Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 2ο)

"Η μουσική μάς οδηγεί εκεί που οι λέξεις δεν μπορούν". Του Βασίλη Πετρόπουλου

ΕΔΑΦΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

 Σήμερα το πρωί, καθώς πήγα ν’ ανοίξω την εξώπορτα και να πάω στη δουλειά μου, έπεσε το μάτι μου σε ένα από τα πολλά γραμμένα χαρτιά που καλύπτουν την εξώπορτα μου. Ήταν ένα λατινικό ρητό, το «VERBOS DEFECTUS MUSICA INCIPIT». Η μουσική μάς οδηγεί εκεί που οι λέξεις δεν μπορούν. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου μαλακά και πήρα τροφή για σκέψη. Εμβάθυνα στη σύντομη διαδρομή που κάνω με τα πόδια ως το μαγαζί κι εννόησα πλήρως το νόημα της ρήσης. Φυσικά και η μουσική το κάνει αυτό, ίσως μάλιστα μόνο η μουσική μπορεί να το κάνει. Οι λέξεις δεν είναι άπειρες, έχουν ένα τέλος, ενώ αντίθετα οι νότες και οι μελωδίες δεν έχουν. Μου θύμισε την μικρή κινέζικη παραβολή, όπου ενώ ο δάσκαλος μιλάει στους μαθητές του, ένα πουλί έρχεται και κάθεται στο περβάζι του παράθυρου και αρχίζει να κελαηδάει. Ο δάσκαλος διακόπτει την παράδοση και όλη η τάξη ακούει το κελάηδισμα του πουλιού. Όταν αυτό τελειώσει και φεύγει, ο δάσκαλος γυρνάει στην τάξη και λέει πως το μάθημα τέλειωσε. Έτσι λοιπόν είναι η μουσική, αυθόρμητη, αυθαίρετη, απρόσκλητη, δε ζητάει τίποτα, μόνο ακροατές για ν’ αφυπνίσει. Ναι, είναι ωραίο συναίσθημα να γυρνάς κουρασμένος από τη δουλειά σου και να σε περιμένει ένα τσούρμο από γελαστά, χαρούμενα και ενθουσιώδη μουτράκια γομαλάκας.

ΕΔΑΦΙΟ ΕΚΤΟ

 Όλα τα καινούρια μοντέλα αυτοκινήτων που κυκλοφορούν, ασχέτως της αξίας τους, έχουν δυο κοινά στοιχεία: δεν έχουν σταχτοδοχείο και δεν έχουν CD Player, μόνο ραδιόφωνο και υποδοχή USB ή Bluetooth. Επομένως τα τζιμάνια της αυτοκινητοβιομηχανίας έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στο GPS και αγνοούν πεισματικά το μουσικό υπόβαθρο του μελλοντικού οδηγού. Όταν οδηγείς θ’ ακούς μουσική μέσω USB ή Bluetooth έστω. Το CD και την κασέτα μπορείς να τα ξεχάσεις φίλε οδηγέ, ακόμα και να τα πετάξεις. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά την τριήμερη εξόρμηση μου στην εξωτική Ξάνθη για το καρναβάλι. Μόλις είχα προσγειωθεί από Γερμανία και άρπαξα τα κλειδιά από το καινούριο αμάξι και πήγα ολοταχώς στο σπίτι του συνέταιρου για να μου συνδέσει το CD Player, ένα Blaupunkt πρώτης γενιάς. Πρόχειρα, με κλέμες, ίσα ίσα να κάνω τη δουλειά μου. Δίχως μουσική πώς θα οδηγούσα ως την Ξάνθη; Ακούγοντας ραδιόφωνο; Τους σαχλαμάρες που σαλιαρίζουν διαρκώς ανάμεσα στις διαφημίσεις και τις copy paste επιλογές τους; Όχι βέβαια, εγώ ήθελα ν’ ακούσω τα CD μου, αυτά που είχα αγοράσει, τη μουσική μου καθώς θα πατούσα το γκάζι, ανοίγοντας γλυκά τα πιστόνια της ολοκαίνουριας μηχανής μου. Και φυσικά θα κάπνιζα κιόλας, θ’ απολάμβανα το «She Is In Parties» και το «Rise» γεμίζοντας νικοτίνη τα πνευμόνια μου, όσο θα κατάπινα τα χιλιόμετρα που με χώριζαν από μια άλλη απογοήτευση της ζωής μου.

ΕΔΑΦΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Στα δύο χρόνια εγκλεισμού και αποκλεισμού που βιώσαμε, διέλυσαν τα ταχυδρομεία, αυξήσανε τα έξοδα αποστολής για μικρά δέματα, άλλαξαν το καθεστώς που ίσχυε για την Αγγλία και την Αμερική κι έτσι τσάκισαν τη μικρή επιχείρηση που είχαμε με το φιλαράκι μου, να πουλάμε CD διαδικτυακά, όπως και τόσοι άλλοι. Οι τιμές των βινυλίων πήγαν στα ύψη, των CD μια μικρή μόνο αύξηση πήραν, καθώς επανήλθε στη μόδα το βινύλιο και τελικά προσπάθησαν να μας απαγορέψουν ν’ αγοράζουμε και μουσική. Ναι, σωστά ακούσατε, αγοράζουμε μουσική, δεν κατεβάζουμε. Όμως με τις εξωφρενικές τιμές τί να κάνεις; Να πληρώσεις το λογαριασμό τηλεφωνίας ή ν’ αγοράσεις ένα διπλό βινύλιο; Δεν πειράζει, έχω αγοράσει ήδη αρκετά, ήρθε ο καιρός να τα ξανακούσω. Κι αυτό κάνω όταν πλήττω, όταν μπουκώνω από τα ίδια και τα ίδια ακούσματα. Ψάχνω στη μουσική μου γκαρνταρόμπα και φρεσκάρω ξανά την μνήμη μου με κάποιο βινύλιο ή CD που είχα κάποτε πιστέψει και αγοράσει. Κι έχει τώρα διπλή αξία, γιατί ενώ φαίνεται οικείο στα αυτιά μου, παρόλα αυτά είναι σαν καινούριο, γιατί κρύβει κάτι που δεν το πρόσεξα, κάτι που αμέλησα να παρατηρήσω. Κι έτσι ακούω και ξανακούω ανά δυάδες ή και ανά τετράδες κάποιες φορές, παλιότερα βινύλια και CD και νιώθω ξανά ζωντανός στο παιχνίδι με τις μαριονέτες που παίζει η ολιγαρχία των πλούσιων πατέρων, το τζετ σετ των κροίσων και της παρακμιακής τους σήψης και συνείδησης.

ΕΔΑΦΙΟ ΟΓΔΟΟ

 Τα πρώτα μου βήματα με την αγορά βινυλίων ήταν κυριολεκτικά βήματα, εκατοντάδες βήματα τα οποία έκανα γεμάτος λαχτάρα να επιστρέψω στο χώρο μου και ν’ ακούσω τη μαγεία της μουσικής, μία συμφωνία καμεράτας. Τα χρήματα λίγα, το χαρτζιλίκι μικρό όμως κάθε Σάββατο γύριζα φορτωμένος με ένα βινύλιο, άλλοτε και με δύο, καπνίζοντας μερικά τσιγάρα με την παρέα που έπινε φραπέ στο Μικρό Καφέ και χαλβαδιάζοντας την ωραία Κατερίνα, τη συνέταιρο του καταστήματος. Δεν είχα λεφτά για καφέ, τις διακόσιες πενήντα δραχμές τις είχα τοποθετήσει στην αγορά βινυλίου κι έτσι ντρεπόμουν όταν με ρωτούσε η σερβιτόρα τί καφέ ήθελα και της απαντούσα πως ήμουν εντάξει ή αργότερα ίσως. Ούτε και λεφτά για το λεωφορείο είχα, επομένως το έκοβα με τα πόδια, όλη την παραλία, καμιά τρία χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι, είτε με ζέστη, είτε με βροχή, είτε με κρύο. Όλα, μέχρι δεκάρας, θυσία στο βωμό της αγοράς. Ήμουν πρώτη πανεπιστημίου και τα χρόνια πέρασαν και ήρθαν στιγμές που πήγαινα στα δισκάδικα και φόρτωνα πράμα, πολύ πράμα. Και συναντούσα και τα φιλαράκια, δίναμε ραντεβού εκεί, να σηκώσουμε όλοι μαζί πράμα και μετά να πάμε για καφέ, θέλοντας να βγάλουμε το άχτι μας για όλα τα χρόνια των ισχνών αγελάδων. Ναι, ήταν ωραία, ο μισθός της εβδομάδας να πέφτει στον πάγκο και να φεύγεις με μια σακούλα γεμάτη βινύλια, ακόμα τα CD δεν είχαν έρθει στα ντουζένια τους. Αφήστε, η ίδια τρέλα και με αυτά. Ω ρε γλέντια που κάναμε τότε, ν’ ακούς ό,τι πιο φρέσκο έπαιζε στην Αγγλία, την Αμερική, την Ευρώπη, παντού. Και γαμώ τις φάσεις και να μη χορταίνεις με τίποτα. Χώρια που κάναμε και αγώνα δρόμου μεταξύ μας ποιος θα προλάβει ν’ αρπάξει πρώτος την πολυπόθητη κυκλοφορία. Υπήρχαν κι άλλα βαμπίρ της μουσικής, που κι αυτά ξελιγωμένα τριγυρνούσαν αναζητώντας τροφή στα ίδια στέκια. Τι ωραίες εποχές, οι οποίες δυστυχώς δεν θα επιστρέψουν ποτέ ξανά. Νοσταλγία, η ευχάριστη αναπόληση του παρελθόντος.

ΕΔΑΦΙΟ ΕΝΑΤΟ

Την πληροφορία για το θάνατο του τεράστιου Βαγγέλη Παπαθανασίου την έλαβα δυστυχώς ένα πρωί από το τρίτο πρόγραμμα της κρατικής ραδιοφωνίας. Ο παραγωγός της εκπομπής έπαιζε διάφορα αποσπάσματα από το «Chariots Of Fire» και το «Blade Runner» και στην αρχή απόλαυσα την γλυκιά νοσταλγία που μου προξένησαν, όμως στη συνέχεια, ακούγοντας να λέει ότι εξέπνευσε σε νοσοκομείο του Παρισιού λόγω κορονοϊού, στενοχωρήθηκα. Όπως ακριβώς πρόσφατα, μαθαίνοντας το θάνατο του Mark Lanegan στο άλλο άκρο του πλανήτη, λόγω κορονοϊού και πάλι. Τον τελευταίο μάλιστα τον είχα δει ζωντανά στην αποχαιρετιστήρια συναυλία πριν το ερμητικό κλείσιμο για δύο χρόνια, όλων των μουσικών δρώμενων στην πόλη μου. Το έργο του Βαγγέλη δεν το γνωρίζω ολόκληρο, μόνο το «Chariots Of Fire» και το «Spiral» κοσμούν τη συλλογή μου, ωστόσο πληροφορήθηκα ότι ήταν αυτοδίδακτος, επίμονος με το πάθος του για τα πρώιμα συνθεσάιζερ και πρωτοπόρος στο να συνδυάζει την κλασική παιδεία με τον σύγχρονο ρεαλισμό στη μουσική. Αρνήθηκε πρόταση από τους Yes και ασχολήθηκε με το να βάζει και να βγάζει καλώδια σε jacks ώστε να ακούσει και να δαμάσει το αποτέλεσμα που μπορεί να πάρει η σχηματομορφή ενός ήχου. Είχε φτάσει στο σημείο μάλιστα να αγοράζει το ίδιο συνθεσάιζερ μόνο και μόνο γιατί το προηγούμενο το είχε ήδη προγραμματισμένο σε μια συγκεκριμένη ηχητική συχνότητα και δεν ήθελε να το πειράξει για να μην την χάσει. Μιλάμε τώρα για τα τέλη του εβδομήντα, τα τσιπ δεν είχαν φτάσει ακόμα στον κολοφώνα της δόξας τους. Ακούγοντας δε το «To The Unknown Man», δάκρυσα και άλλαξα τη συχνότητα. Προτίμησα ν’ ακούσω τους ημιμαθείς αθλητικολόγους να μιλάνε για τα τετριμμένα σκατά της καθημερινότητάς τους και φαντάστηκα πόσοι ηλίθιοι ανά τον κόσμο, θα μπορούσαν να χύσουν έστω ένα δάκρυ στο άκουσμα αυτής της θλιβερής είδησης. Όσοι κι αν είναι, όποιοι κι αν είναι, τους συμπονώ και τους εύχομαι ολόψυχα, να πάψουν να προσεύχονται σ’ έναν θεό που δεν αγαπά πια την μουσική.

 

Αναζητώ τα προηγούμενα:

Τεύχος 1ο