Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 21ο)
Αντιφάσεις, ακροάσεις, "κατεβάσματα' από την διαδικτυακή Βαλχάλα, βλέμματα που χάνονται στο γαλάζιο του Αιγαίου. Του Βασίλη Πετρόπουλου
ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΕΦΤΑ.
Η αντίφαση είναι μια ίωση που επιστρέφει μόλις διακόψεις την αγωγή που παίρνεις για να την διώξεις. Και η αντίφαση έχει ένα ιδιώνυμο γνώρισμα: κάνεις κάτι που πρέπει ενώ δεν πρέπει να το κάνεις. Η κατάσταση αιχμαλωσίας και ομηρίας που σε φέρνει αυτή η ίωση, δεν καταπολεμάται με την αντιβίωση, απαιτεί μια πιο δραστική λύση: την βαθύτερη ενδοσκόπηση. Επιστρέφεις πίσω, στο πρωτόγονο, στο πρωταρχικό, στο αρχέγονο και ανασυνθέτεις τον εαυτό σου. Τον βλέπεις μωρό, γυμνό, εύθραυστο, τον βλέπεις κενό, φιλόδοξο, αδίστακτο. Ενώνεις τα τέσσερα σημεία του ορίζονται και κατανοείς πως ο χρόνος είναι παρελθών και ο μόνος τρόπος να συνυπάρχεις μες το σύμπαν είναι να μην παίρνεις αντιβιώσεις αλλά να είσαι άτρωτος στις ιώσεις. Βαφτίζεις λοιπόν τον οίστρο σου στα νερά της Στύγας και φροντίζεις αυτή την φορά να τον κρατάς από ένα λάστιχο και όχι από την φτέρνα και γεννιέσαι ξανά, γίνεσαι μια πινελιά στον μουσικό καμβά του κόσμου. Γιατί είσαι μουσική, ανέκαθεν ήσουν, μια κοσμική νότα στο λιμπρέτο του σύμπαντος, ή μήπως μια ανθρώπινη μελωδία στην συμφωνία του κόσμου; Όπως και να έχει, η μουσική διώχνει τις ιώσεις και διατηρεί το περιβάλλον καθαρό από τις παρενέργειες της.
ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΟΚΤΩ.
Αν κάτσεις και το καλοσκεφτείς, μια μουσική μπάντα είναι μια εταιρεία, όπου τα μέλη της αποτελούν έναν συγκεκριμένο ρόλο, όταν τον επιτελούν απρόσκοπτα έρχεται η επιτυχία, όταν όμως εμπλέκονται έριδες, αντιζηλίες κι εχθρότητες, τότε ακολουθεί η αποτυχία. Η αποτυχία απέχει από την επιτυχία όσο το νύχι από το κρέας λέει ο θυμόσοφος λαός κι έχει απόλυτο δίκιο. Καθώς είναι μια τραγωδία, μια μουσική μπάντα που θαμάζεις να την βλέπεις να διαλύεται λόγω προσωπικών προστριβών των μελών, ή να σέρνεται στα δικαστήρια για τα ποσοστά από τα κέρδη και τις πωλήσεις, με μηνύσεις, ασφαλιστικά μέτρα, δηλώσεις στον τύπο κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Και αναρωτιέσαι, αλήθεια που πήγαν οι μουσικοί, αυτοί που έγραψαν κι ερμήνευσαν αυτά τα υπέροχα τραγούδια που σου χάρισαν, παρέμειναν δηλαδή μόνο τα ανθρώπινα τους είδωλα στον καθρέφτη; Από ότι φαίνεται τσέλικα, αυτό συμβαίνει, κοιτάζεις τον καθρέφτη και δεν βλέπεις μουσική, παρά μόνο ένα ανελέητο κυνηγητό δόξας, φήμης και χρήματος. Στο κάτω κάτω και οι μουσικοί άνθρωποι είναι, με τις ενοχές, τις τύψεις και τις ψευδαισθήσεις τους, δεν διαφέρουν από τους άπορους, τους άστεγους και τους παρίες. Και όπως όλες οι εταιρείες, κάποια στιγμή όταν μπουν στο χρηματιστήριο της music wall street, τότε σίγουρα η αίγλη, η δημοσιότητα και η έπαρση συνουσιάζονται μαζί τους, στα penthouse των γκαλά που διοργανώνουν.
ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΕΝΝΙΑ.
Παλιότερα, μόλις τριάντα χρόνια πριν, τα δισκοπωλεία της πόλης ήταν σαν τα σημερινά malls, όλοι περνούσαν για να πάρουν κάτι. Τώρα τα φαντάζομαι σαν μουσικά βιβλιοπωλεία, όπου τα επισκέπτεσαι για να βρεις το κατάλληλο βιβλίο να διαβάσεις. Όσο εξυπηρετικοί κι αν είναι οι υπάλληλοι, εσύ οφείλεις να βρεις αυτό που πρέπει να βρεις μέσα στον όγκο των μουσικών βιβλίων. Δεν είναι εύκολο, όμως λίγο η διαίσθηση, λίγο η εμπειρία, λίγο η τύχη, σε οδηγούν να βρεις το κατάλληλο βιβλίο και μόλις το διαβάσεις να παραδεχτείς, ότι τελικά υπάρχει φως στην άβυσσο του χρόνου που διανύουμε. Μέσα στην κοινωνική παρακμή που βιώνουμε, η μουσική δεν μπορεί να παραμείνει ανεπηρέαστη, γιατί και η μουσική είναι βραχίονας της κοινωνικής έκφρασης, επομένως είναι σαν να ψάχνεις να βρεις ψύλλους στα άχυρα, να βρεις την όαση στην έρημο και να ξαποστάσεις. Και με τον όρο μουσική, διευκρινίζω ότι δεν εννοώ την μουσική βιομηχανία και τα κακομαθημένα παιδιά της, αλλά την ανεξάρτητη οικοτεχνία, που παλεύει να συντηρήσει τα εγγόνια της. Σε τέτοιους καιρούς φτάσαμε, αντί να μας γηροκομούνε τα παιδιά μας, να γηροκομούμε τα εγγόνια μας κι αυτά να μας βλέπουν σαν σούρδους που πουλάνε καρπούζια σε εβραίους.
ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΔΕΚΑ.
Το φεγγάρι έπεσε απόψε στον κήπο μου. Πήγα να το σηκώσω μα ήταν βαρύ, λες και το φως που έλαμπε ήταν από πάγο. Το βόλεψα στον θώκο της μουσικής μου ανεπάρκειας κι αυτό μου ζήτησε δειλά, λίγο από το κώνειο που πίνω κρυφά τα βράδια. Του πρόσφερα ένα ποτήρι Killing moon και το φεγγάρι μου είπε πως δεν φώτιζε μάταια τον κήπο μου. Ήπιε το κώνειο, μοιράστηκε το δούναι και λαβείν κι έπειτα πήγε σπίτι του. Λίγο αργότερα ήρθαν τα αστέρια και με ρώτησαν αν βγήκα σέλφι και ποιο t-shirt φορούσε.
ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΕΝΤΕΚΑ.
Όταν υπηρετείς την τέχνη οφείλεις να την σέβεσαι, αλλέως σε τιμωρεί, αυτό είχε πει κάποτε ο Τσαρούχης και με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Κάνω το καθήκον μου σαν ταπεινός υπηρέτης της κι εστιάζω στην μουσική ενέργεια που μου προσφέρει και όχι στα κουτσομπολιά, τις διαδοσίες και τις φήμες που κυκλοφορούν και αναπαράγουν οι μουσικές κατσαρίδες, που σκαλίζουν τα πάντα και σχολάζουν τα πάντα. Τα πρόσωπα που παράγουν κάθε μορφή τέχνης δεν μπορεί να είναι πιο σημαντικά από το έργο που προφέρουν, ωστόσο οι ίδιοι έλκουν το φως της δημοσιότητας και όχι το έργο τους. Γιατί οι μουσικοί παπαράτσι ζουν κι αναπνέουν για να θρυμματίσουν την εικόνα και όχι να ασχοληθούν με το περιεχόμενο. Ακριβώς σαν όλους εκείνους τους μαλάκες που αναλύουν, σχολιάζουν και βυθοσκοπούν πίνακες ζωγραφικής ενώ δεν έχουν πιάσει ποτέ πινέλο στα χέρια τους. Για αυτό και προτιμώ να είμαι ένας υπηρέτης της τέχνης, γιατί διαλέγω να υπηρετώ την μουσική και όχι να είμαι δούλος, μην έχοντας την επιλογή. Δεν με νοιάζουν τα πρόσωπα, αυτά είναι τα μέσα και όχι ο σκοπός κι αν δεν σέβονται τον εαυτό τους και την τέχνη που υπηρετούν, τότε αυτή αργά ή γρήγορα θα τους τιμωρήσει.
ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΔΩΔΕΚΑ.
Για κάποιον που μεγάλωσε διψασμένος για μουσική κι έχοντας σαν βοήθεια και στήριγμα το ραδιόφωνο και κάποιες μουσικές εκπομπές στην δημόσια τηλεόραση και λίγο αργότερα ένα MTV και τα 120 λεπτά, για κάποιον πεινασμένο το ίντερνετ θα ήταν η όαση με τα ουρί και το πιλάφ, η Εδέμ των πρωτόπλαστων, ο παράδεισος του ισλάμ, η βαλχάλα των ακροάσεων. Μακαρίζω νοερά τις ελάχιστες γνώσεις μου στην μουσική παιδεία όπως και την αειθαλή μου μνήμη για κάποια ακούσματα και βρίσκω τώρα την ευκαιρία να τα ανασύρω διαδικτυακά, δωρεάν και χωρίς καμιά υποχρέωση προς τρίτους. Μπαίνεις στο Soulseek, πληκτρολογείς και κατεβάζεις από την τεράστια databank. Είναι μια ευλογία αυτό το site, μια πανάκεια για την αρρώστια μου, μια εκδίκηση για την στερημένη μου νεότητα. Αν υπήρχε το ίντερνετ το ογδόντα, ίσως και να μην ήμουν ο άνθρωπος που είμαι τώρα, αν είχα πρόσβαση στο ίντερνετ το ενενήντα, ίσως να ήμουν πιο εξαρτημένος από ότι είμαι τώρα. Αντλώ προσεχτικά, πετώντας τον κουβά στο πηγάδι της μουσικής και προσέχω σχολαστικά να μην χαλάσει. Όπως όλοι σας γνωρίζετε, ο κουβάς χαλάει, όχι το πηγάδι.
ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΔΕΚΑΤΡΙΑ.
Το 2003 είχαμε πάει στην Ανάφη και το εφόδιο που κουβαλούσα μαζί μου λεγόταν Workhouse. Σε μια συλλογή που είχε το φιλαράκι μου υπήρχε το τραγούδι ‘Peacon’, το οποίο πρωτάκουστα στο καράβι εν πλω. Έπαθα total black out. Δεν άκουγα τίποτα άλλο ή μάλλον, ότι άλλο άκουγα, με άφηνε ασυγκίνητο. Το κομμάτι μου είχε κάψει κυριολεκτικά τον εγκέφαλο. Το πρώτο βράδυ, στην βεράντα των δωματίων που φιλοξενηθήκαμε, έβλεπα το φεγγάρι και το άκουσα ίσαμε δεκατέσσερεις φορές συνεχόμενα μέχρι να πάω για ύπνο. Την επόμενη μέρα στο Κλεισίδι, το άκουσα καμιά δεκαριά φορές ακόμη, προσπαθώντας να εμπνευστώ στίχους βλέποντας τα κύματα να σκάζουν στην ακτή. Μάταια τα φιλαράκια μου μού έλεγαν να πάω να κάτσω στην σκιά, εγώ πεισματικά καθόμουν κάτω από τον καυτό ήλιο και προσπαθούσα να ταξιδέψω μαζί με το τραγούδι. Ήμουν αλλού, βρισκόμουν κάπου αλλού και φοβάμαι ότι δεν επέστρεψα πραγματικά από εκεί, ένα μέρος μου έμεινε για πάντα εκεί, a peacon, ένας ανορθόγραφος φάρος θα μπορούσε να είναι που ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που κοιτάζω τον ουρανό και τα άστρα ή την θάλασσα και τα κύματα, τον βλέπω να αναβοσβήνει. Μπορεί να μην είχα σχέση, μπορεί να προερχόμουν από την τραυματική εμπειρία μιάς σχέσης, ωστόσο είχα το 'peacon' και τα φιλαράκια μου, ήμουν στην Ανάφη και βουτούσα στα κύματα, αναζητώντας σαν ένας άλλος κοσμοναύτης, να βρω τον φάρο που μου είχε υποσχεθεί η μοίρα. Ναι, γιατί ήμουν κι ένιωθα σαν κοσμοναύτης, τότε στο νησί της Ωγυγίας, της Καλυψώς, εκεί όπου είχε ξεχάσει ο Οδυσσέας την αγαπημένη του Πηνελόπη. Ψηλά από το μοναστήρι ταξίδεψε το βόλεμά μου στο γαλάζιο του Αιγαίου και η σκέψη μου πέταξε με τα φτερά των αετών, άλλη μια μουσική τσεκουριά στην ψυχή μου. Ευγνωμονώ όχι μόνο τους Workhouse αλλά και τους άγνωστους φίλους του ίντερνετ που μοιράστηκαν και τα b-sides των δυο δουλειών που κυκλοφόρησαν. Ανατριχιάζω κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ταξίδι μου στην Ανάφη το 2001, την απαρχή μιας άλλης δεκαετίας, μιας ελπιδοφόρας αρχής που είχε ένα καταστροφικό τέλος. Δεν πειράζει, γεννιέσαι μες την άγνοια, ζεις με την γνώση και πεθαίνεις με την ελπίδα, έτσι δεν πάει ο κύκλος; Όπως και ο τίτλος του άλμπουμ, ‘The end of the pier’, η προβλήτα κάποια στιγμή τελειώνει, απομένει το κενό να πετάξεις, το άπειρο να βυθιστείς. Κι αν τυχόν φοβάσαι, τότε μπορείς να γυρίσεις πίσω στην ασφάλεια και να περιμένεις το επόμενο 'peacon' που θα σε καλέσει, καθώς εκείνος που λέει πως δεν φοβάται, είναι ένας άλλος δειλός που κρύβει την αλήθεια. Peacon, yeah!