Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 18ο)

Περιπέτειες ενός DJ και άλλες μουσικοφιλικές ιστορίες. Του Βασίλη Πετρόπουλου

ΕΔΑΦΙΟ 94ο

Τα βράδια που κάθομαι στο μπαλκόνι και αφουγκράζομαι τους ήχους της γειτονιάς, αντιλαμβάνομαι το σοκ που έχουμε όλοι μας υποστεί. Ντελιβεράδες, σκυλιά, γατιά, κινητά, αυτοκίνητα, μια οχλαγωγία, ένα χαρμάνι, μια χαβούζα που σιγοβράζουμε όλοι μας. Ευτυχώς που έχω στην άκρη γι’ αυτές τις δύσκολες στιγμές τις οικονομίες μιας ζωής: Βινύλια που γίνονται φάροι στο φουρτουνιασμένο πέλαγος των ημερών. Ακούω και ταξιδεύω ξανά, πάλι πίσω και μέσα στον χρόνο, αναβιώνω το ίδιο ρίγος, την ίδια ένταση, την ίδια έκσταση όπως παλαιότερα, σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα. Δεν το βάζω κάτω, δεν υποχωρώ, θα συνεχίσω να προχωρώ και να μαθαίνω, ναι, να μαθαίνω, γιατί το να μαθαίνεις είναι πιο σημαντικό από τις επιτυχίες, τις αποτυχίες και τα λάθη. Θα προχωρώ και θα μαθαίνω, δίχως να φοβάμαι, δίχως να διστάζω και δίχως να αμφιβάλλω. Γιατί δεν είμαι ένας τουρίστας στη ζωή, είμαι ένας ταξιδιώτης, δεν γυρεύω να ξοδέψω αλλά γυρνάω για να γνωρίσω. Και όσο πιο πολλά γνωρίζω, τόσο πιο πολλά μαθαίνω κι έτσι παύω να στεναχωριέμαι, ν’ απογοητεύομαι και να υποφέρω. Γιατί έγινα πεταλούδα, δεν είμαι πια κάμπια και είμαι ελεύθερος να πετάξω και όχι αιχμάλωτος να ζήσω.

ΕΔΑΦΙΟ 95ο

 Ένα κινητό που σέβεται πραγματικά τον εαυτό του, απεχθάνεται τη μουσική. Είναι σχεδιασμένο για να σερφάρει, να τουιτάρει, να γκουγκλάρει, να κάνει downloads και uploads, να βγάζει selfie, να κάνει texting, όχι να παίζει μουσική σαν ένα ηλίθιο ηχείο, να στέκεται βουβό και να αναπαράγει μουσική λες και είναι κάποιο πρωταπριλιάτικο αστείο. Αν θέλει κάποιος ν’ ακούσει μουσική, ας αγοράσει ένα CD Player ή ακόμα κι ένα πικάπ και ν’ ακούσει μουσική. Αυτό δεν είναι κατάλληλο για μουσική, διαθέτει απλά και αυτήν την εφαρμογή. Δηλαδή όλοι αυτοί που στέκονται στην ουρά για να το αγοράσουν, ποθούν και θέλουν να το έχουν σαν ένα κενό ηχείο; Όχι βέβαια! Δεκάρα δε δίνουν για τις μουσικές επιδόσεις του, άλλα είναι τα κίνητρα που τους ωθούν να το αποκτήσουν. Γι’ αυτό και η καινούρια σειρά των i-Phones δε διαθέτει input γι’ ακουστικά, τα προμηθεύεσαι εξτρά και είναι χωρίς καλώδιο, το καινούριο i-Phone έχει μόνο μια οπή για να το φορτίζεις. Είναι σχεδιασμένο για ίντερνετ explorers και όχι για μουσικούς wankers. Είναι εκλεπτυσμένο, ντελικάτο και φινετσάτο, όπως το κωλόχαρτο της Delica είναι απαλό, σαν τον κώλο ενός μωρού. Είναι το μωρό του μέλλοντος και όλοι οφείλουν να του υποβάλλουν τα σέβη τους, ακόμα και η μουσική. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για έναν dj που σέβεται πραγματικά τον εαυτό και το κοινό του. Δεν κατεβάζει μουσική από το ίντερνετ, την πετάει σε ένα στικάκι και ύστερα πάει να παίξει μουσική. Όχι, ο σοβαρός DJ, αυτός που σέβεται, ρωτάει πρώτα αν το κατάστημα διαθέτει μείκτη και πικάπ, συνήθως η απάντηση είναι «όχι πικάπ, πιάνουν χώρο, όμως υπάρχουν σιντιέρες». Άρα τότε θα παίξω με CD σκέφτεται ο DJ και ο ιδιοκτήτης του λέει πως δεν έχει πρόβλημα αν είναι και από λάπτοπ. «Όλοι άλλωστε έτσι παίζουν», λέει στον DJ με τα λεκιασμένα του δόντια και δεν προσέχει την γκριμάτσα αποδοκιμασίας στο πρόσωπο του. Όχι data του λέει o DJ και ανοίγει το σάκο του. Έχει μέρει καμιά εκατοστή CD, γνήσια, όχι αντίγραφα, θα παίξει καλά απόψε για το κοινό του, θα το κάψει κανονικά. Έλα ντε όμως, εκεί που παίζει και γουστάρει, έρχεται το αφεντικό και του λέει να παίξει κάτι πιο κοντινό στο λαϊκό, γιατί στο μαγαζί έχει έρθει ο βάρδος του σκυλάδικου της πόλης. Ο DJ απορεί και λέει στον ιδιοκτήτη, δεν είναι αφεντικό του, ποτέ δεν ήταν και ούτε του ανήκει, πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, δεν μπορεί να διακόψει τη ροή του ισχαιμικού μουσικού του επεισοδίου, για να κάνει το χατίρι σ’ έναν περαστικό και βιαστικό θαμώνα του καταστήματος. Το αφεντικό, ο ιδιοκτήτης δηλαδή, του εξηγεί πόσο σημαντικό είναι γι’ αυτόν και το μαγαζί να διαφημιστούν και να ακουστούν στον αντίλαλο της πόλης, όμως ο DJ είναι ανένδοτος. «Με προσέλαβες για να παίξω μουσική, όχι για να κάνω θελήματα» του λέει και συνετίζει το μιξάρισμά του. Ο ιδιοκτήτης, φανερά χολωμένος από την εξέλιξη της συζήτησης, του ζητά να χαμηλώσει την ένταση και τσαντισμένος γυρνάει στο τραπέζι του βάρδου. Η σαμπάνια, τα πούρα και οι φωτογραφίες που πέφτουν δεν κάμπτουν τον DJ, ο οποίος, καθαρά από πείσμα, τραβά από το σακίδιο τα κρυφά χαρτιά του: DANCE, πολλή καλή χορευτική μουσική. Μιξάρει, πετάει το πρώτο και ανεβάζει τα ντεσιμπέλ. Το μαγαζί αρχίζει να πάλλεται στον ρυθμό της μουσικής και βλέπει το μοχθηρό και κακεντρεχές βλέμμα του ιδιοκτήτη να τον φερμάρει. Οι χαμουρολάγνοι θαμώνες απορούν και ύστερα αρχίζουν να λικνίζονται, ο ρυθμός τους παρασέρνει και σιγά σιγά εγκαταλείπουν την χαύνωση του κινητού τους και παραδίδονται στο ξέφρενο και διονυσιακό τέμπο της μουσικής. Ο DJ απτόητος, βάζει το ένα CD πίσω από το άλλο, παίζει τα κρυφά χαρτιά του, τα σκοτεινά του όπλα, τα εξάσφαιρά του και το μαγαζί μετατρέπεται σ’ ένα παλλόμενο ηχητικό φίδι. Όλοι είναι ενθουσιασμένοι, όλοι είναι σεληνιασμένοι, όλοι είναι εκστασιασμένοι, χορεύουν και γουστάρουν λες και είναι η τελευταία τους μέρα στη γη, πριν πέσει πάνω της ο κομήτης και ο DJ είναι ικανοποιημένος, πολύ ικανοποιημένος. Σιγά σιγά αρχίζει να μαζεύει τα CD του, ξέρει τη μοίρα του, όμως θα φύγει με ψηλά το κεφάλι απολαμβάνοντας την νίκη του, βάζει το στικάκι με το κομμάτι που έχει πάντα πρόχειρο μαζί του και πλημμυρίζει ο χώρος με το «God Save The Queen» και χοροπηδάει στα πιτς ουρλιάζοντας: «No Future, No Future, For You And Me», δείχνοντας με το δάχτυλό του το συνοφρυωμένο πρόσωπο του ιδιοκτήτη.

ΕΔΑΦΙΟ 96ο

 Όταν υπηρετούσα στο Αμύνταιο το 1993, σε μία από τις πρώτες μου άδειες πήγα στο φιλαράκι μου επίσκεψη και πρόσεξα το άλμπουμ των Red Temple Spirits που ήταν πάνω στο πικάπ. Μέχρι να μου κάνει καφέ, έβαλα την βελόνα να παίζει και στα μισά του πρώτου κομματιού, έφαγα μια ρουνική σφαλιάρα και δίχως να χάσω χρόνο, κατέβηκα στο σούπερ μάρκετ κάτω από το σπίτι του και αγόρασα μια ενενηντάρα TDK. Τα σούπερ μάρκετ πουλούσαν τότε και κασέτες, ευτυχώς! Ο καφές μου ήταν έτοιμος, τον ρώτησα που είχε βρει αυτόν τον δίσκο, ενώ ρύθμιζα το επίπεδο εγγραφής και πάτησα το κουμπί. Μπορούσα κάλλιστα να διαθέσω ενενήντα λεπτά αρμένικης βίζιτας από την άδειά μου για να τα πούμε και να ολοκληρωθεί η εγγραφή. Μου είπε πως τον είχε δανειστεί από έναν φίλο του, ο οποίος άκουγε τέτοια μουσική. Τον ρώτησα γλαφυρά γι’ αυτό το φιλαράκι του και μου είπε ότι έκανε παρέα με τον Αλήθεια. Του ζήτησα να μου γνωρίσει οπωσδήποτε αυτό το φιλαράκι του και έπειτα αναλωθήκαμε περί στρατού, πολιτισμού και κοινωνικού κουτσομπολιού. Θα ήταν το δεύτερο χρονολογικά φιλαράκι που θα γνώριζα τρία χρόνια αργότερα, καθώς στο ενδιάμεσο ο φίλος μου παρουσιάστηκε για να υπηρετήσει στην Αεροπορία. Τα δύο γαμημένα, ξοδεμένα χρόνια της ζωής μας στη μαμά πατρίδα. Τουλάχιστον η θητεία ήταν για δύο μόνο χρόνια, για κάποιους πιο τυχερούς λιγότερο, ωστόσο δεν είναι δα και η περίοδος που έχουν οι γυναίκες κάθε μήνα, για πόσα χρόνια και βάλε, ήμασταν τυχεροί απ’ αυτή την άποψη. Όπως και να έχει, γύρισα στο Αμύνταιο και στα στρατιωτικά μου καθήκοντα. Είχαμε γνωριστεί και κάναμε παρέα έξι δόκιμοι και συχνάζαμε σ’ ένα μπαράκι που το είχε ο τύπος που διατηρούσε και το μοναδικό βιντεοκλάμπ-δισκάδικο της μικρής ακριτικής κωμόπολης. Πίναμε αμερικάνικες μπίρες, σχεδόν του αδειάζαμε το απόθεμα κάθε φορά που πηγαίναμε, κάπου έπρεπε να ξοδέψουμε και τα λεφτά μας, σύχναζαν και δυο τρεις γυναίκες Ο.Π.Υ., ακούγαμε παλιό ρεπερτόριο: Deep Purple, Zeppelin, Scorpions, Rainbow, Rory Gallagher και κάποια στιγμή που έπιασα τη συζήτηση με τον Βασίλη, έτσι τον έλεγαν, μου είπε πως ήταν παλιά DJ και έπαιζε στα γύρω χωριά, σε γάμους και βαφτίσια. Ο χρόνος κυλούσε στο χακί κι ένα απόγευμα αποφάσισα να πάω στο δισκάδικό του. Δεν ήταν εκεί, θα επέστρεφε σε λίγο, ωστόσο ήταν η κοπέλα που δούλευε, μια νοστιμούλα επαρχιώτισσα, που λαχταρούσε να έρθει ένας αστός πρίγκηπας με καμπριολέ BMW, να τη φορτώσει και να πάνε στην πόλη να βγάλουνε γούστα και ό,τι στη συνέχεια προκύψει. Ξεψάχνισα τα ράφια και γούρλωσα τα μάτια μόλις έπεσε το βλέμμα μου στο διπλό άλμπουμ των Red Temple Spirits. Ήταν η δεύτερη φορά σ’ ένα μήνα που το έβλεπα μπροστά μου. Αυτό δεν είναι τυχαίο, σκέφτηκα, η μοίρα θέλει να το αποκτήσω, ακόμα κι εδώ, στην άκρη του κόσμου, το κρατώ στα χέρια μου. Περίμενα υπομονετικά να έρθει ο Βασίλης και όταν ήρθε τον ρώτησα πόσο πουλούσε το άλμπουμ. Τα πονηρά του μάτια έλαμψαν και μου ζήτησε 7.500 δραχμές! Να σημειώσω ότι ο μέσος όρος για ένα διπλό άλμπουμ ήταν περίπου στα τέσσερα, το πολύ 4.500 δραχμές. Το παζάρεψα, όμως ήταν ανένδοτος: «Το πήρα ακριβά», μου πρόβαλλε σαν επιχείρημα και τότε κατάλαβα τι έπαιζε στο οπισθοδρομικό, επαρχιώτικο κεφάλι του: μας έβλεπε καθαρά σαν φράγκα, μας ξεζούμιζε στο μπαράκι του και μας περνούσε για Αμερικανάκια που υπηρετούσαν σε καμιά στρατιωτική βάση στη Σαϊγκόν. Τα λεφτά τα είχα, όμως δε θα καταδεχόμουν να με ληστέψει ένας τσαρλατάνος κι από εγωισμό, αποφάσισα να του χαρίσω την πώληση. Κρύωσα με τη συμπεριφορά του και σιγά σιγά ξέκοψα και από το μπαράκι του. Άστο να το βάλει στον πάτο του, ποιος θα τ’ αγοράσει εκεί πέρα στο πουθενά και αρκέστηκα στην κασέτα που είχα γράψει. Ακόμα και το πάθος πρέπει να χαλιναγωγείται και γνωρίζει τα όρια του, αλλιώς θα μετατραπεί σε εξάρτηση. Το άλμπουμ το βρήκα φυσικά ύστερα από λίγο καιρό σε CD και σε τιμή προσφοράς, 2.000 δραχμές. Δε με χάλασε καθόλου και δεν μπόρεσα γι’ άλλη μια φορά να καταλάβω, γιατί ο τύπος δεν μου το πούλησε σε μια πιο προσιτή τιμή. Σαν να έχει κάποιος μπαρ στην έρημο, να έρθει ένας περαστικός βεδουίνος και να του ζητήσει αντί για νερό, το μπουκάλι Galliano που αραχνιάζει στο ράφι του κι αυτός να του ζητήσει την αξία της καμήλας του. Δεν πειράζει, ας το έχει να το χαίρεται και να το ακούει στον ελεύθερο χρόνο του.

ΕΔΑΦΙΟ 97ο

 Θα ήθελα να επανέλθω στο θέμα της μουσικής αλητείας, όχι αυτήν που πηγάζει από τις μπάντες ή τις μουσικές εταιρίες, αλλά για τη μουσική αλητεία της κασέτας που όλοι μας γνωρίσαμε σ’ αυτήν την πόλη. Στα τέλη του ’70 και στις αρχές του ’80, σχεδόν όλα τα δισκάδικα έγραφαν κασέτες και ήταν και πολλά τότε, είχαν ξεφυτρώσει σαν τα μανιτάρια. Φυσικά οι ιδιοκτήτες ήταν ιδιότροποι κι εκμεταλλεύονταν με πολλούς τρόπους την αρρώστια που είχαν κάποιοι με τη μουσική. Αν σου άρεσε κάτι και δεν μπορούσες να το έχεις σε βινύλιο, τότε τί έκανες; Το έγραφες σε κασέτα σ’ ένα δισκάδικο. Έδινες τη λίστα με τα τραγούδια ή το άλμπουμ που ήθελες, περίμενες πόσες μέρες για να σου γράψουν την κασέτα, είχαν πάρα πολλή δουλειά, ουρές περίμεναν και για τη λαϊκή σκηνή. Ο κόσμος άκουγε τότε μουσική, ασχέτως το είδος, πάντως έγραφαν κασέτες για να τις ακούνε είτε στο σπίτι είτε στο αυτοκίνητο. Πλήρωνες λοιπόν αδρά για να πάρεις την πολυπόθητη κασέτα στα χέρια σου και όταν την έβαζες να παίξει, μπορεί και να έκλαιγες τα λεφτά σου. Πολύ συχνά υπήρχαν άλλα κομμάτια απ’ αυτά που είχες ζητήσει, επιλογές του ιδιοκτήτη του δισκάδικου, άλλα κόβονταν στη μέση και φυσικά δε συνεχίζονταν ποτέ, έστω και στην άλλη πλευρά, το επίπεδο ηχογράφησης ήταν όπως να ’ναι, το ένα κομμάτι δυνατό, το άλλο ψιθυριστό, τσαπατσουλιά, φτηνοδουλειά, εκμετάλλευση και αντιεπαγγελματισμός. Κι όμως, όλα αυτά τ’ άτομα έβγαλαν λεφτά εκείνη την εποχή, θησαύρισαν, ξέρω κάποιους που αγόρασαν ακίνητα με τα λεφτά από τις ηχογραφήσεις που έκαναν, μαύρα και αδήλωτα στο κράτος έσοδα. Αγόραζαν ένα βινύλιο, το ηχογραφούσαν για πενήντα διαφορετικά άτομα και έβγαζαν πενήντα φορές την αξία του και το είχαν ακόμα στην κατοχή τους. Νταβατζήδες που είχαν βρει τις πόρνες τους, τις εξέδιδαν σε όλους με αντίτιμο και σου έκαναν και χάρη αν έβρισκαν κάποιο κενό στο πρόγραμμά τους για να σε χώσουν μέσα. Ναι, ήταν οι μουσικές τους πόρνες, τις έστυψαν και τις στράγγισαν με το αζημίωτο. Μάλιστα κάποιοι νταβατζήδες απ’ αυτούς, πολύ πιο προχωρημένοι, έβαζαν πιτσιρικάδες να γράφουν τις κασέτες, ενώ αυτοί έκαναν δημόσιες σχέσεις στα τηλέφωνα και προσκαλούσαν γνωστούς και φίλους στις ντίσκο που έπαιζαν τα βράδια μουσική και τους πουλούσαν δήθεν το πρόγραμμα που έπαιζαν, ζητώντας εξευτελιστικά μεγάλα ποσά για μια κασέτα, η οποία τις περισσότερες φορές ήταν είτε άδεια ή στην καλύτερη, είχε γραμμένη τη μία πλευρά. Για τέτοιο θράσος μιλάμε, για τέτοια αλητεία, γιατί νόμιζαν ότι ήταν θεοί, οι νταβατζήδες της μουσικής. Ήταν η μόδα τους, τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητάς τους και πάει, πέρασε αυτή η μόδα, ευτυχώς. Ο ορίζοντας άνοιξε, τα πικάπ ήρθαν, οι δίσκοι άρχισαν να κυκλοφορούν και οι τσέπες ν’ αρχίζουν ν’ αδειάζουν, όχι για φτηνό ηχητικό σεξ αλλά για ερωτικό μουσικό σασπένς. Ποτέ δεν τους κατάλαβα όλους αυτούς τους τύπους, η απληστία τους δεν είχε όρια. Εντάξει ρε μεγάλε, να σου φέρω και δικιά μου κασέτα για να μου γράψεις τα κομμάτια που θέλω και λες ότι τα έχεις, σου πλήρωσα τα λεφτά που συμφωνήσαμε κι εσύ ρε μαλάκα φίλε, γιατί μου έδωσες μια απλή κασέτα TDK και όχι την AGFA χρωμίου που σου έδωσα; Την κράτησες κι αυτή ρε μπαγλαμά; Γι’ αυτό και λείπεις από το μαγαζί κι έχεις τα τσιράκια σου; Γι’ αυτό και δε σηκώνεις το τηλέφωνο να διευθετηθεί το θέμα; Ρε άντε ουστ, κοπρόσκυλα, ε κοπρόσκυλα!

 

Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12o, 13ο, 14ο, 15o, 16ο, 17ο