Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 3ο)

Μια συναυλία σε σαλονικιώτικο τσοντάδικο, και άλλες χαμένες και μετανιωμένες, μια κασέτα-καταφύγιο στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών... Του Βασίλη Πετρόπουλου

ΕΔΑΦΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

 Η μουσική μπορεί να είναι τόσο απλή όσο μια αγελάδα που βόσκει στο λιβάδι. Ακούς, ακούς και ακούς και ξεχωρίζεις αυτά που σου αρέσουν και τα ξανακούς, τα ξανακούς και τα ξανακούς. Ωστόσο μπορεί να γίνει και πιο σύνθετη, σαν ένα κοπάδι με αγελάδες που βόσκουν στο λιβάδι. Όχι είναι τόσες οι αγελάδες, όχι οι περισσότερες είναι καφετιές, όχι οι λιγότερες είναι παχιές, όχι είναι όλες ισχνές κοκ. Η μουσική δε σου βάζει όρια, δε σου θέτει κανόνες, σε αφήνει ελεύθερο να διαλέξεις, ν’ ακούσεις, να ευφρανθείς. Η μουσική δε χρειάζεται να διχάζει, να ορίζει, να σχολιάζει, να πληγώνει. Η μουσική είναι από μόνη της πλήρης, ακέραια και αυτούσια. Το να λατρεύεις τη μουσική σημαίνει να μη ζεις χωρίς αυτήν και όχι ν’ αποζητάς το θαυμασμό, τον κομπασμό και τον οργασμό που πηγάζει από αυτήν. Δεν θα ήταν σωστό απέναντί της, πρώτον και δεύτερον, απέναντι στον εαυτό σου, να του στερείς το όνειρο για μια φιλοδοξία, να του στερείς το όραμα με μια δικαιολογία. Η μουσική είναι πιο πέρα από εσένα, τις λέξεις και την σιωπή.

ΕΔΑΦΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

Θυμάμαι σαν χθες εκείνο το ανοιξιάτικο βραδάκι που έδωσα το παρόν σε μια αναπάντεχη ζωντανή εμφάνιση. Ήμουν δευτέρα πανεπιστημίου και το μάθημα Διδακτικής είχε τελειώσει στις οκτώ. Κρατούσα ένα τετράδιο κι ένα βιβλίο και κατέβαινα την Αγγελάκη για να πάω με τα πόδια στο σπίτι. Στη γωνία με την Πρίγκηπος Νικολάου (Αλεξάνδρου Σβώλου σήμερα), στο τσοντάδικο Ελλήσποντος ήταν αναρτημένο ένα χαρτί που έγραφε: Απόψε live οι Furniture. Κοντοστάθηκα και ξαναδιάβασα το χαρτί. Ναι, οι Furniture έπαιζαν ζωντανά σε μια ώρα, στον Ελλήσποντο. Δίχως να το σκεφτώ δεύτερη φορά, μπήκα μέσα και πλήρωσα εισιτήριο, για τη συναυλία, όχι για την τσόντα. Ο ηλικιωμένος στο ταμείο με πληροφόρησε πως σε δέκα λεπτά τελείωνε η ταινία κι εγώ βγήκα έξω και κάπνισα ένα τσιγάρο. Η ταινία τέλειωσε και μόλις βγήκαν έξω οι τελευταίοι πορνόγεροι θεατές, όρμησα μέσα. Τα φώτα ήταν αναμμένα και γύρω μου, καμιά ογδονταριά άτομα συζητούσαν μεγαλόφωνα και κάπνιζαν πίνοντας κουτάκια μπίρας, όρθιοι ανάμεσα στα καθίσματα. Βρήκα κι εγώ μια άκρη και άραξα, περιμένοντας υπομονετικά την έναρξη της συναυλίας. Πρώτη φορά ήμουν μόνος σε συναυλία, χωρίς κάποιον φίλο παρέα, χωρίς να ξέρω κανέναν, χωρίς ν’ ανησυχώ. Οι Furniture βγήκαν, έπαιξαν και το ευχαριστήθηκα. Στο άκουσμα δε του «Brilliant Minds» βρέθηκα σε έκσταση. Είχα αγοράσει το άλμπουμ τους τυχαία, εκεί που ψαχούλευα δίσκους, άκουσα το συγκεκριμένο κομμάτι να παίζει, ρώτησα τον Βεδούρα ποιοι είναι και γύρισα με το βινύλιο στο σπίτι. Που να ήξερα ότι μετά από λίγο καιρό, οι ίδιοι οι Furniture, θα έδιναν συναυλία στην πόλη μου για να μ’ ευχαριστήσουν προσωπικά.

ΕΔΑΦΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

Κάποιες φορές όταν βρίσκεσαι με ανθρώπους, πριν προλάβεις να πεις οτιδήποτε, αρχίζουν και μιλάνε για τους εαυτούς τους, τις δουλειές τους, τους φίλους τους, τους συγγενείς τους, για τα αυτοκίνητα τους, τα κινητά τους, τα παιδιά τους, για τα δάνειά τους, τα έξοδα τους, για τα χρέη τους ακόμα και για τα κατοικίδιά τους. Κι όταν τελειώσουν με όλα όσα έχουν να πουν, σε κοιτούν, σε ρωτούν γιατί είσαι σιωπηλός και σε προτρέπουν να μιλήσεις. Παίρνεις το λόγο και τους μιλάς για τους δίσκους σου, τα CD σου, τους μουσικούς σου, το πικάπ σου, τον ενισχυτή σου, το CD Player σου και ότι άλλο έχει σχέση με τη μουσική σου. Κι όλοι ξενερώνουν, δεν ξέρουν τι να πουν, δεν έχουν κάτι να σχολιάσουν, μένουν απλά εκεί, ενεοί, άδειοι και κενοί. Μόλις είδαν το τσουνάμι που έρχεται να ισοπεδώσει τις θλιβερές, ρηχές ζωές τους. Και ξαφνικά σιωπάς, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πεις, παρά μόνο ν’ αφήσεις τη βελόνα να κυλήσει πάνω στο «Sounds Of Silence».

ΕΔΑΦΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ

Τα λιγοστά δισκοπωλεία που έχουν απομείνει στην πόλη, επιβιώνουν από τους υποανάπτυκτους που εξακολουθούν να αγοράζουν μουσική. Μαζεύουν δεκάρα δεκάρα το ποσό για να πάρουν τη δόση τους, βινύλιο ή CD αναλόγως και ν’ αποσυρθούν μακριά από τους κινητούς ήχους της πόλης, ακόμα μακρύτερα από το γαλαξία του viber και του cloud. Και μέσα στη θαλπωρή που γεννάει η μουσική, κλείνεις τα μάτια και ονειρεύεσαι πως ζεις στην Εδέμ και κάθε μέρα είναι κι άλλο πάρτι. Ο Χριστός μαζί με τους δώδεκα απόστολους είναι στα decks και όλοι οι πιστοί χοροπηδάνε σαν τρελοί, κάτω από τους ήχους που βγάζει ο Αδάμ με τον αυλό του και η Εύα με την άρπα της. Α, να μην ξεχάσουμε τους καταιγιστικούς στίχους του Όφεος που αποτυπώνονται στη μεμβράνη του εγκεφάλου σου. Ναι, το ταξίδι είναι δωρεάν, τη διαμονή μόνο πληρώνεις. Ξυπνάς από το όνειρο και δρασκελίζεις γρήγορα το δρόμο, προσέχοντας για αυτοκίνητα, μηχανάκια, ποδήλατα και πατίνια που πιθανόν να πέσουν πάνω σου. Ναι, υπάρχει κίνηση στην μεγαλούπολη, όχι όμως τόση, όση η συγκίνηση που νιώθεις ήδη μέσα σου.

ΕΔΑΦΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 Το μόνο πράγμα που θ’ άλλαζα, αν μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, δεν θα ήταν αυτά που είπα ή έκανα, αλλά να βρεθώ στις συναυλίες που δεν ήμουν παρών. Γιατί έχασα πολλές καλές συναυλίες, πολύτιμα vibes για το μουσικό ιχώρ μου, όπως χαρακτηριστικά αυτήν των Pixies, που την πληροφορήθηκα ένα απόγευμα σε μια στάση λεωφορείων στον Λευκό Πύργο. Έπαιζαν το ίδιο βράδυ σ’ ένα μπαρ λίγα μέτρα από το Ιπποκράτειο κι εγώ ο δειλός, αντί να πάω και να γουστάρω, κατάπια την πρόσκληση και τράβηξα για μια νέα πρόκληση της παθογόνου μου σχέσης. Αυτό ήταν ένα μόνο παράδειγμα, υπάρχουν κι άλλα, τα οποία έντεχνα τα έχει εξαφανίσει η μνήμη μου, γιατί δε θέλει να θυμάται τα παραστρατήματά μου. Αν μπορούσα λοιπόν, αυτό θα έκανα, να έβλεπα τους Stereolab, τους σούπερ ήρωες του νοερού καρτούν μου, τους Vacant Lots, τους Moon Duo, τους Orbital, τους U2. Ναι, αυτά είναι τα λίγα που μου επιτρέπει η μνήμη μου να θυμάμαι, πληγώνεται κάθε φορά που προσπαθώ να τ’ ανατρέξω, όμως νομίζω ότι καταλαβαίνετε καλά τι θέλω να πω. Είναι μεγάλο το χάσμα, που άφησα πίσω μου κι έχω ανάγκη από μια φωνή να μου υπενθυμίζει: «Mind The Gap, Please», κάθε φορά που παίρνω το μετρό με προορισμό τον τερματικό σταθμό μουσικής.

ΕΔΑΦΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

 Όταν παρουσιάστηκα στον στρατό για να υπηρετήσω τη θητεία μου, είχα μαζί μου ένα γουόκμαν και μια μοναδική κασέτα. Στη μια πλευρά ήταν το άλμπουμ των Slowdive «Just For A Day» και στην άλλη το «Cobalt Blue» του Michael Brook. Μάλιστα επειδή ήταν ενενηντάρα, την είχα τιγκάρει γράφοντας άλλη μια φορά την μια πλευρά του κάθε δίσκου. Γιατί να είναι άγραφη η ταινία και να μην παίζει ξανά τα ίδια κομμάτια; Τις σαράντα πέντε ημέρες που ήμουν στη Σχολή Υποψήφιων Έφεδρων Αξιωματικών, υπομένοντας τα ατέλειωτα γυμνάσια των Βητάδων, εγώ ήμουν Αλφάς, την καθημερινή ΣωΒε, ήτοι σωματική βελτίωση και το αδιάκοπο τρέξιμο όταν βρισκόμασταν εκτός του κτιρίου της Σχολής, τις ηλίθιες αναφορές σε όποιον μαλάκα Βητά σε σταματούσε πηγαίνοντας να κάνεις την ανάγκη σου ή την υπηρεσία σου, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, ανελλιπώς άκουγα την κασέτα και ρουφούσα κάθε νότα, κάθε ικμάδα μουσικής αδρεναλίνης και ονειρευόμουν ότι βρισκόμουν μακριά, πολύ μακριά, σε ένα άλλο μέλλον, σ’ ένα διαφορετικό παρόν από αυτό που συνεστιαζόμουν και συναθροιζόμουν με κάμποσους άλλους αυτές τις σαράντα πέντε ημέρες εκπαίδευσης. Το σώμα μου ήταν μεν εκεί όμως το μυαλό μου ταξίδευε μέσα σε ένα άλλο σώμα, ένα avatar, γιατί ο στρατός δεν μπορούσε να το περιορίσει.. Αυτά τα δυο άλμπουμ μου έδωσαν την απαραίτητη πίστη και δύναμη να συνεχίσω το έργο που άφησα μισοτελειωμένο.

 

Αναζητώ τα προηγούμενα:

Τεύχος 1ο

Τεύχος 2ο