Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 8ο)

Από τους ABBΑ στον Moby και σε έναν νέο ηλεκτρονικό κόσμο. Του Βασίλη Πετρόπουλου

ΕΔΑΦΙΟ 34o

 Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσαν οι τουλούμπες και οι κωλοτούμπες. Όταν βαρέθηκα το σιρόπι και τη διαρκή κυβίστηση, αποφάσισα ν’ αρχίσω να τρέχω. Έτρεχα συνεχώς, λες και κάποιος με κυνηγούσε κι εγώ ήθελα να του ξεφύγω, μέχρι που το βαρέθηκα κι αυτό και τότε άρχισα να ακούω μουσική. Η μουσική ήταν κάτι που έρρεε, που κυλούσε, συνεπώς έπρεπε να παρακολουθώ, να εστιάσω και να στοχεύσω. Παράτησα ό,τι άλλο κι αν έκανα και προσπάθησα να συλλάβω την φιλοσοφία της. Λεξικά για τη μουσική δεν υπάρχουν, μόνο λειτουργοί που τη διδάσκουν. Όμως εγώ δεν γούσταρα ποτέ τους δασκάλους, σοφιστές τους έλεγε η γιαγιά μου, σε μπερδεύουν και σε κάνουν να χάσεις και να ξεχάσεις, αυτό το οποίο σε ελκύει. Έκανα λοιπόν την υπέρβαση και τόλμησα να αγοράσω μια ηλεκτροακουστική κιθάρα και να πειραματιστώ μαζί της. Ήθελα μια δική μου σανίδα, να τη ρίχνω στη θάλασσα και να πηγαίνω όπου γουστάρω. Και δεν επιβάρυνα κανέναν με την αγορά της, την αγόρασα με τις οικονομίες μου. Και της έδωσα το όνομα «Linda», μάλλον επηρεασμένος από την Krystle της τηλεοπτικής σειράς «Δυναστεία». Είμαι ρομαντική ψυχή, οι πρώτοι έρωτες δεν ξεχνιούνται, όμως τώρα δεν είμαι μικρός, έχω μεγαλώσει κι έχω καταλάβει πολύ καλά πως λειτουργεί ο κόσμος: είτε δανείζεσαι από αυτόν και του χρωστάς για πάντα, είτε του δανείζεις και σου επιστρέφει τα μισά.

ΕΔΑΦΙΟ 35ο

Την παρθενιά μου από τη μουσική την είχε πάρει το τραγούδι των ABBA «The Winner Takes It All» και είχα βρεθεί έξαφνα σ’ ένα οιδιπόδειο σύμπλεγμα όπου λάτρευα την ξανθιά και την κοκκινομάλλα εξίσου και ποθούσα να τις έχω στο προεφηβικό κρεβάτι μου. Η εκσπερμάτωση που γνώρισα με το «Electricity» θα ερχόταν μόλις τέσσερα χρόνια μετά. Στο μεταξύ αλληθώριζα, βλέποντας στην ασπρόμαυρη τηλεόραση τους Σουηδούς παρτενέρ τους να λένε το ποίημά τους νεράκι. Το ανώριμό μου μυαλό ρούφηξε κι έπλασε ένα εικονοστάσι λατρείας στην ψυχή του, ισορροπώντας το βάρος της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε. Ακόμα και σήμερα, όταν ακούω αυτό το τραγούδι, που δε θέλω να το αποκαλώ τραγούδι αλλά άσμα, είναι ένα άρωμα απόλαυσης στη δυσωδία που επικρατεί γύρω μου. Σκέφτομαι πως όταν κλειδώνεις ένα παιδί, που σωματικά είναι ήδη έφηβος και σκέφτεται σαν ενήλικος, σ’ έναν κλωβό παρέα με τους ΑΒΒΑ, τότε ρισκάρεις. Κι ευτυχώς για κάποιον που ρίσκαρε, που ποτέ δε με γνώρισε, αλλά με βοήθησε να βρεθώ στην εποχή που τα ροδάκινα δεν έχουν χνούδι και τα γεώμηλα τ’ αποκαλούν πατάτες. Καμία αντίρρηση, καμία απαίτηση, αλλά ρε φίλε Trap και τατουάζ; Pet και sexting; Έλεος πια!

ΕΔΑΦΙΟ 36ο

Οφείλω να σας εξομολογηθώ ότι από το βούρκο της ευθανασίας μ’ έβγαλε ο Krishnamurti ή Κρισναμουράτι, όπως τον αποκάλεσε κάποτε ο γείτονάς μου ο Πολ. Μου έδειξε το έλος της αθανασίας και μου είπε πως αν έπεφτα εκεί, τότε δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα για μένα. Τον ευχαρίστησα κι αυτός μου άφησε την κάρτα του. Αν ήθελα, μπορούσα να τον επισκεφτώ στο ησυχαστήριό του, ήταν πρόθυμος και διατεθειμένος να μου δώσει μια κατεύθυνση στη ζωή μου. Αφού συνήλθα από την έκπληξή μου, κάποιους μήνες μετά, έπεσε τυχαία η κάρτα του στα χέρια μου. Τηλεφώνησα και μου είπαν πως δυστυχώς ο Mahatma είχε αποδημήσει. Δεν πτοήθηκα και επικοινώνησα τηλεπαθητικά μαζί του. Ανταποκρίθηκε στην κλήση μου και μου έδωσε έναν κατάλογο από βιβλία του που μπορούσα να τα διαβάσω και να εντρυφήσω στη φιλοσοφία του. Με ευχαρίστησε για το γεγονός ότι τον θυμήθηκα και μου ευχήθηκε ένα καλό «pass over». Το τελευταίο δεν το κατάλαβα, ωστόσο αγόρασα τα βιβλία του και διάβασα τις σκέψεις και τη δομή της φιλοσοφίας του. Ταυτίστηκα με το γνώμονα των βιωμάτων του και δεν κατάφερα ποτέ ν’ αλλάξω τον εξάντα πάνω στην πιρόγα της συνείδησής μου. Όταν πλέω, πλέω και όταν κολυμπάω, ρέω.

ΕΔΑΦΙΟ 37ο

 Όταν κάτι δε σε χαλάει, τότε δεν είναι απαραίτητα και καλό, ωστόσο σίγουρα δεν είναι ανιαρό, μονότονο και πληκτικό. Το κομμάτι λοιπόν του Moby, το «Go», ποτέ δε με χάλασε, ίσα ίσα, όποτε το άκουγε ο φίλος μου σε κασέτα ή στο ραδιόφωνο, το θεωρούσα πραγματικά ενδιαφέρον. Θα πρέπει να ήταν τέλη του ’80, αρχές ’90 και ο φίλος μου είχε αφήσει πίσω του οριστικά το new wave και όργωνε το trance, το rave και φυσικά την disco. Ήταν οι σιτοβολώνες παραγωγής φερομόνης και ως γνήσιο αρρενωπό τέκνο ανταποκρινόταν στους δείκτες τεστοστερόνης του. Εγώ ήμουν καλά καμουφλαρισμένος με το new wave και δειλά έριχνα τα δίχτυα μου προς το alternative rock, το shoegaze και τον underground ήχο. Απεχθανόμουν την ηλεκτρονική μουσική κάθε είδους, τη θεωρούσα φαύλη, διαρκώς μαστουρωμένη και κυρίως απρόσωπη, αόριστη και ασαφή. Δε χωρούσε το μικρό και στενό μου μυαλό να δεχτεί ότι κάποιος μπορούσε να γράψει μουσική σε synthesizer, drum machine, sampler, vocoder ή γεννήτριες και ν’ αυτοαποκαλείται μουσικός. Η κλασική ρομαντική σκηνή της οικογένειας με τα ροζ μάγουλα, να κάνει πικνίκ στο παχύ, πράσινο χορτάρι και να γελάνε όλοι τους με τα ολόλευκα δόντια τους, με στοίχειωνε κάθε φορά που άκουγα ηλεκτρονική μουσική στη διαπασών, από κάποιον μαστουρωμένο διερχόμενο οδηγό.

ΕΔΑΦΙΟ 38ο

 Υπήρξα φανατικός υπέρμαχος του βινυλίου και στυγνός πολέμιος του CD, καθότι η περισσότερη ηλεκτρονική μουσική κυκλοφορούσε σε ψηφιακή μορφή και γιατί ήταν πιο οικονομική και γιατί ήταν πιο πρακτική στη χρήση της. Δεν ήθελα να βλέπω CD Player και αγνοούσα επιμελώς τα CD κάθε φορά που εισέβαλα σ’ ένα δισκάδικο για να προμηθευτώ τ’ αναγκαία της εβδομάδας. Μέχρι που ήρθε η στιγμή και κάποια συγκροτήματα άρχισαν να μην κυκλοφορούν τις δουλειές τους σε βινύλιο, παρά μόνο σε CD. Όταν το κακό άρχισε να παραγίνεται και οι δουλειές που δεν μπορούσα ν’ ακούσω πολλαπλασιάζονταν, έκανα την υποχώρηση και αγόρασα σιντιέρα. Ναι έτσι την έλεγα τότε, όπως τοστιέρα: ανοίγεις, βάζεις και ψήνεις. Είχα κάνει όμως ήδη το μεγάλο βήμα, το πρώτο βήμα για να περπατήσω στον ηλεκτρονικό κόσμο της μουσικής. Το φιλαράκι που γνώρισα, ένας έτερος εγώ, με μύησε σ’ αυτόν τον κόσμο, δίνοντάς μου ν’ ακούσω ένα CD του Moby με το ψευδώνυμο Voodoo Chld, το «The End Of Everything». Το άκουσα και τότε ένιωσα σαν το μωρό που χέζεται από τη χαρά του, βλέποντας το γνώριμο πρόσωπο της μάνας του που θα το ταΐσει. Εφτά κομμάτια, εφτά εδάφια, εφτά ταξίδια. Τρεις εφτά είκοσι εφτά, πλην έξι είκοσι ένα, έτσι δεν είναι; Έτσι ένιωσα όταν το άκουσα, νέος, ενήλικος και γοητευμένος. Ασπάστηκα κι άλλους φορείς του είδους και οφείλω να ομολογήσω, πως υπήρξα λίγο μαλάκας που αγνόησα εσκεμμένα ένα μεγάλο κομμάτι του μουσικού γίγνεσθαι.

 

Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, Τεύχος 2ο, Τεύχος 3ο, Τεύχος 4ο, Τεύχος 5ο, Τεύχος 6ο, Τεύχος 7ο