Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 15ο)
Δανεικοί (κι ενίοτε αγύριστοι) δίσκοι, πειρατικοί σταθμοί με κλεψιμέικα οικοδομικά υλικά και άλλες μουσικόφιλες ιστορίες. Του Βασίλη Πετρόπουλου
ΕΔΑΦΙΟ 77ο
Μετά την άκαρπή μου ξενάγηση στο άδυτο μιας ανήθικης πρότασης, επέστρεψα πίσω στο μέλλον. Σφράγισα το παρελθόν σε μια σιδερένια βαλίτσα και την πέταξα στο νερό του Ρουβικώνα, ήταν πολύ βαριά για να την κουβαλήσω μαζί μου. Φτάνοντας στην όχθη της άλλης μεριάς, είχα την πρώτη μου μουσική ενόραση: ν’ αγοράσω μία κιθάρα, την οποία και πήρα από το φίλο μου το νάνο. Τη βάφτισα Λίντα και την γρατζουνούσα αραιά και που, ήθελα να την έχω παρηγοριά στις νύχτες της μοναξιάς μου. Τα χρόνια πέρασαν και είχα και τη δεύτερη μουσική μου ενόραση. Το φιλαράκι μου μ’ έπεισε να αγοράσω ένα delay, θ’ άλλαζε κατηγορηματικά τον ήχο της κιθάρας μου είπε. Τον εμπιστεύθηκα, το αγόρασα και τότε κατάλαβα την στρατηγική θέση που κατέχει, όπως ακριβώς και το pause σε μια συσκευή ηχογράφησης: καλύπτει τα κενά και τις ατέλειες. Η τρίτη μουσική μου ενόραση ήταν όταν πήρα κι ένα phaser και άρχισα να παίζω πειράζοντας τις συχνότητες και το rate. Η επόμενη ενόραση απομυθοποίησε πολλά πράγματα στη φαντασία μου και μου υπενθύμισε πως δε χρειάζεται να ψάχνω για βελόνες στ’ άχυρα, όταν έχει χορτάσει η ψείρα κι έχει βγει στον γιακά. Έφτιαξα ένα στούντιο με τη βοήθεια του κολλητού μου κι εύχομαι στο μέλλον να γεννήσει μουσική.
ΕΔΑΦΙΟ 78ο
Τείνω να υιοθετήσω πλήρως τη δήλωση του κολλητού μου εξωγήινου, ότι οι ημεδαπές είναι δυστυχώς απίστευτα ιταμές, προκλητικές κι εριστικές, γιατί κάθε φορά που προσπάθησα να τις εισάγω στον μουσικό ονειρότοπό μου, συνάντησα μόνο αντίσταση, ειρωνεία και χλευασμό. Κι επειδή παίρνω τα πάντα τοις μετρητοίς, θεώρησα ότι είμαι ένα χαλασμένο προϊόν, ένα ακόμα damaged good και αποδέχτηκα τη μοίρα μου. Έλα ντε όμως που το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι και όταν βρέθηκα με μια ημεδαπή που έσερνε για να τα φτιάξουμε και με ρώτησε αν προτιμώ ν’ ακούω αυτούς τους YOU DIVISION αντί να δω το τατουάζ με το ρόδο που είχε κάνει χαμηλά στην κοιλιά της, ξενέρωσα. Ξενέρωσα με το YOU, γιατί το JOY είναι JOY κι έτσι παραιτήθηκα από το παιχνίδι που έπαιζε. Αν δε διαβάζεις σωστά, τότε δε θ’ ακούς και σωστά, επομένως στον ίδιο δρόμο που πήγανε και οι άλλες. Το φιλαράκι μου τον εξωγήινο τον γνώρισα πολύ αργότερα, όμως δεν έχει σημασία, δεν μου έλεγε μαλακίες, ίσα ίσα αλήθειες δοκιμασμένες στη ζωή του. Καταφέραμε και τιθασεύσαμε τα χνώτα μας και γίναμε κολλητοί, βρισκόμαστε συχνά και συζητάμε για τη μουσική, την υπέρτατη ικανοποίηση που μπορεί να σου αποφέρει ένα ‘Ocean Rain’, ένα ‘Script of the bridge’, ένα ‘Unknown pleasures’, ένα ‘Jeopardy’.
ΕΔΑΦΙΟ 79ο
Ο μάγος με τ’ όνομα Δον Χουάν που γνώρισα στην έρημο Σονόρα του Μεξικού, μου υπέδειξε ότι στη ζωή δεν έχει σημασία τι θέλεις να γίνεις αλλά τι μπορείς να γίνεις. Βρήκα την υπόδειξή του πολύ σοφή και μοιράστηκα μαζί του το τελευταίο πακέτο μπισκότα Μιράντα που είχα. Τα βρήκε πολύ γουστόζικα και με ρώτησε αν μπορούσε να κρατήσει το πακέτο. Του το έδωσα και τα αετίσια μάτια του έλαμψαν από χαρά. Σε αντάλλαγμα μου χάρισε ένα σακουλάκι με πεγιότ και μου συνέστησε να το καπνίζω πάντα μόνος. Με ρώτησε για τον Κίσινγκερ, την Μόνικα Λεβίνσκι και τον Μπους τον νεότερο και του απάντησα πως ανέκαθεν δε μ’ απασχολούσε η πολιτική. Την έβρισκα αφόρητα υποκριτική και αφοπλιστικά συμφεροντολογική. Άλλα πράγματα λες σαν πολιτικός και άλλα κάνεις σαν πρωθυπουργός. Ο μάγος συμφώνησε με τα λεγόμενά μου και με ρώτησε τι γνώμη είχα για τους μονόκερους, τους δεινόσαυρους και τα μαμούθ. Είπα στον μάγο πως αυτά τα είδη είχαν εξαφανιστεί από τον χάρτη κι αυτός κούνησε το κεφάλι του. Έβγαλε την πίπα του, έβαλε έναν μικρό σβώλο και την άναψε με το δάχτυλό του. Τολύπες καπνού σχημάτισαν μια εικόνα, όπου μονόκεροι, μαμούθ και δεινόσαυροι βοσκούσαν στο χορτάρι ανέμελα πιο πέρα.. Πριν προλάβω να συνέλθω από την έκπληξή μου, ο Δον Χουάν φορούσε ένα μπλουζάκι των Chameleons, μποτάκια dr Martens και κρατούσε στο χέρι μια φωτογραφία του Ian Curtis. Με ρώτησε αν τον ήξερα και του είπα πως όχι, δεν τον γνώρισα ποτέ μου. Ε, τότε με το πεγιότ μπορεί και να τον γνωρίσεις, μου είπε και χαμογέλασε. Τα πάντα είναι πιθανά όταν πετάς σε παράλληλους κόσμους. Δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του, ο Ίκαρος ήταν αυτός που πέταξε κι έγινε τελικά πέλαγος, τι χαζομάρες είναι αυτές, σκέφτηκα και είπα πως ήμουν αποκαμωμένος από τη διαδρομή. Ο μάγος έσβησε την πίπα του, έβγαλε τον αυλό του Πάνα από την κωλότσεπή του και δήλωσε πως θ’ αποχαιρετούσε τη μέρα. Άρχισε να παίζει και τα μάτια μου έκλεισαν από την κούραση. Δεν ξέρω πόσες ώρες κοιμήθηκα, μα όταν ξύπνησα, το φεγγάρι ήταν ψηλά στον ουρανό και ο Curtis καβάλα πάνω σ’ έναν μονόκερο, με κοίταζαν με περιέργεια. Τσιμπήθηκα για να δω αν ονειρεύομαι, πόνεσα και κάπνισα λίγο πεγιότ. Ευτυχώς πέταξα και ξαναβρέθηκα πίσω στο θόρυβο, τη ρύπανση και την ανασφάλεια. Καλύτερα να είσαι σ’ αυτό που ξέρεις, παρά σ’ αυτό που δε γνωρίζεις, είπα και ο μάγος ρεύτηκε στον ύπνο του.
ΕΔΑΦΙΟ 80ο
Τους δίσκους μου τους δάνειζα μόνο στο φιλαράκι μου, που με ήξερε από μηδέν χρονών, πρώτον από σεβασμό γιατί είχε φτιάξει ραδιοφωνικό σταθμό, πειρατικό για την ακρίβεια και τον είχα βοηθήσει, τι βοηθήσει, του είχα κτίσει στην ταράτσα πάνω από το κλιμακοστάσιο ένα ολόκληρο στέγαστρο με τούβλα, τσιμέντο, ασβέστη και άμμο, για τον αναμεταδότη του. Τα υλικά τον υποχρέωσα να τα κλέψουμε μαζί το προηγούμενο βράδυ από μια οικοδομή που χτιζόταν στο διπλανό στενό, είχα κάνει τη σχετική έρευνα αγοράς και κατέληξα στη συγκεκριμένη οικοδομή που πληρούσε τις προδιαγραφές των υλικών που απαιτούνταν για το έργο. Τα πήγαμε στην ταράτσα, δανείστηκα κι ένα μυστρί το οποίο κι επέστρεψα το ίδιο βράδυ και του έχτισα ένα solid στέγαστρο για τον αναμεταδότη του. Δεύτερον, τους δάνειζα γιατί μου δάνειζε κι αυτός τους δικούς του, πάντα με την προϋπόθεση να μην τους σακατέψουμε και φυσικά να τους επιστρέψουμε, όταν κάποιος από τους δυο μας το θελήσει. Τα χρόνια πέρασαν, για κάποιο διάστημα τα μονοπάτια της ζωής μας ακολούθησαν διαφορετικές κατευθύνσεις,, όμως στην πορεία ξαναενώθηκαν. Το μουσικό μας νταλαβέρι συνεχίστηκε κανονικά, σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα και κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε δανειστεί δυο τρεις δίσκους μου κι όταν τους ζήτησα πίσω, μου έφερε μόνο τον έναν. Οι άλλοι δύο, τον ρώτησα κι εκείνος μου είπε πως ήθελε να γράψει κάτι κασέτες για τον Αλήθεια και ύστερα θα μου τους γύριζε πίσω. Ήξερα ότι έκανε παρέα με τον Αλήθεια, όπως επίσης ήξερα ότι ο Αλήθειας ήταν ένας μουσικά παιδόφιλος, δεν χάριζε κάστανα και σπάνια αγόραζε μουσική. Όταν την έβρισκε, τη δανειζόταν, την άκουγε κι αν του άρεσε πολύ, μπορεί και να μην την επέστρεφε ποτέ. Ο Αλήθειας ήταν ένας θρύλος στη γειτονιά, κάτι σαν τον πειρατή Μπαρμπαρόσα, μπούκαρε, άρπαζε κι έφευγε. Άλλωστε, το ίδιο το φιλαράκι μου μού είχε πει την ιστορία με το ζευγάρι τα σαντούρια παπούτσια που απέκτησε εν μία νυκτί. Ο Αλήθειας είχε πάει στο σπίτι του, είδε το ρολόι του, ένα casio με φωσφορούχους δείκτες και γρανάζια που γυρνούσαν διαρκώς, του είπε να το βγάλει, το φόρεσε και του έδωσε τα παπούτσια που φορούσε σαν αντάλλαγμα. Θα το κρατούσε για κάποιο διάστημα και κάποια στιγμή θα ξαναντάλλαζαν τα πράγματά τους. Αυτός ήταν ο Αλήθειας, αν του άρεσε κάτι, δύσκολα δεχόταν το όχι σαν απάντηση. Κατάλαβα λοιπόν ότι τους είχε δανείσει στον Αλήθεια κι άρχισα να του τα ψέλνω. Μου είπε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, δεν είχε προλάβει να τους κρύψει, τον ξέρεις δα τον Αλήθεια, αν του αρέσει κάτι, δε φεύγει αν δεν το πάρει, πράγματα του είδους που με έκαναν ν’ αποφεύγω τον Αλήθεια. Για μένα ήταν σαν ένας καρχαρίας της μουσικής, ένας καρχαρίας που τριγύριζε πεινασμένος στους ωκεανούς και μόλις μύριζε αίμα από καμιά μουσική πληγή, χιμούσε κατά πάνω. Ευχήθηκα νοερά να επιστρέψουν σώοι κι αβλαβείς οι δίσκοι πίσω στα χέρια μου, πράγμα που κάποια στιγμή έγινε, όμως όπως κι αν έχει, είχαν πάρει μια γεύση από τα σαγόνια του καρχαρία. Αργότερα, όταν γνώρισα και το άλλο φιλαράκι μου κι έμαθα, ότι είχε διανεμίσει όλη του τη δισκοθήκη στον Αλήθεια, αισθάνθηκα πολύ τυχερός. Είχε χάσει πια τον μπούσουλα, δεν ήξερε ποιο βινύλιο βρισκόταν που. Κάποιοι δίσκοι ήταν βουτηγμένοι στο αλκοόλ, άλλοι ήταν γεμάτοι καπνό και στάχτες, κάποιοι ήταν γρατζουνισμένοι, άλλοι δεν είχαν εξώφυλλα, κοσμούσαν τον τοίχο του δωματίου του Αλήθεια. Το ίδιο φυσικά ακολούθησε κι αργότερα με τα CD, μόνο που εκεί η απώλεια είναι πιο μετριασμένη, λόγω της ανθεκτικής τους φύσης. Αργότερα γίναμε φίλοι με τον Αλήθεια και η φιλία μας κράτησε πολλά χρόνια, ήταν γεμάτη αλληλοσεβασμό κι εκτίμηση, με συμβούλεψε επιτυχώς κι ανεπιτυχώς σε πολλά πράγματα και ποτέ δε ζήτησε να δανειστεί κάτι από εμένα. Ας είναι καλά, μας χάρισε όλους μοναδικές στιγμές συγκίνησης, έντασης και πάθους στην πολυτάραχη ζωή του.
Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12o, 13ο, 14ο