Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 1ο)

Ο Βασίλης Πετρόπουλος είναι ένας ομοιοπαθής, ένας ακόμη μόνος ανάμεσα στους μόνους και στις μόνες, με τη μουσική πυξίδα και συνοδεία στο ταξίδι μέσα στον κόσμο. Κι αυτές είναι οι ιστορίες του…

Γεννημένος προς τα πρώιμα τέλη του εξήντα, δεν γνώριζα ότι πενήντα χρόνια μετά θα εξακολουθούσα να είμαι ένας εξωγήινος ανάμεσα σε γήινους. Και δεν θα πίστευα επίσης ότι αυτό δεν θα ήταν ποτέ δυστυχία παρά μόνο ευλογία στη ζωή μου. Γιατί μίσησα, καταράστηκα, αναθεμάτισα τον εαυτό μου επειδή δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί και να απολαύσει την θλιβερή, ρηχή και λυπηρή ζωή των γύρω μου. Πάντοτε ένιωθα σαν ξένος, ένας παρείσακτος, ένας outlander και οι συνάνθρωποί μου φρόντιζαν πάντα να μου το κάνουν κατανοητό. Ναι, κακώς τα έβαλα με τον εαυτό μου, κακώς δικαιολόγησα τους ανθρώπους, γιατί κι εγώ άνθρωπος είμαι μεν αλλά συνάμα κι εξωγήινος. Και γνώρισα και άλλους εξωγήινους, πολλούς, όλοι τους με το ίδιο πρόβλημα προσαρμογής, επικοινωνίας και προσομοίωσης. Ναι, δεν είμαι ο μόνος γιατί είμαι μόνος, είναι κι άλλοι πολλοί όμοιοι σαν εμένα που ζουν ανάμεσα σε γήινους. Κι αυτοί όπως κι εγώ λατρεύουν τη μουσική, ζουν με αυτήν, αναπτύσσονται με αυτήν, γερνούν μαζί με αυτήν. Και είμαι κι εγώ ένας από δαύτους, πενήντα χρόνια μετά. Υπάρχει λοιπόν ένα alien nation ανάμεσα στο human kind, το οποίο ζει και ανασαίνει για την μουσική. Path is the way, η ατραπός είναι ο δρόμος όπως λένε και οι φίλοι μου οι Mandalorians κι έτσι εξακολουθούμε να ζούμε, εξωγήινοι μεν γήινοι δε, χελώνες παραδομένες στα όστρακά τους. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν υπάρχουμε, πως δεν αναπνέουμε, πως δεν ονειρευόμαστε, το αντίθετο μάλιστα. Μοιραζόμαστε μεταξύ μας την ενέργεια που rave-άρει τις αισθήσεις μας, που new wave-άρει τις συνειδήσεις μας, που rock-άρει τις δονήσεις μας. Ζούμε, υπάρχουμε και λαχταρούμε ν’ αρχίσουν ξανά τα πάρτι, εκείνα τα πάρτι όπου τόσοι πολλοί άκουγαν μουσική κι εκστασιάζονταν, όπου τόσοι πολλοί άκουγαν μουσική και φτιάχνονταν, όπου τόσοι πολλοί άκουγαν μουσική και διαλογίζονταν. Οφείλω λοιπόν να παραθέσω κάποιες προσωπικές εμπειρίες και να τις καταγράψω με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας. Μπορείτε να τις διαβάσετε, άλλωστε εσείς θα χάσετε μόνο το χρόνο σας. Εγώ τον έχω χάσει ήδη και προσπαθώ απλά να τον κερδίσω.

.ΕΔΑΦΙΟ ΠΡΩΤΟ

 Όταν μυηθείς στο μαγικό κόσμο της μουσικής, ανακαλύπτεις ότι βρίσκεσαι σ’ ένα διαρκές ροντέο, πάνω στην πλάτη ενός ταύρου ή ενός maverick, προσπαθώντας να τιθασεύσεις την αχαλίνωτη ενέργεια που αναβλύζει από μέσα τους. Τις περισσότερες φορές πέφτεις από τη σέλα και αναλογίζεσαι από πού μπορείς ν’ αντλήσεις το κουράγιο για να το επιχειρήσεις ξανά. Σου φαίνεται τόσο αδύνατο, τόσο μακρινό, τόσο απίθανο, παρατηρείς τους άλλους επίδοξους δαμαστές που πέφτουν με τη σειρά τους και νιώθεις ότι αγωνίζεσαι να δεις τη σκιά σου, πρόσωπο με πρόσωπο. Και τότε απλά συμβαίνει, συμβαίνει η χαραμάδα ανάμεσα στους δυο κόσμους. Και δεν πέφτεις τούτη τη φορά, τιθασεύεις την ενέργεια. Και βρίσκεσαι σε έναν κόσμο γεμάτο μονόκερους, δράκους και νεράιδες, γεμάτο δρυΐδες, μάγισσες και μύστες, γεμάτο δειλούς, ήρωες και προδότες, γεμάτο ζωντανούς και πεθαμένους. Έχεις βρει τη λίθο, αυτήν που κρατά τους κόσμους σε αρμονία και ισορροπία. Ένα ταξίδι που κάνεις και δεν έχει γυρισμό, ένα ταξίδι χωρίς ανταγωνισμό, ένα ταξίδι χωρίς προορισμό. Βρίσκεσαι στην άγρια δύση του διαστήματος και στήνεις το ράντσο σου, με τους πρώτους ταύρους και mavericks που κατάφερες να δαμάσεις. Κι έτσι κοινωνείς με το σύμπαν, επικοινωνείς με το διάστημα και φροντίζεις τα ζωντανά σου.

ΕΔΑΦΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Κάθε φορά που πάω σε δισκοπωλείο και στέκομαι μπροστά στο ράφι με τα μεταχειρισμένα βινύλια, νιώθω σαν μεγάλο παιδί σε λούνα-παρκ: αναμνήσεις, εικόνες και συναισθήματα αναδύονται μέσα από το ράφι, καθώς αρχίζω να ξεδιαλέγω τις θύμησες και να αγωνιώ μήπως τυχόν βρω κάποιο ξεχασμένο διαμάντι, κάποιο παρατημένο παιδί που ορφάνεψε από γονείς. Και πάντα βρίσκεις, πάντα κάτι υπάρχει εκεί, ναυαγισμένο και περιμένει να το πάρεις σπίτι σου, να βρει μια στέγη, μια αγκαλιά, ξανά μια ζεστασιά. Πληρώνεις το αντίτιμο δίχως να παζαρέψεις την τιμή, γιατί τώρα το βρήκες, είναι δικό σου, είναι το παιδί που ξεστράτισε από το γονιό του, είναι το σκυλί που γύρισε στο αφεντικό του. Και αναρωτιέσαι, ποιος άραγε έκανε αυτό το έγκλημα και άφησε το μουσικό κειμήλιο στο ράφι με τα μεταχειρισμένα, ποια ανάγκη τον οδήγησε να πουλήσει ένα κομμάτι της ψυχής του για να πληρώσει τη δόση της εφορίας, της τράπεζας, της ντόπας του. Εύχεσαι νοερά να μη βρεθείς ποτέ σ’ αυτήν τη δυσάρεστη θέση και γεμάτος αγωνία και διέγερση, αφήνεις τη βελόνα να κυλήσει στο αυλάκι και ακούς τις πρώτες νότες του απολωλότος βινυλίου. Ναι, είσαι στο μουσικό τσιφλίκι σου και κανένας, μα κανένας μπαγλαμάς δεν μπορεί να σου πει κάτι και τίποτα.

EΔΑΦΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ευγνωμονώ τη μουσική για δύο μόνο λόγους: ο πρώτος είναι ότι μου δίδαξε πως υπάρχει κάτι πιο πλήρες από τη μαλακία και ο δεύτερος, ότι δεν υπάρχει τέλος στο να μαθαίνεις. Οι δύο αυτές αρχές έγιναν ο θεμέλιος λίθος της ζωής μου κι έτσι πορεύομαι από τότε. Η μουσική δεν είναι μια ουτοπία, ούτε μια ψευδαίσθηση, είναι μία εμπειρία η οποία λειαίνει με τη σμίλη της τ’ ανώμαλα εξογκώματα του εαυτού σου. Φαντάσου πως είσαι ένα κομμάτι μάρμαρο και ο γλύπτης αφαιρεί οτιδήποτε περιττό, γιατί βλέπει τι υπάρχει μέσα στο μάρμαρο. Η μουσική δίνει σχήμα στη σιωπή όπως το δοχείο στο κενό. Αυτό το ρητό το έχω σαν φυλαχτό στην αφιλόξενη και αφιλόμουση εποχή που ζω. Γρίφοι, αινίγματα και αοριστίες, παραλογισμοί, αδιέξοδα και επιθυμίες, ένα κουβάρι απόγνωσης, ένα σαμοβάρι λύτρωσης. Ναι, ευγνωμονώ την μουσική, άφησα πίσω μου το μέλλει γενέσθαι και διάβηκα στο μέλλοντα ταύτα. Καθώς είναι πάντα ηρωικό και σουρεαλιστικό, να περπατάς στο ναρκοπέδιο της γνώσης και να τραγουδάς πως η άγνοια είναι ευλογία και η αλήθεια ελευθερία.

ΕΔΑΦΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Κατά τη διάρκεια του διετούς αποκλεισμού, εγκλεισμού και αποχής από τα μουσικά δρώμενα, είχα την ευκαιρία να εντρυφήσω βαθύτερα σε μια αγαπημένη μπάντα, τους SOUND. Σαν το μάννα εξ ουρανού βρέθηκε στην κατοχή μου υλικό από ζωντανές εμφανίσεις τους, καθώς και ανέκδοτα κομμάτια τους. Να είναι καλά το λαγωνικό το φιλαράκι μου. Άκουσα με προσοχή, δίχως ανιαρή και μονότονη ροή και στο τέλος ένιωσα ότι ήμουν ευλογημένος, που έπειτα από σαράντα δύο χρόνια άκουγα κάτι καινούριο από τους SOUND, κάτι που δεν το ήξερα όλο αυτό το διάστημα. Θυμάμαι σαν χθες την πρώτη φορά που άκουσα τους μαγικούς στίχους του «I Can’t Escape Myself», στα games, μέρα μεσημέρι να περιμένω τη σειρά μου για να παίξω galaga. Θυμάμαι τον εαυτό μου να πλησιάζει το παλικάρι που έδινε μάρκες, έκανε φραπέδες και κρατούσε το μαγαζί, μια φάτσα που μύριζε παοκίλα και rock ‘n’ rolla και το ρώτησα πως λεγόταν η μπάντα που έπαιζε η κασέτα. Μου απάντησε ξερά SOUND και συνέχισε την ταπεινή δουλειά του, μη σηκώνοντας άλλες κουβέντες. SOUND σκέφτηκα, μα SOUND είναι ο ήχος, μάλλον με κορόιδεψε ο τύπος και πικραμένος πήρα τη θέση μου να παίξω άλλο ένα ηλίθιο ηλεκτρονικό παιχνίδι. Έλα ντε όμως που η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς κι έτσι ένα βραδάκι, εκεί που τριγυρνούσα στα δισκάδικα της περιοχής κοιτάζοντας τις βιτρίνες τους με βουλιμία και περιέργεια, είδα το βινύλιο των SOUND, το άσπρο μαύρο, ξέρετε, το πρώτο τους. SOUND είπα, άρα είναι μπάντα, δε μου έλεγε μαλακίες ο αλάνης, την αλήθεια μου είπε. Πήγα την επόμενη μέρα στο δισκάδικο, το απόγευμα στις πέντε και περίμενα υπομονετικά μέχρι ν’ ανοίξει. Ζήτησα από το μύστη να μου δείξει το δίσκο και μόλις διάβασα το «I Can’t Escape Myself» τότε κατάλαβα: έπρεπε να τον αποκτήσω. Τον ρώτησα πόσο έκανε, μου είπε, πήγα σπίτι, άδειασα τον κουμπαρά με τις οικονομίες μου και τον έφερα στο σπίτι. Τον διακόρευσε η κεφαλή του Sherton και στην πορεία της Sony και του ΜΚ2. Κι από τότε λάτρεψα και αγάπησα αυτήν την μπάντα. Και τώρα, σαράντα δύο χρόνια μετά, άκουγα ανέκδοτα κομμάτια τους και το πιο σημαντικό, είχα υλικό και από την προσωπική δουλειά του αυτόχειρα Adrian. Εκτίμησα ακόμα περισσότερο το αβυσσαλέο του πάθος να γράφει μουσική, την ακόρεστη δίψα του για αγάπη, αντίσταση και αναγνώριση, συναισθήματα τα οποία τον οδήγησαν στην καρμανιόλα της ζωής του. Ανακάλυψα έναν σβώλο χρυσάφι στα σκατά που βούτηξα για δύο χρόνια και δε θα τον άφηνα ποτέ να λάμψει μέσα στο βούρκο της σκατωδίας. Τώρα τον έχω σπίτι μου, στην καρδιά μου, στην ψυχή μου, είναι στην ανάσα μου, στο βλέμμα μου, στο μυαλό μου. Συνδέθηκα ξανά με την DIGEA, όχι αυτήν με το ψηφιακό σήμα, την άλλη, αυτή με το αναλογικό, εκείνη που εκπέμπει στο Avatar και δεν την κυνηγάει η Sigourney για να τη σκοτώσει, αλλά για να τη γλιτώσει από τον αφανισμό που σχεδιάζουν οι άμουσοι αρχιτέκτονες της φιλόδοξης υστεροφημίας τους. Όμως οφείλω να ζητήσω μια συγνώμη, καθώς παρασύρθηκα και η σκέψη μου, σαν ένας πίθηκος, πήδηξε από κλαρί σε κλαρί. Επιστρέφω λοιπόν πάλι πίσω, στο γόνιμο ταξίδι που έκανα στην έρημο του αποκλεισμού, στην όαση που έκανα στάση την καμήλα μου. Σαράντα δύο χρόνια πιο πίσω ήμουν έφηβος, γεμάτος όνειρα, πόθους, αυταπάτες και ενοχές, είχα όλη τη ζωή μπροστά μου. Τώρα, σαράντα δύο χρόνια μετά, εισπνέω και εκπνέω μουσική, είμαι ένα αμφίβιο ον που ζει δίχως οξυγόνο, που χρειάζεται όμως υδρογόνο. Όμως πάλι κούρασα με τις φιλοσοφίες και τις αμφίσημες επισημάνσεις μου, θέλω να καταλήξω στο γεγονός, ότι η μουσική είναι εξάρτηση και όπως όλες οι εξαρτήσεις, δεν είναι πάντα γλυκιά και μειλίχια, είναι επίσης αυστηρή και άτεγκτη. Επομένως, όντας εξαρτημένος, μπαίνω στον κόπο να κάνω τα δώδεκα βήματα, αυτά που θα με φέρουν κοντά στο να διαχωρίσω την ύπαρξη από την εξάρτηση, να γίνω ένα με τη μουσική με άλλα λόγια. Είμαι ένας ασκητής, που ζει στην σκήτη του κάθε βράδυ και κάθε μέρα κυκλοφορεί ανάμεσα σε Orcs, Uruk-hai και Nazgul. Γι’ αυτό μου αρέσουν τα βινύλια και τα CD. Τα βάζω να παίζουν στη σκήτη μου κι έτσι περνάω τον ελεύθερο χρόνο της ασκητικής ζωής μου.

(συνεχίζεται)