Μια μουσική αφήγηση (Τεύχος 9ο)
Ένας Αυστριακός Ροβινσώνας Κρούσος κι ένας Αυστραλός 'ναυαγός' στο Πάρκο των Σκύλων. Του Βασίλη Πετρόπουλου
ΕΔΑΦΙΟ 39ο
Όλο και πιο συχνά τελευταία, ανακαλώ στη μνήμη μου ένα συμβάν στη Σούγια στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Και το συχνά το ορίζω σαν την φαγούρα που έχει ο δεινός χαρτοπαίκτης όταν μπλοφάρει. Ήμασταν τρία φιλαράκια, τέλη Σεπτέμβρη στην παραλία της Σούγιας, ένα πολύ ζεστό μεσημέρι, έχοντας μαζί μας μια κλασική κιθάρα. Οι γύρω λουόμενοι ήταν αραδιασμένοι στα πλατιά βότσαλα του ορμίσκου, απολαμβάνοντας το χάδι του ήλιου και τη δροσιά της θάλασσας, όταν ο ένας της παρέας είχε τη φαεινή ιδέα να παίξει κιθάρα. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά από τα γρατζουνίσματά του, όταν μας πλησίασε μία ημίγυμνη Γαλλίδα και μας είπε ότι έπρεπε να κάνουμε ησυχία και να σεβαστούμε την ιδιωτικότητα. Ο φίλος μου ήταν έτοιμος να τη βρίσει όταν ξαφνικά, ένα παλικάρι από το πουθενά, ο Harald, μας προσέγγισε και μας ζήτησε τσιγάρο. Η γκόμενα έφυγε, του προσφέραμε και μας ρώτησε αν είμασταν μουσικοί και τι κάναμε εκεί. Του είπαμε ότι κάναμε διακοπές κι αυτός κούνησε το κεφάλι του. Μας είπε ότι την πρώτη φορά που ήρθε στη Σούγια, πριν τριάντα χρόνια, αγάπησε τόσο πολύ αυτό το μέρος και τους κατοίκους, ώστε κάθισε τρία ολόκληρα χρόνια. Έκανε τον βοσκό τους χειμώνες και τα καλοκαίρια την άραζε στις παραλίες, ένας Αυστριακός Ροβινσώνας Κρούσος. Ήταν αρχιτέκτονας, είχε δύο παιδιά και βρήκε την ευκαιρία να επισκεφτεί ξανά την αγαπημένη του Κρήτη, ύστερα από τόσα χρόνια. Η συγκινησιακή του φόρτιση ήταν μεγάλη και μόλις του αναφέραμε ότι την επόμενη μέρα σχεδιάζαμε να πάμε στο φαράγγι της Σαμαριάς, αυτός συνοφρυώθηκε. Είπε πως το φαράγγι της Σαμαριάς είναι για τους τουρίστες, ενώ το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης για τους μουσικούς, Ζήτησε άλλο ένα τσιγάρο και ύστερα αποσύρθηκε διακριτικά στη σκήτη του. Κατεβήκαμε το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης και δεν το μετανιώσαμε καθόλου, εγώ τουλάχιστον με κανέναν τρόπο. Είχα το δικό μου CD Player, ενώ οι δύο φίλοι μοιράζονταν ένα άλλο, φορώντας από ένα ακουστικό και δεν μπορούσαν να συγχρονιστούν: ο ένας σχεδόν έτρεχε και ο άλλος σχεδόν υπνοβατούσε. Το φαράγγι με μάγεψε και η σκηνή που αράξαμε σε ένα ξέφωτο, γεμάτο χιλιάδες πεταλούδες και μια διμοιρία νεαρών Γερμανών αλπινιστών ν’ ανεβαίνει, ναι, ν’ ανεβαίνει το φαράγγι δεν έσβησε ποτέ από την μνήμη μου. Οι Γερμανοί ξανάρχονται, σχολίασε το ένα φιλαράκι μου και βάλαμε τα γέλια. Σκόρπισα στον αέρα, έγινα ένα σύννεφο με τις χρυσαλλίδες και κατάλαβα τι εννοούσε ο Harald. Το τελευταίο βράδυ πριν φύγουμε για Γαύδο, τον συναντήσαμε στο κραιπαλείο του Κύκλωπα. Ήπιαμε αρκετές ρετσίνες, συζητήσαμε για διάφορα πράγματα και κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε ότι ήμουν μουσικός. Δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει, ωστόσο επέμεινε και ξαναείπε το ίδιο. Μπορεί να τον συγκίνησε η ατάκα μου, ότι κοιτάζουμε το παρελθόν, κάνουμε σχέδια για το μέλλον και νομίζουμε ότι ζούμε στο παρόν. Ποιος ξέρει γιατί το είπε, κανείς δε θα μάθει. Ναι, τον θυμάμαι τον Harald και από τότε δεν έχω καμιά φαγούρα όταν παίζω χαρτιά.
ΕΔΑΦΙΟ 40o
Πήγα στο super market της γειτονιάς μου για ψώνια τις προάλλες και πρόσεξα πως οι τιμές των βινυλίων και των CD είχαν εκτοξευτεί στα ύψη. Τα 10΄΄ και τα 7΄΄ ήταν απλησίαστα. Οι μόνες λογικές τιμές ήταν στα μεταχειρισμένα και οι προσφορές σε mp3. Ακόμα και τα flac ήταν αρκετά τσιμπημένα. Ρώτησα την πωλήτρια, μια γεματούλα και τσαχπινούλα τριαντάρα, τι έπαιζε κι αυτή μου είπε πως είχαν αυξηθεί διακόσια τοις εκατό τα έξοδα αποστολής των προϊόντων. Πήγα στα ράφια των μεταχειρισμένων και πήρα τους Stone Roses σε βινύλιο και ένα best of του Vangelis που είχε αποδημήσει πρόσφατα, σε CD. Πήρα πέντε κονσέρβες mp3, δύο flac και πήγα στο ταμείο. Η ταμίας, μία barbie σε μελαχρινή έκδοση, με ρώτησε ανέκφραστα αν θα πλήρωνα με κάρτα ή με μετρητά και της είπα πως δεν είχα πάρε δώσε με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δεν μπήκε καν στον κόπο να με ρωτήσει τι εννοούσα και με κοίταξε με το άψογα μακιγιαρισμένο πρόσωπο της. Της μέτρησα τρία χαρτονομίσματα των πέντε ευρώ, της είπα ότι δεν θέλω σακούλα, πήρα τα ψώνια μου κι έφυγα από το super market. Με τέτοια ακρίβεια θα ζορίσουν οι κώλοι σκέφτηκα και συλλογιζόμουν τι περικοπές θα μπορούσα να κάνω, ώστε ν’ αγοράζω τα ψώνια μου. Γιατί σίγουρα με τις κονσέρβες δε θα την έβγαζα. Ήταν άγευστες, ανούσιες και συνθετικές. Κατέληξα ότι θα πουλούσα το αυτοκίνητό μου, άλλωστε με το μετρό που κάποτε θα έφτιαχναν, δε θα το χρειαζόμουν.
ΕΔΑΦΙΟ 41ο
Ένα βραδάκι, εκεί που σουλατσάριζα στο Πάρκο των Σκύλων και σκεφτόμουν με ποιον τρόπο θα τετραγώνιζα τον κύκλο, πέτυχα τον Νικ να κοιμάται σε ένα παγκάκι. Τον ξύπνησα και του είπα πως ήμουν φαν του, πόσο πολύ μου άρεσαν οι στίχοι και η μουσική του και μπλα μπλα μπλα. Εκείνος αγουροξυπνημένος, φτιαγμένος και απορημένος, με ρώτησε τι ώρα ήταν και του είπα πως δεν είχα ρολόι. Με ρώτησε αν μπορούσα να τον πάω στο κλαμπ γιατί θα έδινε συναυλία και του είπα πως μπορούσα, αρκεί να μ’ έβαζε δωρεάν μέσα. Ένευσε με το χέρι του και τον πήγα στο κλαμπ. Ήταν η πρώτη τζάμπα συναυλία μου και την ευχαριστήθηκα όσο τίποτε άλλο. Και ο Νικ ήταν αγνώριστος πάνω στη σκηνή, γεμάτος ενέργεια, καμία σχέση με αυτόν που βρήκα να κοιμάται στο παγκάκι. Στο τέλος της συναυλίας, θέλοντας να καταχραστώ την καλοσύνη του, περίμενα υπομονετικά έξω από το καμαρίνι του και μόλις βρήκα την ευκαιρία, τρύπωσα μέσα. Τον τσάκωσα να ντουμανιάζει έναν μπάφο και να ηχογραφεί στίχους σ’ ένα μαγνητόφωνο. Δεν είπα τίποτα για να μη χαλάσω την εγγραφή και μόλις τέλειωσε με κοίταξε με το θολό του βλέμμα. Είμαι ο Μπάμπης, ο Μπάμπης ο Φλου που σε βρήκα στο παγκάκι του είπα και οι κόρες των ματιών του διεστάλησαν. «Oh yes, Babis» είπε και μου έδωσε το τσιγαριλίκι. Μιλήσαμε για το μέλλον, το παρόν και το παρελθόν, τον ρώτησα για τους Bad Speeds και μου είπε πως ήταν κακή σπορά, τον χαιρέτησα και πήγα στο σπίτι καλά μαστουρωμένος. Αν μη τι άλλο, ήμουν και κωλόφαρδος.
ΕΔΑΦΙΟ 42ο
Μέσα σ’ αυτόν τον οχετό της παραπληροφόρησης, της παραοικονομίας και της παρακμής, η μαγεία της μουσικής είναι ευλογία. Ευλογία είπα; Μήπως καλύτερα ευλογιά; Γιατί σε κάνει να μη μοιάζεις με όλες και όλους εκείνους τους copy paste prisoners, σε κάνει διαφορετικό από την απληστία και την αδιαφορία που επικρατούν, σε κάνει άνθρωπο, που νιώθει, αγγίζει, μυρίζει, αισθάνεται. Αυτή είναι η μαγεία που μόνο η μουσική μπορεί να σου προσφέρει, να σε μεταφέρει έξω από τον τόπο και τον χρόνο και να βρεθείς περιτριγυρισμένος από φιλικά, φιλήσυχα και φιλόξενα όντα, που μιλάνε με νότες και γράφουνε με μελωδίες. Η μαγεία σου δίνει το χώρο ν’ αναπνεύσεις, να οξυγονωθείς, ν’ αναζωογονηθείς. Και κάθε λεπτό μαγείας της μουσικής διαρκεί μέρες, μήνες, χρόνια, αφήνει το χνάρι του πάνω στην χλόη της ψυχής σου. Είσαι σε μια κάψουλα και ταξιδεύεις στο σύμπαν, λυτρωμένος από το έρμα της συνήθειας και απαλλαγμένος από τα δεσμά του χρόνου. Και η αλήθεια αυτή σε κάνει ανώτερο από την ρηχότητα, την κενότητα και την φαυλότητα όλων αυτών που άφησες πίσω σου. Και πίστεψε με, κάθε φορά που θα βγάζεις τον μανδύα της μαγείας, θα είσαι όλο και πιο ελαφρύς, όλο και πιο διάφανος, όλο και πιο αόρατος, στα μάτια τους.
ΕΔΑΦΙΟ 43ο
Το κινητό τηλέφωνο, αλλιώς cell phone, έχει γίνει πλέον ένα self phone, μια ψηφιακή προέκταση του εαυτού σου. Χωρίς αυτό είσαι μόνος, χαμένος και απελπισμένος. Όμως η ψηφιακή σου γάγγραινα δεν σταματά εδώ. Είσαι τόσο εξαρτημένος, τόσο αλλοτριωμένος και τόσο μεταλλαγμένος, ώστε δίχως αυτό δεν υπάρχεις, είσαι ένα τίποτα, ένα απλό μηδενικό. Και επί τούτου θυμάμαι σαν χθες, όταν κάποτε ρώτησα ένα φιλαράκι μπάρμαν, για πόση ώρα μπορεί ν’ αποχωριστεί το κινητό του. Αδυνατούσε να μου απαντήσει, δεν το είχε σκεφτεί και βραχυκύκλωσε με την ερώτηση. Και όλα αυτά πολύ πριν τη smart phone εποχή, τότε που τα κινητά ήταν ακόμα τηλέφωνα και όχι υπολογιστές. Δεν έχω κινητό, ποτέ δεν είχα κι ελπίζω να μην αναγκαστώ ποτέ να έχω, όσο μπορώ θα ελίσσομαι στα αναλογικά μονοπάτια της συνείδησης. Αυτό θα κάνω, γιατί το κινητό τηλέφωνο είναι εχθρός και για έναν άλλο λόγο, απαξίωσε την μουσική κι αυτό δεν του το συγχωρώ. Πόσοι από αυτούς που έχουν κινητά, επιλέγουν την μουσική που τους αρέσει και την ακούν είτε στην εργασία τους, είτε στα διαλείμματα τους; Ή πόσοι άλλοι αποφασίζουν ότι όλα τα μηχανήματα αναπαραγωγής ήχου είναι άχρηστα, επομένως και τα βινύλια και τα CD και κατεβάζουν μουσική από το διαδίκτυο, την οποία ακούνε στο κινητό τους; Και να μην προσθέσω και το τραγικό συμβάν σε ζωντανές εμφανίσεις, τα υψωμένα χέρια με τα κινητά να καταγράφουν όλη τη συναυλία. Σε ένα μουσικό γεγονός πηγαίνεις για ν’ ακούσεις και όχι να καταγράψεις το γεγονός και να το ανεβάσεις ύστερα στο blog σου. Η ψηφιακή σου γάγγραινα φίλε, έχει ήδη αρχίσει να μυρίζει.
Αναζητώ τα προηγούμενα: Τεύχος 1ο, Τεύχος 2ο, Τεύχος 3ο, Τεύχος 4ο, Τεύχος 5ο, Τεύχος 6ο, Τεύχος 7ο, Τεύχος 8ο