Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 10ο)
"Στο τελευταίο πάρτι του μυαλού μου, μόλις έφυγε και ο τελευταίος καλεσμένος, άρχισα να συμμαζεύω τα ασυμμάζευτα όσο διατηρούσα ακόμα τη νηφαλιότητα μου..." Του Βασίλη Πετρόπουλου
ΕΔΑΦΙΟ 44ο
Στο τελευταίο πάρτι του μυαλού μου, μόλις έφυγε και ο τελευταίος καλεσμένος, άρχισα να συμμαζεύω τα ασυμμάζευτα όσο διατηρούσα ακόμα τη νηφαλιότητα μου. Ξαφνικά άκουσα ένα χτύπημα στην εξώπορτα και νομίζοντας ότι κάποιος είχε ξεχάσει κάτι και είχε γυρίσει να το πάρει, την άνοιξα. Μπροστά μου στεκόταν ένας άγνωστος, ο οποίος μου ζήτησε να περάσει μέσα. Η ώρα ήταν περασμένη, η έκπληξη μου μεγάλη και δεν αρνήθηκα. Ο άγνωστος μπήκε στο σπίτι, πρόσεξε την ακαταστασία και προφέρθηκε να με βοηθήσει με το συμμάζεμα. Ήταν σβέλτος, ταχύς και παστρικός και σε λίγη ώρα φέραμε το σπίτι στην κατάσταση πριν από το πάρτι. Ρώτησα τον άγνωστο αν πεινούσε ή αν διψούσε κι αυτός μου είπε και τα δυο. Είχε περισσέψει λίγη σπιτική πίτσα και δυο τρία σάντουιτς με ζαμπόν και κασέρι και τα πρόσφερα στον άγνωστο, αυτός όμως μου ζήτησε ναφθαλίνη. Ναφθαλίνη σκέφτηκα, ποιος διάολε τρώει ναφθαλίνη και τότε κατάλαβα ότι ο άγνωστος ήταν εξωγήινος. Του είπα να περιμένει λίγο κι αφού προσπάθησα να σκεφτώ λογικά και συγκροτημένα, άνοιξα την ντουλάπα και ξεκρέμασα τα πλαστικά σακουλάκια για τον σκώρο. Του τα έδωσα, αυτός τα κοίταξε για λίγο επιτιμητικά, τα καταβρόχθισε, ρεύτηκε και μου ζήτησε κάτι να πιει. Του είπα πως είχα βότκα, λίγο τζιν, ουίσκι και δυο τρεις μπίρες κι αυτός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και μου ζήτησε νερό. Του έφερα ένα ποτήρι και μου είπε όχι χυμό βρύσης αλλά τη συμπυκνωμένη μορφή του και κατάλαβα ότι εννοούσε τα παγάκια. Άνοιξα τον καταψύκτη, είχα ακόμα πολλά παγάκια και γέμισα το ποτήρι. Του το πήγα κι αυτός ευχαριστημένος μου ζήτησε και τον πλαστικό σωλήνα που ρουφάνε. Καλαμάκι σκέφτηκα και του έφερα ένα. Ο άγνωστος έπιασε το ποτήρι με το χέρι του και τα παγάκια έλιωσαν. Έβαλε το καλαμάκι και άρχισε να ρουφάει. Στράγγισε όλο το περιεχόμενο και ικανοποιημένος, άραξε στην πλάτη του καναπέ και με ρώτησε τι ήταν αυτό που έπαιζε. Του είπα πως ήταν Sound και με ρώτησε ποιο κομμάτι. Το «Party Of My Mind» του απάντησα και κούνησε το κεφάλι. Τον ρώτησα ποιος ήτανε και μου συστάθηκε σαν Zibo. Το διαστημόπλοιό του είχε μείνει από καύσιμα λίγο πιο πέρα από το σπίτι μου, πεινούσε και διψούσε και όταν άκουσε μουσική να παίζει, πήρε το θάρρος να μου χτυπήσει την εξώπορτα. Τώρα όμως ήταν καλά, είχε συνέλθει και μπορούσε να οδηγήσει το σκάφος του και να επιστρέψει στον πλανήτη του, όμως πρώτα θα έπρεπε να λύσει και το θέμα με τα καύσιμα. Τον ρώτησα τι καύσιμα έκαιγε ο κινητήρας του και μου είπε AZAX. Τί ΑΖΑΧ, για τα τζάμια; Τον ρώτησα κι αυτός μου είπε πως θα το προτιμούσε, γιατί έκανε το διαστημόπλοιό του αόρατο, όμως κι αυτό για το πάτωμα θα έκανε τη δουλειά του. Βρήκα ένα σφραγισμένο μπουκάλι στο ντουλάπι και του το έδωσα. Ο Zibo μ’ ευχαρίστησε και με ρώτησε αν καπνίζω. Του είπα πως προσπαθώ να το κόψω κι έβγαλε από την τσέπη του έναν ασημένιο σκαλιστό Zippo. Μου τον έδωσε και μου είπε πως δε χρειαζόταν ποτέ να τον γεμίσω και ότι ήταν παντός καιρού, έσβηνε μόνο αν έκλεινα το καπάκι του. Τον ευχαρίστησα για το δώρο του, με ευχαρίστησε για το φαγητό, το ποτό και το καύσιμο που του πρόσφερα και μου ζήτησε το CD των Sound. Του είχε αρέσει το κομμάτι και ήθελε ν’ ακούσει κάτι στη διαδρομή. Του έδωσα το CD, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Έπεσα για ύπνο κουρασμένος και ξενυχτισμένος, αφού πρώτα ήπια ένα ποτήρι γάλα.
ΕΔΑΦΙΟ 45o
Όταν λατρεύεις κάποιον, τότε συγχωράς και την όποια απιστία του. Αυτό συμπέρανα όταν άκουσα το τελευταίο άλμπουμ των Placebo. Ήμουν επιφυλακτικός, διστακτικός κι αναποφάσιστος μέχρι που το άκουσα. Ήθελα να μην είναι καλό, ήθελα να μη μου φτιάξει την διάθεση, ήθελα να βρω τη δικαιολογία που αναζητούσα για να τους απομυθοποιήσω στον εαυτό μου, να σπιλώσω το είδωλο τους στον μουσικό μου καθρέφτη. Φανερά απογοητευμένος κι επηρεασμένος από το φιάσκο της τελευταίας τους συναυλίας στην πόλη, όταν σηκώθηκαν κι έφυγαν από τη σκηνή λόγω ενός επεισοδίου με κάποιους παριστάμενους, υποβάθμισα τελείως το γεγονός. Τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα, καθώς ξεκίνησαν παράδοξα νωρίς την εμφάνισή τους, παίζοντας πολύ λίγο σε σχέση με το πλούσιο υλικό τους, με ούτε ένα encore και τις σχετικές φιλοφρονήσεις στο τέλος, ήρθαν, έπαιξαν κι εξαφανίστηκαν. Θέλησα να τους αποκηρύξω από κληρονόμους της συνείδησής μου. Έλα ντε όμως που δεν το κατάφερα, επέστρεψαν και πάλι πίσω. Και με την αυθάδεια, την υπεροψία και την ιταμότητα που τους χαρακτηρίζει, απαίτησαν να πιούν ένα ποτήρι τσάι μαζί μου, δίχως να μου ζητήσουν ποτέ μια συγνώμη. Πληροφορήθηκα ότι τον επόμενο μήνα θα εμφανίζονταν στην πόλη, με ένα τσουχτερό εισιτήριο. Το ζήτημα είναι: θα τους δώσω τελικά το συγχωροχάρτι και θα παραβρεθώ ή θα τους γυρίσω την πλάτη, γιατί δε μου το επέτρεψε η εγωιστική πλευρά του εαυτού μου; «For What It’s Worth, Never Let Me Go».
ΕΔΑΦΙΟ 46ο
Μαζεύοντας τ’ απομεινάρια και κοιτάζοντας τ’ αποκαΐδια μιας ματαιόδοξης και αδιέξοδης σχέσης, κατανόησα το τίμημα να περάσεις τον Ρουβικώνα. Δεν μπορείς να επιστρέψεις ποτέ πίσω, είσαι υποχρεωμένος να προχωρήσεις μόνο μπροστά. Μόνος, καψαλισμένος και τσακισμένος στράφηκα στη μόνη βοήθεια που είχα, τη μουσική στα ράφια μου, στο μοναδικό φίλο που μου είχε απομείνει. Κι αυτός ο φίλος αποδείχτηκε ο καλύτερος μέντορας για τον πληγωμένο και φλογισμένο εαυτό μου. Με συμβούλεψε να διοχετεύσω την ενέργειά μου στη δουλειά και ό,τι περισσέψει στην αναζήτηση νέων μουσικών ερεθισμάτων. Τυχαία έπεσε στα χέρια μου ένα διαφημιστικό της Hitch-Hyke Records και με φαξ ζήτησα έναν κατάλογο με τις κυκλοφορίες τους. Το 1995 κυριαρχούσε το φαξ, όχι το ίντερνετ. Ανταποκρίθηκαν στο αίτημά μου κι έχοντας στα χέρια μου έναν κατάλογο τριάντα σελίδων, διάβαζα τα λιγοστά σχόλια για τα άλμπουμ και αναλόγως παράγγελνα. Κάθε εβδομάδα είχα παραλαβή, κάλυψα πολλά μουσικά κενά και γνώρισα πολλά άλλα μουσικά σχήματα, είτε από τύχη, είτε επειδή ήταν μοιραίο. Κι αυτό ήταν το πρώτο βήμα που έκανα, αυτό που σε οδηγεί στο μεγάλο ταξίδι, όπως λένε και οι Κινέζοι. Σιγά σιγά στάθηκα ξανά στα πόδια μου, γνώρισα καινούριους ατόφιους φίλους και το σπουδαιότερο, έγινα ένας καλύτερος και πιο ολοκληρωμένος μουσικός άνθρωπος.
ΕΔΑΦΙΟ 47ο
Σαν ένα δίποδο άπτερο ον, όπως με ορίζει ο Αριστοτέλης και όντας θηλαστικό που το γέννησε μια μάνα, έχω και μια αποστολή να εκπληρώσω, έναν λόγο για τον οποίο ήρθα σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο. Η αποστολή μου είναι πολύ απλή, να προσεγγίσω τον κόσμο, όχι μόνο μέσα από το πρίσμα της λογικής, αλλά και να τον κατανοήσω μέσω της μουσικής. Μου πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να το καταλάβω, γιατί κάθε φορά που ένιωθα την απαξίωση, την περιφρόνηση και τον χλευασμό των γύρω μου για όλα αυτά που πίστευα και πρέσβευα, κλεινόμουν στο μουσικό μου καβούκι. Εκεί είχα το καλειδοσκόπιό μου, αυτό που παρηγορούσε, εμψύχωνε και φώτιζε τις σκοτεινές μου παρορμήσεις. Σιγά σιγά με τον καιρό, συνειδητοποίησα ότι ήμουν απλά μια χρυσαλίδα, η οποία θα μεταμορφωνόταν σε πεταλούδα κι ελεύθερη θα χαιρόταν και θα απολάμβανε το νέκταρ και τα χρώματα των μουσικών λουλουδιών. Κάθε κάμπια κρύβει μέσα της μια πεταλούδα, το στάδιο της εξέλιξης είναι μόνο χρονοβόρο. Μοιραία λοιπόν έγινα πεταλούδα και τώρα πετάω ελεύθερος όπου θέλω, αγγίζοντας από απόσταση των ανθρώπων τις σκέψεις, ακούγοντας των ανθρώπων τις μουσικές συνθέσεις. Δε χρειάζεται να είσαι μουσικός ή συγγραφέας ή ποιητής, είσαι ήδη μουσική, συγγραφή και ποίηση. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβεις, τότε θ’ αντιληφθείς, ότι ο χρόνος κυλά αδυσώπητα, αδιάκριτα και αδίστακτα για όλους. Όνειρα έχουμε όλοι μας, το χρόνο για να τα πραγματοποιήσουμε δε μας τον εγγυάται όμως κανείς. Ίσως μόνο ο Θεός κι αυτός πάλι δεν το υπόσχεται. Αμήν.
ΕΔΑΦΙΟ 48ο
Το οχηματαγωγό Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν προγραμματισμένο ν’ αποπλεύσει στις δέκα το βράδυ από το λιμάνι του Πειραιά. Μετά από μια πολύωρη αναμονή σε μια κοντινή καφετέρια, επιβιβαστήκαμε με τη γυναίκα μου. Προορισμός μας ήταν η Ανάφη κι αράξαμε στις επάνω τουριστικές θέσεις. Δεν πέρασε ούτε ένα εικοσάλεπτο, όταν πλάκωσε μια ορδή από ρομά: γέροι, γριές, παιδιά, νέοι, ενήλικες, απλώθηκαν σαν τις κατσαρίδες ολόγυρα. Έστρωσαν χαλιά, άρχισαν να ξεντύνονται και να σουλατσάρουν πέρα δώθε, μιλώντας στα κινητά τους ή μεταξύ τους. Πάθαμε πολιτισμικό σοκ. Από τα λίγα που κατάλαβα θ’ αποβιβάζονταν στη Μήλο, επομένως θα τους είχαμε για πολύ μεγάλο διάστημα παρέα. Αναθεματίσαμε την τύχη μας και σφίξαμε για άλλη μια φορά τα δόντια. Ήμασταν βετεράνοι των καραβιών, όμως και αυτό, πρώτη μας φορά. Ο Θεός όμως είναι και λίγο τζογαδόρος κι έτσι μας έκατσε κάτι αναπάντεχο. Το γέρικο σκαρί απέπλευσε και ο άπειρος μάλλον δόκιμος που το κυβερνούσε, κατάφερε να του ξεφύγει και να προσκρούσει πλάγια στον βραχίονα του λιμανιού. Η πρόσκρουση έγινε αισθητή και η καθυστέρηση αποδείχτηκε εύλογα θεμιτή. Οι ρομά ξύπνησαν από τη βραδινή τους νάρκη και γεμάτοι σύγχυση, αγωνία, φόβο και τρόμο, άρχισαν να φωνάζουν ότι θα βυθιστούμε και ξεκίνησαν να πακετάρουν γοργά το βιός τους. Σταυροκοπιόνταν συνεχώς και πολύ γρήγορα βρεθήκαμε τελείως μόνοι στο σαλόνι. Καθηλωθήκαμε για άλλες δύο ώρες και αποφασίσαμε να μην πάμε πουθενά, μέσα στο κρύο βράδυ, στον έρημο Πειραιά. Θα μέναμε εκεί και ότι ήθελε προκύψει. Σταδιακά, το καράβι ξεφορτώθηκε τους μισούς επιβάτες του και μην έχοντας άλλο αποκούμπι, πήραμε έναν υπνάκο. Το καράβι ξεκίνησε τελικά κατά τις δύο και προσέξαμε κάποιους σκόρπιους συνταξιδιώτες γύρω μας. Λίγο πριν τις τέσσερις, έσκασαν μύτη έξι παλικάρια φορώντας παραδοσιακές στολές και κρατώντας τα μουσικά τους όργανα, ζήτησαν την άδεια από την ομήγυρη να παρουσιάσουν το πρόγραμμά τους. Κρατώντας τις κλασικές τους κιθάρες, πρόσφεραν ένα συγκινητικό ημίωρο αυθεντικής πορτογαλικής κουλτούρας κι αγοράσαμε στο τέλος και το CD τους, καθαρά από μουσική αλληλεγγύη. Ήταν μια μουσική ανταμοιβή για όλους αυτούς που συνέχισαν το ταξίδι.
Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, Τεύχος 2ο, Τεύχος 3ο, Τεύχος 4ο, Τεύχος 5ο, Τεύχος 6ο, Τεύχος 7ο, Τεύχος 8ο, Τεύχος 9ο