Let it bleed
Ηταν εκείνη τη νυχτιά...
Εκείνο το βράδυ, στο στενοσόκακο της Via Piave, όλα θύμιζαν το Σεξπηρικό μεσονύχτιο στο βασίλειο της Δανιμαρκείας. Η ησυχία της πλακόστρωτης οδού, εμπλούτιζε με τη σειρά της, την ησυχία της καλοκαιρινής νύχτας. Ησυχία στην ησυχία. Τόση ησυχία, που νομίζεις πως κάποιος την προκαλεί τεχνητά, με μόνο σκοπό να κρύψει κάτι καταχθόνιο, κάτι ανατρεπτικό, που σχεδιάζεται ή συμβαίνει, σε κάποιο απ' τα πανομοιότυπα ξύλινα παντζούρια, των εσωστρεφών μουσολινικών τριώροφων palazzi.
Tη σκοτεινιά της νέας σελήνης, έσπαγαν τα ελάχιστα ηλεκτρικά λαμπιόνια του δρόμου, που είχαν μείνει ζωντανά απ' τη μανία των Ecoluci, οπαδών μιας ακραίας προοικολογικής φράξιας, που ευαγγελιζόταν την επιστροφή στο φυσικό φως. Μεσάνυχτα παρά 6 λεπτά. Το μόνιμα λάθος ρολόι του καμπαναριού της Αγίας Μαρκελίνας, προστάτιδας των κατά λάθος γεννημένων, άρχισε να προϊδεάζει τους περίοικους για την ωρολογιακή αλλαγή της μέρας. Όλοι ξέραν, πως σε λίγο θα ακολουθούσε ομοβροντία κωδωνοκρουσιών, απ' όλους τους ναούς της πόλης. Όπως επίσης, πως έπρεπε να κοιμηθούν, όσοι την επόμενη μέρα, θα έπρεπε να προσφέρουν τον χρονοοβολόν τους, για την ανάπτυξη της αδύναμης ακόμη ιταλικής βιομηχανίας.
Είναι μεσάνυχτα κι η φύσις ησυχάζει
12.00 Μεσάνυχτα ακριβώς ! Ο θόρυβος απ' τις καμπάνες, διαλύει την ησυχία της νύχτας, μετατρέποντάς την σε χιλιάδες κομμάτια άχρωμης και άοσμης παρελθοντικής ουσίας. Αν βρίσκεσαι κοντά σε κάποιο καμπαναριό, όλα αυτά τα κομμάτια, εμπλουτισμένα με άπειρα μεταλλικά ντεσιμπέλ, κλείνουν κάθε δίοδο ακουστικής επαφής με τον περιβάλλοντα χώρο. Η ρύπανση δε, προχωράει σε τέτοιο σημείο, ώστε κλείνοντας τους διαύλους προς το innerspace, σου απαγορεύει να ακούσεις ακόμη και τη σκέψη σου. Εκτός αν η σκέψη σου είναι μαγεμένη απ' το σοσιαλιστικό όραμα και τουλάχιστον η μισή σου καρδιά βρίσκεται στην Κίνα. Όπως της νεαρής εργάτριας καθαριότητας, που κάθε βράδυ είναι επιφορτισμένη με το καθάρισμα των κάδων του Quartiere Millestronzi.
Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία, μονολογεί η όμορφη καθαρίστρια. Χιλιάδες μπουρζουάδικα σκουπίδια, από χιλιάδες άχρηστα προϊόντα, που καταναλώνουν μετά μανίας, άμυαλοι κι αμόρφωτοι αστοί. Είναι ακριβώς η στιγμή που της έρχεται να φωνάξει : Ξέρετε ρε, πόσα παιδιά του κόσμου θα μπορούσαν να ζήσουν απ' τα σκουπίδια σας; Το αναβάλει όμως και αρκείται να σιγοψιθυρίσει : "Maiali borghesi ancora pocchi mesi " ("Γουρούνια αστοί, ακόμα λίγοι μήνες") , βγάζοντας ταυτόχρονα έναν τόσο βαθύ αναστεναγμό, που θα τάραζε για μέρες κάθε ευαίσθητη ψυχή.
Prima la patria
Porca miseria, σκέφτεται και αδειάζει τον προτελευταίο κάδο του δρόμου. Το μέτωπό της είναι γεμάτο ιδρώτα. Βγάζει το κόκκινο μαντήλι, απ' την τσέπη της, να σκουπιστεί, και σηκώνοντας αργά το κεφάλι, το μάτι της πέφτει στον αριθμό του σπιτιού πούναι μπροστά της. Via Piave 12 . Ένας κόμπος κατεβαίνει στο λαιμό της κι ένα όχημα απ' το παρελθόν, τη μεταφέρει στα αξέχαστα βράδια που είχε περάσει, σε κάποιο απ' τα φτωχά διαμερίσματα αυτού του φαιοκίτρινου κτιρίου. Τι όμορφα βράδια ! Κι ενώ τα μάτια της κοκκινίζουν απ' το κλάμα, μονολογεί : "Giorgio, Giorgio, perche?" και το μυαλό της γεμίζει με τη βραχύσωμη φιγούρα του γενειοφόρου Έλληνα επαναστάτη.
"Prima la patria" ("Πρώτα η πατρίδα"). Σ' αυτό το portone, το αγαπημένο τους, αυτή η φράση, η αγαπημένη του, έμελλε να γίνει η ταφόπλακα της σχέσης τους. «Κοίτα Τζιουζεπίνα, για μένα η πατρίδα μου, η εθνική ανεξαρτησία, έχουν την ίδια βαρύτητα με τη λαϊκή κυριαρχία και μη ξεχνάς ότι η πατρίδα μου η Ελλάδα, δεν είναι σαν την Ιταλία. Βρίσκεται σε ιδιαίτερο γεωγραφικό σημείο και συν τοις άλλοις, για μένα η απελευθέρωσή της απ' τους συνταγματάρχες, προέχει της παγκόσμιας επανάστασης. Λίγα λόγια, κι ένα τεράστιο ιδεολογικό τείχος υψώθηκε ανάμεσά τους. Τόσο ψηλό που της ήταν αδύνατο πλέον να τον βλέπει. Ο καθοδηγητής της ήταν σαφής: «Καμιά ερωτική σχέση δε μπορεί και δεν πρέπει να σταματήσει τον αγώνα και τη μεγάλη πορεία μας, στο δρόμο που χάραξε ο μεγάλος τιμονιέρης. Διάλεξε ! »Η φλόγα της επανάστασης νίκησε, αλλά ο καημός του ανολοκλήρωτου έρωτα, έμεινε για πάντα αγκάθι στη ψυχή της.
Η συνάντηση
Πριν όμως ολοκληρώσει τις σκέψεις, που ίδιες κι απαράλλαχτες, κάθε βράδυ την ίδια ώρα, βασανίζουν το μυαλό της, δυο μυστήρια φώτα πέφτουν πάνω της. Δεν είναι φώτα ιταλικού αυτοκινήτου, αλλά κάτι της θυμίζουν. Κιτρινίζουν κάπως. Κι αυτός ο θόρυβος, ο θόρυβος του δίχρονου κινητήρα, όσο πλησιάζει της φαίνεται όλο και πιο γνωστός. Ποιος νάναι τέτοια ώρα σ' αυτό το έρημο σοκάκι, και τι να θέλει από μια φτωχή σκουπιδιάρισα. Λες νάναι τίποτα ασφαλίτες; αλλά μπα ! αυτοί είναι τόσο κάφροι, που και μυστικοί να είναι, τη Giulia τους δεν την αποχωρίζονται. Κάτι άλλο συμβαίνει...
- A! porco Giuda ! Chi non muore si rivede ("Α! γαμώ τον Ιούδα! Ξαναβλέπεις όποιον δεν πεθαίνει" (εμείς λέμε «Το βουνό με το βουνό δεν σμίγει»). Η πόρτα του κυπαρισσί Diane είχε ήδη ανοίξει και στα μάτια της προλετάρισσας καθαρίστριας ξεπρόβαλε μια φιγούρα που κανείς επαναστάτης σε Ευρώπη και Αμερική δεν επιτρεπόταν να αγνοεί.
- Melina!
- Τζιουζεπίνα!
Το επόμενο πεντάλεπτο, η via Piave έμοιαζε με πανηγύρι. Οι δυο γυναίκες, είχαν μεταφράσει τη χαρά της συνάντησής τους σε γέλια, δάκρυα, φωνές και τόσα φιλιά, που κάποιος θα νόμιζε, πως οι δυο αγωνίστριες ζούσαν την επόμενη της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Είναι βαρύς ο χωρισμός, η μοναξιά μαράζι
- Τζιουζεπίνα, κορίτσι μου, τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν είσαι πάνω στο Γιώργο;
- Ξέρεις Μελίνα ...εγκώ και ο Γκιώργκος... ντεν είμαι μαζί...
- Τι λες ρε παιδί; και πώς έγινε; Πότε;
- Lascia stare Melina, e una lunga storia! ("Άστα Μελίνα, είναι μεγάλη ιστορία !") κι ένα δάκρυ κυλάει στο ροδαλό μάγουλό της.
- Καλά, καλά, μη στεναχωριέσαι.
- Μελίνα, αύριο πάμε για ένα καφέ;
- Ευχαριστώ καλή μου, μακάρι να μπορούσα να μείνω, αλλά δυστυχώς, απόψε κιόλας πρέπει να φύγω. Έχω μια επείγουσα πολιτική δουλειά με το Γιώργο και κάποιους άλλους και φεύγω κατευθείαν για Γενεύη. Αλλά για πες μου έχεις ώρα που είσαι εδώ;
- Από ντόντεκα παρά τέταρτο.
- Είδες κανέναν να ανεβαίνει πάνω;
- No, όχι, κανένα!
- Ξέρεις αν είναι ο Γιώργος πάνω;
- No, la luce ήταν spenta ! ("Όχι το φως ήταν σβηστό !")
- Καλά κούκλα μου, φεύγω όμως τώρα γιατί βιάζομαι και μεσ' τη βδομάδα σου υπόσχομαι να σου γράψω, απ' όπου κι αν βρίσκομαι. D' accordo ?
- D' accordo!
Το πρόσωπο της νεαράς έλαμψε ! Πόσο θαύμαζε, στ' αλήθεια, αυτή τη Γυναίκα, την Αντιστάρ, την Επαναστάτρια, που δε θα δίσταζε για τη λευτεριά της πατρίδας της, ν' αφήσει πίσω της όλα τα πλούτη του κόσμου.
Σε τούτο το παλιόσπιτο σε τούτο το ρημάδι
Οι σκάλες ήταν σκοτεινές, τα σκαλοπάτια βρώμικα και φαγωμένα απ' την πολυκαιρία. Οι πόρτες των διαμερισμάτων βαριές κι ερμητικά κλειστές, λες και θέλαν να πιστοποιήσουν και μ' αυτό τον τρόπο ότι τα μικροαστικά κλουβιά είναι πράγματι φυλακές. Η όμορφη ξανθιά ελληνίδα το ήξερε καλά αυτό το χρώμα, το είχαν τυπώσει στο πετσί της οι τόσες διατεταγμένες αποστολές σε φτωχούς συντρόφους ανά τον κόσμο, αλλά και οι τόσες φιλικές επισκέψεις για πολιτική ζύμωση ή απλά για ηθική στήριξη. Η οσμή της υγρασίας γινόταν σιγά σιγά στις συνειδήσεις των αγωνιστών ταυτόσημη με τον αγώνα. Interno 21. Το νούμερο αυτό ποτέ δεν το ξεχνούσε. Της θύμιζε πάντα τον ένα και μοναδικό σκοπό της. Την ανατροπή των συνταγματαρχών της χούντας της 21ης Απριλίου. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αυτή η συνάντηση δεν ήταν ίδια με τις άλλες. Είχε κάτι το εντελώς ξεχωριστό. Κάτι που θα αντιμετώπιζε για πρώτη φορά. Ότι και νάναι θα το αντιμετωπίσω.
ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ ! ΠΡΩΤΑ Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ !
Κι αφού επανέλαβε για ακόμη μια φορά, τα λόγια που τις έδιναν πάντα κουράγιο, ακούμπησε το δείκτη της στο μπουτόν του κουδουνιού. Η χοντρή ξύλινη πόρτα, σ' ελάχιστο χρόνο απ' το χτύπημα του κουδουνιού, φανερώνει το τεράστιο χαμόγελο του Γιώργου, του αγαπημένου της συντρόφου.
- Έλα κορίτσι μου σε περιμέναμε.
- Γεια σου σύντροφε, γεια σου Γιώργο αγόρι μου...
κι ο ένας πέφτει με δύναμη στην αγκαλιά του άλλου, λες και είχαν να βρεθούν χρόνια.
- Πήρα το τηλεγράφημά σου κι ανησύχησα, συμβαίνει τίποτα με τους συντρόφους στο Παρίσι; Τι τρέχει; Πες μου!
- Τίποτα Γιώργο μου, τίποτα καλέ μου, καλά είναι όλοι τους.
- Ε τότε;
- Που να στα λέω, είναι μεγάλη ιστορία.
Και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της, ένας θόρυβος απ' το δρόμο την σπρώχνει στο παράθυρο. Όπως το περίμενε. Ήρθε με τη Μπέντλεϋ, το κωλόπαιδο !
Ένας φίλος ήρθε απόψε απ' τα παλιά
Το πρόσωπό της άρχισε ν' αγριεύει, ενώ οι σκέψεις στο ταραγμένο μυαλό της, προσπαθούσαν να μπουν σε μια υποτυπώδη σειρά. Ήρθε με τη λιμουζίνα, για να δώσει επίσημο χαρακτήρα στη συνάντηση. Όλοι τους ...κούφια λόγια... Ψεύτες ! Κουράγιο όμως, οι δηλώσεις του ενάντια στους Έλληνες αγωνιστές, ενάντια στην αντίσταση και το Μίκη, πρέπει να ανατραπούν. Κουράγιο !
Η μαύρη Μπέντλεϋ, ανεβαίνει στο αριστερό πεζοδρόμιο και πριν το φανάρι της δωδέκατης πολυκατοικίας, σταματάει. Η μηχανή σβήνει, κι απ' τα πίσω καθίσματα, ένας περίεργα ντυμένος νεαρός, κάνει την εμφάνισή του. Κάτι λέει στον οδηγό και προχωράει στο εσωτερικό του κτιρίου. Στο φτωχό φοιτητικό διαμέρισμα η ένταση έχει φτάσει στο απόγειο.
- Γιώργο, άσε θ' ανοίξω εγώ, μόνο... συγγνώμη... αλλά θα ήθελα να μας άφηνες για λίγο μόνους. Αν συμβεί οτιδήποτε , θα σε φωνάξω. - Εντάξει αλλά δεν κατά...
Την φράση του διακόπτει το επίμονο χτύπημα του κουδουνιού. Η Μελίνα πάει προς την πόρτα και με πολύ στυλ ανοίγει στον περίεργο καλεσμένο της .
- Hi Mick !
- Hello Melina dear ! How are you ?
Ήταν φανερό πλέον πως ο μυστήριος επισκέπτης δεν ήταν άλλος απ' τον τραγουδιστή των Rolling Stones, Mick Jagger.
Ο Γιώργος, κοιτώντας τη φιγούρα απ' τη γρίλια της μέσα πόρτας είχε μείνει άναυδος. Τι δουλειά είχε η Μελίνα, η συντρόφισσα Μελίνα, μ' αυτόν τον ξιπασμένο μορφονιό, μ' αυτό το πιόνι της Μαύρης Αντίδρασης; Άφησε τη γρίλια ανοιχτή και στο ημίφως, ξάπλωσε κάπου αναπαυτικά, προσπαθώντας ν' ακούσει. Θα πήγαινε στο μέσα δωμάτιο, αλλά αυτό απ' το μεσημέρι ήταν ταγμένο με άκρα μυστικότητα στον αγώνα.
Conversation with the devil
- You know Melina...
- Yes Mick I know, έχεις δίκιο. Είσαι πικραμένος και με το δίκιο σου. Αλλά με το να φτάνεις στα άκρα, δε νομίζω να κερδίζεις τίποτα.
- But Melina, ξέρεις πόσο αγαπάω τη χώρα σου, ξέρεις πόσο θέλω ν' απελευθερωθείτε απ' τους δικτάτορες. Όμως αυτό που έκανε ο Μίκης πριν μερικά χρόνια όσο και να θέλω να το ξεχάσω δε μπορώ. Όποτε φτάνει η συζήτηση στην Ελλάδα, το μυαλό μου θολώνει και μπερδεύω τα λόγια μου, κάνοντας πολλές φορές δηλώσεις που αγγίζουν τα άκρα. Ήταν σα να ήθελε ν' ανοίξει πόλεμο μαζί μας.
- Mick αγόρι μου! Μάλλον δεν τα ξέρεις καλά τα πράγματα.
- Ε πως, Μελίνα, δεν τα ξέρω καλά; Έδωσε ή δεν έδωσε το "Honeymoon" στα σκαθάρια;
- Αχ Mick ! πόσο μικρό αγόρι είσαι, πόσο εύκολα παρασέρνεσαι απ' τους κακόβουλους κουτσομπόληδες του κύκλου σου και των tabloids; Είναι δυνατόν βρε κουτό, να το έκανε ο Μίκης αυτό σε σένα; Αφού ξέρεις πόσο σ' αγαπάει.
- Ε πώς δεν είναι; Αφού το'κανε !
- Μα τι ευκολόπιστος που είσαι; Θα σε μαλώσω! Εντάξει ! Το'κανε ! Αλλά γιατί;
- Γιατί; Αναρωτιέται ο Ροκ Σταρ.
- Για κοίτα αυτόν τον φάκελο ! και ανοίγοντας την τσάντα της, βγάζει ένα μεγάλο βαρύ μαύρο φάκελο και του τον δίνει.
- What's this? Τι είναι αυτό Μελίνα; Ποιος σου το δωσε; Και με ανυπομονησία τραβάει τα λαστιχάκια που τον κρατούσαν κλειστό. Δεκάδες παρτιτούρες γεμίζουν τα μάτια του. Ψάχνει μία μία τις σελίδες μη χορταίνοντας να διαβάζει, κι όταν φτάνει στην τελευταία τον περιμένει ακόμη μια έκπληξη. Ένα γράμμα με την ένδειξη "Mick Jagger - Αυστηρώς προσωπικό".
You always get what you want
Με ανυπομονησία το ανοίγει κι απ' τις πρώτες γραμμές, η έκπληξη ωγραφίζεται στο πρόσωπό του. « Θα'σαι σίγουρα πικραμένος, μ' όσα γράφτηκαν κι ακούστηκαν τα τελευταία χρόνια. Επειδή όμως τυχαίνει να είμαι πιο βαθιά χωμένος από σένα μες τα πράγματα σε πληροφορώ ότι φέτος είναι η τελευταία χρονιά των σκαθαριών. Με το ζόρι να φτάσουν στο 70. Εσύ περιμένεις και σε λίγο καιρό, βάζεις πλώρη με τα παιδιά, για τον καινούργιο σας δίσκο. Κάποιες ιδέες, ως βοήθημα, σου έχω σημειωμένες πρόχειρα, στις παρτιτούρες, που κρατάς στα χέρια σου»...
Με την καρδιά πληγωμένη - Let it bleed
Μίκης
ΚΕΙΜΕΝΟ : ΤΑΣΟΣ ΙΤΑΛΟΣ
ΣΚΙΤΣΑ : ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΕΤΡΟΥ