των γύρω κτιρίων που δεν είχε προσέξει γιατί συνηθίζει να κοιτάει κάτω.
Αν το 'Tortoise' ήταν OST τότε σίγουρα οι ίδιοι οι Τοrtoise θα βρίσκονταν πάντα κάπου μέσα στο πλάνο συνοδεύοντας ή καθοδηγώντας διακριτικά την πλοκή.
Ελεάνα Γαρίνη
Pan•American - Quiet city (Kranky, 2004)
Στην instrumental συλλογή αυτή δεν περιλάβαμε soundtrack, παρόλα αυτά το ‘Quiet City’ ντύνει μια φανταστική εγκεφαλικά ταινία η οποία εκτυλίσσεται σε μητροπόλεις σκοτεινές, μυστηριώδεις, μοναχικές και επικίνδυνες, από αυτές που χτίζεις στο κεφάλι σου μόνο με κομμάτια σαν το ‘Het Volk’ και με πρόσβαση δια αέρος από την μουσική -και ουχί αεροπορική- φίρμα Pan•American. Side Project του Mark Nelson των Labradford, οι Pan American προσγειώνουν πάνω από 20 χρόνια ηλεκτρονικούς πειραματισμούς και low fi θραύσματα. Το ‘Quiet City’ το γνωρίσαμε το καλοκαίρι εκείνου του παράξενου 2004…
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Biosphere - Substrata (Origo Sound, 1997)
Δεν είναι τυχαίο που ο Brian Eno τσίμπησε τον Geir Jenssen απ’ το γιακά και τον έσυρε για κυκλοφορία αυτού του δίσκου από την Αll Saints Records (την δισκογραφική εταιρία του πρώτου). Σίγουρα μια πλάκα θα την έπαθε ο Ίνος. Δεν μπορείς εύκολα να τον κατατάξεις (το δίσκο) αφού έχει μια ιδιαίτερη ποιότητα που υπερβαίνει τα στυλ. Σιγά μην είναι άμπιεντ. Είναι πολύπλοκο και πολυποίκιλο όσον αφορά την παράταξη των ήχων του, είναι "ενορχηστρωμένη "μουσική. Δεν είναι μια περιγραφική αποτύπωση ηχοτοπίων. Είναι μια ολοκληρωμένη απόπειρα που σε οδηγεί να αφουγκραστείς τις λεπτές οσμές της ομορφιάς της απεραντοσύνης του πλανήτη με μουσικούς όρους. Είναι το σάουντρακ ενός ντοκυμαντέρ που δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ.
Μαριάννα Βασιλείου
Max Richter - Sleep (Deutsche Grammophon, 2015)
Το “Sleep” διαρκεί οκτώ ώρες (όσο δηλαδή και ένας θεωρητικά ιδανικός ύπνος), δημιουργήθηκε το 2015 σε συνεργασία με τον νευρολόγο David Eagleman για να ακούγεται κατά τη διάρκεια του ύπνου και αποτελεί, σύμφωνα με τον ίδιο τον Richter, «ένα προσωπικό νανούρισμα για έναν ξέφρενο κόσμο. Ένα μανιφέστο για έναν πιο αργό ρυθμό ύπαρξης». Τόσο το οκτάωρο αυτό τέρας όσο και η συντομευμένη εκδοχή του με τίτλο “From Sleep”, διάρκειας μίας ώρας και δημιουργημένη για να ακούγεται στον ξύπνιο μας, κυλούν αργά και μελωδικά, σαν να ακούγονται μέσα από τοίχους ή μέσα από νερό. Πιάνο, όργανο, πλήκτρα και ηλεκτρονικά, φωνητικά και έγχορδα – για όλα μία λέξη-κλειδί, η βραδύτητα. Μετά-μινιμαλιστικές μελωδίες που σε κάνουν να στέκεσαι και να αφουγκράζεσαι την κίνησή σου και τη σκέψη σου. Και να πατάς το pause μέσα έναν κόσμο που τρέχει σε fast forward, για να μπορέσεις επιτέλους να κοιμηθείς.
Μίλτος Τσίπτσιος
Black Flag - The process of wedding out (SST Records, 1985)
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη το κακό. Υπήρξε μία πικρή πρόγευση λίγους μήνες πριν με το ακατανόητο ‘Family Man’. Άντε πες εκεί ‘βάλαν μία πλευρά με spoken word απαγγελλόμενα από τον απόντα εδώ Rollins και το ανεξέλεγκτο τζαμάρισμα περιορίστηκε στη δεύτερη. Οι Black Flag είστε σας συγχωρούμε. Εδώ όμως ξεφεύγουν εντελώς τα πράγματα. Το παράκαναν. Μας βγάλαν την ψυχή. Άντε από το άμεσο και ακραίο hardcore του ‘Damaged’ να πας στο υπό κάποιες προϋποθέσεις crossover του ‘My War’ και από εκεί να μεταφερθείς πιο κοντά στο μεταλλικό ‘Loose Nut’. Πες υπάρχει μια συνοχή. Αλλά αυτό το πράμα πια παραπάει. Τι είναι τελικά το Process Of Wedding Out; Χαοτικό Jazz; Progressive punk; Experimental hardcore; Fusion metal; Που ξέμεινε ο Rollins; Που είναι τα ουρλιαχτά του; Η Kira και ο Stevenson γιατί φέρονται σαν μέλη των Wipers; Γιατί αφήνουν μόνο τον Ginn σαν άλλον Sage και αλωνίζει χωρίς περιορισμούς; Ok είστε οι Black Flag. Δεν είστε όμως στο απυρόβλητο. Ο δίσκος δεν ακούγεται. Instru-mental.
Γιάννης Πλόχωρας
Servile Sect - Stratospheric Passenger (Ecstatic Peace, 2008)
Υπήρξε σταθερά το σάουντρακ ευφάνταστων, δυστοπικών ιστοριών με τις οποίες τρομοκρατούσα τα (τότε πολύ) μικρά παιδιά μου και τα ξαδερφάκια τους. Ειδικά όταν δυνάμωνα την αφήγηση γουρλώνοντας τα μάτια και παράλληλα σκάγανε απ τα ηχεία τα ουρλιαχτά και η ντρόουν λαίλαπα απ τις κιθαροθύελλες, οι νέοπες φεύγαν τρέχοντας. Σχεδόν ένιωθα το φιδίσιο βλέμμα του Βίνσεντ Πράις να με καμαρώνει απ την Κόλαση.
Μετά από βδομάδες βέβαια, μπαμπά θα μας το βάλεις πάλι εκείνο;
Ποιό, το ουσιαστικότερο πειραματικό ψυχεδελικό μπλακ μέταλ ντρόουν LP των 00ς;
Όχι, το άλλο, αυτό που μας φοβίζεις και μας αρέσει!
Χρυσόστομος Τσαπραΐλης
Mortiis - Ånden som gjorde opprør (Cold Meat Industry, 1995)
Hiraeth στα ουαλικά είναι η λαχτάρα για έναν τόπο όπου είναι αδύνατο να επιστρέψει κάποιος ή για ένα μέρος που δεν υπήρξε ποτέ. Το 1995, με τον δεύτερο ολοκληρωμένο δίσκο του ο Håvard Ellefsen -κατά κόσμον Mortiis- διοχετεύει την προσωπική του hiraeth σε φαντασμαγορικές (αποκλειστικά) synth παλινδρομήσεις που υποθάλπουν ενεργά μια αίσθηση αλλόκοσμου μεγαλείου. Με πυρήνα μια θεματική επαναληπτικότητα που δονείται με την επιμονή των κυμάτων της θάλασσας, καθώς και πολύ απλά υλικά, συνθέτει ένα άλμπουμ λυρικών κορυφογραμμών και περιπετειώδους μαξιμαλισμού. Κάλλιστα θα μπορούσε να είναι το soundtrack μιας περιπλάνησης του ματιού του Werner Herzog πάνω από τους δασωμένους λόφους του Νορβηγικού παραμυθιού (άλλωστε οι Popol Vuh δεν είναι καθόλου μακριά) προσθέτοντας άλλο έναν άπιαστο προορισμό στο hiraeth καρνέ του συντονισμένου ακροατή.
Ελένη Φουντή
Fripp & Eno - Evening Star (Island Records, 1975)
Υπάρχει άραγε κάτι που να μην έχει ειπωθεί γι' αυτόν τον δίσκο; Μπορεί κιόλας, γιατί έχει πέσει και στη σκιά του "No Pussyfooting" (1973), της πρώτης σύμπραξης των frippertronics με το ambient βουνό που είναι ο Eno. Η αλήθεια είναι ότι ο τίτλος, που εκ πρώτης όψεως θυμίζει τοπική εφημερίδα της Αιδηψού-upon-Thames, δεν προϊδεάζει γι' αυτό που συμβαίνει. Η μουσική εδώ μοιάζει με νατουραλιστικό ζωγραφικό πίνακα ποιμενικής σχεδόν γαλήνης και ομορφιάς. Ένα ποτάμι με ασημί κρυστάλλινα νερά το σούρουπο (μπορεί να κάθεται και μια χωριατοπούλα στην όχθη με ένα προβατάκι). Τα πράγματα δεν είναι τόσο αθώα όμως. Δεν θα το επέτρεπαν αυτοί οι δύο ποτέ. Ο πίνακας βυθίζεται όλο και περισσότερο σε ένα νέο φαντασιακό, καθώς η κιθάρα του Fripp χτίζει ένα αδιαπέραστο τείχος και τα electronics του Eno κάνουν τα χημικά στοιχεία του Μεντελέγιεφ να μοιάζουν με στοιχειά. Η χωριατοπούλα με το προβατάκι ίπτανται κάτω από το φεγγάρι τώρα. Η φύση έχει γλιστρήσει σε έναν μαγικό ρεαλισμό. Μπήκαμε στη δεύτερη πλευρά.
Προσέξτε την αλληλουχία και τους τίτλους των κομματιών για να δείτε ότι δεν χάζεψα, απλά λέω ό,τι ισχύει: A' πλευρά: 01. Wind On Water, 02. Evening Star, 03. Evensong, 04. Wind On Wind. Β' πλευρά: 01. An Index Of Metals.
Δημήτρης Κάζης
John Fahey - America (Takoma, 1971)
Όχι απλά instrumental αλλά μόνο με ένα instrument παιγμένο ζωντανά στο στούντιο χωρίς λούπες και overdubs. O John Fahey είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει σε ζωγράφο, φωτογράφο ή σκηνοθέτη ανάμεσα στους κιθαρίστες. Με την ακουστική του κιθάρα στήνει τοπία όπως κανένας άλλος. Το άλμπουμ ‘America’ του 1971 είναι το ιδανικό soundtrack μιας εξιστόρησης των ΗΠΑ από τη γέννησή τους μέχρι σήμερα. Τα λιβάδια και οι έρημοι του φαρ ουέστ, οι ακτές της Καλιφόρνια, το American Gothic, το Nighthawks, οι αυτοκινητόδρομοι, οι ουρανοξύστες, όλα είναι εδώ μέσα. Φτάνει να μπορείς να τα ακούσεις.
00:00 Herb Alpert & the Tijuana Brass - Whipped cream
02:32 Barry Adamson - Under wraps
06:58 Tristeza - Memphis emphasis
10:13 Pell Mell - Nothing lies still long
14:06 Tortoise - Along the bank of rivers
19:51 Miles Davis - Saeta
24:41 Scientist & Papa Tads - Who dead
29:50 DJ Shadow - Napalm brain/Scatter brain
39:00 NEF- Le miroir sur le dos, a) ca commence comme ca
42:23 Tortoise- Tin cans & twine
46:33 Pan•American - Het Volk
50:50 Biosphere - Kobresia
57:43 Max Richter - Path 3 (7676)
1:08:21 Black Flag - Southern rise
1:13:18 Servile Sect - Suicide from Verona Rupes
1:17:01 Mortiis - Visjoner av en Eldgammel Fremtid
1:35:24 Fripp & Eno - An index of metals
2:02:41 John Fahey - The waltz that carried us away and then a mosquito came and ate up my sweetheart