Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 17ο)
Η μουσική ως ψηφιακή πληροφορία, πάθος, καταφύγιο, μέσο έκπτωσης. Του Βασίλη Πετρόπουλου
ΕΔΑΦΙΟ 89ο
Στη μετά millennium εποχή, η μουσική βιομηχανία ασπάστηκε τη φιλοσοφία των κατασκευαστών υπολογιστών και κινητής τηλεφωνίας και συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις τους. Θα δημιουργούσαν μία τεράστια πλατφόρμα μουσικών πληροφοριών, στην οποία ο κάθε χρήστης θα είχε ελεύθερη πρόσβαση και σε βάθος δεκαετίας, τα εκατομμύρια χρηστών που θα έκαναν λήψη αυτών των πληροφοριών, θα γίνονταν αυτομάτως και πελάτες τους. Οι μουσικές εταιρείες θα καρπώνονταν ένα ποσοστό λόγω των πνευματικών δικαιωμάτων τους από την πίτα των πωλήσεων κινητών τηλεφώνων και υπολογιστών και στη συνέχεια θα μπορούσαν να επανακυκλοφορήσουν βινύλια και CD για να τα μοσχοπουλήσουν σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο ανά τον κόσμο. Δωρεάν διαφήμιση του προϊόντος τους και ποσοστό για τη δήθεν ελεύθερη διανομή του. Θυμηθείτε μόνο πως ξεκίνησαν οι πρώτοι υπολογιστές, δεν πλήρωνες πουθενά και σε κανέναν τίποτα, ενώ τώρα πληρώνεις κάθε μήνα ένα πλαφόν για να έχεις ίντερνετ και ν’ ανεβάζεις ή να κατεβάζεις αρχεία. Οι μουσικές εταιρείες είδαν το μέλλον και συμφώνησαν. Άστους να κατεβάζουν και ν’ ακούνε δωρεάν, πάλι όμως πληρώνουν συνδρομή κι ένα μέρος απ’ αυτή το καρπώνονται και οι ίδιες. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και με τις ταινίες. Σου επιτρέπουν να το κάνεις, σιγά σιγά βέβαια σε δυσκολεύουν όλο και περισσότερο, όλο και σφίγγουν τον κλοιό σαν τον βόα σφιγκτήρα που πνίγει αργά το θύμα του, για να σε δελεάσουν και γιατί ούτως ή άλλως πληρώνεις το πάγιο για να έχεις ίντερνετ και πρόσβαση στους ψηφιακούς τους χώρους. Αυτό όσον αφορά τους υπολογιστές, όσον αφορά τα κινητά, εκεί γίνεται το έλα να δεις. Φίλε κινητέ, έχεις σκεφτεί πόσα πληρώνεις το χρόνο για το κινητό σου; Άσχετα πόσα έδωσες για ν’ αγοράσεις τη συσκευή, η οποία σε πέντε χρόνια το πολύ θα είναι άχρηστη, σαν τηλέφωνο και σαν φωτογραφική ίσως, αλλά για πρόσβαση στο ίντερνετ και στις εφαρμογές, νέμα. Έχεις καταλάβει ότι το καρτοκινητό σου είναι άχρηστο αν δεν ανανεώνεις την κάρτα του κάθε δύο μήνες; Για ποιο λόγο να το κάνουν αυτό; Γιατί δηλαδή να πρέπει, είτε να τους πληρώνεις συνδρομή κάθε μήνα, είτε κάθε δύο ν’ ανανεώνεις υποχρεωτικά την κάρτα σου, αλλιώς δε θα λαμβάνεις τις υπηρεσίες τους; Γιατί σ’ έχουν κάνει πελάτη τους, ισόβιο ξενιστή χρήματος γι’ αυτούς και δεν πρόκειται να σ’ αφήσουν σε χλωρό κλαρί. Θα σε χορεύουν στο ταψί με το ρυθμό που θέλουν, θα σου λένε πήδα κι εσύ θα πηδάς, θα σου λένε κάτσε και θα κάθεσαι. Είσαι το ψηφιακό τους κατοικίδιο κι από αντίδραση, υιοθετείς ένα πραγματικό κατοικίδιο και το βγάζεις έξω καθημερνά για να ξεχάσεις την εξάρτηση και την επιρροή που σου ασκεί το ίντερνετ καθημερνά. Ζεις κι εθίζεσαι μουσικά με mp3, δεν ακούς κανονικά μουσική, ενημερώνεσαι από τα ταμπλόιντ των μουσικών βιομηχανιών που προωθούν το νέο τους υποπροϊόν και δεν έχει καμία διαφορά από την ηρωίνη. Λέγεται μουσική στρυχνίνη και σε δηλητηριάζει μια κι έξω. Μια κατσαριδούλα, η μικρή Τερέζα, πάτησε στο Τέζα και τέζα.
ΕΔΑΦΙΟ 90ο
Προσπερνώντας την προεφηβική μας ηλικία και αφήνοντας οριστικά πίσω τα φυσοκάλαμα, το κυνηγητό, το κρυφτό, τα μήλα, το λουρί της μάνας και την τσανταλίνα μανταλίνα, προσχωρήσαμε με το φιλαράκι μου στην εφηβεία, αποκτώντας τα πρώτα μας πικάπ και ραδιοενισχυτές. Εκείνος θέτοντας σε λειτουργία τον πειρατικό σταθμό του, προσπαθώντας ν’ ανιχνεύσει φίλους συνομιλητές και ακροάτριες στα ερτζιανά, εγώ εμβαθύνοντας στη μουσική κι εμπλουτίζοντας την γκαρνταρόμπα μου. AC/DC, Rainbow, Black Sabbath, Scorpions είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον μου, είχα πάρει και κονκάρδες των AC/DC και Black Sabbath, φορούσα σωλήνα τζιν και μπλουζάκι των Chicago Bulls, το μαύρο με τον ταύρο, ακόμα δεν είχα μυηθεί στο new wave. Ήμουν δεν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών και το φιλαράκι μού έδωσε να ακούσω μια κασέτα. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τους Joy Division, όλο το «Unknown Pleasures». Υπήρξε κάτι τελείως διαφορετικό, κάτι πρωτόγνωρο, κάτι πιο αληθινό, που μιλούσε κατευθείαν στην καρδιά μου χωρίς μεσολαβητές. Έκανα άμεσα τις διαπραγματεύσεις μαζί τους, άκουσα τι απαιτούσαν και δίχως δισταγμό, υπέγραψα το συμβόλαιο με το αίμα μου, όπως είχαν κάνει κι αυτοί λίγα χρόνια πριν με τον Antony Wilson. Δε θα πουλούσα την ψυχή μου για το rock’n’roll, όμως για τους ίδιους θα πουλούσα στραγάλια για ρεβίθια στον ίδιο τον Διάβολο αν χρειαζόταν. Τους τοποθέτησα ψηλά στο βάθρο του μουσικού μου βάθρου και οι Sound, οι Cure, οι U2 κατάλαβαν ότι ποτέ δε θα κέρδιζαν το χρυσό μετάλλιο στο μουσικό μου στίβο, θα ήταν πάντα ένα σκαλοπάτι πιο κάτω. Όταν φυσικά άκουσα και το «Closer», τότε ήταν που συνειδητοποίησαν για τα καλά, ότι δε θα έσπαγαν ποτέ το παγκόσμιο ρεκόρ, θα ήταν πάντα ένα άφθαστο όνειρο γι’ αυτούς. Και φυσιολογικά πλήρωσα το τίμημα να ακούς Joy, U2, Cure και Sound αφήνοντας στην άκρη όλα τα υπόλοιπα, να μπαίνεις σε μια ταραγμένη θάλασσα και να κολυμπάς αγνοώντας τα κύματα και τα ρεύματα. Η προσδοκία, η απογοήτευση και η θλίψη που αντανακλά το «Decades», μαριναρισμένο από τον σεφ Martin Hannett, κατέκλυσε τη μουσική μου σταφυλή και υπέταξε δια παντός την ατίθαση και ανυπότακτή μου φύση. Ναι, είχα βρει επιτέλους την καλύβα του μπάρμπα Θωμά, εκεί που μπορούσα ν’ αναζητήσω ένα καταφύγιο, ένα μαντήλι να κλάψω, ένα χέρι να μου δείξει την πόρτα που οδηγούσε στην ελευθερία, μακριά από την φυτεία της σκλαβιάς και της αδικίας, που συρρίκνωνε καθημερνά τα όνειρά μου.
ΕΔΑΦΙΟ 91ο
Ο Robert Smith στο «Pornography» μνημονεύει στο τέλος: «We must fight this sickness, find a cure». Η σπίθα και μόνο αυτού του στίχου αρκεί για να πολεμήσουμε όλοι μαζί την αρρώστια που υπάρχει γύρω μας, την αναισθησία, την τρομολαγνεία, την ασυδοσία, την αγοραφοβία, την κατάθλιψη. Μετά την καραντίνα τα πράγματα αγρίεψαν, χάζεψαν πολλοί κι όταν δεν μπορείς να δαμάσεις την τρέλα, τότε γίνεται ένα παραλήρημα, μια μανία, ένα αμόκ. Η βία υποβόσκει παντού: στα σχολεία, στα γήπεδα, στους δρόμους, στις λέξεις, στα μηνύματα. Όλοι οι τρελοί κυκλοφορούν ελεύθεροι κι είναι έτοιμοι να εκραγούν με το παραμικρό, καθώς παράλληλα η ακρίβεια, η αισχροκέρδεια και η ανεργία, έχουν ξεπεράσει τα κόκκινα. Η παγκόσμια κυβέρνηση έχει εξαγοράσει τα μίντια, περνάνε μόνο αυτά που θέλει και δεν ακούγεται το παραμικρό για τον συνωστισμό στο κοινωνικό αδιέξοδο που εντέχνως δημιουργούν. Ο απώτερος σκοπός τους είναι να μας βάλουν να σκοτωθούμε μεταξύ μας ενώ αυτοί θα μοιράζονται όλο τον παγκόσμιο πλούτο, στα γκαλά και στα πάρτι με τις αλλαξοκωλιές και τα κρεβατώματα που κάνουν. Αυτή είναι η πραγματική αρρώστια κι αυτήν οφείλουμε να πολεμήσουμε, όχι απαραίτητα με το να βγούμε στους δρόμους αλλά με το να είμαστε σε εγρήγορση, έχοντας επίγνωση, παραμένοντας υγιείς απέναντι σε αυτή την αρρώστια, τη σύγχρονη μάστιγα του βρωμο-sapiens. Στο κάτω κάτω της γραφής, η ανθρωπιά είναι αυτό που μας κάνει να διαφέρουμε από τα ζώα, αν την χάσουμε κι αυτήν, αφήνω σε εσάς να συμπληρώσετε την εξίσωση. Η κοινωνία πάντα ήταν άρρωστη, πάντα νοσούσε, όμως το σύστημα υγείας της μουσικής καραδοκούσε και προσέφερε τρόπους και μέσα θεραπείας για την αποσυμφόρηση της κατάστασης. Δείτε όμως λίγο τι συμβαίνει σήμερα στην μουσική σκηνή: rap, trap, r’n’b, συναυλίες με σχήματα του εβδομήντα και του ογδόντα που κάνουν παγκόσμιες περιοδείες χωρίς τ’ αποθανόντα μέλη τους, καρπώνονται τα οφέλη του ονόματός τους, ενώ κάμποσα νέα σχήματα φιγουράρουν σαν κομπάρσοι. Πού είναι όλη η παραγωγή του ογδόντα, του ενενήντα; Δεν προλάβαινες ν’ αποφασίσεις τι θα αγοράσεις, το ένα καλύτερο από το άλλο τα σχήματα. Ακόμα πιο πίσω, στα sixties και στα seventies, βαριά κληρονομιά για τους νεότερους. Ενώ σήμερα τί; Ότι να ‘ναι, όπως να ‘ναι, όπου να ‘ναι. Ελέγχουνε τα πάντα, όχι όμως την καρδιά και το μυαλό σου, γι’ αυτό οφείλουμε να ζήσουμε πολεμώντας το κατεστημένο της αρρώστιας, αυτό το βάρος εμείς θα το σηκώσουμε, οι πενηντάρηδες και άνω, είναι καθήκον και τιμή μας να συμπορευτούμε μαζί με τους νεότερους, έστω αυτούς τους λίγους, που έμαθαν να ξεχωρίζουν τις σκιές μες το σκοτάδι, τους το οφείλουμε σαν άνθρωποι πρώτα και σαν βετεράνοι έπειτα. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα, «you’re livin a deja vu» όπως λέει και ο Greg, μόνο τα σκατά που μας ταΐζουν κάθε μέρα. Μεταλαμπαδεύοντας την ηθική μας κληρονομιά στους γύρω μας, θα καταφέρουμε να εξαλείψουμε το απόστημα της διαφθοράς, της σήψης και της παρακμής που έχουν στήσει. Η γνώση είναι δύναμη και φοβούνται τη γνώση γιατί είναι αδύναμοι. Δημιούργησαν μία κοινωνία ζούγκλας όπου το άγριο τρώει το ήμερο, μια κοινωνία παρακμής όπου το αθέμιτο δυναστεύει το χρηστό, μια κοινωνία ανομίας όπου το πλούσιο κλέβει το φτωχό. Δημιούργησαν ένα σύστημα μερκαντιλισμού όπου το πλαστικό υπερισχύει του ρευστού, ένα σύστημα αλφαβητισμού όπου το άλφα προφέρεται ωμέγα, ένα σύστημα διαλογισμού όπου το εμείς λέγεται εγώ. Δημιούργησαν έναν σύγχρονο Λεβιάθαν και ονειρεύονται έναν νέο Αρμαγεδδώνα. Και καυχιούνται έπειτα ότι είναι άνθρωποι.
ΕΔΑΦΙΟ 92ο
Το δεύτερο χρονολογικά φιλαράκι που γνώρισα, όταν με πρωτοείδε, με αποκάλεσε ‘βόμβα που ήταν έτοιμη να εκραγεί’. Εξέλαβα τον χαρακτηρισμό ως κομπλιμέντο, γιατί δεν απείχε καθόλου μακριά από την αλήθεια και άνοιξα διάπλατα την πόρτα. Γνωριστήκαμε, συζητήσαμε και δεθήκαμε με τον ομφάλιο λώρο της μουσικής, της λογοτεχνίας και της ποίησης. Με συντρόφευε στα ταξίδια μου πετώντας πάνω στην πλάτη μου, καθώς του έδειχνα ένα μέλλον που δεν είχε παρελθόν. Σφραγίσαμε την φιλία μας με τον όρο να μην εκραγώ, τουλάχιστον όσο αυτός βρισκόταν δίπλα μου και με την προϋπόθεση να πίνουμε πάντα το κώνειο της αλήθειας. Λίγο αργότερα μου σύστησε κι άλλους δύο φίλους του, οι οποίοι έγιναν οι έτεροι εταίροι της σέκτας που δημιουργούνταν στα τέλη του ’90 στο μουσικό μου κήπο. Ακολούθησαν και οι υπόλοιποι φίλοι, όλοι τους μολυσμένοι από τον ιό της μουσικής, κάποιοι ωστόσο απ’ αυτούς, σακατεμένοι από τον παραλογισμό της λογικής, δεν κατάφεραν ν’ ακολουθήσουν τις αρχές και τους κανόνες της σέκτας. Λυπάμαι, στο διθέσιο χωράνε μόνο δύο. Καταφέραμε και κτίσαμε ένα μονοπάτι δροσιάς στην έρημο που έκαιγε τα πόδια μας και ανακαλύψαμε ένα παζλ ομορφιάς που ποτέ δεν το περιμέναμε. Όταν είμαστε όλοι μαζί, βλέπουμε τον κόσμο μέσα από το ίδιο πρίσμα, συλλαμβάνουμε την ίδια εικόνα, τα ίδια χρώματα, την ίδια στιγμή. Ο χρόνος φυσικά έκανε τα μαγικά του και προσπάθησε ν’ αλλοιώσει και να φθείρει το ξύλο της φιλίας μας, ωστόσο δεν το κατάφερε. Το μόνο που πέτυχε είναι να μας έχει στους τέσσερεις ορίζοντες, αιχμάλωτους χωρίς δεσμά και να μας αποτρέπει να βρεθούμε μεταξύ μας. Και όλα αυτά γιατί φοβάται αυτό που θα επακολουθήσει αν συμβεί το reunion: θα πάψει να υπάρχει. Έχουμε τον τρόπο μας να καταργήσουμε τον χρόνο, είναι ταλέντο, πείτε το όπως θέλετε, πάντως όταν βρισκόμαστε σαν παρέα, όλοι μας, όχι μόνο απαραίτητα ο πυρήνας της σέκτας, αλλάζουν οι κανόνες του κι επιβάλλονται οι δικοί μας. Είναι η στιγμή του «Time is all mine» και δεν μπορεί να κάνει τίποτα ο χρόνος γι’ αυτό. Η μουσική ευθανασία που μοιραζόμαστε είναι κάτι που δεν μπορεί ποτέ να το ξεπεράσει, όσο κι αν το προσπαθεί, όσο κι αν το επιδιώκει. Ξέρει ότι δεν πρόκειται ποτέ να εξαλείψει την αγάπη που μας ενώνει, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μας επιφορτίσει με περισσότερα βάσανα κι ενοχές από όσο μας αξίζει. Δεν πειράζει όμως, στην παρτίδα αυτή «The Winner Takes It All».
ΕΔΑΦΙΟ 93ο
Είχα παραβρεθεί στη συναυλία του Moby που έδωσε στην πόλη μου. Δεν μπορώ να πω ότι με κούρασε, ούτε φυσικά και ότι με απογοήτευσε, πάντως σίγουρα δεν μ’ ενθουσίασε. Περίμενα κάτι διαφορετικό από αυτόν, ούτε την εμμονή με τις τρεις μελαψές Χάριτες και τα gospel φωνητικά, ούτε και το αποχαιρετιστήριο encore ερμηνεύοντας το «Whole Lotta Love» των Zeppelin. Περίμενα ν’ ακούσω το «New Dawn Fades», καθότι ήταν φαν των Joy. Πέρασαν τα χρόνια, δε θυμάμαι καν πότε ήταν, πριν πέντε, πριν έξι χρόνια, η πανδημία και ο εγκλεισμός αποσυντόνισαν κυριολεκτικά το βιολογικό μου ρολόι, όμως δεν έχει σημασία, αυτοί που λατρεύουν τις χρονολογίες και τους αριθμούς, θα το ξέρουν ήδη και θα ειρωνεύονται τη μερική απώλεια μνήμης που παραθέτω. Δε με πειράζεις, εγώ συνεχίζω, γιατί έπεσε στα χέρια μου το δεύτερο βιβλίο αυτοβιογραφίας του Moby, μου το δάνεισε να το διαβάσω το κολλητάρι μου, αυτός που με μύησε με το ‘Voodoo Child’ στην ηλεκτρονική μουσική, αυτόν που για ένα μεγάλο διάστημα τον αποκαλούσα Moby, καθώς του μοιάζει εμφανισιακά και γιατί θα μπορούσε με τις γνώσεις που έχει στην ηλεκτρονική σκηνή, να κάνει καριέρα DJ στα μεγαλύτερα κλαμπ της πόλης, αν όχι της επικράτειας. Αν έλεγα και της Ευρώπης, θα με αποκαλέσει καραγκιόζη, τόσο μετριόφρων είναι. Ωστόσο στο θέμα μας, διάβασα το βιβλίο και σιχάθηκα γι’ άλλη μια φορά την προδιάθεση ενός μουσικού ανθρώπου, ο οποίος ξεκίνησε από το μηδέν, την απαξίωση και τον χλευασμό και κατάφερε να μπει στη μουσική βιομηχανία και ύστερα να πιει το κώνειο της δημοσιότητας και του νεοπλουτισμού. Γνώρισε την παγκόσμια επιτυχία, χόρτασε χρήμα, δόξα και αναγνώριση, ωστόσο πούλησε τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακές. Το σταρ σύστεμ τον κατάπιε σαν σπαράγγι σε φιλέτο με κρέμα βιενουά και τον έφτυσε σαν αλκοολικό, ναρκομανή, σεξομανιακό απόβλητο. Η εμμονή του να γεμίσει το κενό του με σεξ, ναρκωτικά και κάνοντας φίλους, τέλειωσε πρόωρα πριν καν ξεκινήσει. Πρόδωσε, πρόσβαλε και παράτησε οτιδήποτε είχε αξία γι’ αυτόν και πλήρωσε το τίμημα με το πιο σκληρό νόμισμα, αυτό της κατάθλιψης και της εσωτερικής κατάρρευσης. Η ηθική ενός αναγνωρισμένου μουσικού όταν διακυβεύεται η φήμη της, ψάχνοντας απεγνωσμένα τη λύτρωση μέσα από το σεξ και τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, δε λέγεται κατάρρευση της ηθικής αλλά κατάργηση της μουσικής. Άλλος ένας σταρ που επέλεξε να μη βοηθήσει τους συνανθρώπους του που έχουν πραγματικά ανάγκη, ξεχνώντας γρήγορα τη φτώχεια και τη μιζέρια στην οποία μεγάλωσε και ν’ ασπαστεί τον κώδικα των γκαλά και της γκλαμουράτης και χλιδάτης ζωής. Τη δόξα πολλοί μίσησαν, το χρήμα ουδείς.
Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12o, 13ο, 14ο, 15o, 16ο