Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 22ο)

Οι δρόμοι στις μουσικές αφηγήσεις του Βασίλη Πετρόπουλου οδηγούν από την καλοκαιρινή Αμοργό μέχρι την Θεσσαλονίκη στα 80s, τον καιρό της Siouxsie.

ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ

Τον Μάρτιο του 2003 έψησα τα δυο φιλαράκια μου να πάμε ένα μίνι ταξίδι στην Αμοργό. Κατά έναν μαγικό τρόπο αποδέχτηκαν την πρόσκλησή μου κι έτσι φορτώσαμε τα σακίδια μας, μια κιθάρα, ένα μπάσο, το MC 101 και το Tascam στο Ρunto και φύγαμε βολίδα για το νησί της έμπνευσης. Ο μόνιμος citizen Θοδωρής θα μας εξασφάλιζε στέγη, κάτι που αποδείχτηκε αρκετά δύσκολο και πολύπλοκο, καθώς όλοι έλειπαν σχεδόν από το νησί. Με τα πολλά, βρέθηκε ένας χώρος σε ένα συγκρότημα που το διαχειριζόταν μια Μαλαισιανή εν απουσία του ναυτικού αντρός της και αράξαμε εκεί. Η εβδομάδα δεν ήταν καθόλου καλή, έβρεχε σχεδόν κάθε μέρα και ο φίλος μας ο Θοδωρής, σαν ένας σύγχρονος σαντινίστα κατέφτανε με την μηχανή κάθε πρωί και σχεδιάζαμε πως θα περνούσαμε την μέρα μας. Γυρισμέ όλο το νησί, τα δε βράδια τα περάσαμε προσπαθώντας να γράψουμε μουσική. Κάναμε κάποιες απόπειρες, βρέθηκε μια άκρη και τα γράψαμε με τα χίλια ζόρια, καθώς ο αέρας και η βροχή που έμπαιναν από τα χαλασμένα παράθυρα απειλούσαν να βραχυκλώσουν το πανάρχαιο ηλεκτρολογικό κύκλωμα του δωματίου. Σαν σύγχρονοι αλφαμίτες, κρεμούσαμε πετσέτες εναλλάξ ώστε να μην φτάσει το νερό στην μοναδική πρίζα του δωματίου. Εμποδίσαμε την υδάτινη λαίλαπα να καταστρέψει το έργο μας και σαν σύγχρονοι Sex Pistols μείναμε ικανοποιημένοι με τις μουσικές μας επιδόσεις. Ήταν μια ωραία εμπειρία, πήραμε τις ανάσες μας, γευτήκαμε τις αλμύρες μας και χαρήκαμε τις στιγμές μας με τον φίλο μας τον Θοδωρή. Δεν είμασταν μουσικοί, είμασταν τρεις φίλοι που θέλησαν να πάνε στην Αμοργό για να γράψουν μουσική επειδή γουστάραν κι επειδή μπορούσαν. Το νησί μας υποδέχτηκε με βροχή, υγρασία και αέρα όμως μας πρόσφερε μοναδικές στιγμές γαλήνης, ηρεμίας και φιλίας. Πάνω στους μύλους και πίσω στο νεκροταφείο συνομιλήσαμε με τις ψυχές και αφουγκραστήκαμε τις ζωές των Αμοργιανών, πάνω στο καλογερικό ήπιαμε τα ποτά και τις μπίρες μας και χορέψαμε παρέα με τα όνειρα μας. Ήταν μια μουσική ταξιδιωτική εμπειρία και μάλιστα στην επιστροφή πετύχαμε και την σπιτονοικοκυρά από την Μαλαισία στο καράβι, δίνοντας την τα σαράντα χιλιάρικα της διαμονής μας στο πέντε αστέρων κατάλυμα της. Γαμώ την Μαλαισία μου, είπε το ένα φιλαράκι κι εγώ χαμογέλασα, έχοντας στο σακίδιο τις κασέτες που γράψαμε στο ΤASCAM.

ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ

Ένας καλός φίλος γύρισε και μου είπε πως στην μουσική καλό είναι στον στίχο να απουσιάζει το εγώ και να επικρατεί το εσύ. Ο στίχος γίνεται πιο άμεσος όταν απευθύνεσαι εσύ στον άλλον. Δεν έχω αντίρρηση σε αυτό, γιατί δεν έχω σκοπό να γράφω στίχους για να μεγεθύνω το εγώ μου, απλά νιώθω ότι εκφράζω πιο άμεσα ένα βίωμα στο πρώτο πρόσωπο απ’ ότι στο δεύτερο. Κι επίσης επειδή πιστεύω απόλυτα, πως εσύ είμαι εγώ, όπως επίσης πως εγώ είμαι εσύ. Το βρίσκω πιο εύλογο να περιγράψω κάτι που μου συνέβη με το δικό μου στίγμα παρά να το μεταφέρω και να το προσωποποιήσω σε ένα άλλο εσύ. Δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στους στίχους, δεν υπάρχει ούτε εγώ, ούτε εσύ, ούτε αυτοί και άλλοι, ο στίχος είναι στίχος, είναι συναίσθημα, βίωμα, σκέψη, λογισμός και δεν ανήκει σε κανένα, μόνο σε αυτούς που τον νιώθουν στο μυαλό τους, στην καρδιά τους. Ο καθένας που γράφει κάτι, το γράφει γιατί πρώτα το σκέφτηκε κι έπειτα θέλησε να το μοιραστεί και με τους υπόλοιπους. Δυστυχώς, ευτυχώς, καλώς ή κακώς, αυτός το σκέφτηκε, όμως δεν υπάρχει πλέον το εγώ όταν το γράφει, υπάρχει το όλοι οι υπόλοιποι, οι οποίοι είναι καλοδεχούμενοι να το φτύσουν, να το απορρίψουν, να το δεχτούν, να το υιοθετήσουν, είναι ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν. Γιατί η σκέψη είναι ελευθερία και η κριτική πάντα μια φτηνή, ανιαρή και έξυπνη λογοκρισία. Καθώς πιστεύω ακράδαντα πως μουσικός δεν είναι κάποιος που ξέρει να διαβάζει νότες, αλλά οποιοσδήποτε προσπαθεί να εκφράσει την μουσική που νιώθει μέσα του με έναν άλλο τρόπο. Αυτός που θέλει να μοιραστεί όλο αυτό το φορτίο που συσσωρεύεται καθημερινά μέσα του κι επειδή δεν ξέρει τι γράφουν τα έγγραφα που του δίνουν να συμπληρώσει, καθώς είναι γραμμένα σε μια γλώσσα διαφορετική από την δικιά του, δεν απελπίζεται και σπάζει το κεφάλι του πως θα το ξεφορτωθεί. Καθώς κάθε μέρα βιώνει, νιώθει και δημιουργεί μουσική μέσα του και το φορτίο αυτό τον βαραίνει και τον απασχολεί, γιατί θέλει να νιώθει ελεύθερος από τα δεσμά της βαρύτητας, γιατί γεννήθηκε αεροπόρος, κάποιος που δεν πατά τα πόδια του στην γη, κάποιος που είναι πουλί, μια ελπίδα, μια αχτίδα, ο λόγος που γεννήθηκε σε αυτόν τον κόσμο. Κάποιος είπε πως αν ήθελε ο θεός να πετάει ο άνθρωπος, θα του εδινε φτερά κι εγώ προσθέτω πως το μυαλό δεν είναι ύλη, είναι φαντασία και λογισμικό, το οποίο ταξιδεύει παντού, δίχως όρια και περιορισμούς. Η λογοκρισία, δηλαδή η κριτική και η υποκρισία, δηλαδή η σοφιστική, είναι οι δυο τέχνες και τεχνικές που εφαρμόζονται προκειμένου να σου στερήσουν το αναφαίρετο δικαίωμα σου να υπάρχεις και να εκφράζεσαι και να αποβάλλεσαι όταν δεν συμβιβάζεσαι με τους κανόνες και τις μεθόδους τους. Παραθέτω μόνο τον μύθο του Ίκαρου και τον βίο του γλάρου Ιωνάθαν και σας προκαλώ να αποφανθείτε, αν η μουσική της ψυχής υπόκειται στους νόμους και στους κανόνες της κριτικής σκέψης.

ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΔΕΚΑΕΞΙ

Σε ένα κρίσιμο μομέντουμ της ζωής μου, άνοιξα τις πόρτες του σπιτιού μου και υποδέχτηκα όλες τις άσωτες ψυχές και όλες τις σαράβαλες καρδιές. Αναλύσαμε τα λάθη, συζητήσαμε για τα πάθη και τσουγκρίσαμε στα ανεκπλήρωτα όνειρα. Τα χρόνια πέρασαν, οι δρόμοι μας χώρισαν και σε ένα ύστερο μομέντουμ της ζωής μου, άνοιξα τις θύρες μου σαν ένας ναός για όλους τους παρίες του κόσμου. Και αν θέλετε ή όχι το πιστεύετε, ελάχιστοι έδωσαν το παρόν. Και ο λόγος είναι απλός, κανείς δεν θέλει να τον αποκαλούν παρία και κανείς δεν θέλει να διαβεί την πύλη ενός ναού. Γιατί ξέρει ότι εκεί θα πρέπει να σταθεί όρθιος και να παραδεχτεί ότι δεν θέλει να ζει σε έναν άθλιο κόσμο. Οι λίγοι δειλοί που το υποκρίθηκαν έφυγαν από μόνοι τους, οι ελάχιστοι που τόλμησαν να το παραδεχτούν, έχουν αναλάβει και την συντήρηση του ναού. Δουλεύουν μάλιστα με βάρδιες, ώστε να μην σβήνει ποτέ η φλόγα του κεριού στον ναό του ιερέα, που δεν τους ρώτησε ποτέ ποιοι ήταν, αλλά θέλησε να μάθει ποιοι ήθελαν να γίνουν. Αυτόν τον ναό λοιπόν διατηρώ και στο μομέντουμ που διανύω, οι απόντες είναι πολύ περισσότεροι από τους παρόντες. Ακούτε μουσική και μην δανείζετε τους δίσκους σας, είναι η επικεφαλίδα που κοσμεί την Ωραία Πύλη, ένα μήνυμα που απευθύνεται προς όλους.

ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΔΕΚΑΕΦΤΑ

Ο ιός της πανδημίας εντέλει έκανε την δουλειά του. Ο φυσικός περιορισμός οδήγησε στην ηθική απομόνωση και στην ακούσια αποξένωση, ποιος βρίσκεται με ποιον, πόσο συχνά και κάθε πότε. Το να βρίσκεσαι με φίλους δεν κατάντησε πολυτέλεια, πολυτέλεια έγινε να μιλάς στο τηλέφωνο μαζί τους. E-mail και μηνύματα, η καινούρια τεχνολογική υποτέλεια, καθώς η παράνοια, η τρέλα και ο ρυθμός της καθημερινότητας, εκτροχιάζεται κάθε ώρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή. Γιατί μετά την φάπα της διετούς πανδημίας ακολούθησε η καρπαζιά της ακρίβειας και των ανατιμήσεων. Τώρα όλοι τρέχουν και δεν φτάνουν. Να τους δω να τρέχουνε, όπως είχε προβλέψει ένα φιλότιμο ελληνικό σχήμα στα τέλη του ενενήντα. Και τώρα όλοι τρέχουνε κι έχουν πάθει παράκρουση, δεν προλαβαίνουν να πάρουν ανάσα και πνίγονται μέσα στα ίδια τους τα σάλια. Εγώ όμως δεν τρέχω, έχω τρέξει αρκετά, τώρα ξεκουράζομαι και χαλαρώνω κάνοντας διατάσεις. Γιατί από πάντα έτρεχα από μόνος μου, στον στρατό με αποκαλούσαν οι συνάδελφοι μου ο αυτοτρεχούμενος δόκιμος, πάντα έκανα δουλειές, είτε στην αποθήκη, είτε στον όρχο, είτε στο γραφείο. Δεν άντεχα να είμαι όλο το οκτάωρο στατικός και να λουφάρω κωλοβαρώντας στο στρατόπεδο. Και μικρός επίσης έτρεχα, γύρω από το τετράγωνο της πολυκατοικίας μου, για να ξοδέψω την περισσή ενέργεια που συσσωρευόταν στον οργανισμό μου. Όπως επίσης έχω τρέξει και για άλλους, για πολλούς και το σιχάθηκα στο τέλος αυτό του είδους το τρέξιμο. Δεν έχει κανένα όφελος για μένα, είναι βλαβερό για την υγεία μου και τοξικό για την σκέψη μου. Επομένως τώρα αράζω σπίτι μου, πίνω τα ποτάκια μου, ακούω τις μουσικές μου, γράφω τους λογισμούς μου και σκαρφίζομαι τον τρόπο να κάνω μια μπάντα. Θέλω να παίξω μουσική, να πειραματιστώ και να γλεντήσω αυτό που ένα κρυφό κομμάτι του εαυτού μου λαχταρά όσο τίποτα να το πετύχει. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι δεν τρέχω, γιατί δεν έχω κάποιον να προλάβω, ούτε και κάπου να φτάσω. Και το χειρότερο από όλα είναι όταν τρέχεις να ξεφύγεις από τον εαυτό σου, τότε είναι που δεν πρόκειται να ξεφύγεις ποτέ από αυτόν. Και σε καταστάσεις κοινωνικής ομηρίας, τότε εμφανίζονται τα κενά και οι ανωμαλίες του ψυχισμού σου. Η ξέφρενη πιλάλα σου στον στίβο της ζωής, η εκούσια στέρηση φιλικών δεσμών, σε οδηγούν σε πνευματική υστέρηση και συνεχίζεις να τρέχεις από κεκτημένη ταχύτητα. Ναι, τώρα τους βλέπω να τρέχουνε, φίλτατοι Αέρα Πατέρα και χαίρομαι που θυμάμαι αυτή την στιγμή την θαυμάσια τους ατάκα. Και μου έρχεται στο νου και ο συνειρμός του ανέκδοτου, ένα ανέκδοτο που ανέκαθεν το έβρισκα πικάντικο και πετυχημένο. Δυο τύποι φτάνουν σε ένα χωριό κι έξαφνα συνειδητοποιούν, ότι όλοι οι άρρενες του χωριού, ολόγυμνοι τους κυνηγάνε. Αρχίζουν να τρέχουν για να τους ξεφύγουν και μόλις φτάνουν στο διπλανό χωριό, εκεί που ξαποσταίνουν από την ξέφρενη πιλάλα τους, καθώς οι διώκτες τους δεν περνούν τα σύνορα, τους πλησιάζει ο εφημέριος του χωριού και τους δηλώνει λακωνικά, ότι στα μέρη τους, άλλοι τρέχουν και άλλοι ……….!

ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΑΤΟΝ ΔΕΚΑΟΚΤΩ

Τις προάλλες, εκεί που καθόμουν και σκεφτόμουν πολύ έντονα τι ήταν αυτό που κουδούνιζε στο μυαλό μου εδώ και καιρό, τι ήταν αυτό που ήθελα να ακούσω και ήμουν έτοιμος να ακούσω πάλι και να ρεμβάσω ξανά, μου ήρθε: ήταν Siouxsie and the Banshees. Βρήκα πολύ εύκολα τα τέσσερα βινύλια που έχω και ξεκίνησα με το πρώτο, αυτό που έφερα από την Γερμανία το φθινόπωρο του 1985, το ‘Kaleidoscope’. Άρχισα να χάνομαι γιατί ρεμβάζω κι έπειτα έβαλα το ‘Tinderbox’. Εκεί χάθηκα κυριολεκτικά στη ρέμβη. Ήταν το δεύτερο άλμπουμ, που είχα αγοράσει μόλις κυκλοφόρησε. Και για καλή μου τύχη ήταν το 1986 που ερχόταν η μπάντα στην Θεσσαλονίκη, εγώ λέω ότι ήταν το 1987, ο κολλητός μου επιμένει ότι ήταν το 1986, θα ψάξω κάποια στιγμή τα αποκόμματα των συναυλιών που έχω πάει και θα βγάλω την άκρη, τείνω όμως να τον πιστέψω καθώς είναι εγκυκλοπαίδεια πληροφοριών για μπάντες που τον ενδιαφέρουν και τις αγαπάει, όπως και να έχει, είχα πάει στη συναυλία. Η συναυλία ήταν στην έκθεση, σε ένα περίπτερο και είδα τον γυναικείο μύθο της post punk και του new wave, ολοζώντανο στην σκηνή. Την Siouxsie που ο πατέρας της ήταν Βουλόνος, η μάνα της Σκοτσέζα και είχαν γνωριστεί στο Ζαΐρ. Την Siouxsie που όταν ήταν δεκαεφτά χρονών, δέχτηκε αυτή και η φίλη της επίθεση από έναν άντρα και επειδή κανένας από τους γύρω δεν έκανε κάτι για να τον αποτρέψει, άρχισε να τρέφει απέχθεια για το αντρικό φύλο. Την Siouxsie που πρώτα τα είχε με τον μπασίστα τον Severin κι έπειτα τον παράτησε για να τα φτιάξει με τον ντράμερ, γιατί ήταν πιο θηλυπρεπής, κάτι που της ταίριαζε περισσότερο. Την Siouxsie που μισούσε την αντρική βία και ότι πρεσβεύει, την Siouxsie που έζησε τα γεννοφάσκια του punk της δεκαετίας του ‘70, που είδε τους Pistols κι εμπνεύστηκε από το ντελίριο της στασίασης ενάντια στην εξουσία. Στη συναυλία ήταν και το φιλαράκι μου ο Μπέρτο, ο οποίος ήταν στα δεκάξι, γεροδεμένος και πολύ τρελαμένος. Είχε αγοράσει ένα ζευγάρι αρβύλες με σίδερο στην μύτη, είχε βάψει τα μαλλιά του πράσινα και είχε πιει ένα κοκτέιλ από τζιν, βότκα, ρούμι και ουίσκι μονοκοπανιά. Κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει πιο μπροστά στη σκηνή, δεν ήξερε και πολλά πράγματα για την Siouxsie, δεν του άρεσε ιδιαίτερα, όμως του άρεσε το γεγονός ότι μπορούσε να σπρώχνεται δεξιά κι αριστερά με τους πάνκηδες που χόρευαν μπροστά. Σταδιακά άρχισε και τις κλοτσιές την ώρα που η Siouxsie μαρτυρούσε το ντελίριο της στο μικρόφωνο και όλη η μπάντα πετούσε στον αέρα παίζοντας τραγούδια από τα πρώτα της άλμπουμ. Η πανκο- σειρά χώρισε στα δύο όπως η Ερυθρά θάλασσα και ο Μπέρτο μεταμορφώθηκε σε έναν σύγχρονο Μωυσή. Βρήκα την ευκαιρία και λανσαρίστηκα πιό μπροστά κι απόλαυσα το γυναικείο ίνδαλμα της new wave φαντασίωσης μου. Η συναυλία έλαβε κάποια στιγμή τέλος, έπειτα από τα απαραίτητα ανκόρ, θα σας γελάσω πόσα, έχουν περάσει τριάντα πέντε χρόνια, ίσα που θυμάμαι την παρουσία τους, η μνήμη ώρες ώρες δεν βοηθάει, σβήνει από μόνη της κάποια πράγματα που τα θεωρεί ασήμαντα και ξεθωριάζει με την ηλικία. Όμως θυμάμαι χαρακτηριστικά την κατάσταση του Μπέρτο μετά το πέρας της συναυλίας. Ήταν αφυδατωμένος όσο δεν πήγαινε, αναμαλλιασμένος, καταϊδρωμένος και η δεξιά του αρβύλα είχε ανοίξει στα δύο. Επισήμανε πως σίγουρα είχε σπάσει το πόδι κάποιου και σίγουρα είχε φιλοδωρήσει με μελανιές, μηρούς και γλουτούς. Κανονικά θα του τα έψελνα, όμως τα πανκιά όταν βρίσκονται σε συναυλίες δεν σκουντιούνται μόνο μεταξύ τους αλλά παρενοχλούν κι άλλους, οπότε δεν του είπα τίποτα. Την είχαν ακούσει από κάποιον που ήταν πραγματικά οργισμένος και πολύ νεαρός για να διαχειριστεί την οργή του. Θεωρώ την εμφάνιση βίας σε μια συναυλία τελείως οπισθοδρομική κι αγοραφοβική συμπεριφορά, η οποία δεν ταιριάζει με τίποτα με την νοοτροπία της μουσικής, που θέλει να γιατρέψει και να ενώσει και όχι να διαιρέσει και να πληγώσει. Ίσως για αυτό και δεν με συγκίνησε ποτέ το πανκ κίνημα, όλες αυτές οι φτυσιές, οι σκουντιές, οι κλωτσιές, μου θύμιζαν περισσότερο το γήπεδο παρά την μουσική σκηνή. Μπορείς να μαστουρώσεις, να χορέψεις, να εκφραστείς, να χαρείς, να χαθείς δίχως να επιβληθείς στους γύρω σου, δεν πας σε μια συναυλία για να πλακωθείς, πας για να γουστάρεις. Ο Μπέρτο, που στο κύκνειο άσμα της τεστοστερόνης που τον είχε κατακλύσει, γύρισε και είπε ότι η Siouxsie δεν φορούσε κιλότα και ότι είχε καταφέρει να χαζέψει το πράμα της. Επιστρέφω μετά την μικρή αυτή αναπόληση πίσω στον χρόνο στο τώρα και προσθέτω ότι απόλαυσα για άλλη μια φορά την Siouxsie και τα ξωτικά της. Πέρασα μια γύρα τα βινύλια, έψαξα και βρήκα και τα cd, άλλα εδώ κι άλλα εκεί, όμως τα βρήκα τελικά κι έτσι οργάνωσα μια χοροεσπερίδα με το Slowdive, το Cascade, το Spellbound, το Christine, το Cities in dust, το Melt, το Partys fall, το Sweetest chill, το Painted bird, το Ghost in you. Και είχα πάλι την ευκαιρία να σκεφτώ και να μακαρίσω τον θεό, πόσο τυχερός υπήρξα να ζήσω αυτή την πόλη να έχει παλμό, να έχει σφυγμό, να έχει μουσικό underground ρυθμό. Να βλέπεις στις συναυλίες πρόσωπα οικεία και γνώριμα, είμασταν πάντα όλοι εκεί και στηρίζαμε οτιδήποτε αυθόρμητο και καλοπροαίρετο, υπήρχε μια αλληλεγγύη της μουσικής, μέχρι που μπήκε η κονόμα και η διαφήμιση στην μέση. Τα πάντα διαβρώθηκαν, οι περισσότεροι φθάρηκαν και ότι έχει απομείνει πια είναι τέφρα στο τζάκι της μνήμης μου. Και θα ήθελα να κλείσω αυτή την αναπόληση προσθέτοντας, ότι δεν έχει σημασία πότε θα δεις μια μπάντα, στα ντουζένια, στις αρχές ή στα τελειώματα της, σημασία έχει να την δεις την κατάλληλη χρονική στιγμή.