Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 19ο)

Μουσικοί, άνθρωποι, συναντήσεις. Και οι ιστορίες τους. Του Βασίλη Πετρόπουλου

ΕΔΑΦΙΟ 98ο

Είναι κάποιες φορές που νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, να εκμυστηρευτείς, να εκφραστείς μιλώντας γι’ αυτό το οποίο προσπάθησε να σε τσακίσει, να σε αιχμαλωτίσει, να σε τερματίσει. Και τότε ένας φίλος είναι χρήσιμος, ωστόσο μπορεί και να μην τον έχεις. Τότε λοιπόν ανοίγεις την καρδιά σου σε όλους όσους ενδιαφέρονται και θέλουν ν’ ακούσουν. Όπως σε μια συνάντηση ΑΑ, παίρνεις το λόγο και μιλάς, δίχως να σε νοιάζει σε ποιους απευθύνεσαι. Κι αυτό κάνω τώρα, μοιράζομαι κάτι δικό μου, κάτι ενδόμυχό μου, κάτι αυτοκαταστροφικό μου. Στην δευτέρα Πανεπιστημίου είχα μια γερή υποδομή και διαμόρφωνα τη μουσική μου κουλτούρα, όταν πήρα τη χειρότερη απόφαση της ζωής μου. Απάντησα θετικά σε μια ανήθικη πρόταση και πλήρωσα το τίμημα της ανηθικότητάς της. Σαν τον Ίκαρο, πέταξα ψηλά κι έλιωσα τα κέρινα φτερά μου. Δεν υπήρξα υπερόπτης, ούτε αλαζόνας, όμως παρέμεινα αδύναμος κι ενδοτικός. Αυτή μου η αδράνεια, μου στοίχισε οκτώ πολύτιμα παραγωγικά χρόνια της ζωής μου, ίσως και τα καλύτερα. Μετάνιωσα για την απόφασή μου και αφού πλήρωσα το χρέος και το τίμημα στην δικαιοσύνη της συνείδησης, οκτώ χρόνια αργότερα από τον εγκλεισμό μου σ’ ένα σκοτεινό, κλειστοφοβικό δωμάτιο, το πρώτο πράγμα που έκανα αντικρίζοντας ξανά το φως της ελευθερίας, ήταν ν’ ακούσω ξανά όλους τους δίσκους μου, που είχαν αραχνιάσει από την έλλειψη ενδιαφέροντος. Και ήρθα στα ίσα μου. Στήθηκα ξανά στα πόδια μου, το γέλιο άρχισε δειλά να ξετρυπώνει από την καρδιά μου, τουλάχιστον δύο απ’ αυτά τα χαμένα χρόνια τα εξέτισα ντυμένος στο χακί κι επέστρεψα πιο πεινασμένος, πιο διψασμένος, πιο αποφασισμένος από ποτέ να καλύψω το χαμένο έδαφος και να κατακτήσω ξανά τη θέση μου, στο γκρουπ των δρομέων της μουσικής φλόγας. Καθώς η μουσική είναι μια φλόγα, η οποία δε σβήνει, τρέφεται με το οξυγόνο της και λατρεύει, ναι, λατρεύει να εμπνέεις με την ύπαρξη, τη διδασκαλία και την ανιδιοτέλεια της όλους αυτούς που βρίσκονται γύρω της. Γιατί η μουσική είναι ένα ον το οποίο βρίσκεται πάντα μαζί σου, μέσα σου, στις δύσκολες και στις όμορφες στιγμές της ζωής σου, ένας φίλος αθέατος αλλά υπαρκτός, ένα όνειρο που σε ξυπνά όταν κοιμάσαι. Αυτός που σου κουνάει το χέρι όταν πας ένα ταξίδι, αυτός που σε περιμένει όταν επιστρέψεις, για να του διηγηθείς αυτά που είδες. Κοιτάζω το νόμισμα της αποχής οκτώ ετών από το μουσικό γίγνεσθαι και το βάζω με μια δόση μνησικακίας στη σχισμή του χρόνου, αφήνοντας ξεκρέμαστο το ακουστικό να κουδουνίζει πίσω στο παρελθόν.

ΕΔΑΦΙΟ 99ο

Την τελευταία φορά που με κάλεσε το φιλαράκι μου ο Άλφι στο διαμέρισμα που νοίκιαζε στο κέντρο της πόλης, ήμουν λίγο συγκρατημένος. Ο Άλφι ήταν καλό παιδί, όμως λίγο αφελής και δεν τον πίστεψα όταν μου είπε πως είχε στα χέρια του κάτι καλό. Πήρα λοιπόν ένα κουτί Balaklava, του άρεσαν πολύ του Άλφι και πήγα γεμάτος περιέργεια στο ρετιρέ του απέναντι από την Μητρόπολη. Το διαμέρισμά του δεν ήταν και πολύ μεγάλο, δύο δωμάτια, κουζίνα και μπάνιο, ότι πρέπει για έναν εργένη που τσιλιμπούρδιζε τις νύχτες στα μουσικά στέκια και αράξαμε στο σαλόνι. Έπαιζε μια κασέτα Magazine και ο Άλφι έφερε ποτά, βότκα για μένα και ουίσκι γι’ αυτόν. Μ’ ευχαρίστησε για τον Balaklava, θα τον τιμούσε αργότερα και τον ρώτησα τι είχε για μένα. Γεμάτος έξαψη πήγε στο πικάπ του, ένα Dual, έβγαλε από τη θήκη του ένα βινύλιο και το έβαλε να παίζει. Η εισαγωγή μου άρεσε, οι κιθάρες και τα τύμπανα κελαηδούσανε και τα φωνητικά του παλικαριού πρόδιδαν την σκωτσέζικη καταγωγή του. «Τί είναι;», ρώτησα τον Άλφι κι αυτός γεμάτος χαρά, μου έδειξε το κόκκινο εξώφυλλο του δίσκου: Big Country. «Μάλιστα», έκανα, «δεν τους ξέρω». Ακούσαμε όλη την πλευρά και μου κέντρισαν κυριολεκτικά το ενδιαφέρον. Η βελόνα σηκώθηκε κι επέστρεψε στην θέση της και ο Άλφι σηκώθηκε ν’ αλλάξει πλευρά στο δίσκο. Και τότε τον είδα να βγάζει έναν άλλο δίσκο από ένα άλλο εξώφυλλο, μπλε αυτή την φορά και να το τοποθετεί στο πικάπ. Μα τι στο καλό, σκέφτηκα, όμως δεν είπα τίποτα. Ο Άλφι σέρβιρε άλλη μία γύρα ποτά και ακούσαμε και όλη τη δεύτερη πλευρά, την οποία βρήκα πιο ενδιαφέρουσα από την πρώτη. Όταν τέλειωσε και το τελευταίο κομμάτι, ρώτησα τον Άλφι πως και είχε δύο ίδιους δίσκους με διαφορετικά εξώφυλλα, ο ένας έφτανε και περίσσευε. Μα πως ρε φίλε, μου είπε, ο κόκκινος είναι η πρώτη πλευρά και ο μπλε η δεύτερη. Αμέσως κατάλαβα ότι είχε πέσει θύμα απάτης και τον ρώτησα από πού αγόρασε τα δύο βινύλια και μου είπε από την Τσιμισκή Records. Ήμουν έτοιμος ν’ αρχίσω τις χριστοπαναγίες, όταν ο Άλφι γύρισε και μου είπε πως τουλάχιστον αυτό το άλμπουμ ήταν διπλό και όχι μονό όπως όλα τ’ άλλα που είχε. Πρώτη φορά άκουγε και τη δεύτερη πλευρά από ένα άλμπουμ! Ο θυμός και η οργή μου κόπασαν μονομιάς και ψύχραιμα ρώτησα τον Άλφι τι εννοούσε διπλό άλμπουμ. Διπλό άλμπουμ είναι αυτό που έχει δύο πλευρές, έτσι δεν είναι; Και τότε ξαφνικά κατάλαβα κι ένιωσα σαν μονόφθαλμος στο βασίλειο των τυφλών. Εξήγησα στον Άλφι και του έδειξα ότι κάθε βινύλιο έχει δύο πλευρές, το γυρνάς από την ανάποδη και παίζει η άλλη πλευρά, όπως ακριβώς και η κασέτα, την αλλάζεις και παίζει η άλλη πλευρά. Τον είδα λίγο μπερδεμένο, έτσι του έκανα μία μίνι επίδειξη, παίρνοντας το δίσκο από το μπλε άλμπουμ και βάζοντας το πρώτο τραγούδι από την πρώτη πλευρά και γυρνώντας τον μετά από την άλλη, ακούμπησα την βελόνα στο πρώτο τραγούδι της δεύτερης πλευράς. «Βλέπεις Άλφι, είναι πολύ απλό, τελειώνει η μία πλευρά, γυρίζεις το δίσκο και παίζει η άλλη πλευρά. Το ίδιο και οι κασέτες, αν θέλεις σου δείχνω για να μην μπερδευτείς στο μέλλον». Του έδειξα κι από ευγνωμοσύνη μου χάρισε το κόκκινο άλμπουμ των Big Country, αυτός θα κράταγε τον μπλε για τον εαυτό του, να του θυμίζει κατά κάποιο τρόπο τη μεγάλη αποκάλυψη στη ζωή του. Δεν ξαναβρεθήκαμε από τότε, αλλά πληροφορήθηκα από μια έγκυρη πηγή, ότι έκανε DJ sets σε πρωτοκλασάτα κλαμπ του αστερισμού της Ανδρομέδας.

ΕΔΑΦΙΟ 100o

Τον Ιούλιο του ’96 πήγαμε με το φιλαράκι μου, αυτόν που με γνώριζε από μηδέν χρονών - τους υπόλοιπους φίλους μου θα τους γνώριζα στα επόμενα χρόνια - για μια εβδομάδα στην Αμοργό. Είχε ξαναπάει άλλες τρεις φορές, επομένως ήξερε τα κατατόπια. Δε χρειάστηκε και πολύ για να με πείσει. Είχα ανάγκη να πάω διακοπές με το κατάλληλο άτομο, στο κατάλληλο μέρος, καθώς ξεδίπλωνα τους χάρτες, τους καινούριους χάρτες στη ζωή μου. Δεν έχω λόγια να μιλήσω γι’ αυτό το μουσικό ταξίδι. Όσο σύντομο ήταν, άλλο τόσο γεμάτο συγκινήσεις, γνωριμίες και ευχάριστες θύμησες υπήρξε. Λίγο πριν αποπλεύσουμε από το λιμάνι του Πειραιά, απολαμβάναμε το καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα, ακούγοντας το καινούριο άλμπουμ από τις Τρύπες «Ένα Κεφάλι Γεμάτο Χρυσάφι» και παρατηρούσαμε τους διάφορους τουρίστες που γυρόφερναν, ψάχνοντας να βρουν τα πλοία του προορισμού τους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το ταξί που σταμάτησε ακριβώς μπροστά μας και τους τρεις Αυστραλούς τουρίστες που βγήκαν από μέσα, φορώντας δερμάτινα καπέλα και κρατώντας μια τρομπέτα, να σέρνουν τις βαλίτσες τους, έτοιμοι να σαλπάρουν για κάποιον άλλο προορισμό. Επιβιβαστήκαμε στο Εξπρές Romilda, Bromilda είχε γράψει κάποιος κακοπροαίρετος στην τουαλέτα και πήγαμε στο κατάστρωμα. Το φιλαράκι μου κουβαλούσε ένα φορητό κασετόφωνο JVC και με μια πατέντα το συνδέαμε με το Discman. Αράξαμε στο κατάστρωμα, στήσαμε το ηχοσύστημα, τα ποτά βγήκανε και το μπαρ άνοιξε. Σ’ όλη τη διαδρομή ακούγαμε μουσική, είχαμε και όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ, άρα τα περάσαμε περίφημα. Λίγο μετά τα μεσάνυκτα, το φιλαράκι μου χρησιμοποίησε το sleeping bag του και κούρνιασε δίπλα στις σωσίβιες λέμβους, μεγάλο λάθος, καθώς είχε κύμα στ’ ανοιχτά κι έφαγε μπόλικο αλμυρό νερό. Εγώ δεν είχα καμία διάθεση για ύπνο, είχα πιει και καπνίσει αρκετό ντούρασελ και ξενύχτησα σχεδόν μέχρι τα χαράματα που φτάσαμε στα Κατάπολα, Κατάπουλα όπως τα ονόμασε ένας Γερμανός τουρίστας παραδίπλα μου. Πήραμε το λεωφορείο και σκαρφαλώσαμε αργά προς την Χώρα. Βρισκόμουν σε μία έντονη υπερδιέγερση την οποία αντιμαχόταν η σωματική κούραση, αλλά μόλις αντίκρισα το βράχο της Χώρας λουσμένο στο φως του ήλιου, γέμισε η καρδιά μου με αγαλλίαση. Ναι, σκέφτηκα, ήρθα στο σωστό μέρος. Ήδη ήταν εφτά το πρωί και στο καφενείο του παππού πετύχαμε αυτούς που θα συνόδευαν το επταήμερο μουσικό μας ταξίδι στο νησί. Ο Τάκης, η Ντανιέλα, η Αθηναία (την ονομάζω έτσι, γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ τ’ όνομά της), ο Γιώργης, ο Βιχάιστ ντου (τον αποκαλώ έτσι, γιατί μόλις άκουσε ότι μιλούσα γερμανικά, όταν μ’ έβλεπε μου έλεγε αυτή τη φράση, μέχρι που βαρέθηκα να του λέω τ’ όνομά μου και να τον αγνοώ) και ένα ακόμα παλικάρι, που επίσης δε θυμάμαι τ’ όνομά του. Ο μόνος που έλειπε ήταν ο Θοδωρής, τον οποίο θα γνώριζα τα ξημερώματα. Η παρέα έπαιρνε το πρωινό της, τηγανητά αυγά και καφέ. Ο Τάκης, το Γκόλουμ της Χώρας, μας πρότεινε να καθίσουμε. Το φιλαράκι μου αρνήθηκε ευγενικά, γιατί έπρεπε να εξασφαλίσουμε τη διαμονή μας, δεν είχε κοιμηθεί καλά και το βράδυ, είχε ξυπνήσει γεμάτος αλατόνερο κι έτσι ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ. Βρήκαμε γρήγορα κατάλυμα, στου Φιλ, ο τύπος ήταν φτυστός ο Phil Lynott των Thin Lizzy, εξ ου και το προσωνύμιο που τον βάφτισα και αφού μπήκαμε επιτέλους στο δωμάτιο, είπα στο φίλο μου να πάμε καμιά βόλτα στην παραλία. Αυτός με κοίταξε, με μάλωσε με το βλέμμα του, άρπαξε την κουβέρτα, στερέωσε τη μία άκρη της στον χαλκά από το κρεμαστάρι της κουρτίνας και κάρφωσε την άλλη άκρη μ’ έναν μεγάλο σουγιά πάνω στο ξύλινο πλαίσιο. Έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της τεχνητής συσκότισης, μου είπε ένα ξερό: «Τώρα θα κοιμηθούμε για να έχουμε δυνάμεις». «Το βράδυ θα είναι μεγάλο» πρόσθεσε κι αφού ξεντύθηκε, την έπεσε για ύπνο. Μην έχοντας άλλη επιλογή, από το να βγω έξω και να γυρνάω σαν την άδικη κατάρα μέχρι να καταρρεύσω, ήμουν πάνω από είκοσι τέσσερεις ώρες άυπνος, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω τη συμβουλή του. Άλλωστε κάτι παραπάνω θα ήξερε για τους ρυθμούς του νησιού. Και είχε απόλυτο δίκιο. Το βράδυ, αφού φάγαμε του σκασμού σ’ ένα ταβερνάκι, πήγαμε στον Λίθο, τη μουσική κατακόμβη του Τάκη. Καθόταν έξω από την είσοδο και μόλις μας είδε, ενθουσιάστηκε. «Τί καλούδια φέρατε από τον πολιτισμό;» μας ρώτησε και το φιλαράκι μου έβγαλε μια στοίβα CD με ό,τι πιο φρέσκο έπαιζε στα μισά του 1996. Ήμασταν άρτια εξοπλισμένοι και ο Τάκης έτριψε τα χέρια του από ικανοποίηση. Γνωριστήκαμε με την Ντανιέλα, έναν Βερολινέζο μονόκερο που κυκλοφορούσε στην Αμοργό τα τελευταία δέκα χρόνια και είχε δει ζωντανά τους Joy Division, τον Γιώργη, με τον Βιχάιστ ντου και το άλλο παλικάρι, που είχαν έρθει στην Χώρα και έχτιζαν το καινούριο σχολείο, τον Γιώργη που είχε κόψει τη βασιλόπιττα των βατραχανθρώπων στο βυθό της θάλασσας, που μοιραζόταν την μποέμικη ζωή του στον Πειραιά με τρία γκομενάκια, που τον είχαν μη στάξει και μη βρέξει, μια Γερμανίδα κοκκινομάλλα που ήταν φτυστή ο Μπένι Χιλ και τη γούσταρε ο Τάκης και την άλλη μέρα το πρωί, τον παππού, την Ντίνα, την άλλη του κόρη, που δεν άφηνε τον γιο της να περπατήσει και τον κρατούσε συνέχεια αγκαλιά και κάμποσους άλλους θαμώνες του καφενείου της Χώρας. Πήραμε το κλειδί του κάστρου από την Λόζα και είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου ηλιοβασίλεμα και πανσέληνο μαζί στον ορίζοντα του Αιγαίου. Μοιραστήκαμε την έκσταση μαζί με το φίλο μου και την Ντανιέλα, η οποία μ’ ακολουθούσε παντού, σαν να ήθελε να με προστατέψει από κάτι. Μοιραστήκαμε πολλά πράγματα, της άνοιξα κυριολεκτικά την καρδιά μου, άφησα όλη μου την απογοήτευση, τη θλίψη και την πίκρα να ξεχυθούν, ενώ αυτή μ’ ένα σφουγγάρι, περιποιήθηκε τις λαβωματιές στην καρδιά μου. Της στοίχισε βέβαια τον χλευασμό απ’ όλη τη βερολινέζικη παροικία της Χώρας και για πρώτη φορά γούσταρα που την έσπαγα σε Γερμανούς. Μάλιστα ένας απ’ αυτούς, ο πιο μαλάκας, μας πέτυχε μια φορά έξω από το καφενείο του παππού και άρχισε να κάνει τα παράπονά του στην Ντανιέλα και κάποια στιγμή είπε κάτι για μένα. Του μίλησα στα γερμανικά κι έγινε ρεζίλι, γιατί νόμιζε ότι δεν ήξερα γερμανικά. Με την Ντανιέλα ένιωθα πιο άνετα να μιλάμε στα αγγλικά. Η Ντανιέλα υπήρξε ο φύλακας άγγελός μου, το χέρι της αγάπης που είχα τόση ανάγκη να αισθανθώ και να γιατρέψω την καρδιά μου. Πάντα θα την ευγνωμονώ γι’ αυτό, όπως επίσης και για όλους τους πλατωνικούς διαλόγους που αναπτύξαμε στο διάστημα της παραμονής μας στο νησί. Στην παραλία που πήγαμε, στα δεξιά της Αγίας Άννας, στο τρίτο δαχτυλίδι απέναντι από το νησάκι, χορτάσαμε την παγωμένη θάλασσα και την αγέρωχη θέα του μοναστηριού που δέσποζε ψηλά στον βράχο. Μάλιστα αποφασίσαμε με το φιλαράκι μου να γυρίσουμε με τα πόδια στην Χώρα κι αφού έφυγαν όλοι, είχαμε την παραλία όλη δική μας. Κάναμε τις μαλακίες μας, φωνάζαμε τις μαλακίες μας, ώσπου κάποια στιγμή είδαμε τον Μπένι Χιλ να βγαίνει από την κουφάλα ενός βράχου και αγουροξυπνημένα να μας ρωτάει τι ώρα είναι κι ύστερα να παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Κι εμείς νομίζαμε ότι ήμασταν μόνοι. Δεν είσαι ποτέ μόνος στην Αμοργό, να το ξέρεις. Είχαμε δει και προηγουμένως έναν τύπο με γενειάδα και χιτώνα, να σκαρφαλώνει σ’ έναν βράχο και να διαλογίζεται. Ο Ιησουίτης, είπα στο φίλο μου κι έβαλα το μαγιό μου για να βουτήξω στα λυτρωτικά νερά της Αγίας Άννας. Λυτρωτικά ή όχι, είχε μουγκριά στην περιοχή και δεν ήθελα να το ρισκάρω. Τα CD μας τα είχαμε αφήσει σχεδόν όλα στο μπαράκι του Τάκη κι έτσι, αφού του έμαθα πώς να κάνει καλό καμικάζι, μέχρι και λεμόνια στα Κατάπολα κατέβηκε για ν’ αγοράσει ένα πρωινό που πίναμε τον καφέ μας στου παππού κι έτσι τον βοηθούσα με οτιδήποτε χρειαζόταν την κάθε στιγμή. Είχαμε ένα μαγαζί δικό μας να χορεύουμε, να πίνουμε και την καλύτερη παρέα να συζητάμε για οτιδήποτε όμορφο, άσχημο και ενοχλητικό. Ήμασταν ελεύθεροι, ανάλαφροι και λυτρωμένοι. Φυσικά, πήγαμε και στους μύλους και τότε κατάλαβα τι εννοούσε η Ντανιέλα, λέγοντας ότι το νησί και ειδικά η Χώρα είναι ένα ενεργειακό πέρασμα. Τα σύννεφα πήγαιναν σαν διαβολεμένα κι έδιναν την αίσθηση ενός αυτοκινητόδρομου στο ατέρμονο γαλάζιο του ουρανού. Το μόνο μελανό σημείο της παραμονής ήταν η μη επίσκεψή μας στο μοναστήρι. Ο φίλος μου εντέχνως τρέναρε την επίσκεψη, είτε γιατί βαριόταν, είτε γιατί ένιωθε ότι άλλες ήταν οι προτεραιότητες του ταξιδιού. Δεν πειράζει, δεν τον κακίζω, υπήρξε ένας καταπληκτικός ξεναγός και σίγουρα έπρεπε ν’ αφήσουμε και κάτι για την επόμενη φορά. Δε θα ολοκλήρωνα ποτέ αυτή τη μουσική μου αναπόληση, χωρίς ν’ αναφερθώ στη γνωριμία μου με τον Θοδωρή, άλλον έναν εκπληκτικό άνθρωπο που γνώρισα εκείνη την χρονιά στην Αμοργό. Θυμάμαι καλά πως είχε κλείσει ο Λίθος και είχαμε μαζευτεί όλοι στον Ζυγό. Καθόμασταν μισομεθυσμένοι και ο Τάκης μαζί με τους υπόλοιπους πεινούσε. Και τότε έσκασε μούρη ο Θοδωρής με ένα ταψί τυρόπιτες που είχαν περισσέψει από το φούρνο που είχε στα Κατάπολα. Τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή, ποιον άλλωστε δεν είχα, κι έμαθα την ιστορία του. Είχε πάει πρώτη φορά στην Αμοργό το ’87, τον είχε καλέσει ένας φίλος του που διορίστηκε δάσκαλος και από τότε δεν έφυγε ποτέ. Στέριωσε εκεί, παντρεύτηκε μια Γερμανίδα, έπειτα χώρισε, είχε και δυο γιους κι έκανε διάφορες δουλειές για να τα φέρει βόλτα. Τ’ όνειρό του ήταν να κάνει έναν καφενέ στην Χώρα, απέναντι από τον Λίθο, κάτι που το κατάφερε κάμποσα χρόνια μετά. Έσφιξα τα χέρια μ’ αυτόν τον σύγχρονο πιονέρο της ζωής και κάθε φορά που πήγαινα στην Αμοργό, η φιλία μας εμποτιζόταν με περισσότερο αλάτι και ψωμί, μέχρι που μας άφησε ξαφνικά κι εγκατέλειψε τα εγκόσμια, όχι πλήρης και ούτε φυσικά ευτυχισμένος. Ας είναι πάντα καλά εκεί που βρίσκεται, η Αμοργός θα είναι για μένα πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με την παρουσία του, περάσαμε μαζί απίστευτες καταστάσεις και πολλές φορές με παρότρυνε να νοικιάσω ένα σπίτι στην Χώρα. Ο Θοδωρής ο Αμοργιανός, αυτός που πήγε γαμήλιο ταξίδι στην λίμνη Τιτικάκα στις Άνδεις και άνοιξε τον παραδοσιακό καφενέ «Το Χύμα», στη μνήμη του θα ήθελα ν’ αφιερώσω αυτό το εδάφιο, όπως επίσης και το τραγούδι από τις Τρύπες, το «Καινούρια Ζάλη», του οποίου οι στίχοι χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου, σ’ αυτό το μουσικό ταξίδι.

 

Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12o, 13ο, 14ο, 15o, 16ο, 17ο, 18ο