Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 7ο)
"Κοιμήθηκα κι ονειρεύτηκα πως η μουσική είναι ο λαβύρινθος που όλοι συναντούν τον χαμένο τους εαυτό". Του Βασίλη Πετρόπουλου
ΕΔΑΦΙΟ 29ο
Την πρώτη φορά που άκουσα το «Little Rhymes» των Mercury Rev, το ερωτεύθηκα. Λες και ήταν γραμμένο για κάποιους σαν εμένα, όπως και τόσους άλλους ανά τον κόσμο. Γιατί κι εγώ όταν είμαι φοβισμένος και μόνος σκέφτομαι ρίμες, οι οποίες δεν έχουν κάποιο νόημα για τους άλλους, όμως εγώ τις γράφω όλη την ώρα και ο χρόνος είναι όλος δικός μου. Κι αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι το ακούσαμε τρία φιλαράκια στο μεταλλείο, στην Αμοργό. Επιχειρήσαμε να κατέβουμε την απότομη πλαγιά προς το μεταλλείο, όμως δεν ήταν εφικτό και ήταν πολύ επικίνδυνο, επομένως αράξαμε και απολαύσαμε στο discman, που κουβαλούσαμε πάντα μαζί μας, μερικά κομμάτια. Με τα μικρά ηχεία στη διαπασών, θέλοντας να εξωραΐσουμε τα μαύρα σύννεφα που κινούνταν απειλητικά από πάνω μας και τον αέρα που λυσσομανούσε, μείναμε εκεί, ακούσαμε αυτά που έπρεπε ν’ ακούσουμε κι έπειτα φύγαμε και γυρίσαμε στη βάση μας. Τρεις μήνες μετά, οι Mercury Rev ήρθαν στην πόλη μας και φυσικά δε χάσαμε την ευκαιρία να τους δούμε ζωντανά. Μάθαμε μάλιστα ότι μετά τη συναυλία θα έδιναν το παρόν στο «Lucky Luke», το γνωστό ξενυχτάδικο μπαρ της πόλης. Πήγαμε οι δυο μας, οι άλλοι δύο πήγανε σπίτι και χάσανε τα μεθεόρτια. Μίλησα με τον Jason για δυο τρία πράγματα και φυσικά ανέφερα ότι πριν τρεις μήνες ακούσαμε στην Αμοργό το συγκεκριμένο κομμάτι. Μίλησα για λίγο και με τον Jeff τον κιθαρίστα και αποκαμωμένος από το ξενύχτι, είπα στο φίλο μου να φύγουμε. Ο Jason είχε ήδη πάρει θέση πίσω από τα πικάπ και τον είδα να διαλέγει το άλμπουμ των Police από τη στοίβα των δίσκων του μπαρ. Χωρίς να διστάσω, πλησίασα και τον ρώτησα αν σκόπευε να βάλει το «Roxanne». Με κοίταξε, μου χαμογέλασε και με μια μικρή λάμψη στο θολωμένο του βλέμμα, μου είπε: «No man, no way that song». Έβαλε το «I Feel So Lonely» και γεμάτος συγκίνηση τον ευχαρίστησα για τρίτη, ίσως και τέταρτη φορά εκείνο το βράδυ. Του είπα ότι ήταν το αγαπημένο μου από τον δίσκο και αφού σφίξαμε τα χέρια για μια συνάντηση σ’ ένα μουσικό μέλλον, τον αποχαιρέτισα. Στην επιστροφή, μιλώντας με τον φίλο μου στο ταξί, έμαθα ότι κι αυτός είχε πει στον Jason για την μικρή μας περιπέτεια στο μεταλλείο της Αμοργού. Επομένως, εκείνο το βράδυ ο Jason είχε ακούσει στερεοφωνικά από δύο βλαμμένους ότι το «Little Rhymes» είχε παιχτεί στη διαπασών σε ένα ελληνικό νησί. Δεν είπαμε τίποτα άλλο, χαιρετηθήκαμε και πήγαμε σπίτια μας. Η επόμενη μέρα ήταν δύσκολη και η σημερινή μόλις είχε τελειώσει. Κοιμήθηκα κι ονειρεύτηκα πως η μουσική είναι ο λαβύρινθος που όλοι συναντούν τον χαμένο τους εαυτό.
ΕΔΑΦΙΟ 30ο
Τελειώνοντας το Λύκειο το 1985 κι έχοντας περάσει στο Πανεπιστήμιο, μαζί με τον κολλητό μου πήγαμε στη Σαντορίνη για δύο εβδομάδες. Ξεφαντώσαμε, μεθύσαμε, πάθαμε εγκαύματα και κατάφερα να χάσω τα έντεκα κιλά που είχα βάλει τρώγοντας κεράσια όταν απομνημόνευα την Ιστορία. Στην επιστροφή κάναμε ένα μουσικό διάλειμμα για το «Rock In Athens» στο Καλλιμάρμαρο υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού της Μελίνας Μερκούρη. Ήταν η πρώτη μου μουσική εξόρμηση και ήδη ένιωθα ενθουσιασμένος που θα έβλεπα μεγαθήρια της μουσικής σε ένα διήμερο. Δεν είδα βέβαια μόνο αυτά, είδα κι άλλα πράγματα, όπως επεισόδια, πυρκαγιές και αναρχικούς. Γνώρισα και μίλησα με διάφορα άτομα που είχαν έρθει από όλη την Ευρώπη για το μουσικό γεγονός και βρέθηκα σε τουαλέτες με ξερατά, σκατά και σπέρμα. Η ντόπα πουλιόταν ακόμα σε δραχμές όπως και η μπίρα, όμως δεν είχα ενδιαφέρον ν’ αγοράσω. Γέμισα με μουσική ντόπα και ένιωσα σαν μαστουρωμένος Αλλάχ να κοντράρεται με τον πρεζάκια Ιησού. Αποκόμισα τα οφέλη μιας διήμερης συναυλίας και κατέθεσα το αντίτιμο να βρίσκομαι εκεί. Η εμπειρία που αποκόμισα το δεύτερο βράδυ λίγο έλειψε να γίνει τραγωδία, όταν φεύγοντας από το Καλλιμάρμαρο και πηγαίνοντας προς το ξενοδοχείο Χίλτον, όπου είχαμε πρωινό ραντεβού με τον ξάδερφο του κολλητού μου για να μας γυρίσει πίσω στον Βορρά, παραλίγο να πέσουμε σε μια ομάδα αναρχικών με ρόπαλα, μολότοφ, λοστούς και τσεκούρια. Ναι, το λέω και το επαναλαμβάνω, τσεκούρια, με μαντήλια στα πρόσωπα τους, γυρεύοντας κάπου ή κάποιους να ξεσπάσουν την οργή τους. Τράβηξα από το μανίκι τον κλαπαρχίδα το φίλο μου, ο οποίος είχε ήδη πει το ποίημα από το πιόμα και τον έσυρα στα στενά, μακριά από την αναρχική ομάδα. Στην είσοδο της οικοδομής που κουρνιάσαμε, μας την έπεσαν δυο τύποι με πιστόλια και μας είπαν να φύγουμε, ήταν τα κεντρικά γραφεία της Νέας Δημοκρατίας. Τους είπα για τους αναρχικούς, κούνησαν αδιάφορα τους ώμους και δειλά δειλά φύγαμε και καλύψαμε την απόσταση ως το Χίλτον, όπου και βρήκαμε τον ξάδερφο του κολλητού, έναν δίμετρο Γερμαναρά, να κοιμάται του καλού καιρού στο μικρό Golf του. Τον ξυπνήσαμε και ξεκινήσαμε την ανάβαση. Σαν κανονικός Τεύτονας, διαμαρτυρήθηκε για τα διόδια που ήταν ακριβά, για την ποιότητα της autobahn που οδηγούσε το σαραβαλάκι του, όμως δεν έδωσα σημασία στις επισημάνσεις του. Τί κι αν είχε δίκιο; Όλο αυτό το διήμερο, μου δημιούργησε ένα μουσικό σασπένς, το οποίο το επισκίασε η αλαζονική στάση μιας ομάδας συμμαθητών μου που βρίσκονταν επίσης στη συναυλία. Ναι ξέρω, δεν τους γέμισα ποτέ το μάτι, όμως σήμερα το δικό μου μάτι δεν τους βλέπει. Εστιάζει μόνο σε αυτό που συμβαίνει και αξίζει.
ΕΔΑΦΙΟ 31ο
Έχω δει διάφορους τύπους να φοράνε μπλουζάκια με τυπωμένο το σλόγκαν «We Sold Our Soul For Rock’n’Roll» και πάντα σκεφτόμουν το βαθύ νόημα που κρύβει, σε αντιπαράθεση με την εμπορευματοποίησή του. Δε λέω, κι εγώ φοράω μπλουζάκια με ονόματα συγκροτημάτων, όμως δε θα μπορούσα ποτέ να διαφημίζω τον εαυτό μου επειδή έχει κάνει κάτι ή να επιδεικνύω ότι πρεσβεύω κάτι. Νομίζω ότι η μουσική είναι κάτι παραπάνω από αυτό, κάτι πιο σύνθετο και συνάμα απλό. Η μουσική δε χρειάζεται διαφήμιση, promotion, η μουσική είναι σαν τη γυμναστική, δεν την ασκείς για τους άλλους, αλλά για τον εαυτό σου, δεν έχεις ανάγκη τον θαυμασμό των άλλων, γυμνάζεις απλά το σώμα και την ψυχή σου, το κάνεις για τον εαυτό σου. Και είναι αυτός ο φαύλος κύκλος όπου η μουσική γίνεται το μέσο για την προβολή του Εγώ, για την ικανοποίηση του Εγώ, για την υπεροχή του Εγώ. Και όπως οτιδήποτε σχετίζεται με την τέχνη, γιατί η μουσική είναι τέχνη, το λίγο απέχει από το πολύ ένα μόλις χιλιοστό, η υπερβολή από την πληρότητα το ίδιο. Επομένως η πρώτη ερώτηση που κάνεις στον εαυτό σου, είναι αν θα θυσίαζες το Εγώ σου για έναν ανώτερο σκοπό και η απάντηση θα σου δείξει ποιον δρόμο να πάρεις: αυτόν της επίγνωσης ή εκείνον της απόγνωσης. Το σύνθετο έγινε ξαφνικά απλό και η τέχνη σού επιτρέπει να κάνεις την τελευταία σου κίνηση: Τσεκ ματ!
ΕΔΑΦΙΟ 32ο
Αν και μεγάλωσα σε μια καθυστερημένη μουσικά πόλη, είμαι ικανοποιημένος που κατάφερα να δώσω το παρόν σε διάφορα μουσικά γεγονότα που έλαβαν χώρα τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια. Και δηλώνω ικανοποιημένος, γιατί αν ζούσα στην πρωτεύουσα, τότε δεν θα ήταν το μουσικό μου μέλλον τόσο λιπόσαρκο και οστεώδες. Θα είχα παρακολουθήσει άλλα τόσα μουσικά γεγονότα, άλλα τόσα αγαπημένα σχήματα, που δυστυχώς τα στερήθηκα, γιατί η φτωχομάνα πόλη μου είναι μια πόλη του φραπέ, μια πόλη δήθεν, χειρότερη και από τη Λιμνούπολη του Donald Duck. Ναι το ξέρω, θα είχα κάνει περισσότερα, θα είχα ασχοληθεί ενδότερα, θα είχα ελπίσει σε καλύτερα. Η μοίρα όμως με χαντάκωσε στο βορρά, μακριά από το νότο κι ένιωσα καλά μες το πετσί μου το κώνειο της αδικίας. Ωστόσο ποτέ δεν τα παράτησα στη ζωή μου, ποτέ δεν εγκατέλειψα αυτό που αγαπώ να κάνω, ν’ ακούω μουσική και να ωριμάζω. Το 1985 στο «Rock In Athens» το έρεισμα το πήρα, το καύσιμο το είχα και μετά από ένα κενό μιας δεκαετίας, επέστρεψα δριμύτερος, διψασμένος και δαιμονισμένος, να πάρω πίσω αυτό που κάποιοι μου στέρησαν, να φέρω πίσω αυτό που κάποιοι μου έκλεψαν, να δώσω πίσω αυτό που κάποιοι μου χάρισαν. Κι αυτή τη φορά δεν πρόκειται να τους επιτρέψω ν’ απολογηθούν, παρά μόνο να εξομολογηθούν.
ΕΔΑΦΙΟ 33o
Μια μέρα, εκεί που άκουγα αμέριμνος τις κασέτες των γονιών μου στο φορητό κασετόφωνο της Philips, μπούκαρε μέσα ο Θεός, άρπαξε το κασετόφωνο και το πέταξε στον τοίχο. Γεμάτος οργή, είπε στους γονείς μου να ξεκουμπιστούν από τον κήπο του και με συνοπτικές διαδικασίες, πήραμε την άγουσα και διαβήκαμε την πύλη της Εδέμ. Εκεί στεκόταν ο Όφις, που χαιρέκακα μού έδειξε το σήμα της νίκης. Ήξερα πολύ καλά ότι αυτός μας είχε ρουφιανέψει στον Θεό, γιατί ζήλευε τις ώρες που περνούσα με το κασετόφωνό μου αντί να παίζω μαζί του. Του έκανα ένα κωλοδάχτυλο και του έδειξα την κασέτα που είχα ακόμα μαζί μου, εκείνη με το αγαπημένο μου τραγούδι, «The Winner Takes It All». Όπως και να έχει, οι γονείς μου βρήκαν την άκρη στην πρώτη πόλη που συναντήσαμε, την Βαβέλ κι έτσι μείναμε εκεί, έκπτωτοι μεν του παραδείσου, φίλεργοι εμιγκρέδες ωστόσο. Οι γονείς μου, από πείσμα για την άδική τους μεταχείριση από τον Θεό, με σπούδασαν, με μόρφωσαν κι εγώ έγινα μουσικός, ακολουθώντας το έμφυτο ταλέντο μου. Έδινα ρεσιτάλ, αργότερα συναυλίες και χεστήκαμε κυριολεκτικά στο τάλιρο. Μάλιστα έγινα δα και τόσο διάσημος, που ο Θεός ο ίδιος με κάλεσε σε ένα γκαλά που θα έκανε, παρουσία και των άλλων θεών του σύμπαντος. Ανέβηκα στη σκηνή, είδα όλους τους παρείσακτους θεούς μαζεμένους, πήρα το μικρόφωνο και φώναξα από τα μύχια της καρδιάς μου: «God Is An Astronaut». Κι έπειτα άρχισε το γλέντι. Τον Όφι πάντως δεν τον είδα πουθενά και ούτε φυσικά ρώτησα που ήταν και τι έκανε.
Αναζητώ τα προηγούμενα: