Listen to the Painters

H μουσική των χρωμάτων Vol. 2

Ένας πίνακας, ένα χαμόγελο και τα τραγούδια του. Ο Αναστάσιος Μπαμπατζιάς και ο Αντώνης Ξαγάς εξετάζουν τη Μόνα τη Λίζα από εικαστική και μουσική σκοπιά.

Μόνα Λίζα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι

Μόνα ΛίζαΕίναι εμφανές εδώ όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί... Δεν έχεις παρά να αφεθείς στο ανθρώπινο ρεύμα, αυτό θα σε ξεβράσει κάποια στιγμή μπροστά της. Και κάπου πίσω από αναρίθμητες οθόνες υψωμένες στον βωμό του "ήμουν κι εγώ εκεί", πίσω από εξίσου αναρίθμητες γιαπωνέζικες μηχανές στην αγωνία να απαθανατίσουν τη στιγμή, χαμογελάει εκείνη. Καλά προστατευμένη σε απόσταση ασφαλείας πίσω από θωρακισμένο γυαλί, είναι και που κατά καιρούς έχει τραβήξει τα πάνδεινα, την έχουν απαγάγει, τις έχουν ρίξει κόκκινη μπογιά, οξύ, πέτρες, μέχρι και ένα φλιτζάνι τσαγιού. Την βλέπεις να ξεκόβεται μέσα από τα πλήθη, αδιάφορη και ίσως λίγο υπεροπτική, είναι εκείνη που ο Τζιακομέτι (νομίζω) είχε πει ότι δεν θα έσωζε από τη φωτιά, αν είχε να διαλέξει ανάμεσα σε αυτή και μία γάτα. Γνωστή και άγνωστη, κοντινή και απόμακρη. Είναι που την ξέρεις σαν από πάντα, από παιδικά σοκολατάκια, από θρίλερ, μυστικούς κώδικες αλλά και παρωδίες, από τραγούδια και ταινίες. Και όσο και η φαντασία σου, ποτισμένη από όλες τις φήμες και τους θρύλους που τη συνοδεύουν, σε κάνει να την φαντάζεσαι μεγάλη, τεράστια, η Μόνα Λίζα, η κυρία Λίζα Τζεραρντίνι, σύζυγος του Φραντσέσκο ντελ Τζιοκόντο (εξού και Τζ(ι)οκόντα) δεν είναι παρά ένα μικρό καδράκι σε ένα μεγάλο δωμάτιο του Λούβρου.

Τα χρώματα

Η Μόνα Λίζα είναι γνωστή στους πάντες. Είναι ένα από τα πιο διάσημα έργα ζωγραφικής σε ολόκληρη την ιστορία της τέχνης. Ακόμα και του πιο αδαή το μάτι σίγουρα κάπου την έχει πάρει. Ας πούμε όμως λίγα πράγματα πρώτα για τον καλλιτέχνη που φιλοτέχνησε αυτό το σπουδαίο πορτραίτο που δεν είναι άλλος από τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Τοσκάνης το 1452 και πέθανε το 1519. Ήταν μαθητής ενός πολύ σπουδαίου ζωγράφου και γλύπτη, του Αντρέα ντελ Βερρόκκιο. Ο Λεονάρντο ήταν ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Αναγέννησης αφού είχε ένα πνεύμα οξύ που δεν του επέτρεπε να παραδίνεται χωρίς ενεργητική προσωπική έρευνα στις δεδομένες και κοινώς παραδεκτές διδαχές και αντιλήψεις της εποχής του. Ήθελε να ανακαλύψει από μόνος του τον κόσμο εκ νέου. Μελετούσε τη φύση και πειραματιζόταν με πάμπολλους τρόπους ακόμα και πέρα από το κυρίως αντικείμενο του, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε μια ζωγραφική θαυμαστή η οποία αποπνέει μεγαλοπρέπεια αλλά ταυτόχρονα και μια φυσικότητα και εκφραστικότητα άνευ προηγουμένου.

Leonardo da VinciΣχετικά με τη Μόνα Λίζα πιστεύω ότι είναι και κάπως άδικο για τα υπόλοιπα εκατοντάδες θαυμαστά έργα που εκτίθενται στο Λούβρο και που οι περισσότεροι επισκέπτες τα προσπερνούν τρέχοντας για να προλάβουν να βρεθούν έστω και για λίγα δευτερόλεπτα μπροστά σε αυτό το πορτραίτο. Άδικο αλλά όχι ακατανόητο, γιατί αυτή ακριβώς η εκφραστικότητα που έλεγα είναι που την κάνει τόσο ξεχωριστή και την τοποθετεί σε τόσο περίοπτη θέση στην ιστορία. Ο Ντα Βίντσι κατάφερε να δώσει την εντύπωση μιας τέτοιας ζωντάνιας σε αυτό το γυναικείο κεφάλι που τους αφήνει όλους άφωνους. Ξεχνάμε εδώ το ιδεώδες, το ηρωικό-θεϊκό, το αποστασιοποιημένο και το μη ανθρώπινο. Η Μόνα Λίζα σε κοιτά κατά πρόσωπο. Απευθύνεται σε σένα, το θεατή. Σου χαμογελά. Η μήπως όχι; Μήπως κρύβεται κάτι άλλο πίσω από αυτό το διακριτικό χαμόγελο; Έλα μου ντε… Πρόκειται για το μυστηριώδες, το άπιαστο μιας πραγματικής φευγαλέας ανθρώπινης έκφρασης. Είναι απλός ο τρόπος που το επιτυγχάνεται αυτό (αλλά καθόλου εύκολη υπόθεση). Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι μελέτησε τη δραματική επίδραση του φωτός πάνω στα αντικείμενα και συνειδητοποίησε ότι για να αποκαλυφθεί επάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια αυτή η μαγική αίσθηση των ζωντανών εκφράσεων, θα έπρεπε να αποδώσει τις φωτοσκιάσεις με τον πιο πειστικό, τον πιο ρεαλιστικό τρόπο που ήταν δυνατόν. Να απομακρυνθεί αν θέλετε από την καθαρότητα των χαρακτηριστικών και την απόλυτα εμφανή καταγραφή τους μέσω των περιγραμμάτων, η οποία θα τον οδηγούσε σε μια στριφνή, σκληρή, ξύλινη και τελικά άψυχη απεικόνιση και να παρακολουθήσει τη σχηματική περιπλάνηση των σκιερών περιοχών που δεν έχουν απόλυτα σαφές περίγραμμα, επάνω στα πράγματα. Να τους δώσει μια διακριτική αίσθηση κίνησης. Επινόησε λοιπόν το λεγόμενο "σφουμάτο". Μια τεχνική αναπαράστασης των φωτοσκιάσεων η οποία ενοποιούσε τις περιοχές της σκιάς. Μέσα στις σκιές δηλαδή δεν διακρίνουμε καθαρά περιγράμματα, αφήνονται μόνο νύξεις σχημάτων χωρίς να ορίζονται απόλυτα. Αν παρατηρήσουμε το διάσημο αυτό χαμόγελο από πιο κοντά, θα δούμε ότι δεν διακρίνεται ουσιαστικά η περιγραφή του στόματος αλλά μόνο κάποιες λεπτοφυείς αλληλοεπικαλύψεις μικροτόνων φωτός και σκιάς (παντού συμβαίνει αυτό, όχι μόνο στο χαμόγελο).

Θα θελα πάντως να τονίσω ότι όσο σπουδαίο κι αν είναι αυτό το έργο, όσο κι αν είναι άκρως ενδιαφέροντες έως και μεγαλειώδεις οι πειραματισμοί του Ντα Βίντσι, βρίσκω λανθασμένη την τόσο έντονη υπερπροβολή του, την εξαίρεση του σχεδόν από το υπόλοιπο σώμα της ιστορίας ως κάτι άπιαστο λες και το 'χουν κάνει εξωγήινοι ένα πράμα. Όπως είπα και παραπάνω, υπάρχουν κι άλλα πράγματα να δει κανείς στο Λούβρο, πολλά από αυτά και πιο θαυμαστά ακόμα (και δεν αναιρεί καθόλου την αξία της Μόνα Λίζα αυτό που λέω).

Η μουσική

Και κάπως έτσι μένουμε με ένα χαμόγελο; Όπως σε εκείνη την θρυλική ιστορία του Λιούις Κάρολ στην Αλίκη του, με τη γάτα που εξαφανίζεται σταδιακά και στο τέλος μένει μόνο το χαμόγελο της να αιωρείται στον αέρα; Και αν ο συνάδελφος Μπαμπατζιάς γράφει παραπάνω ότι αυτό το γυναικείο κεφάλι "μας αφήνει όλους άφωνους", θα συμπλήρωνα όχι όλους, γιατί κάποιοι, αρκετοί θα έλεγα, επέλεξαν να τραγουδήσουν για αυτό το κεφάλι. Ο καθένας με τον τρόπο του. Στη γραμμή του Duchamp που έλεγε ότι "κάθε πίνακας ζωγραφίζεται απ' αυτόν που τον κοιτάζει" (ναι, αυτός που της ζωγράφισε ένα ...μουστάκι).

Ακόμη κι αν αυτό γίνεται από μια κάπως φαλλοκρατική γωνιά, σαν εκείνη των Γερμανών "Rammstein από τα Liedl" Unheilig, "έλα να σου χαρίσω την αθανασία" τραγουδάνε στο "Mona Lisa" τους, μόνο που πρέπει να πληρώσεις το τίμημα γι' αυτή, και ...είμαι το χέρι κάτω από τη φούστα σου Μόνα Λίσα, χαμογέλα". Μια αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα ερμηνεία του χαμόγελου, η οποία δεν απέχει πολύ από εκείνον τον ζωγράφο που ισχυριζόταν ότι ο Κουρμπέ στον περιβόητο πίνακα του "Η προέλευση του κόσμου" ήθελε να ζωγραφίσει εχμμ το κάτω μέρος της Τζιοκόντας.

Κι αν το αινιγματικό χαμόγελο μάγεψε και μπέρδεψε κόσμο και κοσμάκη, ελάχιστοι είναι εκείνοι που αποτόλμησαν να το χρησιμοποιήσουν σαν εξώφυλλο δίσκου (υπό το πιθανό βάρος της σύγκρισης;), είναι ο Μάνος Χατζιδάκις εκείνος που το έκανε, αφήνοντας πίσω του ένα έργο πραγματικά αντάξιο του μαέστρου των χρωμάτων (να μνημονεύσουμε εδώ την διαβόητη ντανταϊστικής γραμμής αφίσα Mona Zappa, του ξέρετε ποιου;). Κι όσο πολυακουσμένο και αν είναι "Το χαμόγελο της Τζοκόντας", διατηρεί ακόμη τη δακρυγόνο συγκινησιακή του ένταση, η οποία δεν απειλείται ούτε καν από την ιεροποίηση και τοτεμοποίηση του μεγάλου Μάνου από μέτριους ανθυπακόλουθους του.

Ο ίδιος εξηγεί στο εσώφυλλο του δίσκου την γραμμή που ακολούθησε η έμπνευση του: "Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη, με μουσικές, με χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγευμα το φθινόπωρο του 1963 όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει, μόνη, έρημη μες στο άγνωστο πλήθος, που την σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντας την να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ' αγέρι που άρχισε να φυσά. (...) Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω, είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του, απέναντί μου ακριβώς, βρισκόταν ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι με την Τζοκόντα στο εξώφυλλο του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στον δρόμο. Δεν ξέρω γιατί όλ' αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου (...) Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ' ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες στην μεγάλη πόλη".

Είναι τούτη η άρρητη και άφατη μελαγχολία που με οδηγεί σε εκείνο το κομμάτι των αγαπημένων μας λούζερς Television Personalities για το πιο θλιμμένο κορίτσι στον κόσμο, κάπου στο Λονδίνο, που πάει και ψωνίζει δίσκους acid house, που είναι άνεργο και μόνο και θυμάται τα γράμματα του πρώτου αγαπημένου της ("Sad Mona Lisa"). Η μοναξιά είναι παντού στον κόσμο δυσβάστακτη, στις μεγάλες μητροπόλεις των στοιβαγμένων ψυχών ίσως και να γίνεται αφόρητη... Και σκληρή σαν την ίδια την ζωή εκεί, ακόμη κι αν αυτή πλασάρεται τουριστικά ωραιοποιημένη, η σκοτεινή πλευρά υπάρχει κάπου εκεί έξω, υπενθυμίζει την παρουσία της ... και κάπως έτσι ο ήχος ενός πυροβολισμού που άκουσε από το πολυτελές ξενοδοχείο του στην νέα Υόρκη, ώθησε τον Elton John (και βασικά τον Bernie Taupin, μην ξεχνιόμαστε) να γράψουν το "Mona Lisas and Mad hatters".

Και άλλες απόψεις μουσικές για την Τζοκόντα... Κάμποσες. Και θυμάμαι συνειρμικά εκείνο το καταπληκτικό βιβλιαράκι του Ερβέ Λε Τελιέ "99+1 απόψεις για την Τζιοκόντα" (αν δεν το έχετε, εμπρός τι περιμένετε, σηκωθείτε από κρεβάτια, ντιβάνια κλπ), γραμμένο στο στυλ του επίσης καταπληκτικού (μου στέρεψαν τα επίθετα) "Ασκήσεις Ύφους" του Ρεϋμόν Κενώ. Για να δοκιμάσουμε λοιπόν με τις ταπεινές μας δυνάμεις:

Η άποψη του παλιού εραστή

- Θυμάσαι τότε Μάνα μου...
- Μόνα και χωρίς μου.
- Μάνα μου, καλά λέω, τότε που ήσουν τα πάντα για μένα, η ίδια η Μάνα Γη, Μόνα μου, τότε που περνούσα τις νύχτες στο κρεβάτι σου, εκείνες τις νύχτες που τα όνειρα μου γεννιόντουσαν στο στήθος σου.
- Μπα, κι εγώ νόμιζα ότι με ήθελες για το χαμόγελο μου...
- ...και που ο νους μου ήταν ένας ωκεανός στα χέρια σου.
- Ωραία τα λες Μάικλ, εσύ όμως θυμάσαι τότε που έγραφες που και που και κανα τραγουδάκι της προκοπής να τ' ακούσει ο κόσμος; Όχι σαν και τώρα που μου γράφεις κάτι μισάωρα φαραωνικά έπη. Που μεταξύ μας αμφιβάλλω αν τ' ακούει και κανένας, για πουλ-μουρ τα βάζουνε στις λίστες με τα καλύτερα νομίζω...
(Swans - Mona Lisa, Mother Earth, από το "Burning World", πράγματι έναν από τους πιο ποπ δίσκους του σχήματος, σε παραγωγή Bill Laswell. Ποπ τηρουμένων των αναλογιών και των δεδομένων ε;)

Η άποψη του λευκού WASP αμερικανού (κάπου στα 1950, θα μπορούσε όμως και σήμερα)

- Άντε γυναίκα τι γίνεται, τη σιδέρωσες την καλή μου λευκή ρόμπα; Δεν πιστεύω να ξέχασες ότι σήμερα έχουμε σημαντικό μήτινγκ με τα γκάιζ; Ε;
- Τελειώνω μάι ντίαρ, τώρα αμέσως!
- Και πρόσεχε και την κουκούλα, την προηγούμενη φορά είχε λεκέδες, κόντεψα να γίνω ρεζίλι σε όλη την τοπική της Κέι Κέι Κέι.
- Προσέχω χάνυ, προσέχω!
- Και by the way, τι αίσχη είναι αυτά που ακούς πάλι στο ράδιο; Αυτός δεν είναι πάλι εκείνος ο σιχαμένος, πως τον λένε Fat King κάτι;
- Nat King Cole.
- Όπως κι αν τον λένε. Μας τα πρήξανε με δαύτον και τη Μόνα Λίζα του. Έλεος. Αντί να παίζουν τον Φράνκυ που είναι και δικό μας παιδί. Να δεις που με αυτά κι αυτά σε λίγο οι νίγκερζ θα σηκώσουν κεφάλι, θα μπαίνουν και στα λεωφορεία μας και θα κάθονται και στις θέσεις μας. Άκου King. Να δεις που αν δεν κινητοποιηθούμε, μέχρι και μαύρο πρόεδρο θα μας βγάλουν. Κλείστο λοιπόν, ιμίντιατλυ, ακούς; ... Και δεν μου λες, τι είναι αυτό που μυρίζει καμένο;

(Είναι προφανής εδώ η αναφορά, και το κομμάτι του "unforgettable" ερμηνευτή με την μελιστάλαχτη φωνή, κομμάτι το οποίο γνώρισε αναπόφευκτα κάμποσες εκτελέσεις, αν κρατήσουμε θα είναι αυτή του Carl Mann, ενός από τους αφανείς ήρωες της Sun Records, ο οποίος το έκανε ένα σχεδόν αγνώριστο ροκαμπίλυ, κρατώντας στην πραγματικότητα μόνο τους στίχους. Και για να δώσουμε εδώ και το κατάλληλο ...χρώμα, αξίζει να μνημονεύσουμε και την "Βlack Μona Lisa" των The Retreds, τους οποίους... ξεθάβουμε από την γκαράζ 60s σειρά συλλογών "Back from the grave".

Και μερικές ακόμη άξιες ...τραγουδιού Μόνες:

Shiva Burlesque – Who is Mona Lisa?
Δεν θα μπορούσε να λείπει από το μικρό αυτό αφιέρωμα ο Grant Lee Phillips, όχι γιατί με το πρώιμο συγκρότημα του έγραψε τούτο το θαυμάσιο δείγμα διασταύρωσης του ποστ-πανκ με την αμερικάνικη φολκ, αλλά γιατί χρόνια αργότερα, με το όνομα του πλέον στην ούγια, επανήλθε στην "Mona Lisa", τούτη τη φορά σε πιο παραδοσιακούς δρόμους πάντως.

Michelle Shocked - Looks like Mona Lisa
...is having a bad day, μας λέει με την κιθάρα της η αμερικανίδα τραγουδοποιός, η οποία ομολογουμένως είχε ουκ ολίγες τέτοιες στη ζωή της, πριν και μετά από το κομμάτι αυτό του 1989.

Poesie Noire - Gioconda’s smile
Ένα από τα ωραιότερα δείγματα της βελγικής σχολής του electro, από ένα σχήμα που όμως δεν κατάφερε και πολλά πράγματα στη συνέχεια. Τραγούδι-ύμνος στην γυναικεία εκδίκηση, με τη φωνή της Marianne να απαγγέλλει επαναληπτικά με δηλητηριώδη χροιά "You 'll never smile again" πάνω σε μια ψυχρή πληκτρογραμμή.

Barbara - La Joconde
Υπάρχει ένα καταπληκτικό μικρό ταινιάκι του 1959, σε σενάριο Μπορίς Βιάν, που λέγεται "La Joconde: histoire d'une obsession", η ιστορία μιας εμμονής ενός άνδρα με την Τζιοκόντα φυσικά (αξίζει να το δείτε εδώ), όπου σε κάποιο σημείο η εικόνα ζωντανεύει με την μορφή της Μπαρμπαρά να τραγουδάει μέσα από το κάδρο αυτό το ωραίο κομματάκι του Paul Braffort.

Serge Gainsbourg - Trois millions de Joconde
Ο μεγάλος Serge, ο αιρετικός ο ακαταλόγιστος, το αποδεικνύει για άλλη μία φορά στην πράξη σε αυτό το παιχνιδιάρικο τραγούδι, όπου φιλοδοξεί να ζωγραφίσει τρία εκατομμύρια Τζοκόντες σε ...χαρτί υγείας, σε στίχους του τύπου "αντίο κορίτσια, θα παρηγορούμαι τώρα στο WC με την αξιαγάπητη κούκλα του Λεό". Και η γυναικεία χορωδία να τραγουδά "είναι τόσο, τόσο απαλό".

Demis Roussos ‎– Schön wie Mona Lisa
Και ο δικός μας Ντέμης, ο Demis όλης της Ευρώπης, δηλώνει ...ζωγραφικές φιλοδοξίες σε αυτό το γερμανικό του σουξέ από την εποχή που ήταν στα χάι του (1975). "Είσαι τόσο όμορφη όσο η Μόνα Λίζα, αν ήμουν ζωγράφος θα σε ζωγράφιζα να σε θαυμάσει ο κόσμος όλος", και για να προλάβει παρεξηγήσεις συμπληρώνει "αλλά η αγάπη σου είναι μόνο για μένα".