Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 16ο)
'Γιατί η μουσική θα σε ταξιδέψει σε μέρη που δε θα πήγαινες ποτέ, θα σου γνωρίσει ανθρώπους που δεν θα γνώριζες ποτέ, θα σου αποκαλύψει κόσμους που δεν θα τους ανακάλυπτες ποτέ'. Του Βασίλη Πετρόπουλου
ΕΔΑΦΙΟ 81ο
Λένε ότι η ζωή κάνει κύκλους και ύστερα επιστρέφει και νομίζω πως ισχύει απόλυτα. Μετά το ’95 έκανα σποραδικές εφόδους στα δισκοπωλεία της πόλης και μάζευα υλικό. Είχα ξυπνήσει από το κώμα και ήθελα να καλύψω το χαμένο έδαφος με τον πιο άμεσο τρόπο, με τη μουσική. Θυμάμαι λοιπόν χαρακτηριστικά δύο περιπτώσεις που μου έτυχαν σε δυο διαφορετικά δισκοπωλεία και σκέφτομαι πως η πρώτη φορά είναι σύμπτωση, η δεύτερη όμως όχι. Λέγεται μοίρα. Και θα σας εξηγήσω γιατί, αρκεί να αφιερώσετε λίγα λεπτά από τον πολύτιμο χρόνο σας. Είχα πάει στο Rollin Under στη Σωκράτους κι αφού ξεψάχνισα τα ράφια του, ξεχώρισα τις επιλογές μου, έκανα τα μαθηματικά και είδα ότι περίσσευε ένα βινύλιο. Έδωσα τις προτεραιότητες και κοίταξα για λίγο το βινύλιο των Chameleons «What Does Anything Mean? Basically» και το άκουσα να σπαράζει επειδή σκόπευα να μην το πάρω μαζί μου. Αγνόησα τον πόνο και την οδύνη στην καρδιά μου και με μια κίνηση απελπισίας, τον έβαλα σ’ ένα ασφαλές ράφι με hip hop και του υποσχέθηκα πως θα επέστρεφα την επομένη να το πάρω. Πλέρωσα, έφυγα και πήγα σπίτι. Μετά από δύο μέρες, ξαναπήγα στο Rollin Under, στον Μπάμπη θέλω να πω και πήγα βολίδα στο ράφι να πάρω πίσω αυτό που είχα αφήσει. Έλα ντε όμως που δεν ήταν εκεί, πουθενά. Ξαναέψαξα όλα τα ράφια, ακόμα και στις ελληνικές κυκλοφορίες κοίταξα, τίποτα, ο δίσκος είχε κάνει φτερά. Περίλυπος, ηττημένος και πικραμένος που δεν τήρησα την υπόσχεση που είχα δώσει, αποσύρθηκα στο τσαρδί μου και με τον καιρό το ξέχασα. Το δεύτερο γεγονός έλαβε χώρα στο Be Pop, περνούσα τυχαία απόξω και πρόσεξα ότι ξεπουλούσε. Μπούκαρα με τη μία μέσα, χαιρέτισα την χίπισσα ντίβα και χτένισα τα ράφια. Σήκωσα πράμα, όμως και πάλι κάμποσα περίσσευαν, δε σήκωνε η τσέπη μου όλο το βάρος. Για δεύτερη φορά ξεχώρισα, έθεσα τις προτεραιότητες και θόλωσα πάλι τα νερά μοιράζοντας τα βινύλια δεξιά κι αριστερά, μέχρι να επιστρέψω την επομένη και να τα πάρω κι αυτά. Δεν υποσχέθηκα τίποτα αυτήν τη φορά, για να μη πληγώσω και να μη πληγωθώ ξανά, πλήρωσα και γύρισα με τα πόδια φορτωμένος γομαλάκα. Την επομένη που πήγα, είχαν κάνει όλα φτερά, αν δεν κάνω λάθος μόνο οι Mock Turtles είχαν απομείνει, τρομάρα μου! Λες και κάποιος αρχάγγελος, πέρασε με τη ρομφαία του και θέρισε όλα τα 90΄s από τα ράφια αφήνοντας τα υπόλοιπα. Ο τύπος που τα μάζεψε δεν ήταν αρχάγγελος, ούτε φαντομάς, αλλά νεφελίμ, είναι το κολλητάρι μου από τον γειτονικό πλανήτη. Με είχε προλάβει δύο φορές και στο τσακ είχε προλάβει να κόψει το νήμα στην κούρσα εξοπλισμού που κάναμε εκείνο το διάστημα. Η μοίρα λοιπόν τα έφερε με τέτοιο τρόπο ώστε να γνωριστούμε, να γίνουμε φίλοι και κάποια στιγμή να ανακαλύψουμε την κοινή ιστορία της ζωής μας που αγνοούσαμε.
ΕΔΑΦΙΟ 82ο
Θα ήθελα να σας πω κάτι για τα φιλαράκια μου. Όλοι τους είναι μαρκήσιοι ντε Σαντ της μουσικής, μοιράζονται απόλυτα αυτόν τον τίτλο μαζί μου, είναι τόσο άρρωστοι με τη μουσική, που κάνουν τα πάντα προκειμένου ν’ αποκτήσουν αυτό που τέρπει τις αισθήσεις τους και κάνει κούκου στην ψυχή τους. Και είμαστε πολλά χρόνια φίλοι, πάνω από είκοσι κι επιμένουμε να μην μπορούμε να ξεπεράσουμε το πάθος μας. Άλλοι έχουν πάθος με το σεξ, άλλοι με τη μουσική, τι να κάνουμε. Και χρειάστηκαν να περάσουν είκοσι χρόνια για ν’ αντιληφθώ σε μια συζήτηση που κάναμε στο πόδι κυριολεκτικά, πόσο μα πόσο μαρκήσιος υπήρξα. Ο λόγος είναι τόσο απλός που και η γάτα που δεν έχω θα τον καταλάβαινε, έλα ντε όμως που κι ένας μαρκήσιος της μουσικής μπορεί να είναι και αφελής. Και θα γίνω συγκεκριμένος. Ένα βράδυ συζητούσα με τα φιλαράκια το κάζο που είχα πάθει με τον φαντομά που μου είχε αρπάξει μέσα από τα χέρια τους δίσκους που είχα ξεχωρίσει σε δυο διαφορετικά δισκάδικα και μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ο ένας γύρισε και με ρώτησε γιατί δεν είπα στον Μπάμπη και στη χίπισσα ντίβα να τα βάλουν στην άκρη. «Αφού θα πήγαινες την επόμενη μέρα να τα πάρεις, έτσι δεν είναι;» Με ρώτησε κι εγώ εκείνη την στιγμή έμεινα παγωτό. Δηλαδή να τα στοιβάξω στην άκρη και την άλλη μέρα να πάω να τα πάρω, τον ρώτησα κι αυτός κούνησε το κεφάλι του. «Φυσικά αυτό έκανα κι εγώ όταν έβρισκα πολύ πράμα, ξεχώριζα, τα καβάτζαρα στην άκρη για μια δυο μέρες, όχι βέβαια για μήνες», συμπλήρωσε και ήπιε την μπίρα του. Ναι, όχι για μήνες, ψιθύρισα και αντιλήφθηκα ότι για μαρκήσιος τα είχα πάει πολύ καλά, ήμουν ο μαρκήσιος της μαλακίας. Ποτέ δεν το είχα σκεφτεί αυτό το πράγμα, ποτέ δεν πήγε το μυαλό μου να πονηρευτεί ότι είναι καλύτερο να καβατζάρεις αυτά που θέλεις και να έρθεις να τα πάρεις αργότερα. Πάντα το σαφάρι βινυλίων ήταν για εμένα ότι βρήκες βρήκες, ότι μπορείς να πάρεις το παίρνεις, δεν είχα σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο της παρακαταθήκης. Το άλλο φιλαράκι με είδε λίγο χλωμό και σκεπτικό και με ρώτησε για ποιο λόγο δεν το έκανα, αφού ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Χώρια που είμαι και μαρκήσιος, έχω ένα όνομα, δεν είμαι φεσατζής και του απάντησα χωρίς περιστροφές, ότι δεν το έκανα γιατί ποτέ δεν το σκέφτηκα, πάντα πλήρωνα, αγόραζα κι επέστρεφα για να ξαναγοράσω. Χαμογέλασαν με κατανόηση και μου είπαν πως τώρα όμως ήξερα και ήπιαμε στην μνήμη όλων των χαμένων βινυλίων.
ΕΔΑΦΙΟ 83ο
Στην Ντάλτον Σίτυ δύο κατηγορίες ανθρώπων δεν ευδοκιμούν: οι χαρτοκλέφτες και οι πολιτικοί. Και οι δυο τους φεύγουν αλειμμένοι με πίσσα και πούπουλα, καθισμένοι σε ένα ξύλινο στειλιάρι μέχρι τα όρια της πόλης. Εκεί τους πετάνε κάτω οι δυο βαστάζοι κι επιστρέφουν στις ασχολίες τους. Αυτό βέβαια δεν εξισώνει την παράνομη δράση των Ντάλτονς, έμπειρων ληστών, ωστόσο η παρουσία του Λούκι Λουκ του σερίφη, τους αποτρέπει από την ασυδοσία. Την τελευταία φορά που πήγα στην Ντάλτον Σίτυ να βρω τον Λούκι, είδα μία τελείως διαφορετική κατάσταση να επικρατεί. Με τον Λούκι είχα πάντα μια ιδιαίτερη σχέση, τον είχα σαν νονό παρόλο που δε με είχε βαφτίσει. Είχε υπηρετήσει στον μεγάλο πόλεμο, ενάντια στους ιθαγενείς και τους μπαντίτος της ευρύτερης επικράτειας και είχε κάνει πολλούς εχθρούς. Ωστόσο η κατάσταση που βρήκα δε θύμιζε σε τίποτα την τάξη που επέβαλλε ο Λούκι Λουκ. Το μυστήριο μού το έλυσε ο Ραν Ταν Πλαν, το σκυλί που ήξερε τα πάντα για τους πάντες και με ανταμοιβή ένα κόκαλο, σου έδινε όποια πληροφορία του ζητούσες. Έμαθα λοιπόν ότι οι Ντάλτονς, οι εγκληματίες της πόλης, σπίλωσαν τον σερίφη ότι χρηματιζόταν και τον έδιωξαν από την πόλη, φέρανε δε κι ένα ανδρείκελο, κάποιον M.C. Hammer και τον χρίσανε σερίφη και δήμαρχο κι ελέγχανε όλες τις δραστηριότητες της πόλης. Τα πήρα στο κρανίο και ρώτησα τον Ραν Ταν Πλαν που ήταν ο νονός μου. Ο σκύλος παραξενεύτηκε, με κοίταξε με τα υπναλέα μάτια του και με ρώτησε αν ο Λούκι Λουκ με είχε βαφτίσει. Το είπα πως χαϊδευτικά τον αποκαλούσα έτσι κι αφού πείστηκε μου είπε πως ήταν στο τρίτο τεταρτημόριο της Mojave District. Πήρα λίγα ζαχαρωτά για την Ντόλι και φρέσκο ταμπάκο για τον Λούκι και πήγα να τον βρω. Τον πέτυχα να τραγουδάει στο μπάντζο του το «I Wanna Be Your Dog» και γεμάτος χαρά, όρμησα κατά πάνω του. Μοιραστήκανε τα δώρα που τους έφερα, μου κέρασε λίγο από το νερό που καίει από τους Απάτσι και τα είπαμε αφού τα ήπιαμε. Στο τέλος κατάφερα να τον πείσω ότι είχα την ιδανική λύση για να διώξουμε τον δήμαρχο και να δώσουμε ένα καλό μάθημα στους Ντάλτονς. Μανατζάριζα μια καινούρια μπάντα, Rage Against The Machine τους έλεγαν και το ρεφρέν από το hit τους, το «Fuck You, I Won’t Do What You Tell Me», θα τους έκανε να χεστούν πάνω τους. Ήταν εκρηκτικοί, απειλητικοί και πειστικοί, όπου κι αν έπαιζαν τα παράσιτα την κοπανούσαν. Ο Λούκι συμφώνησε όμως η Ντόλι είπε, καλού κακού να πάρει πίσσα και πούπουλα μαζί του.
ΕΔΑΦΙΟ 84ο
Δίχως τη μουσική η ζωή θα ήταν ένα θλιβερό αστείο. Κι επιτρέψτε μου να σας το εξηγήσω μόλις βγάλω το χαρτί από τη γραφομηχανή και της επιτρέψω να πάρει δυο ανάσες. Τις προκηρύξεις τις γράφω πάντα σε χαρτί, μοιράζονται πιο δύσκολα, κοστίζουν περισσότερο και αγνοούνται σχεδόν απ’ όλους. Κάποιοι όμως τις μαζεύουν, τις διαβάζουν και τις κολλάνε στον τοίχο για να τις διαβάζουν κάθε μέρα, να τις βλέπουν κάθε μέρα, να τους θυμίζουν την κάθε μέρα. Σε αντίθεση φυσικά με τους υπόλοιπους που λατρεύουν τον κέρσορα και το ψηφιακό καντράν ανάγνωσης. Ωστόσο δε θέλω να κρίνω τα γούστα του καθενός, θέλω να εξηγήσω τι εννοώ. Μόλις συνειδητοποιήσεις ότι ζεις, γιατί πρόκειται να πεθάνεις, τα βάζεις με τον Θεό, αν πιστεύεις σε Αυτόν, ειδάλλως με τους πάντες γύρω σου, ξεκινώντας για αρχή από την οικογένειά σου. Βλέπεις ξεκάθαρα το χρονόμετρο στο κοσμικό σου ρολόι να μετράει αντίστροφα και αποφασίζεις να δράσεις. Τρέχεις, ολοένα τρέχεις, λες και θα ξεφύγεις ποτέ από τον χρόνο, ωστόσο επιμένεις και το προσπαθείς, ματαιοπονείς κι ελπίζεις. Κι έτσι αναλώνεσαι στο κυνήγι της επιτυχίας και της ευτυχίας, πέφτεις στα δόκανα της ματαιοδοξίας και της μισαλλοδοξίας. Ότι κι αν κάνεις, όσα κι αν αποκτήσεις, όπου κι αν φτάσεις, έχεις ημερομηνία λήξης και τα καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να το δεχτείς και να κατανοήσεις ότι θα ζήσεις γιατί θα πεθάνεις. Αυτό είναι το παράδοξο της ζωής, αυτό είναι το πάγιο του αθάνατου, είναι το θλιβερό αστείο που αναφέρω στην προκήρυξη. Ωστόσο η μουσική έχει την χαρισματική μαγεία να κάνει αυτό το παράδοξο να φαίνεται σαν ευτράπελο, έχει την ικανότητα και τη δυνατότητα να σε οδηγήσει και να σε κατευθύνει στους πιο ενδόμυχους αγωγούς της υπόστασής σου και να σου υποδείξει τους τρόπους που μπορείς να διαχειριστείς τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια και τα νετρόνια του πυρήνα σου. Είσαι μια ενεργή κατασκευή, παράγεις ενέργεια και χρειάζεσαι ενέργεια, άρα μπορείς να λειτουργείς αυτόνομα, χωρίς την παρέμβαση τρίτων. Πώς; Πολύ απλά, θα σκέφτεσαι, θα πράττεις, θα δέχεσαι και θα αλλάζεις, έτσι θα διαιωνίζεις τον κύκλο αντίδρασής σου και θα συντηρείς τον πυρήνα σου μέχρι αυτός να ξεμείνει από καύσιμα και να σβήσει. Όμως με το αζημίωτο, γιατί η μουσική θα σε ταξιδέψει σε μέρη που δε θα πήγαινες ποτέ, θα σου γνωρίσει ανθρώπους που δεν θα γνώριζες ποτέ, θα σου αποκαλύψει κόσμους που δεν θα τους ανακάλυπτες ποτέ και θα σε κάνει φίλο με το θλιβερό αστείο της ζωής.
ΕΔΑΦΙΟ 85ο
Η αποβλάκωση είναι δωρεάν, η αποχαύνωση είναι δωρεάν, η εξέγερση κοστίζει. Δε θέλουν να σκέφτεσαι, δε θέλουν να εκφράζεσαι, δε θέλουν να είσαι, δε θέλουν να υπάρχεις. Είναι κάμπιες που εμποδίζουν τ’ όνειρό σου να πετάξεις πεταλούδα, βδέλλες που ρουφάνε την ανάσα και το αίμα σου. Κι εσύ παίζεις το παιχνίδι τους, κουνάς την ουρά σου και μιλάς στο κινητό σου, αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει γύρω σου, δίπλα σου, μακριά σου. Σβήνεις το φως και το σκοτάδι αρνείται να επιστρέψει, κλείνεις τα μάτια και η νύχτα αργεί να έρθει. Ζεις ξανά το παρελθόν και γεννιέσαι στο ίδιο μέλλον, αλλάζεις τάχα το παρόν μα βρίσκεσαι στο ίδιο μέρος.
Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12o, 13ο, 14ο, 15ο