Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 4ο)

Φίλοι από άλλο πλανήτη, μαιτρέσες της μουσικής και ηλεκτρικές βραδιές ντίσκο στον Νέο Μαρμαρά... Του Βασίλη Πετρόπουλου

ΕΔΑΦΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ

Ένας από τους λίγους και καλούς μου φίλους με αποκαλεί συχνά φιλοξενούμενο λόγω της ομάδας που υποστηρίζω. Γελάω κάθε φορά που το αναφέρει γιατί όντως είμαι από άλλο πλανήτη, όπως κι αυτός επίσης, από τον διπλανό μας. Γιατί είμαι εξωγήινος, ένας δραπέτης του σύμπαντος που ναυάγησε στη Γη οριστικά. Και ο λόγος που δεν πρόκειται ποτέ να φύγω, είναι η μουσική που γνώρισα και τα απίστευτα μέρη της χώρας που έχουν δει τα μάτια μου. Δε νιώθω φυλακισμένος, αντίθετα νιώθω ελεύθερος ν’ ακούσω μουσική και να γνωρίσω κι άλλους μαγικούς τόπους. Για αυτό λοιπόν και γελάω όταν μου το λέει, γιατί και τα δικά του χνώτα μυρίζουν σαν τα δικά μου, new wave essence. Κι έτσι κάθε φορά που βρισκόμαστε στο σπίτι μου, ένα μικρό ρετιρέ διαμέρισμα, το στούντιο μου, ο ναός όπως του αρέσει να το αποκαλεί, αφήνουμε πίσω τις πατρίδες μας και μιλάμε για μουσική, καλά όχι μόνο για μουσική. Όμως ακούμε όλη την ώρα μουσική, ο ναός όταν είναι ανοιχτός λειτουργεί και κοινωνεί όσους επιθυμούν να λάβουν το θείο δώρο της μουσικής στο είναι τους. Ανακατεύουμε λοιπόν το νάμα και τον άρτο, τους Joy και τους Sound και πίνουμε το κοκτέιλ. Και το αστείο είναι ότι ο φίλος μου, ένας έτερος εξωγήινος, με σηκώνει όταν πέφτω, με κρατάει όταν ζαλίζομαι, μ’ εμψυχώνει όταν απογοητεύομαι. Απλά δεν μπορεί να ξεπεράσει το γεγονός ότι υποστηρίζω μια άλλη ομάδα, ότι κατάγομαι από έναν άλλο πλανήτη και όχι τον δικό του. Και βρίσκω τόσο αγνό και ηθικό αυτό το ερώτημά του και τον συμπονώ, γιατί όταν θα ξεπεράσει το ρευστό κέλυφος της αθλητικής γελοιότητας, τότε θα βρει το στέρεο έδαφος της μουσικής γονιμότητας, αυτό που θρέφει άλλωστε τη φυλή μας, καθώς αυτό που περιμένω από εκείνον κι αυτό που περιμένει από εμένα δεν μπορούν άλλο να περιμένουν. Είναι καιρός, ήρθε η ώρα να σημάνουν οι καμπάνες και να ξυπνήσουν κάποιους από τον ύπνο τους και να αφυπνίσουν άλλους από το ξενύχτι τους. Ναι, είναι πολύ φίλος αλλά του αρέσει η αντιπαλότητα γιατί δεν είναι εχθρικός, απλά του αρέσει η ειλικρίνεια αλλιώς δεν είναι φιλικός. Είναι κι αυτός ιδιότροπος, όπως όλοι μας άλλωστε, όπως κι εγώ, καθώς και οι δυο υπηρετούμε έναν ιδιόμορφο και ιδιαίτερο θεό, όχι την Μουσική, αλλά το παιδί που γέννησε.

ΕΔΑΦΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ

 Giant SandΤην τελευταία και πρώτη φορά που βρέθηκα μόνος ανάμεσα σε μια ντίβα του έρωτα και μια μαιτρέσα της μουσικής, ένιωσα σαν τον Οδυσσέα να πηγαινοέρχεται στα νησιά της Καλυψώς και της Κίρκης, ωστόσο το συναίσθημα αυτό έσβησε γρήγορα, όπως τα όνειρα που τα διακόπτει το ξυπνητήρι. Η μαιτρέσα της μουσικής, θέλοντας ν’ αποδείξει ότι ήξερε το κάτι παραπάνω, επέμενε για κάτι το οποίο δεν ευσταθεί. Με άλλα λόγια, για ένα άλμπουμ των Giant Sand το οποίο επέμενε ότι δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ σε CD, ενώ εγώ το είχα ήδη στη συλλογή μου από την πρόσφατη επίσκεψη μου στην Γερμανία. Προσπάθησα να την πείσω, επιχείρησα να το αποδείξω, όμως ήταν ανένδοτη και κυνική κι επέμενε πως δεν είχε κυκλοφορήσει σε CD αυτό το άλμπουμ. Έφτασα στα όρια μου και της είπα πως θα πήγαινα στο σπίτι να το πάρω από το ράφι και να το φέρω να το δει και να το ακούσει με τα ίδια της τα μάτια και αυτιά. Αυτή, γεμάτη θυμό και οργή για την απαξίωση που της έδειχνα, το δέχτηκε, όμως η ντίβα κατέβασε τους τόνους. Δεν ήθελε να με αφήσει να φύγω, είχε μάλλον τους σκοπούς της. Κι όμως, εγώ έφυγα και δεν επέστρεψα, περίλυπος μεν που δεν έμεινα, περιχαρής ωστόσο που δεν ξέπεσα σε ένα φτηνό παζάρι αξιών, να κάνεις τουμπεκί μην τυχόν και γλείψεις κανένα κοκαλάκι ή να είσαι σίγουρος και να μην αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου.

ΕΔΑΦΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ

 Ναι, οφείλω να παραθέσω κι ένα άλλο συμβάν που στιγμάτισε τη μουσική μου ευαισθησία. Ήταν ένα βράδυ που πήγαμε οικογενειακώς σε μια ντίσκο του Νέου Μαρμαρά και άκουσα για πρώτη φορά το «Electricity», αυτόν τον ύμνο που υποσκέλισε το «Ave Maria» των καθολικών θαμώνων της ντισκοτέκ. Το λάτρεψα, το αγάπησα και το έκανα δικό μου, το πρώτο μου βινύλιο στην πρώτη Γυμνασίου. Ναι, με διαπέρασε το ρεύμα του, άγγιξε τους νευρώνες μου και με μεταμόρφωσε σ’ έναν άλλο άνθρωπο, ένα υβρίδιο που κατ’ εξοχήν γνώρισε ύστερα τους Joy, τους Sound, τους Cure, τους U2, τους Depeche, τους Flock of Seagulls. Και το υβρίδιο άρχισε ν’ αναπνέει και να ζητάει περισσότερο χώρο να κινηθεί, να μάθει, να γνωρίσει κι έτσι μοιραία τράκαρε με τους Bauhaus, τους Echo, τους Chameleons, τους Modern English, την Siouxsie. Πήρα λοιπόν τη φαρέτρα μου, τη γέμισα με βέλη και άρχισα να θηρεύω: Dead Can Dance, Cocteau, Clan of Xymox, Fields of the Nephilim. Δεν λέω ότι πέτυχα πολλά, όμως κάποια άλμπουμ έκαναν την διαφορά. Διευρύνθηκα ακόμα περισσότερο από τους Floyd και τους Doors και βρέθηκα στον κυκεώνα της αντίληψης που εναποθέτω.

ΕΔΑΦΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ

 Το πρώτο πράγμα που έμαθα στη ζωή μου ήταν πως όταν περπατάς και πέφτεις, οφείλεις να σηκωθείς και το δεύτερο, πως όταν τρέχεις, οφείλεις να διαχειριστείς την αντοχή σου ώστε να τερματίσεις. Τα κατάφερα και τα δύο κι έτσι τώρα μπορώ και τα εφαρμόζω με άριστη επιτυχία στη μουσική διαδρομή μου. Αφού γνώρισα συντριβές και ήττες, επιτυχίες και χαρές, ξεπέρασα τα φτηνά γκομενιλίκια και τη μέθη σε συναυλίες και μπόρεσα επιτέλους να διαχειριστώ την αρμονία που απαιτεί η προσήλωση στο μουσικό γίγνεσθαι και όχι στο κοινό θεαθήναι. Όρισα τις δικές μου παραμέτρους κι έτσι απόλαυσα δεκάδες συναυλίες, εκστασιάστηκα με το δικό μου τρόπο κόβοντας το νήμα στο τέλος. Γιατί η κάθε συναυλία είναι ένα μουσικό συμπόσιο και όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, καλό είναι ν’ αποχωρείς από ένα συμπόσιο, ούτε πολύ φαγωμένος. ούτε πολύ πιωμένος. Ακριβώς εκεί βρίσκεται η ισορροπία, αυτή που σου δίνει το μέτρο και σου δείχνει τον τρόπο να γλεντήσεις, να χαρείς και ν’ απολαύσεις το νέκταρ της μουσικής πανδαισίας. Γιατί δίχως ένα μέτρο, ακόμα και το άριστο θα φαίνεται σαν περιττό.

ΕΔΑΦΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ

Με τους DJ’s διατήρησα ανέκαθεν μια ουδέτερη στάση, ούτε στηνόμουν δίπλα στο deck για να βλέπω τι βινύλια έβαζαν, ούτε τους ζάλιζα τα ούμπαλα για τα κομμάτια που έπαιζαν, ούτε τους επευφημούσα ή τους γιουχάιζα. Κρατούσα πάντα μια απόσταση γιατί τους σεβόμουν. Είτε καλοί, είτε μέτριοι, είτε κακοί, έδιναν την προσωπική τους performance και όφειλα να τη σεβαστώ. Δε ρωτάς τον τραγουδιστή όταν τραγουδάει τι ώρα είναι, έτσι δεν είναι; Γνωρίζοντας ωστόσο αργότερα ένα από τα καλύτερα φιλαράκια μου και βιώνοντας από κοντά το παρασκήνιο που παίχτηκε και όλα αυτά που τράβηξε στην πολύχρονη εμπειρία του σαν ερασιτέχνης DJ, αν και ήταν απόλυτα επαγγελματίας σ’ αυτό που έκανε και έδινε, αντιλήφθηκα ότι όπως η δράση γεννάει την αντίδραση έτσι και η μουσική που επιλέγεις να παίξεις, μπορεί να χαλιναγωγήσει και να χειραγωγήσει μια μάζα ανθρώπων. Και τότε δεν έχει σημασία αν θέλεις να σ’ επευφημούν όλοι παίζοντας αυτά που θέλουν να ακούσουν, αλλά αν θέλεις να παίξεις κι αυτά που οφείλουν να ακούσουν. Γιατί αλλιώς δεν είσαι ένας DJ παρά ένα ζωντανό juke box, ό,τι σου ζητάνε το παίζεις. Όχι, ένας performer οφείλει να έχει ένα πρόγραμμα και να το τηρήσει. Σε κάποιους δε θ’ αρέσει, σε άλλους μπορεί, αν δεν αρέσει όμως στα αφεντικά, τότε άντε γεια. Ναι, εκεί καταλήξαμε τη συζήτηση με το φιλαράκι μου, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι που παίζουν μουσική, προτιμούν να τέρψουν το κοινό τους με κατεψυγμένη τροφή παρά να του προσφέρουν μαγειρεμένο φαΐ. Είναι δειλία και οκνηρία συνάμα.

(συνεχίζεται...)

 

Αναζητώ τα προηγούμενα: