Κάτι παλιό καλό να ακούσω: Noir

Η "νουάρ αισθητική" έχει τα στερεότυπά της και κατά συνέπεια τις υπερβάσεις τους. Σε αυτή τη βάση, οι συντάκτες του MiC φτιάχνουν μια κασέτα-σάουντρακ νουάρ ταινίας η οποία περιμένει σκηνοθέτη

Μπάμπης Αργυρίου
Lydia Lunch - Hangover Hotel (Self-Release, 2001)
«Με ξύπνησε ο θόρυβος εξώπορτας που έκλεισε βίαια και την επόμενη στιγμή δυο σφυριά άρχισαν να παίζουν μέσα στο κεφάλι μου σε μπλακ μέταλ ρυθμό. Άπλωσα το δεξί χέρι μου, περιμένοντας ν’ αγγίξω τη ζεστή σάρκα της και διαπίστωσα πως ήμουν μόνος στο κρεβάτι. Είδα στο κομοδίνο ένα μπουκάλι και δυο ποτήρια –όλα άδεια– και στο γεμάτο τασάκι μισό τσιγάρο που κάπνιζε ακόμα. Σηκώθηκα και περπάτησα προς το παράθυρο. Άκουσα πρώτα την καταρρακτώδη βροχή και μετά είδα την μαύρη Μπιούικ της να ξεκινάει σπινιάροντας. Το σακάκι μου βρισκόταν πεταμένο στο πάτωμα, μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα μου. Έσκυψα κι έβαλα το χέρι στην εσωτερική τσέπη του. Ο φάκελος με τα ενοχοποιητικά στοιχεία δεν ήταν εκεί. Στη θέση του ένα σημείωμα που έγραφε: “Αγαπούλα, τώρα που σε χάρηκα μπορώ να σε σκοτώσω. Υ.Γ.: Μείνε μακριά μου. Βέλμα”. Θύμωσα γιατί με φόρτωσε με έξτρα δουλειά. Υπερεκτίμησε τις ικανότητές της, υποτιμώντας τις δικές μου. Αυτό έπρεπε να διορθωθεί· δεν μπορούσε να μείνει έτσι».

 

Αντώνης Ξαγάς
Anton Karas - The Harry Lime Theme (Decca, 1949)
Ίσως μια από τις πλέον καθοριστικές διαφορές μεταξύ κινηματογράφου και ζωής είναι ότι η δεύτερη σπανίως έχει soundtrack (και δη επιλεγμένο). Η δύναμη μάλιστα της μεγάλης οθόνης είναι τέτοια ώστε μπορεί να υποβάλει/επιβάλει, ενίοτε σχεδόν παβλοφικά συνδέσεις, εικόνες, συναισθήματα, ακόμη και συμπεριφορές. Κάπως έτσι και μόνο που οι μελωδικές «τσιμπιές» στο zither του Anton Karas ταυτίστηκαν με τις δυσοίωνα υποβλητικές και ατμοσφαιρικές εικόνες της μεταπολεμικής Βιέννης στην ιστορική ταινία «Ο τρίτος άνθρωπος» του Carol Reed, φέρνουν στον νου κάτι το «νουάρ» κι ας μην έχουν από μόνες τους κάτι το εγγενώς «νουάρ» (δεν είναι καν μινόρε). O δίσκος έκανε αδιανόητο σουξέ των καιρώ εκείνω, ο δημιουργός του, ένας λαϊκός Βιεννέζος μουσικός που συμμετείχε με την ορχήστρα του σε ελαφριές ταινίες του «παλιού καλού» αυστριακού σινεμά (σαν το δικό μας και λίγο χειρότερα), με τα λεφτά άνοιξε μια κρασοταβέρνα (Heuriger τα λένε εκεί) παίζοντας μέχρι να βγει στην σύνταξη για τους πολλούς διάσημους και άσημους πελάτες του.

 

Τάσος Βαφειάδης
Henry Mancini - Peter Gunn (RCA Victor, 1958)
Μπορεί σήμερα να είναι κοινός τόπος οι σειρές, να κάθεται ο κόσμος και να βλέπει σε ένα βράδυ μια ολόκληρη σεζόν, τα επεισόδια να είναι πλημμυρισμένα από γνωστά και άγνωστα ποπ, ροκ, τζαζ και κάθε είδους κομμάτια, αλλά τα πράγματα δεν ήταν έτσι πριν 60 χρόνια (καλά, ούτε πριν 20 ήταν έτσι).
Η μουσική είχε πάντα αξία στην τηλεόραση, αλλά αυτό δεν είχε αντίκτυπο στους καταλόγους επιτυχιών. Πριν ακόμα και από τη θρυλική “Bonanza”, το πρώτο κομμάτι από τηλεοπτική σειρά που κατάφερε να μπει στα τσαρτ, ήταν μια σύνθεση του μεγάλου Henry Mancini (από την εκτέλεση του τρομπετίστα Ray Anthony στις ΗΠΑ και από τον Duane Eddy στη Βρετανία). Μια αξέχαστη μελωδία που ακουγόταν στην ομότιτλη αμερικάνικη, αστυνομική σειρά της δεκαετίας του ’50 “Peter Gunn” και εμείς οι νεότεροι την ανακαλύψαμε από την ταινία “The Blues Brothers”.

 

Χίλντα Παπαδημητρίου
Barry Adamson - Under Wraps (Mute, 1989)
Από την πρώτη ακρόαση του ‘Moss Side Story’, με ενθουσίασε η ιδέα του υποθετικού σάουντρακ μιας ανύπαρκτης αστυνομικής ταινίας. [Για να είμαστε ακριβείς, το είχε κάνει παλιότερα και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης με τη Media Luz, που ήταν πιο κοντά σ’ ένα αυθεντικό soundtrack παλιάς εποχής]. Έκτοτε, δεν έχω συναντήσει πιο ιδανική μουσική για ανάλογες ταινίες, παρότι αγαπώ πολύ τα scores που υπέγραψε ο Bernard Hermann για τις ταινίες του Χίτσκοκ. Με υποδειγματικό τρόπο, ο Adamson ανακάτεψε δάνεια από rock, lounge και jazz, μαζί με τα ανησυχητικά φωνητικά της Diamanda Galas, πετυχαίνοντας τέλεια το κλίμα ενός ασπρόμαυρου neo-noir. Αντίθετα από τη μόδα των τελευταίων χρόνων η οποία επιτάσσει τα soundtrack να συνίστανται από ένα χαλί γνωστών τραγουδιών μαζί με προβλέψιμη μουσική για τις ενδιάμεσες στιγμές αγωνίας, ο Adamson διαμόρφωσε τις σωστές εναλλαγές που πρέπει να υπάρχουν σε μια ισορροπημένη αστυνομική ταινία: ηρεμία-σασπένς-τρόμος-προσωρινή επαναφορά στην κανονικότητα-ανατροπή-αγωνία-κάθαρση. Στο ‘Under Wraps’, που θυμίζει βασικό θέμα τηλεοπτικής σειράς αγωνίας των ‘60ς, το hammond υπαινίσσεται μια αγωνιώδη καταδίωξη μέσα στη νύχτα, μια φυγή ζωής ή θανάτου. Όποιος έχει το βινύλιο ή το cd με το βιβλιαράκι, θα διαβάσει το μικρό διήγημα του συγγραφέα και μουσικού David Garney (the Moodists, White Buffalo, Coral Snakes), με τη φράση: «In a black and white world, murder brings a touch of colour...» Αυτό ακριβώς πραγματώνει το ‘Moss Side Story’.

 

Μάνος Μπούρας
Dire Straits - Private Investigations (Vertigo, 1982)
Δεν ξέρω πώς τα έφερε η τύχη έτσι, μα όταν ξεκίνησα να διαβάζω αστυνομική λογοτεχνία έκανα την αρχή με έναν από τους καλύτερους - αν όχι τον καλύτερο! Ο Raymond Chandler τα είχε όλα: ενδιαφέρουσα πλοκή στις ιστορίες του, ατμόσφαιρα που σε κατάπινε, περιγραφή που σε έκανε μέρος της ιστορίας, και το κυριότερο που με αφορούσε προσωπικά περισσότερο, γραφή που έκοβε και σε έκανε καλύτερο γραφιά τον ίδιο (κάτι που αποζητούσα ιδιαίτερα όταν ήμουν έφηβος, αλλά και αργότερα). Με θανατηφόρες ατάκες από μοιραίους άντρες που ήθελαν να γοητεύσουν δηλητηριώδη θηλυκά, τα βιβλία του είχαν όλα όσα έψαχνα σε τυπωμένες σελίδες. Το κομμάτι αυτό είναι φόρος τιμής στον συγγραφέα από τον Mark Knopfler, ίσως όχι τόσο cool επιλογή μπροστά στο ‘Raymond Chandler Evening’ του Robyn Hitchcock και των Αιγύπτιών του αλλά μακράν καλύτερο και πιστότερο στο πνεύμα του Αμερικανού master του.

 

Νάνσυ Σταυρίδου
Dire Straits - Private Investigations (Vertigo, 1982)
Την εποχή που κυριαρχούσαν στα παγκόσμια charts συγκροτήματα όπως οι Duran Duran, οι Human League και οι ABC, οι Dire Straits κάνουν την έκπληξη και για πρώτη φορά φτάνουν στο νούμερο 2 των βρετανικών singles με ένα εντελώς διαφορετικό κομμάτι διάρκειας 5,5 λεπτών. Δικαίως, καθώς πρόκειται για μια εξαιρετική έμπνευση και σύνθεση του αριστερόχειρα Mark Knopfler ο οποίος αφηγείται παρά τραγουδά μια ιστορία από τη σκοπιά ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ, συνοδευόμενος από μια μουσική πανδαισία φυσικών και όχι μόνο μουσικών οργάνων. Ακουστική, κλασική και ηλεκτρική κιθάρα, πιάνο, μπάσο, synths και το κρουστό marimba δίνουν το ρυθμό, εναλλάσσονται και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μιας noir ατμόσφαιρας η οποία κορυφώνεται μετά το 3ο λεπτό, λίγο πριν ο ιδιωτικός ερευνητής ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς, σιωπά.
Αν και οι στίχοι δεν παραπέμπουν σε κάποια αστυνομική υπόθεση αλλά περισσότερο στις προσωπικές μας καθημερινές αναζητήσεις, πηγή έμπνευσης όπως ο ίδιος ο Knopfler αναφέρει, αποτέλεσε ο “Philip Marlowe”, ο ήρωας των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Αμερικανού συγγραφέα Raymond Chandler ο οποίος στα 44 του αποφάσισε να ασχοληθεί με την αστυνομική λογοτεχνία έχοντας χάσει τη δουλειά του κατά την περίοδο της μεγάλης ύφεσης (οι φανατικοί των “Friends” θα θυμούνται μια χαρακτηριστική αναφορά που γίνεται σε αυτόν σε ένα από τα επεισόδια της 4ης σεζόν).
Αν και το “Private Investigations” δεν χρησιμοποιήθηκε στο soundtrack κάποιας noir ταινίας όπως θα περίμενε ίσως κανείς, το 1984 κυκλοφόρησε ένα βίντεο με κομμένες σκηνές από την ταινία “Against All Odds” με αποσπάσματα από το κομμάτι (Mark σε φάγανε τα κυκλώματα και συγκεκριμένα ο Phil Collins!).
Υ.γ. σας κάνει και εσάς εντύπωση ότι στο βίντεο κλιπ υπάρχει μια γυάλα χωρίς όμως χρυσόψαρο;

 

Απόστολος Βαρνάς
Yello - She's Got a Gun (Vertigo, 1981)
Εδώ κυρίες και κύριοι δεν έχουμε απλά να κάνουμε με ένα τραγούδι νουάρ αισθητικής, το ίδιο το τραγούδι είναι από μόνο του μια καταπληκτική νουάρ ταινία μικρού μήκους.
Από τον τίτλο, την μετρονομική βροχή που πίπτει στρέιτ θρού, την αποστασιοποιημένη απαγγελία του σκηνοθέτη Dieter Meier, το κολλητικό σφύριγμα που συνοδεύει την πλοκή, την femme fatale που σταματάει μπροστά και ζητάει φωτιά, την κορύφωση όταν εξαφανίζεται πίσω από μία πόρτα όλα τα στοιχεία είναι εδώ σε αυτό το μίνι αριστούργημα των τριών λεπτών και σαράντα δευτερολέπτων.
Quel est votre nom?

 

Γιάννης Πλόχωρας
Savage Republic - Film noir (Independent Records, 1982)
You, you,
I don' t mind a little pain
If it's for good cause
I can't seem to see the things you see
When the system calls for drastic measures
I'll take them with sadistic pleasure
I pull the trigger I have no second thoughts
When danger calls I have to answer
I walk the streets like a human cancer
The price I pay it's getting higher
What was a flame is now a fire
If there is any hope I pray it comes to me
When danger calls I have to answer
I walk the streets like a human cancer
There's a side of me I hope you'll never see
Γεια σας. Στα πλαίσια του σημερινού αφιερώματος το Μικ τζι αρ σας προσφέρει στίχους και μουσική ενός πολύ ξεχωριστού τραγουδιού που συνέλαβαν κι εκτέλεσαν οι Savage Republic το 1983.
Ο Phil Drucker έγραψε τους στίχους, έπαιξε τα συνθς του τέλους και το ερμήνευσε, ο Bruce Licher το βούτηξε στις μονοτονικές ντρόουν κιθάρες του, ο Robert Loveless έπαιξε μπάσο και ενορχήστρωσε κι ο Μark Erskine έβαλε το ελεγειακό ποδοβολητό με τα ντραμς και τα κρουστά του.
Φτιάχτηκε έτσι ένα ομιχλώδες, ρουφηχτικό, γκρίζο παλ καφεπράσινο με κοκκινοπορτοκαλί λάμψεις βιντεοκλίπ όπου οι εικόνες βγαίνουν απ το άκουσμα όλων των ηχητικών μερών και ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν ήρθε γραμμή για το παρόν αφιέρωμα.
Υπάρχει εδώ. Κλείστε τα μάτια και δείτε το. Κι αν θέλετε, πείτε μου τα χρώματα που εμφανίστηκαν σε σας
Φιλμ νουάρ (Savage Republic)
(bc, τονισμένα κι αέναα όπου Em και C)
Em Εσείς, C
Em εσείς, C
Em δεν με πειράζει λίγος πόνος C
Em αν είναι για καλό σκοπό C
Em Δεν φαίνεται να βλέπω C τα πράγματα που βλέπετε εσείς
Em C Em C
Em Όταν το σύστημα καλεί για δραστικά μέτρα C
Em τα παίρνω με σαδιστική ευχαρίστηση C
Em Πατάω τη σκανδάλη C
δεν έχω δεύτερες σκέψεις A
δεν έχω δεύτερες σκέψεις Em
δεύτερες σκέψεις C
Em Όταν καλεί ο κίνδυνος πρέπει ν απαντήσω C
Em γυρνάω στους δρόμους σαν ανθρώπινος καρκίνος C
Em Το τίμημα που πληρώνω γίνεται όλο και ψηλότερο C
Em αυτό που ήταν φλόγα τώρα είναι φωτιά C
Em Αν υπάρχει κάπου ελπίδα C προσεύχομαι να ρθει σε μένα A
να ρθει σε μένα
(οκτάβα πάνω) Em C G, Em C G A
(g#g αντιστικτικά, ενώ) Em C Em C Em C
Em Όταν καλεί ο κίνδυνος πρέπει ν απαντήσω C
Em γυρνάω στους δρόμους σαν ανθρώπινος καρκίνος C
Em Υπάρχει μια πλευρά μου C που εύχομαι να μη δείτε ποτέ A
εύχομαι να μη δείτε ποτέ
(cbabe ×4, ενώ) Em C Em C Em C Em C

 

Δημήτρης Κάζης
Yo La Tengo - The Evil That Men Do (Craig's Version) (Coyote, 1989)
Αν υπάρχει ένα κομμάτι της ανεξάρτητης σκηνής που μου φέρνει στο μυαλό το noir είναι αυτό. Ο ήχος, η ατμόσφαιρα, η αισθητική του, όλα παραπέμπουν εκεί. Ακόμη και το εξώφυλλο του δίσκου (‘President’). Θα συνόδευε υποδειγματικά μια κινηματογραφική μεταφορά στην εποχή μας οποιουδήποτε βιβλίου του Chandler, του Hammett ή του Ross McDonald παίζοντας στους τίτλους αρχής ή τέλους. Ή και στους δύο εδώ που τα λέμε. Κι ας βγήκε κάπου ανάμεσα.

 

Χάρης Συμβουλίδης
Siouxsie & The Banshees - Face To Face (Polydor/Warner, 1992)
Νυχτερινά σκηνικά, σκιές στους τοίχους, ήρωες που κουβαλούν τους δαίμονές τους, σασπένς και μοιραίες γυναίκες. Τα νουάρ ορόσημα είναι λίγο-πολύ γνωστά, εντούτοις δεν χρειάζονται ντε και καλά ιδιωτικούς ντετέκτιβ «παλαιάς κοπής» σαν τον Σαμ Σπέιντ ώστε να κάνουν το ημιφωτισμένο τους θαύμα. Το "Face To Face", ας πούμε, σκαρωμένο από τους Siouxsie & The Banshees και τον Danny Elfman για το soundtrack της ταινίας Batman Returns, απέδειξε ότι μια χαρά λειτουργούν και στο σύμπαν των κόμιξ υπερ-ηρώων. Πόσο μάλλον αν στη θέση του σκηνοθέτη κάθεται ο Tim Burton, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήθελε να αναλάβει και το βιντεοκλίπ του τραγουδιού (το έκανε τελικά ο Neil Abramson, ακολουθώντας τις επιθυμίες του). Φοβερά έγχορδα και καθηλωτικά αξέχαστη ερμηνεία από τη Siouxsie Sioux, η οποία ξετυλίγει με το τραγούδι της τον σαγηνευτικά θανάσιμο κόσμο της Catwoman (στην ταινία την ενσάρκωνε η Michelle Pfeiffer), διατηρώντας ατόφιο τον alternative χαρακτήρα της ακόμα και όταν επιδίδεται σε γατίσια γουργουρητά.

 

Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Barry Adamson - The Man with the Golden Arm (Mute Records, 1989)
Στο speakeasy η ατμόσφαιρα ήταν κάτι παραπάνω από ηλεκτρισμένη. Το ημίφως από την ομίχλη του καπνού των τσιγάρων και από τις σκουρόχρωμες βελούδινες κουρτίνες που σκέπαζαν παράθυρα που δεν υπήρχαν, ταίριαζε απόλυτα με την επιθετικά αισθησιακή μουσική του “The Man with the Golden Arm” που ακουγόταν. Σε μια άκρη καθόταν η υπέρτατη συμμορία των Magazine - Luxuria με αρχηγό τον Howard Devoto, πρώην πρωτοπαλλήκαρο των Buzzcocks. Η άλλη είχε καταληφθεί από την πανίσχυρη συμμορία των Bad Seeds με μπροστάρη τον απρόβλεπτο, και γι’ αυτό επικίνδυνο, Nick Cave. Περισσότερο ανασφαλής στεκόταν ανάμεσά τους η ομάδα των Visage, της οποίας οι μέρες που είχε λόγο στα πράγματα ανήκαν στο παρελθόν, με επικεφαλής έναν άλλο πρώην Buzzcock, τον υπαρχηγό τους Pete Shelley.
Δεν ήταν καιρός για διαμάχες ή για επανακαθορισμό αρμοδιότητας. Ήταν καιρός για ενότητα και συντονισμένη δράση απέναντι στον αυξημένο αστυνομικό έλεγχο της περιοχής Moss Side του Manchester. Μόνο που χρειαζόταν ένας αρχηγός, ένα πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης όλων. Κάποιος που κατά καιρούς θα είχε δουλέψει με όλους τους. Ξάφνου το τραγούδι αυτό, που θα έβρισκε θέση σε ένα σάουντρακ για μια νουάρ ταινία που δε γυρίστηκε ποτέ, έπαψε. Τότε βγήκε πίσω από τη σκηνή ο Barry Adamson και είπε: "In a black and white world, murder brings a touch of colour...".

 

Σεραφείμ Διακουράκης
Μίμης Πλέσσας - Striptease (Έγκλημα στα παρασκήνια) (B-otherside Records, 2019)
Αν η νουάρ ‘κασέτα’ που ακούτε θεωρηθεί ως σάουντρακ ταινίας που δεν έχει ακόμη γυριστεί, στο σημείο αυτό (ας αποφασίσει ο αρχισυντάκτης-σκηνοθέτης ποιο θα είναι αυτό) νομίζω ότι χρειάζεται μια σκηνή στριπτήζ σε κάποιο ύποπτο υπόγειο καταγώγι, με τον τσιγαρένιο καπνό να κόβεται με το μαχαίρι (η ταινία μας είναι πολιτικά μη-ορθή), είναι άλλωστε μια παράδοση σε πολλές αφηγήσεις από αρχαιοτάτων χρόνων (και η Βίβλος ακόμη έχει την Σαλώμη της), και στον κινηματογράφο από τις πρώτες ημέρες του, ένα ευπρόσδεκτο διάλλειμα της δράσης, για λίγη ηδονοβλεπτική τροφή στο λιμασμένο αρσενικό μάτι, για να πιουν κι οι πρωταγωνιστές ένα ποτάκι να χαλαρώσουν και να σχεδιάσουν την συνέχεια. Και η τζαζ χρησιμοποιήθηκε πολλάκις για να δώσει αισθησιακούς πνευστούς τόνους σε τέτοιες σκηνές, για μια εποχή μάλιστα εκεί στα 60s πολλοί δίσκοι περιείχαν οπωσδήποτε ένα θέμα σε ρυθμό «στριπτήζ». Για μια φανταστική ταινία ή για μια πραγματική, όπως αυτό το ωραίο θέμα που έγραψε ο Μίμης Πλέσσας για την αρχέτυπη νουάρ ελληνική ταινία.

 

Μαριάννα Βασιλείου
The Black Heart Procession - A Cry For Love (Touch & Go, 2002)
Αν η πλέον αρχετυπική εικόνα του νουάρ είναι αυτή ενός ημιφωτισμένου μπαρ γεμάτου καπνό και πικρό ουίσκι, στην μπάρα του οποίου κάθεται και πίνει μόνος του ο πρωταγωνιστής, λίγο πριν ανοίξει η πόρτα του μπαρ και ακουστούν τα τακούνια της μοιραίας γυναίκας με το κόκκινο κραγιόν που επιστρέφει στη ζωή του πρωταγωνιστή μετά από χρόνια για να του ζητήσει βοήθεια για τον νυν σύντροφό της, δεν ξέρω ποιο άλλο κομμάτι θα μπορούσε να ακούγεται από τα ηχεία αυτού του μπαρ. “Our love/ Sometimes in your back/ And sometimes in your heart/ It's a double edged sword”: κυνισμός, φαταλισμός, ηθική αμφισημία – και κατά βάθος ρομαντισμός και ευαισθησία. Γιατί οι άνθρωποι που αμφισβητούν και αποφεύγουν την αγάπη είναι αυτοί που έχουν μέσα τους τόνους αγάπης να δώσουν – όπως ο Μπουνιουέλ που ευχαριστούσε τον Θεό γιατί ήταν άθεος.

 

Χριστίνα Κουτρουλού
Mazzy Star - Look On Down From The Bridge (Capitol, 1996)
Ακόμα και στις πιο αφηρημένες κατευθύνσεις του noir, θα έπρεπε να υπάρχει πάντα μια γέφυρα κι ετοιμοπόλεμα σύννεφα για να σε αιφνιδιάσουν. Η φωνή της Hope Sandoval μπορεί να εξασθενεί το πηχτό σκοτάδι που έχεις κατά νου γι' αυτές τις περιστάσεις, αλλά του προσθέτει σκιές μελαγχολίας αρκετές ώστε να καλύψουν με μυστήριο το πρόσωπο του τυχοδιώκτη, μην προδίδοντας τα συναισθήματά του. Ταυτόχρονα, διαθέτει κι εκείνη την αναγνώριση και την αποδοχή του αιώνιου φευγιού από τη συμβατικότητα, αλλά και του έρωτα που αποχωρίζεσαι ακριβώς στην κορύφωσή του. Υπάρχει βέβαια και η αίσθηση μιας υπόσχεσης για επανασύνδεση, δίνεται όμως υπόγεια –με τρόπο υποδόριο, υγρό και διακριτικό. Μέχρι τότε, η αφεγγιά αναγνωρίζεται ως τρόπος ύπαρξης της φυσικής υπόστασης ή/και της μνήμης.

 

Ελένη Φουντή
Murcof - Rios (Leaf, 2005)
Η μουσική του Fernando Corona είναι ανήλια, βαριά, μα με λεπτότητα. Στο ‘Rios’, μία από τις πιο λυρικές συνθέσεις του, σε ξεγελάει η απλή μελωδική γραμμή, νομίζεις αρχικά ότι κρατάς τις αποστάσεις σου, δεν μπλέκεις. Όμως λίγο το πιάνο, λίγο οι εντάσεις στα έγχορδα, ο στατικός ηλεκτρισμός και αυτή η glitch μελαγχολία που σου ποτίζει τελετουργικά το μυαλό, γίνεσαι η ηρωίδα - ο ήρωας στο τέκνο νουάρ μυθιστόρημα του Murcof. Ένα νουάρ για τη μνήμη, ίσως σαν νουβέλα του Πατρίκ Μοντιανό, όπου η μνήμη παλεύει στη θάλασσα της αποσπασματικής ανάμνησης και κάθε σελίδα σε φέρνει πιο κοντά στη λύση του μυστηρίου, που είσαι εσύ. Ίσως επειδή κάθε κομμάτι του Murcof είναι μια σκοτεινή αφηγηματική διαδρομή. Ίσως κι επειδή αυτός ο δίσκος λέγεται ‘Remembranza’.

 

Δημήτρης Τσιρώνης
Alessandro Stradella - Che gioire, che contento... Che martire che tormento (Stradivarius, 2004)
Ελεύθερη μετάφραση: “Τι χαρά, τι ικανοποίηση... τι μαρτύριο, τι βάσανο”….
Σκάει ο άλλος και γράφει για δολοφόνους, για νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες, πετάει κι ένα συναίσθημα αμαρτωλό ενδιάμεσα, βάζει και τα εφέ του, φωνάζει κι έναν με τρομπέτα απ’ τον δρόμο, φυσικά κι έναν καταθλιπτικό παραγωγό και μετά σου λέει… είναι μυσταγωγικό και λοιπά επίθετα σε διάφορους βαθμούς. Ώπα ρε μάγκα, αλήτη κι επαναστάτη, δεν σε λένε και Alessandro Stradella, ή ολόκληρο: Antonio Alessandro Boncompagno Stradella. Δεν έζησες τον 17ο αιώνα στην Ιταλία κι έβγαζες τον άρτο (τον πλούσιο) τον επιούσιο συνθέτοντας μπαρόκ μουσική και όπερες για πλούσιες οικογένειες. Δεν προσπάθησες να κλέψεις, αποτυχημένα, την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Δεν αναγκάστηκες ν’ αφήσεις τη Ρώμη γιατί έκανες συνέχεια παράνομες σχέσεις με τις γυναίκες ισχυρών ανδρών. Δεν πήγες στη Βενετία και σε προσέλαβε ένας αριστοκράτης να κάνεις μαθήματα μουσικής στην ερωμένη του κι όταν σε ανακάλυψαν η ερωμένη σου έγινε καλόγρια. Δεν αποπειράθηκαν να σε σκοτώσουν δυο πληρωμένοι δολοφόνοι κι απέτυχαν. Τελικά δεν πέτυχαν να σε μαχαιρώσουν θανάσιμα στα τριάντα εννέα σου χρόνια και να σου κλέψει τα έργα ο Händel που γεννήθηκε μετά το θάνατο σου. Τότε τι μας λες;

 

Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Keiji Haino - Black Blues (Les Disques Du Soleil Et De L'Acier, 2004)
Έχω ακούσει όλη την τεράστια δισκογραφία του Keiji Haino. Ναι είμαι φανατικός. 50 χρόνια σκοτεινού free rock χωρίς να διαφαίνεται καμιά τάση επιβράδυνσης. Ως φανατικός μάλλον καταλήγω τελικά να πιστεύω ότι τα μαύρα μπλουζ, οι δύο δίσκοι του που κυκλοφόρησαν το 2004 και είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος τους, είναι μέσα στα πιο σημαντικά έργα του αλλά και ταιριάζουν ακριβώς σε αυτή την κατηγορία (ας την πούμε) noir μουσικής. Ακούγοντας νιώθεις πραγματικά μέσα από τη δωρικότητά της σαν να έχουν σβήσει τα φώτα. Και μέσα στο δωμάτιό σου αλλά και παντού στον κόσμο. Σαν να εμφανίζεται από το τίποτα μια πρωταρχική φωνή που υπάρχει μόνο για να σου υπενθυμίσει ότι το μαύρο κυριαρχεί. Ακόμα και μέσα στη λεπτότητα.

 

00:00 Lydia Lunch - Hangover Hotel
01:56 Anton Karas - The Harry Lime Theme
04:02 Henry Mancini - Peter Gunn
06:00 Barry Adamson - Under Wraps
10:26 Dire Straits - Private investigations
16:29 Yello - She's Got a Gun
20:02 Savage Republic - Film noir
23:19 Yo La Tengo - The Evil That Men Do (Craig's Version)
25:51 Siouxsie & the Banshees - Face to face
29:53 Barry Adamson- The Man with the Golden Arm
35:04 Μίμης Πλέσσας - Striptease (Έγκλημα στα παρασκήνια)
38:27 Black Heart Procession - A Cry for Love
44:34 Mazzy Star - Look On Down From The Bridge
49:10 Murcof - Rios
57:23 Alessandro Stradella - Che gioire, che contento... Che martire che tormento
58:59 Keiji Haino - Black Eyes