Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 11ο)
"Όταν φιλτράρεις τον κόσμο μέσα από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα της μουσικής, τότε βλέπεις κάτι διαφορετικό από αυτό που κοιτάζουν οι υπόλοιποι". Του Βασίλη Πετρόπουλου
ΕΔΑΦΙΟ 49o
Αλήθεια, δεν είναι κρίμα να σηκώνεσαι κάθε πρωί και να αισθάνεσαι σαν γλεντζές νεαρός που περνάει την ώρα του; Καλύτερα δεν είναι κάθε βράδυ, να νιώθεις ότι είσαι ένας ζωντανός νεκρός που ξέφυγε της μοίρας του; Αυτό σκέφτομαι κάθε φορά που θυμάμαι τον Spiritualized, τον τύπο στη Γαύδο που καθόταν κάθε βράδυ στην πολυθρόνα και ατένιζε το κενό. Τον βαφτίσαμε μ’ αυτό το όνομα μαζί με το φιλαράκι μου, γιατί ήταν το μόνο όνομα που του ταίριαζε. Για μια βδομάδα, όσο εμείς κάναμε τουρισμό, αυτός δούλευε και το βράδυ καθόταν στην πολυθρόνα του και διαλογιζόταν. Ήμασταν δεν ήμασταν δέκα μέτρα μακριά, σίγουρα άκουγε ότι ακούγαμε, σίγουρα άκουγε ότι λέγαμε, σίγουρα ήξερε ότι είμασταν τουρίστες, μετρημένοι στα δάχτυλα είμασταν όλοι κι όλοι. Δε μας ενόχλησε ποτέ, κι εμείς το ίδιο, σεβαστήκαμε την εκεχειρία όπλων των Κρητικών και χαλιναγωγήσαμε τα ένστικτά μας. Πράγμα που φυσικά δεν τηρήσαμε όταν πήγαμε στον Ποταμό, εκεί δελφινοποιηθήκαμε με την θάλασσα. Χορτάσαμε βουτιές στα κύματα και απολαύσαμε το ηλιοβασίλεμα στο πιο νότιο μέρος της Ελλάδας, αδερφοποιηθήκαμε με τις στερνές του σκέψεις. Φεύγοντας μας πρόλαβε η Μισιρλού, ημεδαπή, ζητώντας μας τσιγάρα. Της έδωσα το τσαλακωμένο μου πακέτο, ένα μπουκάλι νερό και δυο ψωμάκια και το ημίγυμνο ξωτικό χάθηκε στον φόντο του παραδείσου. Είχαμε αφήσει τον Harald στη Σούγια και πιάσαμε Σφακιά. Διανυκτερεύσαμε ένα βράδυ σ’ ένα ξενοδοχείο που θύμιζε κέντρο νεοσυλλέκτων και την άλλη μέρα πλεύσαμε προς το νησί της μεσογειακής υστεροφημίας. Βρήκαμε κατάλυμα σ’ έναν κωφάλαλο, όπως επίσης και το ξωτικό να περιφέρεται στον Άγιο Γιάννη και να μας ζητά τσιγάρο. Κι αυτό πριν τον Ποταμό, τσίτσιδη, μ’ ένα ταμπόν επειδή είχε περίοδο και να μας ρωτά ρητορικά: «Placebo ακούτε παιδιά;». Πώς μπορείς ν’ αρνηθείς το οτιδήποτε σε εκείνον που δε ζητά τα πάντα, πώς μπορείς να ξεχάσεις ποιος είσαι, όταν βλέπεις τον εαυτό σου να χαμογελά; Σαν την ταβέρνα της Νanaco, που μπορεί να της έλειπε ένα δόντι, όμως τα φαγκριά της τα έτρωγα κάθε μέρα. Και την αντίζηλη ταβέρνα απέναντί της, που είχε τσιγάρα μεν, αλλά δεν τα πουλούσε σε μη πελάτες της δε, που έστειλε για πρόωρο χέσιμο τα δυο φιλαράκια και μετά από αλλεπάλληλα παζάρια πήρα δύο πακέτα Camel και αισθάνθηκα λες και κέρδισα το τζόκερ. Ναι, το θυμάμαι καλά, ήταν το 1999, ο σεισμός που έφερε στα ίσια της την Αττική κι εγώ ήμουν εκεί, στη Γαύδο, με τα φιλαράκια μου, τον Spiritualized, το ξωτικό, την Nanaco και τον Μιχαλιό, που μας πηγαινόφερνε με το ημιφορτηγό και παζάρευε τα πεντοχίλιαρα. Το κλου σε όλη την φάση ήταν το τελευταίο απόγευμα που πήγαμε στον βιολογικό φούρνο. Θέλοντας να πάρουμε ψωμί. Ο τύπος, ίδιος ο Syd Barrett μας είπε ότι είχε τελειώσει και ότι θα έβγαζε την επόμενη μέρα. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε όταν ξαφνικά ακούσαμε το χαρακτηριστικό χριτς χρατς της βελόνας που κυλάει στο αυλάκι. Αράξαμε και είπαμε στον Syd να μας φέρει μερικές μπίρες και ρακή. Ύστερα από ένα μισάωρο, εμφανίστηκε το ξωτικό ντυμένο, με το σκυλάκι της τον Μεσκαλίτο και δεν μας ζήτησε τσιγάρο αυτή τη φορά.
ΕΔΑΦΙΟ 50ο
Το τηλέφωνο εφευρέθηκε για έναν μόνο λόγο: για να επικοινωνείς με ανθρώπους που βρίσκονται μακριά σου. Το κινητό αντίθετα, για δεκάδες άλλους λόγους, εκτός από αυτόν. Γιατί το κινητό αποσκοπεί στο να μην σε φέρνει κοντά με το συνάνθρωπό σου, αλλά να σ’ απομακρύνει όσο γίνεται μακριά του. Και εννοώ πάντα τη φυσική παρουσία, όχι την ψηφιακή. Και όχι να συνομιλείς με κάποιον στην άλλη άκρη της γης, αλλά με κάποιον λίγα τετράγωνα πιο πέρα από σένα, στην ίδια γειτονιά, στην ίδια περιοχή. Μιλάς ακατάπαυστα στο κινητό, διηγείσαι στον άλλο την καθημερνή σου Οδύσσεια και στο τέλος, όταν το κλείνεις επιστρέφεις στην μικροαστική σου συνήθεια. Μιλάς, επικοινωνείς όλη την ώρα με κάποιους και στο τέλος αντιλαμβάνεσαι ότι τους βλέπεις όλο και λιγότερο. Το κινητό δε σε φέρνει πιο κοντά, είναι μύθος αυτό. Το κινητό σε παρασέρνει πιο μακριά, σ’ απομονώνει και σε κυριαρχεί. Η εξάρτηση από την κινητή αλητεία δεν έχει καμία σχέση με την εξάρτηση από την μουσική μαγεία, η οποία ζητάει να κάνει ακριβώς το αντίθετο. Ποιος θέλει ν’ ακούει μουσική μόνος του και να μην τη μοιράζεται, να μη γουστάρει παρέα με άλλους την ίδια ώρα και στιγμή; Αλλιώς είναι σα να εκτελείς πέναλτι σε μια κενή εστία, μια μονότονη διαδικασία. Για αυτό και το κινητό είναι εχθρός της μουσικής, πολέμιος και αντίπαλος σε οτιδήποτε μπορεί να φέρει δύο ανθρώπους κοντά, δίπλα δίπλα, χέρι με χέρι. Το κινητό καταργεί την ανθρώπινη επαφή και με την τελευταία του εφαρμογή, σκανάρει την ίριδα του ματιού σου και ανοίγει από μόνο του. Όταν θα βρει τον τρόπο να φορτίζεται μόνο του, τότε δε θα σε έχει πια ανάγκη, καουμπόι του χρόνου-κώλου.
ΕΔΑΦΙΟ 51ο
Το ξέρω, είμαι κάπως αυστηρός κι επικριτικός με το τηλέφωνο, όμως αυτή τη συσκευή την έβλεπα πάντα με μισό μάτι. Έβλεπα άτομα ξαπλωμένα στο πάτωμα ή καθιστά να μιλάνε με τις ώρες, να χτυπάει σε ακατάλληλες στιγμές, να σηκώνεις το ακουστικό και να σου τα πρήζουν, είτε συγγενείς, είτε βαρετοί φίλοι των δικών σου. Όχι, το τηλέφωνο για μένα ήταν μία συσκευή εκτόνωσης, να βγάζω το άχτι μου κάνοντας πλάκες, ανώδυνες πλάκες φυσικά, σε ανυποψίαστους συνδρομητές, τότε, τις εποχές που δεν υπήρχε η αναγνώριση κλήσεων και η φραγή. Ή να τηλεφωνήσω κάποιο φίλο για να βρεθούμε από κοντά και να τα πούμε, όχι να του πω την ιστορία της ζωής μου. Τώρα, αν κουβαλάς συνεχώς ένα τηλέφωνο μαζί σου, που κουδουνίζει διαρκώς και καλείσαι να απαντήσεις σε όσους κάνουν κλήσεις, αυτό λέγεται εφιάλτης και δε θέλω να ζήσω άλλον εφιάλτη. Έναν γνώρισα παλιά στις Θερμοπύλες και ξέρω καλά το είδος τους. Πρώτα θα πεθάνουν και μετά θα φύγει το χούι τους, ζούνε στη σκιά των ονείρων σου και τρέφονται με τις σάρκες τους. Γι’ αυτό και δεν έχω όνειρα, μόνο ελπίδες και ευχές να μοιραστώ, αλήθειες κι ενοχές να δικαστώ, φίλους και γνωστούς να ευχαριστήσω, δρόμους και μονοπάτια να περπατήσω. Βάλε λοιπόν φίλε μου Martin, το «Decades» να παίζει «Eternal» κι έλα να πιούμε ένα «Heart And Soul» ποτάκι.
ΕΔΑΦΙΟ 52ο
Είναι κάποιες στιγμές που βάζεις τα πάντα σε μία τάξη και γεμάτος πίστη, αυτοπεποίθηση και θάρρος, χαμογελάς και νιώθεις σαν ήρωας. Και τότε κάνεις τη λάθος σκέψη και τη μοιραία κίνηση και όλα ξαφνικά μετατρέπονται σε μια μπόρα με σκατά την οποία δεν μπορείς ν’ αποφύγεις. Νοτισμένος από τα σκατά, απογοητευόμενος από την εξέλιξη, τα βάζεις με τον εαυτό σου, τον πολεμάς και σε πολεμά, τον διατάζεις και σου αντιστέκεται. Τότε λοιπόν διχάζεσαι, οτιδήποτε όμορφο έχει πάει πια περίπατο, οτιδήποτε άσχημο είναι πλέον ευπρόσδεκτο. Μαστουρώνεις από τον θυμό σου και ζητάς να πνίξεις την οργή σου σε ποτήρια γεμάτα λήθη και πάγο, μα δεν ηρεμείς, ούτε ισορροπείς, απλά αιωρείσαι πάνω από το χιόνι και την άμμο, αναμεσά στο πριν και στο μετά. Αναρωτιέσαι, πόσοι άστεγοι μαλώνουν για ένα σπίτι, πόσοι άσιτοι παλεύουν για ένα γεύμα και πλανιέσαι μη γνωρίζοντας πλέον την απάντηση. Σιγά σιγά στα μουλωχτά, η ένταση υποχωρεί και ο πόνος επιστρέφει, αυτός ο γλυκός, επώδυνος ήχος της σύνεσης, ο οποίος κατακλύζει τους νευρώνες σου. Και μόνο τότε ηρεμείς και βλέπεις πως η ωχρά κηλίδα δεν επηρεάζει τον καταρράκτη των ματιών σου. Γαλήνιος επιστρέφεις και ονειρεύεσαι ξανά, μέσα στο εύθραυστο καβούκι της ελπίδας σου.
ΕΔΑΦΙΟ 53ο
Η μουσική έχει τις ρίζες της πολύ πίσω στο ρου της ανθρώπινης ιστορίας και η κλασική μουσική θεωρώ ότι είναι η Μεσοποταμία του πολιτισμού της. Η κουλτούρα και η φινέτσα, η κληρονομά και η σκυτάλη, για να ξεπηδήσουν οι σπόροι και οι απόγονοι της εξελικτικής της πορείας, οφείλονται ξεκάθαρα σ’ αυτήν. Και σκέφτομαι τον Μπετόβεν, την τεράστια αυτή μορφή της μουσικής, έναν από τους πατριάρχες της διαθήκης της, να συνθέτει κουφός. «Γιατί να συνθέτει κάποιος ενώ είναι κουφός;», θα ρωτούσε ένα παιδί με αφέλεια. Πρώτον γιατί οφείλει να τελειώσει αυτό που άρχισε και δεύτερον γιατί πρέπει να το μοιραστεί με τους συνανθρώπους του, καθαρά από σεβασμό, αλλιώς η τέχνη θα τον τιμωρήσει. «Μα ήδη τον τιμώρησε, τον άφησε κουφό», θα πει πάλι το παιδί. Λάθος, δεν τον τιμώρησε η τέχνη αλλά τον πρόδωσε η φθαρτή του φύση, όμως αυτός το υπερκέρασε και επιμελήθηκε με ευλάβεια το καθήκον του. «Και ποιο το νόημα σ’ όλα αυτά;», θα ρωτήσει το παιδί και θα του απαντήσω, ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα στο αυτονόητο, καμία εξήγηση στο ανεξήγητο. Μπορεί να είναι κουφός ο Μπετόβεν, όμως όταν θ’ αποδοθεί η σύνθεση του έργου του, τότε θα την ακούσει βλέποντας την στα μάτια των ακροατών και θα γευθεί η καρδιά του το άρωμα της νίκης. Γιατί μπορεί να είναι κουφός, ωστόσο δεν είναι τυφλός, αντιλαβού τέκνον μου;
ΕΔΑΦΙΟ 54ο
Όταν φιλτράρεις τον κόσμο μέσα από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα της μουσικής, τότε βλέπεις κάτι διαφορετικό από αυτό που κοιτάζουν οι υπόλοιποι. Δεν είσαι ξεχωριστός, βλέπεις όμως κάτι διαφορετικό από τους άλλους, βλέπεις το δάσος και όχι το δέντρο, βλέπεις το έργο και όχι την σκηνή. Γιατί η μουσική σε διαμορφώνει, σε κάνει πιο ευαίσθητο, πιο ενδελεχή, διαβάζεις μεμιάς τα ψιλά γράμματα, ενώ οι άλλοι θα πρέπει να βάλουν γυαλιά για να τα διαβάσουν, βλέπεις κι ακούς όχι μόνο με το μυαλό σου αλλά και με την καρδιά σου. Η μουσική μιλάει στην καρδιά σου, όχι στο μυαλό σου, ευφραίνει την ψυχή σου, όχι το μυαλό σου. Το μυαλό σου είναι ο υπολογιστής. ο επεξεργαστής, η καρδιά σου είναι όμως η ζωή, ο άνθρωπος που δεν είναι μηχανή. Και όταν ζεις με μουσική, είσαι πάντα σε εγρήγορση, ωριμάζεις και μεστώνεις με τον χρόνο, ακούς δεκάδες άλλα πλάσματα τι έχουν να πουν, τι θέλουν να μοιραστούν, τι θέλουν να δείξουν. Κι αυτό είναι το υπέροχο, δεν είναι απαραίτητα οι γύρω σου, οι οποίοι απλά βγάζουν τα γυαλιά τους πριν πέσουν για ύπνο.
Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, Τεύχος 2ο, Τεύχος 3ο, Τεύχος 4ο, Τεύχος 5ο, Τεύχος 6ο, Τεύχος 7ο, Τεύχος 8ο, Τεύχος 9ο, Τεύχος 10ο