Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 13ο)

Ξεχασμένες μπάντες, ανεκπλήρωτα όνειρα, μπαρ και δισκοπωλεία που δεν υπήρξαν ποτέ... Του Βασίλη Πετρόπουλου

SeamΕΔΑΦΙΟ 68ο

Θυμάστε τις προάλλες που αναφερθήκαμε στις στείρες μέρες της μουσικής κυκλοφορίας, όταν δεν υπάρχει κάτι φρέσκο και πολύ καλό ν’ ακούσεις; Ε λοιπόν, ακόμα και κάτι παλιό, μπορεί να είναι φρέσκο και καλό. Εκεί που ανακατεύεις την δισκοθήκη σου, πέφτεις σε κάτι παλιό και πολύ καλό, ξεχασμένο τόσο καιρό, να όμως που έρχεται πάλι η ώρα να βγει στο προσκήνιο και ν’ ακουστεί. Τους λένε Seam, μια μπάντα από το 1991, από την Βόρεια Καρολίνα νομίζω, δεν το έχω ψάξει και δε μ’ ενδιαφέρει προς στιγμήν. Πέφτω λοιπόν πάνω στο βινύλιο που έχω αγορασμένο το 1997, το τελευταίο και το πιο ωραίο. Το βάζω να παίξει και θυμάμαι τα μουσικά ταξίδια που μου χάρισε κι εξακολουθεί να κάνει. Κατέβασα τις άλλες τρεις δουλειές τους, ναι κατέβασα, δεν μπορούμε να τ’ αγοράζουμε όλα, εκτός κι αν είναι κάτι που οφείλεις, κάτι που του χρωστάς να το έχεις σε νόμιμα πληρωμένη κόπια. Ε λοιπόν, μου έφτιαξαν την μέρα. Ακούω και γουστάρω, σαν να είναι κάτι που μόλις τώρα κυκλοφόρησε, έχει τη φρεσκάδα του σήμερα πάνω του. Και θα ήθελα να προσθέσω και κάτι άλλο, δεν είναι ανάγκη να τρελαίνεσαι όταν ανακαλύπτεις κάτι καλό το οποίο σου έχει διαφύγει. Το άρωμα της μουσικής έχει σημασία, όχι η ηλικία της. Και αξία έχει όταν ανακαλύπτεις, όταν το οσμίζεσαι και μεθάς, τί σημασία έχει λοιπόν το πότε; Κάλλιο αργά παρά ποτέ, κάλλιο σήμερα παρά αύριο. Αυτά είναι τα τσεκούρια που πέφτουν στις παγωμένες ψυχές μας, γιατί η μουσική είναι πάντα εγρήγορση, είναι ενέργεια, ένας ατομικός αντιδραστήρας, ο οποίος δε σβήνει ποτέ, τον ελέγχεις με τις ράβδους γραφίτη της καρδιάς σου και τον ψύχεις με το νερό που σε αποτελεί: εβδομήντα τοις εκατό, αν δεν κάνω λάθος, αρκετή ποσότητα για να καλύπτει τις ανάγκες σου μια ζωή. Ναι λοιπόν, οι Seam, οι οποίοι δεν ξέρω από πού έχουν πάρει το όνομα τους, βασικά ούτε τι σημαίνει δεν ξέρω, πρέπει κι αυτό να το ψάξω. Ωστόσο δεν θα το κάνω, δε με νοιάζει κιόλας, μ’ ενδιαφέρει αυτό που ακούω, αυτό που νιώθω, αυτό που έχει σημασία και ουσία. Δεν προσέχω την φίρμα, το μαγιό κοιτάζω και κλείνω το μάτι πονηρά στον φίλο χρόνο που χαίρεται να με βλέπει να γλεντάω. Όταν λατρεύεις τη μουσική, ούτε τα πρόσωπα, ούτε τα βιογραφικά, ούτε τα κουτσομπολιά μετράνε. Απολαμβάνεις το νέκταρ κι ευγνωμονείς εκείνους που το έφτιαξαν, τίποτα άλλο, τίποτα παραπάνω. Ενδεχομένως κι αυτούς που μπορεί να στο πρότειναν, αν θέλεις να είσαι και δίκαιος.

ΕΔΑΦΙΟ 69ο

 Το τρίτο όνειρο που ζήτησα από το τζίνι στο νησί που είχα ναυαγήσει, ήταν να μπορώ να μοιράζομαι με τους ανθρώπους τις σκέψεις μου, να μοιράζομαι τη ζωή μου με ανθρώπους που αγαπάω και να μετουσιώσω τις μουσικές επιληψίες μου, έτσι ώστε να μπορώ να τις μοιραστώ και με άλλους. Κάθε μέρα γι’ αυτό και μόνο αγωνίζομαι, να ζω το όνειρό μου καθώς τα άλλα δύο δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα. Το πρώτο ήταν να κάνω ένα μπαρ, τον χώρο τον είχα βρει, ένα διατηρητέο στη Δελφών και Παρασκευοπούλου, διώροφο, ότι πρέπει και για κάποια gigs, μ’ ευπρόσδεκτους και φιλόδοξους DJs με underground ρεπερτόριο, είτε δωρεάν, είτε με αμοιβή, με σερβιτόρες που θα φοράνε υποχρεωτικά Martens και με τα νύχια βαμμένα με μαύρο μανό και δε θα πλήρωνες για την είσοδο. Δωρεάν η είσοδος, αν έπινες κάτι το πλήρωνες, όμως θα υπήρχε έξοδος. Όταν θα έφευγες θα πλήρωνες για την περιήγηση σου στο underground «Museum». Κι έτσι θα το έλεγαν, «Museum», με μια ταμπέλα νέον και τη γραμματοσειρά του «Closer». Το δεύτερο όνειρο ήταν ένα δισκοπωλείο, είχα την ιδέα, τη διάθεση και κάποιο κεφάλαιο, δεν το πήραμε όμως ζεστά με τους άλλους διαπλεκόμενους και στεναχωριέμαι γιατί ξέρω ότι θα τα φέρναμε βόλτα. Ήταν άλλωστε και τέλη ’90, όλοι άκουγαν και αγόραζαν μουσική και το ίντερνετ ίσα που άρχιζε να μπαίνει στη ζωή μας κι αυτό με πείραξε, θα μπορούσα να το έχω κυνηγήσει γιατί ξέρω ότι θα μας ταίριαζε κάτι τέτοιο. Γουστάρουμε τόσο πολύ τη μουσική, τί πιο ωραίο να πουλάς μουσική αντί κομπρεσέρ για κλιματιστικά ή σταυρούς αυτοκινήτων, ή να φτιάχνεις παγωτά ή να μοντάρεις ηλεκτρονικά εξαρτήματα; Δεν το τρέξαμε, δεν το κυνηγήσαμε, δεν το πιστέψαμε και πιστεύω ότι κάναμε λάθος που δεν το στήσαμε. Δεν πειράζει, ας το φάει η μαρμάγκα. Άλλωστε ποτέ κανείς δεν ξέρει τι ξημερώνει, κάποια στιγμή μπορεί να προκύψει κάτι άλλο, πιο ενδιαφέρον, πιο ελκυστικό και πιο ταιριαστό στο τώρα και στο σήμερα. Και όλα αυτά που εξιστορώ χάρη στον Γκαιτζίν, το τζίνι που ελευθέρωσα από το μπουκάλι σάκε που ξέβρασε η θάλασσα στο ερημονήσι μου. Τον είχε εξορίσει δια παντός η Γιακούζα πετώντας τον στα απόνερα του Sapporo και ήταν ευγνώμονας που τον ελευθέρωσα από το γυάλινο ενυδρείο του. Ναι, ήταν ωραίος ο Γκαιτζίν, αστείος, σοβαρός και ψαγμένος, ήταν άλλωστε και γεμάτος με κάτι περίεργα τατουάζ, αυτό και μόνο κάτι δήλωνε. «Αυτά ανήκουν στο παρελθόν» μου είπε όταν τον ρώτησα, «έχω βρει την άκρη, θ’ ανοίξω ένα tattoo shop, θα γίνει μόδα και θα κονομήσω χρήμα». Βλέπετε αυτό είναι το καλό με τα τζίνι, γνωρίζουν το σήμερα, βλέπουν το αύριο και ξεχνούν το πριν.

ΕΔΑΦΙΟ 70ο

 Είναι κάποιες φορές που προσπαθείς να μετριάσεις την έκρηξη από τη νάρκη που είσαι, όμως δεν μπορείς. Ή θα εκραγείς και θα σκοτώσεις ή θα εκραγείς και θα σακατέψεις. Κι αν έχεις σκοτώσει αρκετούς κι αν έχεις σακατέψει πολλούς, τότε ο πόνος δεν είναι μόνο αβίωτος, είναι κι αιχμηρός, Ένα οξύ σουβλί στη μνήμη, κάθε φορά που θυμάσαι κι έναν άτυχο που πάτησε τη νάρκη του μυαλού σου. Αυτόν που σε ξύπνησε από τη χειμερία σου νάρκη και αντί ν’ ακολουθήσει τις οδηγίες σου, έκανε το δικό του. Τι να πεις, ο καθένας κουβαλά το δικό του βάρος, έχει και τις απόψεις του όπως επίσης κάνει και τις επιλογές του. Όσο κι αν επιμένεις, όσο κι αν του εξηγείς τα βήματα που πρέπει ν’ ακολουθήσει για ν’ αφοπλίσει τη νάρκη σου, αυτός σε αγνοεί και κάνει το δικό του, συνήθως με τον παραδοσιακό τρόπο: βάζει για αντίβαρο τη μαγκιά, την απαξίωση και τον τσαμπουκά και σηκώνει το πόδι του. Στην αρχή δεν γίνεται τίποτα, ποτέ δεν γίνεται τίποτα στην αρχή, η νάρκη που είσαι δεν είναι σαν τις άλλες, είναι βραδυφλεγής, εκρήγνυται μόλις το άτομο προχωρήσει πιο πέρα. Η νάρκη που έχεις στο μυαλό σου είναι διασποράς, δε σκοτώνει ακαριαία, τραυματίζει όμως βαθμιαία. Και κάθε φορά γυρνάς και προσεύχεσαι στον Θεό και του ζητάς ένα δρόμο που θα σε φέρει κοντά του κι αυτός γυρνάει και σου λέει πως είναι εντάξει, έπραξες το σωστό. Κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου, όμως σηκώνεσαι στο ενδιάμεσο για να κατουρήσεις και πάλι σκέφτεσαι, γιατί θα πρέπει να εκρήγνυμαι, δεν υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος; Και τότε έρχεται ο Θεός στο μπάνιο και σου λέει να τραβήξεις το καζανάκι. Λες και δε θα το τραβούσες, όμως ο Θεός κάτι παραπάνω από σένα ξέρει. Πέφτεις για ύπνο κι ονειρεύεσαι έναν αφοπλισμένο κόσμο, όπου θα λείπουν τα πυρηνικά, τα ατομικά και τα συμβατικά όπλα, όπου όλοι οι άνθρωποι θα έχουν παιδεία, υγεία κι εργασία και όπου δε θα υπάρχουν πολιτικοί, δικηγόροι και στρατιωτικοί. Είναι αυτός ο κόσμος που σιγά σιγά συσσωρεύεται έξω από τον κήπο της Εδέμ, μόνο που ο Όφις δε θα του επιτρέψει να περάσει. Ο Θεός ζητά Sand And Gravel, τον ουρανό με τα άστρα κι εσύ έχεις το live με τους Mylos All Stars να του προσφέρεις.

ΕΔΑΦΙΟ 71ο

Το κατάρτι στο πλοίο του Λαέρτη το πλάνεψα με τα ίδια μου τα χέρια, όμως το ιστίο στο καράβι του Οδυσσέα αρνήθηκα να το σηκώσω. Δε σάλπαρα μαζί του για το Ίλιον γιατί γνώριζα ότι δεν ήταν Λαέρτης. Θα πήγαινε, θα λεηλατούσε και θα επέστρεφε πάλι πίσω, στην άχραντή του Πηνελόπη. Όμως εγώ δεν ήμουν δα και μαλάκας, η Πηνελόπη άκουγε post punk και new wave, εγώ της προμήθευα τα tapes και ίσως κατάφερνα να τη ρίξω στο κρεβάτι μου. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα ήταν ιδιαίτερα φιλικά διακείμενη γι’ αυτό. Ήταν με τα εσώρουχα και άκουγε Slowdive και ρίσκαρα να τη φιλήσω, πρώτα στο μάγουλο και ύστερα στο στόμα. Ανταποκρίθηκε στην άπειρή μου απόπειρα και η έμπειρη γλώσσα της μου δίδαξε απότομα τα μυστικά της στύσης. Ωστόσο τραβήχτηκε διασκεδάζοντάς το και μου είπε πως θα έπρεπε να κάνω υπομονή αν ήθελα να γευτώ τον καρπό της. Έκανα υπομονή γύρω στα δέκα χρόνια όμως κάποια στιγμή βαρέθηκα, είδα και κάποιους περίεργους να κυκλοφορούνε γύρω της και την έκανα. Πήγα στο Λονδίνο, είχα μάθει πως εκεί έπαιζε μια νέα τάση και γνώρισα τον Long Live Morris, έναν τύπο που έσβηνε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο στο ξύλινο πάτωμα.

 

Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12o