Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 12ο)

Οι "Νονοί" στη Θεσσαλονίκη και πάλι, κοσμικές εμπειρίες σε στούντιο και σε... πατσατζίδικα της επαρχίας. Του Βασίλη Πετρόπουλου

ΕΔΑΦΙΟ 55ο

Για τους Godfathers δεν έχω να πω και πολλά πράγματα, οι ίδιοι και οι λάτρεις τους είναι οι πιo κατάλληλοι να μιλήσουν, όμως μπορώ να παραθέσω την προσωπική εμπειρία που αποκόμισα από την εμφάνιση τους στην πόλη μου. Είναι μια αγνή μπάντα, που αγαπάει την εγγλέζικη punk και είναι ερωτευμένη με την αμερικάνικη rock. Η χημεία αυτών των δύο, σε συνδυασμό με την αντιδραστική αδρεναλίνη που κυλάει στις φλέβες τους, μου μετέδωσε τον σεβασμό και την μέθεξη που αναζητά ο μουσικός στα βλέμματα των ακροατών του. Λυτρώθηκα κυριολεκτικά ακούγοντας τους κι απόλαυσα το γεμάτο ενέργεια performance τους. Και να μην ξεχνιόμαστε, είναι άνω των εξήντα πλέον, ούτε γέροι αλλά ούτε και νέοι, όμως αντί να βρίσκονται σε σπα στην Ίμπιζα και να πίνουν κοκτέιλ είναι πάνω στην σκηνή κι ερμηνεύουν την καινοτόμο τους συνεισφορά στο μουσικό πάνθεον με το ‘Birth, School, Work, Death’. Όποιοι έζησαν νωρίς θα το θυμούνται, όποιοι γεννήθηκαν αργά, καλό είναι να το ακούσουν. Περιγράφει γλαφυρά και περιεκτικά αυτό που ξύπνησαν και βλέπουν. Γιατί κάποια στιγμή, ονειρεύτηκα ότι ζω σε ένα όνειρο από το οποίο δεν θέλω να ξυπνήσω. Πάντα τέτοια. Ευημερείτε!

ΕΔΑΦΙΟ 56ο

 Ο Σωκράτης είχε τα καινά δαιμόνια, ο David τον Ziggy Stardust, εγώ δηλαδή γιατί να μην έχω τον Alien Nation; Ποιος είναι στο φινάλε ο Σωκράτης; Ένας παλιότερος που αφύπνισε την ψυχή. Και ο David; Ένας νεότερος που την προίκισε με μουσική. Ε και; Εγώ δηλαδή γιατί να μην είμαι αυτός που της έμαθε να ταξιδεύει; Και γιατί να μη με συμπεριλαμβάνει η τράπεζα μνήμης του Google; Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Γιατί να μη γίνεται καμιά αναφορά για τον Alien Nation; Μα αυτός έμαθε την ψυχή να ταξιδεύει και πουθενά δεν μνημονεύεται το ανδραγάθημα του; Όμως τι μπορείς να περιμένεις από την κυρτότητα της φαντασίας κάποιων ανθρώπων! Δημιουργοί σου λένε έπειτα ιστοσελίδων. Παπαριές! Τσαρλατάνοι του χθες είναι, τσιράκια του σήμερα, κεκέδες που δεν μπορούν να προφέρουν την λέξη σκουλικομυρμιγκότρυπα σωστά μια φορά. Δεν πειράζει όμως, ας λατρεύει ο κόσμος αυτούς σαν είδωλα, ας τους υπηρετεί σαν σύμβολα, εγώ είμαι υπεράνω του σφετερισμού ιδεών και του πλεονασμού υπεραξιών, εγώ κατά λάθος βρέθηκα εδώ. Απλά θεώρησα λογικό, να διδάξω τον τρόπο σε μια ψυχή να ταξιδεύει. Σαν να βλέπω την ολοκαίνουρια Mustang του σπιτονοικοκύρη μου κάθε μέρα κλειδωμένη στο γκαράζ.

ΕΔΑΦΙΟ 57ο

 Ένα βράδυ έπεσα για ύπνο και το πρωί δεν ξύπνησα. «Passover» είπαν οι γιατροί και μου έκαναν κηδεία. Το «Ceremony», λίγο γλαφυρό, λίγο λιτό, έλαβε τέλος και πλάκωσαν οι βάνδαλοι συγγενείς στον ναό μου. Ήθελαν να πιούν ένα ποτό στη μνήμη του μακαρίτη. Ποιο ποτό; Άδειασαν την κάβα μου! Ήπιαν ακόμα και το στοματικό διάλυμα που είχα στο ψυγείο. Και μετά, άρχισαν να πειράζουν οτιδήποτε τους κέντριζε το ενδιαφέρον: σίνθια, κιθάρες, μπάσα, βιβλία, μελωδούς, CD, βινύλια, τετράδια με στίχους. Οι λιγοστοί φίλοι προσπάθησαν να συγκρατήσουν την ορδή, όμως πώς να το καταφέρουν; Ήταν πολλαπλάσιοι από αυτούς, ίσα που περισώσανε τα πιο αγαπημένα μου κειμήλια. Και η ορδή ξαφνικά αποφάσισε πως ήμουνα ένας μαλάκας και μισός, ένας μισότρελος ρομαντικός, που για μια μοιραία στιγμή πίστεψε ότι θα μπορούσε να γίνει μουσικός, συγγραφέας και ποιητής. Άλλος ένας ηλίθιος βάρβαρος, αποφάνθηκαν και γέλασαν όλοι μαζί. Η γυναίκα μου με κλότσησε κατά λάθος στον ύπνο της κι αναδεύτηκα για λίγο. Και τότε άκουσα την ορδή να προτείνει να ρευστοποιήσει όλα τ’ αντικείμενα που ήταν στον χώρο, να τα πουλήσει όσο όσο και ότι πάρει κέρδος μόνο θα είναι. Ξύπνησα από τον εφιάλτη και αποφάσισα να τηλεφωνήσω την άλλη μέρα τους φίλους μου, να κρατήσουν μακριά τους συγγενείς από τον ναό μου.

ΕΔΑΦΙΟ 58ο

 Τώρα τελευταία την πέφτουνε συχνά ένα χόμπιτ, ένα ξωτικό κι ένας νάνος στο στούντιο. Ακούνε τις πρόβες που κάνω με το συνθεσάιζερ, δε λένε τίποτα, κουνάνε μόνο τα κεφάλια τους, πίνουν, καπνίζουν και συζητάνε χαμηλόφωνα χωρίς να με διακόπτουν. Σκέφτομαι πως ίσως είναι αγένεια από μέρους μου να μονοπωλώ το μουσικό εργαστήρι κι έτσι προτείνω να παράγουμε μουσικό χάος όλοι μαζί. Δέχονται ξετρελαμένοι και απογειωνόμαστε. Ναι, είναι ωραίο να πετάς στο διάστημα, ιδίως όταν είσαι με φίλους παρέα. Τα πάντα είναι πιο φωτεινά, τα αστέρια είναι πιο λαμπερά και δεν κάνει πια κρύο. Όταν κάποια στιγμή γυρίζουμε αποκαμωμένοι από το διαστημικό μας ταξίδι, βρίσκουμε την Ευφορία και την Εφέδρα να μας περιμένουν στο στούντιο. Συστήνω στα παιδιά τις δίδυμες νοερές μου κόρες και όλοι μαζί πέφτουμε με τα μούτρα στη δουλειά. Γλεντάμε, μεθάμε και γελάμε μέχρι να γυρίσει ο δείκτης του χρόνου πάλι στο μηδέν. Λίγο πριν μας πάρει ο Μορφέας στην αγκαλιά του, σβήνω τα φώτα και αφήνω τον Ύπνο να μιξάρει τα όνειρα μας.

ΕΔΑΦΙΟ 59ο

 Ένα βράδυ, εκεί που τριγυρνούσα σε κοσμικά αδιέξοδα και φωτεινούς λαβύρινθους, συνάντησα δύο φίλους που είχαν πεθάνει από καιρό. Με ρώτησαν γιατί δεν έκανα κάτι ν’ αλλάξω τον κόσμο και τους απάντησα πως δε μου το επιτρέπουν οι τράπεζες και μου το απαγορεύουν οι θρησκείες. Κούνησαν στωικά τα κεφάλια τους και με ξαναρώτησαν γιατί δεν κάνω κάτι τότε, ν’ αλλάξω τη ζωή μου. Τους υπενθύμισα πως κάτι τέτοιο το κατακρίνει η εξουσία και το επικρίνει η κοινωνία και οι δύο φίλοι σήκωσαν αδιάφορα τους ώμους τους. Βαρέθηκα να μιλάω με πεθαμένους και πριν με ρωτήσουν οτιδήποτε άλλο, ζήτησα συγνώμη, τους χαιρέτησα κι έφυγα. Είχα την ανάγκη να νιώσω ζωντανός κι έτσι άρχισα να περιφέρομαι από πάρτι σε πάρτι, από κρεβάτι σε κρεβάτι, δίχως να κλείνω μάτι, γυρεύοντας να βρω ξανά, αυτό που έχω χάσει.

ΕΔΑΦΙΟ 60ο

 Οι λίγοι που έχουνε λεφτά και βγάζουνε λεφτά από τους πολλούς, προκαλούν τους φτωχούς ν’ ασχοληθούν με την περιουσία τους. Σκόπιμα τους εξοργίζουν και παράλληλα τους δίνουν ένα μάθημα, ότι όποιοι έχουν λεφτά κάνουν ότι γουστάρουν. Κι έπειτα γελάνε μέχρι να σκάσουν από τα γέλια. Και οι φτωχοί τους κοιτάνε και λένε πόσο γελοίοι είναι κι επιστρέφουν στις φτωχό μπινέδικες ζωές τους. Υπάρχουν όμως κι αυτοί που δεν είναι μήτε πλούσιοι, μήτε φτωχοί, είναι σοφοί και απλοί και δεν τους αρέσει η αδικία. Κι έτσι παίρνουνε τα όνειρα των πλουσίων και τα χαρίζουν στους φτωχούς και κλέβουνε τους εφιάλτες των φτωχών και τους δίνουνε στους πλούσιους. Γράφουν και με σπρέι έξω από τις βίλες των πλουσίων: «Είσαι τόσο φτωχός που το μόνο πράγμα που έχεις είναι τα λεφτά» και στις πόρτες των φτωχών: «Τι να τα κάνεις τα λεφτά, αν είσαι μαλάκας;» κι ύστερα χάνονται και γίνονται ένα με το σύμπαν.

ΕΔΑΦΙΟ 61ο

 Τα μόνα άτομα που δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, είναι τα μουσικά άφυλα. Δεν έχω συναντήσει πολλά, αλλά αυτά που συνάντησα, τα ρώτησα επίμονα πως μπορούν να μην έχουν μουσικές προτιμήσεις, να ακούν τα πάντα δίχως να ενοχλούνται και να είναι τελείως αδιάφορα στα μουσικά ερεθίσματα. Κι εγώ δεν είμαι λάτρης της γαστριμαργίας, ωστόσο σιχαίνομαι τον πατσά, ούτε να τον δω, ούτε να τον μυρίσω. Έστω κάτι, κάποιο είδος μουσικής δε σας ενοχλεί, τα είχα ρωτήσει και εισέπραξα μία απαξιωτική απάντηση: «τί σημασία έχει η μουσική, αν περνάς καλά;» Μα πως, είναι αδύνατο να το καταλάβω. Δηλαδή να πάω με την παρέα μου σε ένα πατσατζίδικο και να πω ότι πέρασα καλά; Κι όμως, μου έχει συμβεί. Την πρώτη και τελευταία φορά που πήγα σε σκυλάδικο, ένα επαρχιακό τη «Φαρίντα», βρέθηκα μετά τις έξι τα ξημερώματα να τρώω μακαρονάδα με κιμά σε πατσατζίδικο. Επομένως κατάλαβα καλά τι εννοούσαν τότε: όταν είσαι μουσικά άφυλος, τότε δεν έχεις όρια. Και από τότε έθεσα τα όρια και τις προτιμήσεις στην πρώτη γραμμή δράσης, καθώς δεν είμαι προικισμένος μ’ αυτό το χάρισμα, αλλά είμαι καταραμένος να ζω με τις προτιμήσεις, τις παρορμήσεις και τις οριοθετήσεις μου. Κι έκτοτε έπαψε να μ’ απασχολεί η μουσική αφυλία.

 

Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο