Κάτι παλιό καλό να ακούσω;

Post-punk

Οι ορισμοί στην μουσική είναι σχεδόν ...εξ ορισμού και περι-ορισμοί. Το ποστ-πανκ είναι από τα πιο δύσκολα προσδιορίσιμα μουσικά είδη, και τούτο βγαίνει μέσα από τις ποικίλες επιλογές της αφιερωματικής αυτής «κασέτας»

Μίλτος Τσίπτσιος
English Subtitles - Originål Diålogue (Glass Records, 1982)
Βραχύβιο λονδρέζικο σχήμα που η ισχνή του παρουσία περιορίζεται στην τετραετία 1979-1982, μέσα στην οποία πρόλαβαν και κυκλοφόρησαν δύο σινγκλάκια και ένα άλμπουμ, πριν χαθούν ολωσδιόλου από προσώπου (μουσικής) γης. Και αν στα δυο τους σαρανταπεντάρια αχνοφαίνεται μία προσπάθεια προσέγγισης στο αρτίστικο ως και πειραματικό punk rock, η ουσιαστική τους μεταστροφή έρχεται με το άλμπουμ που ακολούθησε.
Το ‘Originål Diålogue’ με τα μελαγχολικά και βαριά εκτελεσμένα φωνητικά, με τις σκοτεινές και με μελωδικά περάσματα μπασογραμμές, με τα υπόκωφα και ατμοσφαιρικά ντραμς, και τις αιχμηρές του κιθάρες μπορεί να βρίσκεται κοντά στο ηχόστρωμα και μέσα στο πνεύμα που επέβαλαν οι Joy Division, ή έστω οι Magazine, ταυτόχρονα όμως καταφέρνει να μην γίνει ακόμη ένας κλώνος των παραπάνω, διατηρώντας τη δική του μοναδικότητα, και αποκλειστική ταυτότητα.
Με το ‘Originål Diålogue’ οι English Subtitles καταφέρνουν για μια στιγμή να εκτιναχθούν στην ελίτ των post punk συγκροτημάτων των 80’s χωρίς όμως την ανάλογη συνέχεια, ή μάλλον χωρίς καμία συνέχεια. Ο δίσκος άξιζε σίγουρα πολλά παραπάνω από όσα πήρε, εκτιμήθηκε από μια μικρή μερίδα του κοινού και μάλλον συγκαταλέγεται στη μεγάλη αυτή κατηγορία των χαμένων θησαυρών του ανεξάρτητου rock.

 

Μαρία Φλέδου
Au Pairs - Playing with a different sex (Human, 1981)
Αγαπημένο, ενίοτε αναγνωρισμένο, συχνότερα όμως ξεχασμένο, το πρώτο άλμπουμ των Au Pairs είναι για μένα το καλύτερο παράδειγμα της εξέλιξης του punk στο επόμενο στάδιο και από τους πιο ανατρεπτικά φεμινιστικούς δίσκους στην ιστορία της μουσικής. Μουσικά αποδομεί την παράδοση του στακάτου ρυθμού με το καταπληκτικό του drum and (κυρίως) bass και στιχουργικά τα identity politics της καθημερινότητας με σκοτεινό χιούμορ και ειρωνεία παρά με αόριστη επιθετικότητα. Αν η Siouxsie ενσωμάτωσε το attitude του γυναικείου πανκ με την δύναμη και θεατρικότητα ολόκληρης της παρουσίας της, η Lesley Woods ξεκάθαρα εκφράζει το post- τραγουδώντας ξερά και ρεαλιστικά για την ανισότητα που (ακόμη δυστυχώς) μπορεί να περνάει απαρατήρητη μέσα στους αποδεκτούς και τετριμμένους ρόλους των φύλων, την υποκρισία του 'πολιτισμένου' συστήματος και τον γυναικείο οργασμό.

 

Αντώνης Ξαγάς
Fehlfarben - Monarchie und Alltag (Welt/EMI, 1980)
Σε γνωρίζω από του μπάσου την χορδή την τρομερή, σε γνωρίζω από της κιθάρας την κόψη, την ξυραφένια και νευρωτική, αλλά και από την οργή και το άγχος που εκφράζονται μέσα από την σκληρότητα αλλά και την ενίοτε εφηβικά επιτηδευμένη μαυρίλα των στίχων. «Ότι θέλω, δεν μπορώ να αποκτήσω, και ότι αποκτώ δεν το θέλω». Απελπισμένα απογοητευμένο αλλά μολαταύτα ένα βήμα παραπέρα από τον μηδενισμό του «no future» πανκ. Γιατί ίσως (και) αυτό να ήταν (είναι) το ποστ-πανκ. Ένα βήμα παραπέρα… Και στην νοοτροπία και στην ίδια την μουσική προσέγγιση. Στην οποία (όπως και στην …δημοκρατία) δεν υπάρχουν αδιέξοδα.
(«Μοναρχία και καθημερινότητα», ο δίσκος του σχήματος που ξεπετάχτηκε μέσα από το ζέον underground του Düsseldorf, ανακάτεψε το πανκ με το σκα και το ελέκτρο, «θάφτηκε» ανηλεώς στην εποχή του, με τον χρόνο όμως απέκτησε εξέχουσα θέση στην ιστορική της αφήγηση, όπως γίνεται συχνότατα…)

 

Τάσος Βαφειάδης
The Three Johns - Atom drum bop (Abstract Sounds, 1984)
Όπως γράφει και ο Μπάμπης Αργυρίου στις σημειώσεις του βιβλίου του «Έχω όλους τους δίσκους τους», ο αντιπρόσωπος των drum machine στο Λιντς έκανε καλή δουλειά. Πουλήθηκε εμπόρευμα σε διάφορα συγκροτήματα αυτής της βιομηχανικής πόλης…
Μια εξ αυτών λέγεται Sisters of Mercy και την έμαθαν πολλοί και μια Three Johns και την έμαθαν λίγοι. Πολιτικοποιημένοι, αντιθατσερικοί (η φράση “Rock N' Roll Versus Thatcherism” στο εξώφυλλο του δίσκου δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών) μ’ ένα ιδιαίτερο χιούμορ, δραστηριοποιήθηκαν σε όλη τη δεκαετία του ’80, δίνοντάς μας την πρώτη ολοκληρωμένη τους δουλειά την χρονιά που υπέδειξε ο George Orwell. Ξανασχηματίστηκαν το 2012 και από τότε συνεχίζουν κάνοντας μόνο σποραδικές συναυλίες.

 

Μάνος Μπούρας
Furniture - When The Boom Was On (Premonition/Emotional Rescue, 1983/2019)
Απόλυτα θρυλική μπάντα που έδρασε καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, κουιντέτο βρετανικό που στις τάξεις του περιείχε μέλη που παράλληλα εργάζονταν στη μουσική δημοσιογραφία - όχι ότι αυτό τους έκανε καμία ιδιαίτερη χάρη, μιας που ούτε θεαματικά γνωστοί έγιναν, ούτε και η δουλειά τους έτυχε προνομιακής μεταχείρισης στα πανίσχυρα την εποχή εκείνη έντυπα. Όσοι βέβαια τους ανακάλυψαν, δεν πήραν ποτέ τα μάτια από επάνω τους κι ανταμείφθηκαν με μια χούφτα υπέροχους δίσκους. Αυτές τις ημέρες επανακυκλοφορεί το δυσεύρετο πρώτο τους μίνι άλμπουμ του 1983 από την ετικέτα Emotional Rescue, εκείνο με το οποίο τους γνώρισα κι εγώ κι έγιναν ακαριαία ένα από τα αγαπημένα μου γκρουπ της δεκαετίας. Το ξανακούω τώρα και φέρνω στο μυαλό μου την εκπληκτική εμφάνισή τους στην Αθήνα, σε ένα live στο Ρόδον υπό την αιγίδα μάλιστα του εδώ Βρετανικού Συμβουλίου!

 

Δημήτρης Κάζης
The Records - Paying For The Summer Of Love (Skyclad, 1990)
H power pop είναι ένα είδος που χτυπάει πάντα ένα μαλακό σημείο στην καρδιά μου. Σαν είδος έχει τις ρίζες της στα 60s αλλά στο εμπορικό και όχι μόνο απόγειό της έφτασε μετά το πανκ με ύμνο το «My Sharona». Την ίδια στιγμή στην Αγγλία από τις στάχτες μιας pub rock μπάντας γεννήθηκαν οι Records. Τερψικάρδιες μελωδίες, αγγελικές διφωνίες, κιθάρες που γρατζουνάνε αλλά όχι πολύ, τι άλλο θέλει ο άνθρωπος για να του φτιάξει τη μέρα; Διαλέγω τη συλλογή από demos που βγήκε το 1990 σαν άτυπο best of χωρίς τη γυαλισμένη παραγωγή των επίσημων δίσκων.

 

Νάνσυ Σταυρίδου
Virgin Prunes - The Moon Looked Down and Laughed (Baby Records & Touch and Go Records, 1986)
Τους Virgin Prunes τους έμαθα πριν πολλά πολλά χρόνια από τον αδερφό μου. Όσο και αν με απωθούσε η προκλητική έως και χυδαία αισθητική στα live τους, άλλο τόσο με γοήτευε ο άναρχος, ακατέργαστος, σκοτεινός και αισθησιακός, τολμώ να πω, ήχος τους. Μπορεί, λοιπόν, να μην κατάφεραν να σταδιοδρομήσουν σαν μπάντα με την αρχική τους σύνθεση, άφησαν όμως αναμφισβήτητα ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία της παγκόσμιας cult γοτθικής σκηνής.
Ειδικά στο 2ο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ τους “The Moon Looked Down and Laughed” το οποίο είναι και το αγαπημένο μου, η μουσική τους γίνεται περισσότερο μελωδική και ακόμα πιο θεατρική, παραπέμποντας σε καμπαρέ, ενώ εμπλουτίζεται με νέα όργανα κυρίως έγχορδα. Χαρακτηριστικό είναι το μεγαλειώδες και επιβλητικό “I am God” με τον Gavin Friday στα φωνητικά να φαντάζει σαν ένας απόλυτα ερωτεύσιμος διάβολος. Κοιτώντας λίγο πιο βαθιά στο άλμπουμ, οι φαν μπορούν να διακρίνουν την επικείμενη διάσπαση της μπάντας καθώς δεν σου δίνει την εικόνα ενός συλλογικού έργου αλλά μιας συρραφής κομματιών γραμμένα από διαφορετικά μέλη. Με άλλα λόγια, ο δίσκος λειτουργεί σαν προάγγελος της σόλο καριέρας που ακολούθησε στη συνέχεια ο Friday.
“Our love will last forever” dear Virgin Prunes…

 

Μαριάννα Βασιλείου
Dead Can Dance - Dead Can Dance (4AD, 1984)
Το post-punk είναι από τη μια τόσο ευρύ (ειδικά αν πιάσουμε και το post-punk revival των αρχών του 2000) και από την άλλη τόσο περιορισμένο (ειδικά αν σκεφτούμε ότι το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο μυαλό είναι οι Joy Division). Διαλέγω λοιπόν εδώ την πρώτη δουλειά των Dead Can Dance, που καμία σχέση δεν είχε με τις gothic νεοκλασικές και avant-garde δουλειές τους που ακολούθησαν. Κιθάρες, μπάσο και ντραμς, πρωτόγονες και εντοσθιακές μελωδίες, η γλωσσολαλιά της Gerrard και η ζεστή φωνή του Perry και η απόδειξη ότι το post-punk μόνο μονοσήμαντο ηχητικά δεν είναι.

 

Ελένη Φουντή
Mizar - Terrible Beauty Is Born/Кобна Убавина (Avalon Produkcija, 2004)
Οι φίλοι μας στη Βόρεια Μακεδονία έχουν σπουδαία post-punk, new wave σκηνή από τις αρχές των 1980s, όπως και γενικότερα η τότε Γιουγκοσλαβία, που ήταν ανοιχτή σε δυτικές επιρροές. Όπα, πού οφείλεται αυτό; Εν πολλοίς, στη ρήξη Τίτο και Στάλιν βέβαια, αλλά να θυμίσω με την ευκαιρία και την υπέροχη κρατική δισκογραφική Melodiya στη Σοβιετική Ένωση, όπου πέραν της παραδοσιακής μουσικής, η κλασική, τζαζ, ροκ, ακόμα και η ποπ πήγαιναν σύννεφο, ή τη Nina Hagen που έκανε σουξέ στο Ανατολικό Βερολίνο στα μέσα 1970s σατιρίζοντας τον κομμουνισμό. Θέλω να πω, λογοκρισία ο υπαρκτός εφάρμοζε εκτεταμένα, αλλά να τα λέμε κι αυτά. Οι γκοθάδες Mizar λοιπόν, πρωτοπόροι της σύγχρονης βαλκανικής σκηνής από το 1983, έφεραν τον ήχο των Joy Division στην πόλη των Σκοπίων και τον ανακάτεψαν με τη μακεδονική παράδοση. Σταδιακά, το τοπικό χρώμα επισκίαζε όλο και περισσότερο το post-punk στοιχείο στους δίσκους τους, δημιουργώντας έναν πραγματικά μοναδικό ήχο. Αυτό είναι το τρίτο άλμπουμ τους. Τρομακτικά όμορφο δεν ξέρω αν είναι, πάντως είναι τρομακτικά επιβλητικό. Sui generis βυζαντινό gothic rock, με το ένα μάτι στην σλαβική ορθόδοξη εκκλησία και το άλλο στο darkwave, το "Terrible Beauty Is Born" κάνει και τη Siouxsie να σταυροκοπιέται, αλλού με τις ψαλτικές φωνές του και αλλού με τον ψυχρό αυστηρό μινιμαλισμό. Αλληλούια κι ευχαριστούμε για τα "dark entries", φίλοι γείτονες.

 

Σταύρος Σταυρόπουλος
Prolapse - Ghosts of Dead Aeroplanes (Cooking Vinyl, 1999)
Όχι της πρώτης post punk εποχής, σίγουρα όμως μέρος μιας απ’ τις πολλές post punk revivals που έχουμε δει μέχρι και σήμερα. Οι Prolapse ακούγονται σαν να τράκαραν οι Fall με τους Stereolab. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, τα παράλληλα φωνητικά της Linda και του Mick (με τη βαριά σκωτσέζικη προφορά του), οι οποίοι κατέβαζαν αλκοόλ στο Leicester και μαλλιοτραβιούνταν στις σκηνές. Πολλοί θα προτιμούσαν το Pointless Walks to Dismal Places του ‘94 ή το Italian Flag του ‘97. Εγώ τους γνώρισα απ’ αυτό, εποχές που στην επαρχία τους είχε ήδη πάρει το μάτι μας στο Fractal Press, και βρίσκω εξαιρετική την οικονομία των 8 κομματιών, 4 σε κάθε πλευρά. Notice: Δεν γίνεται να το ακούσεις χωρίς να σου κολλήσει η φράση ”The government of Spain is all evil”.

 

Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Dim Sum Clip Job - Harmolodic Jeopardy (Avant, 1995)
Αν αποδεχτούμε ότι ο τίτλος post punk υπάρχει για να ορίσει ένα ευρύτερο φάσμα μουσικής δραστηριότητας με καλλιτέχνες που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το punk σαν όχημα αλλά να το μπολιάσουν και με πιο δημιουργικά στοιχεία για να ξεφύγουν από την μονολιθική αγριότητά του, τότε σίγουρα έχουμε μπλέξει σε μια περιπέτεια. Τα παραδείγματα είναι τόσο πολλά κ διαφορετικά μεταξύ τους που αρχίζει να μην έχει και πολύ νόημα ο όρος. Οι Dim Sum Clip Job είναι ένα βραχύβιο σχήμα των 90s που πολύ αγάπησε ο John Zorn και τους έβγαλε δίσκο στη γιαπωνέζικη εταιρία του την Avant (όχι δεν είναι γιαπωνέζοι) και παίζουν όπως φαίνεται και από τον τίτλο του δίσκου ένα ΟρνετΚολμανικό free punk.

 

Γιάννης Πλόχωρας
Ruts DC - Animal Now (Virgin, 1981)
Χρήσιμο σαν πρόχειρο παράδειγμα δίπλα στον εγκυκλοπαιδικό ορισμό του post-punk, το Animal Now δηλώνει από την πρώτη νότα ότι αφήνει τον θάνατο του χαρισματικού τραγουδιστή τους Μάλκολμ Όουεν να κλείνει το πανκ κεφάλαιο των Ruts οριστικά. Οι υπόλοιποι τρεις προχωρήσανε μόνοι τους τη μουσική (Da Capo, από την αρχή) στο σκοτεινό, δυσοίωνο κλίμα του 81, εντάσσοντας στο ήδη φορτισμένο ροκ/νταμπ τους ηλεκτρονικά, ταινίες, πιάνα και το τόσο νιουγουέηβ σαξόφωνο του Γκάρυ Μπάρνακλ.  Στο μίξτεηπ θ’ ακούσετε το Parasites - σας είπα για τους στίχους; Το ποστ πανκ κάποτε μιλούσε για αποξένωση, ανελευθερία, εκμετάλλευση, στοχοποιούσε, αναδείκνυε, διάολε, έπαιρνε θέση. Μάτωνε το χώρο που πιανε.

 

Αντώνης Κλειδουχάκης
Chrome - Armageddon (1982, Siren)
Αν και τον καφέ μου τον πίνω πλέον σκέτο, στις απαραίτητες post-punk δόσεις μου, αρέσκομαι στο χαρμάνι με μίξη ψυχεδέλειας και για να προλάβω κακοπροαίρετους, αναπόφευκτους συλλογισμούς, να υπερβάλω εδώ και να πω ότι τα δύο αυτά είδη ίσως τελικά να έχουν πιο πολύ σχέση, απ’ ότι το post με το punk του. Μεγάλες κουβέντες που με γεμίζουν χαρά όταν αποδεικνύονται τελικά από την ίδια την ιστορία, μόνο που παίζει πάντα ρόλο το πως θα ρίξεις το βλέμμα πάνω της. Οπότε και στην περίπτωση των Chrome μιλάμε για μια ουσιαστική συνέχεια της σκηνής της Δυτικής Ακτής και των οραματισμών των 60s. Ένα group που λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘70, ισορροπούσε στο διάστημα ανάμεσα στον διαλογισμό της προηγούμενης δεκαετίας και στον οραματισμό της επόμενης, προσπερνώντας με άνεση μόδες και νόρμες του τότε δικού τους σήμερα. Το ‘3rd From the Sun’ θα μπορούσε να καταγράφεται και ως το 6ο άλμπουμ που μετά από αυτό επήλθε η ρήξη και η καταστροφή (τα έσπασε ο Damon Edge με τον Helios Creed), καθώς ίσως και για μια παραφωνία στον ήδη μέχρι τότε άξιο σεβασμού ήχο τους, αλλά εδώ μιλάμε και για μια ιδιαίτερη υπέρβαση. Γίνεται σαφές από το ένα τραγούδι στο άλλο ότι ήταν μια συνειδητή απόφαση, το group να πάρει μέχρι τα άκρα το απόλυτα λάθος μονοπάτι και ότι ίσως τελικά δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλος δρόμος πέρα από την ολοκληρωτική διολίσθηση στο απέραντο σκοτάδι. Την εικόνα συμπληρώνει κάπου στην γωνία του κάδρου ο Albini, να δείχνει έτοιμος για αυτό που πρέπει να κάνει.

 

00:00 English Subtitles - The baby cries
03:55 Au Pairs - We're so cool
07:15 Fehlfarben - Apokalypse
10:26 Three Johns - Teenages nightingales to wax
13:33 Furniture - Transatlantic cable
16:54 The Records - Hearts in her eyes
20:10 Τhe Virgin Prunes - Love lasts forever
24:28 Dead Can Dance - The fatal impact
27:55 Mizar - Amfilohij
33:05 Prolapse - Government of Spain
38:16 Dim Sum Clip Job - You suck, you fuck
41:14 Ruts DC - Parasites
46:25 Chrome - Armageddon