Ηλεκτρονική μουσική και οργανολογία στον παλιό ‘καλό’ ελληνικό κινηματογράφο
Και όμως, δίπλα στα μπουζούκια, τις τζαζ τρομπέτες και τα μάμπο τα μπραζιλέρο είχαν παρεισφρύσει και οι ήχοι-προάγγελοι ενός νέου θαυμαστού κόσμου. Του Αντώνη Ξαγά
Αχ αυτός ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος... Ο οποίος είναι ναι μεν παλιός, και όλο και παλιώνει αποκτώντας μια σχεδόν στοιχειωτική διάσταση, αλλά ‘καλός’ δεν ήταν, ούτε προφανώς κατά συνόλω ούτε όμως και κατά πλειοψηφία. Ίσως θα έπρεπε να αναφερόμαστε σε παλιό ‘αγαπημένο’ κινηματογράφο, με την ‘αγάπη’ μας να παραβλέπει τα κακά αφελή φαρσικά σενάρια, τις απιθανότητες και τις φτηνές ευκολίες σπουδαίων ηθοποιών, και να εδράζεται σε ένα παράξενο αίσθημα ανοίκειας οικειότητας με αυτόν τον μακρινό ασπρόμαυρο και οριστικά χαμένο στην ασφάλεια του παρελθόντος κόσμο. Ο οποίος κατά έναν τρόπο είναι εδώ φασματικά ζωντανός, μέσα από τις οθόνες και τις ενίοτε ad nauseam επαναλήψεις, έρμαιο στο σημερινό μάτι, εκτεθειμένο στην ελλοχεύουσα ετεροχρονισμένη νοσταλγία (πρόσφατα μάλιστα στους κύκλους της εγχώριας αναθεωρητικής alt-right οι ταινίες αυτές ερμηνεύονται ως τεκμήρια για μια εποχή ρομαντικό υπόδειγμα… αρμονικής συμβίωσης και κοινωνικής ειρήνης) αλλά και την εκ των υστέρων ελιτίστικη κατακεραύνωση (ειδικά από τον χώρο της νεοαναδυόμενης, επιδεικτικά ηθικά ‘πλεονεκτικής’ alt-left ως ένα ακόμη προνομιακό πεδίο για κυνήγι μαγισσών). Ωστόσο ομολογώ ότι με βρίσκω συχνά να τις παρακολουθώ ακόμη, εστιάζοντας πλέον περισσότερο σε όσα μπαίνουν στο κάδρο ακούσια, αθέλητα από τον σκηνοθέτη, αλλά και για όσα μένουν εκτός. Και επίσης, για την ηχητική μπάντα. Την μουσική (και όχι μόνο).
Ήδη ο τίτλος του κειμένου ακούγεται κάπως παράδοξος έως και προβοκατόρικος ακόμη. Γιατί τι δουλειά άραγε έχει η θεωρούμενη μουσική του φουτουρισμού, της τεχνολογίας, της ‘ψυχρότητας’ με αυτό το comfort σύμπαν; Τι δουλειά έχουν οι γιγάντιοι συνθετητές, τα κυκλώματα, οι ημιαγώγιμες δίοδοι και τα ‘κομπιούτερ’ με τις ταχυδακτυλουργίες του Χιώτη και του Ζαμπέτα στο μπουζούκι, τα πνευστά ‘μάμπο τα μπραζιλιέρο’ του Μουζάκη, την ευρωαμερικάνικη τζαζ του Πλέσσα και του Καπνίση, τα λαϊκά ταβερνεία και την ασπρόμαυρη ‘αθωότητα’; Καμία θα ήταν η προφανής απάντηση, μία απάντηση πολύ κοντά στην πραγματικότητα κιόλας. Άλλωστε βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60, η ηλεκτρονική μουσική ακόμη αποτελούσε περισσότερο ένα αξιοπερίεργο προϊόν ακαδημαϊκών σωλήνων και εργαστηρίων, ανοίκεια, μάλλον ακαταλαβίστικη και εξωτική παρασάγγες μακριά από το μαζικό αισθητήριο, το οποίο είναι κι εκείνο που επικαθορίζει, άμεσα ή έμμεσα και την καλλιτεχνική παραγωγή (και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες της χρήσεις σε επενδύσεις ταινιών ήταν σε σενάρια επιστημονικής φαντασίας, ακούμε π.χ. τα θέματα από τον «Πλανήτη των πιθήκων» ή από τον «Δόκτωρα Χου»). Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για κινηματογράφο, το κύριο λαϊκό θέαμα ψυχαγωγίας των καιρών, που κατά συνέπεια όφειλε να ικανοποιεί και να απηχεί το κοινό γούστο από κάθε άποψη, μια συνθήκη η οποία είναι (σχεδόν) αυτονόητη, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για εποχές (και μία χώρα) όπου η απόκλιση από την νόρμα μπορεί να είχε και πολύ επώδυνες συνέπειες.
Μπορεί ωστόσο οι Έλληνες συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής να ταυτίστηκαν στο συλλογικό συνειδητό σχεδόν απόλυτα με κάποιες από πιο συντηρητικές εκφάνσεις της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, ωστόσο οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν μια ευρύτερη μουσική παιδεία και διάθεση για πειραματισμό με νέα όργανα και τεχνικές, όσο κι αν οι απόπειρες αυτές είτε δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας είτε όταν αυτό συνέβη απλά αγνοήθηκαν. Μεταξύ αυτών και ο Μίμης Πλέσσας, οι αναζητήσεις του οποίου με την νέα τεχνολογία αποτυπώθηκαν μεταξύ άλλων και σε έναν δίσκο με τίτλο «Ο Μίμης Πλέσσας παίζει Philicorda» ο οποίος βγήκε το 1965 σε λίγα αντίτυπα, πέρασε απαρατήρητος, ξεχάστηκε, ο ίδιος ο συνθέτης ακολούθησε άλλους πιο ‘ασφαλείς’ δρόμους προς την επιτυχία, και κάπως έτσι πέρασαν τριάντα ακριβώς χρόνια μέχρι να έρθει το ιστορικό πια περιοδικό ‘Jazz & Tζαζ’ να τον ανασύρει στο φως με υπέρτιτλο “Rare Jazz Grooves”. Το philicorda ήταν ένα όργανο που επινοήθηκε το 1961 από το θρυλικό Philips Natuurkundig Laboratorium, το ερευνητικό τμήμα της Philips στο Αϊντχόβεν υπό την διεύθυνση των Tom Dissevelt και Dick Raaijmakers (σημειώστε ως κρατούμενα αμφότερα τα ονόματα, ειδικά το πρώτο) ως μια από τις πρώτες «εκλαϊκευτικές», οικιακής στόχευσης, εκδοχές ενός ηλεκτρονικού οργάνου (η σύλληψη προοριζόταν να λειτουργήσει ανταγωνιστικά με το hammond).
Παρά την ευκολία και την βολικότητά στη χρήση, η αγορά δεν του επεφύλαξε την υποδοχή που ίσως ανέμενε η εταιρεία, ενώ δεν ήταν και πολλοί οι μουσικοί που εκμεταλλεύτηκαν τους ταλαντωτές ‘ψυχρής καθόδου’ στην δημιουργία μουσικής, μεταξύ των ολίγων αξίζει να αναφέρουμε τους (για κάποιους πρωτο-πανκ) Monks και τον δίσκο τους 1965 «Black Monk Time», την κλασική 60s επιτυχία του Chris Montez «Let's Dance» και φυσικά τον εν λόγω δίσκο του Μίμη Πλέσσα. Ο οποίος, όπως σημειώνει και ο Γιώργος Χαρωνίτης στις σημειώσεις της επανέκδοσης, μπορεί να ήταν βασικά «δίσκος επιδείξεως» του καινοφανούς αυτού οργάνου, το γεγονός αυτό όμως δεν τον υποβιβάζει σε τεχνικές αποδόσεις και ύφος, τουναντίον ο Πλέσσας παίρνει γνωστές δικές του συνθέσεις, τις διασκευάζει με κέφι και τζαζ οπτική αναδεικνύοντας νέες διαστάσεις και δυνατότητες. Μεταξύ των θεμάτων αυτών είναι και ένα που φέρει τον τίτλο "Δύο πουλιά", ένα παιχνιδιάρικο γρήγορο σέικ, το οποίο πέραν του ότι αποτελεί από το 2009 το σήμα της εκπομπής MiC Label, λίγο πριν αποτυπωθεί στον δίσκο είχε κάνει και ένα πέρασμα από την ταινία «Ένα έξυπνο έξυπνο... μούτρο», μία τυπική φαρσοκωμωδία της εποχής, από τις δεκάδες στις οποίες σπατάλησε γενναιόδωρα το ταλέντο του ο Κώστας Βουτσάς.
Κι αν το philicorda δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες των δημιουργών του, ούτε από εμπορική ούτε από καλλιτεχνική άποψη, δεν συνέβη το ίδιο με την φαρφίσα. Ένα άλλο ηλεκτρονικό όργανο, ιταλικής αυτή τη φορά κατασκευής, farfisa ήταν τα αρχικά της κατασκευάστριας εταιρείας (το πλήρες όνομα ήταν Fabbriche Riunite Fisarmoniche Italiane S.p.A) η οποία αρχικά έφτιαχνε ακορντεόν. Το κίνητρο για το πέρασμα στον καινούργιο θαυμαστό κόσμο των ηλεκτρονικών ήταν η αναζήτηση της ευκολίας και της… ήσσονος προσπάθειας, το ακορντεόν γαρ, παλιό λαϊκό όργανο του δρόμου, απαιτούσε πέραν της όποιας μουσικής δεξιότητας και γερά εργατικά μπράτσα. Κι έτσι, κατά το εμπορικό τρυκ της εποχής το οποίο επέβαλλε για όλα τα καινοφανή εξωτικά όργανα μια παραπομπή σε κάτι οικείο, η φαρφίσα πλασαρίστηκε στην αγορά ως ένα πιο ξεκούραστο και εύκολο ηλεκτρονικό ‘υποκατάστατο’ του ακορντεόν (βοηθούντος και του ρόλου του στις τότε μπάντες αλλά και του ιδιαίτερου ηχοχρώματος του – όπου στο σημείο αυτό δεν μπορώ να μην θυμηθώ ότι η περίφημη πρωτεργάτρια της ηλεκτρονικής μουσικής Pauline Oliveros υπήρξε βασικά ακορντεονίστρια). Και αν στην πορεία την συνόδευσαν πολλές οργισμένες καταγγελίες ότι έπαιρνε την δουλειά από τον ακορντεονίστα, μια κατηγορία που έμελλε να συνοδεύει για πολλά χρόνια όλα τα ηλεκτρονικά όργανα (αν και στην προκείμενη περίπτωση από άποψη ισοζυγίου εργασίας, η αντικατάσταση ήταν… ένας με έναν), τούτες όμως δεν εμπόδισαν την τρομερή εμπορική επιτυχία της, με ένα εύρος που έπιανε από την ποπ (την ακούμε π.χ. σε χιτ που σημάδεψαν τα 60s όπως το «When a Man Loves a Woman», το «96 Tears» ή το «Wooly Bully»), ψυχεδελική και κράουτ και μη (από Tangerine Dream μέχρι Pink Floyd) φτάνοντας όμως σε εντελώς διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα να αποτελέσει ιδιοσυστατικό πλέον στοιχείο τοπικών μουσικών (στην Δυτική Αφρική π.χ. έκανε θραύση) όπως π.χ. το ελληνικό λαϊκό τραγούδι των 60s το οποίο και θα σημαδέψει ανεξίτηλα, και δίνοντας του μια αύρα… ψυχεδελική (που δεκαετίας αργότερα θα βοηθήσει να μοσχοπουλιούνται σε αφελείς ξένους οι ηχογραφήσεις αυτές ως… «psych folk»).
Ο άνθρωπος που εισήγαγε το καινό αυτό δαιμόνιο στο ελληνικό τραγούδι -ακορντεονίστας και ο ίδιος- ανακαλύπτοντας τη φαρφίσα μετά από ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Αμερική, ήταν ο Βασίλης Βασιλειάδης (τα διηγείται εδώ σε μια συνέντευξη στον Θωμά Μπακαλάκο), ο περιβόητος Βήτα-Βήτα (προσοχή να μην συγχέεται με τον άλλο μεγάλο Βασιλειάδη του ελληνικού τραγουδιού, τον Χαράλαμπο, τον επονομαζόμενο και «Τσάντα»), ο βασικός υπεύθυνος για μια μόδα η οποία θα κρατήσει για αρκετά χρόνια, θα δώσει μια αλυσίδα από πολύ μεγάλες επιτυχίες που θα ανανεώσουν ουσιαστικά τον ήχο του εγχώριου τραγουδιού, καταλήγοντας αναπόφευκτα στην κατάχρηση και μετά στην… απόσυρση, με τις τελευταίες απολήξεις να φτάνουν στα μέσα των 70s πια στον φτηνά πληκτροφόρο «ήχο της Ομόνοιας» (μια μερακλίδικη ελπίζουμε συλλογή τέτοιων ασμάτων, δικής μας επιμέλειας, μπορείτε να βρείτε εδώ). Από τις δεκάδες συνθέσεις του Βασιλειάδη που χρωματίζονται από τον ιδιαίτερο διαπεραστικό και ταξιδιάρικο ήχο της φαρφίσας, που αποτυπώθηκαν και σε πολλές εμφανίσεις σε ελληνικές ταινίες, θα ξεχωρίσουμε σίγουρα το «Δεν σε πιστεύω» με τον ‘Χρυσόστομο’ κατά τον Λάμπρο Κωνσταντάρα Στέλιο Καζαντζίδη να γεμίζει κάθε πίξελ της οθόνης όχι μόνο με την φωνή του αλλά απλά με την παρουσία του στην ταινία «Ο Γεροντοκόρος», ενώ πρώτη… μούρη στο Καβούρι εμφανίζεται ο ίδιος ο συνθέτης με την φαρφίσα του (ή αρμόνιο όπως την αποκαλούσαν οι περισσότεροι τότε) στην ταινία του 1967 με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Σαπίλα κι αριστοκρατία», όπου ο Καζαντζίδης ερμηνεύει το «Έφυγε έφυγε», ένα σίδερο αναμμένο έχω στην καρδιά, είναι η δική σου αγάπη, που με τυραννά.
Μια άλλη θρυλική φαρφισένια επιτυχία που έγινε ακόμη και λαϊκή ρήση βλέπουμε και ακούμε στην ταινία «Ο παλιάτσος» (1968), το «Θα τα κάψω τα –ρημάδια- τα λεφτά μου» από τον Μάνο Παπαδάκη με την Ρένα Βιολάντη στο σεγόντο, ενώ σε άλλο ύφος, σε αυτό που ονομάστηκε (ελαφρο)λαϊκό σέικ απολαμβάνουμε στον «Μπακαλόγατο» (μιλάμε για την ταινία με τον Φραγκίσκο Μανέλλη, να μην συγχέεται με την προγενέστερη ταινία του Ζήκου-Χατζηχρήστου η οποία άλλωστε λεγόταν «Της κακομοίρας») τον Βήτα-Βήτα όχι μόνο να σολάρει με κέφι στην φαρφίσα αλλά και να τραγουδάει σε ντουέτο με την Λίτσα Διαμάντη το «Γκουντ μπάι» (χρόνια αργότερα, στα χρόνια της παρακμής και του λαϊκού ελληνικού σινεμά -κι εκτός του χρονικού πλαισίου του παρόντος κειμένου-, 1987 πια, τον συναντάμε με το αγαπημένο του όργανο να εκτελεί το «Τσιφτετέλι 80» στην (βιντεο)ταινία «Εδώ παπάς εκεί… λαπάς», όπου πρωταγωνιστούσε ο βασιλιάς της φάπας Αλέκος Τζανετάκος).
Ασφαλώς δεν ήταν ο Βασιλειάδης ο μοναδικός ο οποίος μεταχειρίστηκε την φαρφίσα λαϊκά, μια πιο άγνωστη-ψαγμένη περίπτωση είναι το κομμάτι του ξεχασμένου Άγγελου Θεοδωρόπουλου, σε ενορχήστρωση του ακάματου εργάτη του ελληνικού σινεμά Χρήστου Μουραμπά, «Ήθελε να γίνη βασιληάς» από την ομώνυμη ταινία του ιδίου το 1967, μια ελεύθερη διασκευή του ‘Άμλετ’ του Σαίξπηρ, η οποία δεν εκτιμήθηκε καθόλου στην εποχή της, σύμφωνα με στοιχεία που βλέπω στο retrodb, κατέλαβε την 98η θέση μεταξύ 99 ταινιών τη χρονιά εκείνη.
Μεταβατικές εποχές εκείνες (όπως μεταξύ μας είναι όλες οι εποχές) και όσον αφορά την ήχο, στα ηλεκτρονικά οι συνθέτες ακόμη ψάχνονται να δημιουργήσουν μια νέα γλώσσα για την νέα οργανολογία, όσο και αν –και μάλλον φυσιολογικά- εκκινούν από μεταφράσεις των ήδη κατεστημένων (γιατί εν τέλει άλλο η ηλεκτρονική μουσική και άλλο η μουσική η οποία παίζεται με ηλεκτρονικά όργανα, δεν υπάρχει πάντα ταύτιση). Σε τέτοια δοκιμαστικά, δειλά πειραματικά μονοπάτια συναντάμε φυσικά και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου στα 60s, με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το μουσικό θέμα που έγραψε για την ταινία "5000 Ψέματα" το 1966 (είναι μετά το 1973 πια, και ειδικά με το “L'Apocalypse Des Animaux”, θα βρει τελικά τα δικά του πατήματα και τα μονοπάτια θα γίνουν δρόμοι και για άλλους).
Η πρώτη πραγματικά παγκόσμια επιτυχία ηλεκτρονικής ποπ, ιδρυτικό και καταστατικό για την ιστορία της electro pop κομμάτι, αυτό που ουσιαστικά άνοιξε την προοπτική της μαζικότητας για ολόκληρο το νεόκοπο είδος ήταν φυσικά το «Popcorn», όχι κατά ατυχή ειρωνεία στην εκτέλεση του δημιουργού του Gershon Kingsley, αλλά σε αυτοί των Hot Butter (ποπ-κορν χωρίς βούτυρο άλλωστε δεν νοείται). Δεκάδες υπήρξαν διασκευές του κομματιού, θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε ολόκληρο κείμενο σε αυτές, μία ενδιαφέρουσα, με επιπρόσθετους στίχους κιόλας, ήταν αυτή ενός γαλλικού σχήματος ονόματι Anarchic System. Ή… Aftarchic System όπως τους ήθελε αναγεγραμμένους το ελληνικό 45άρι (χέρι της χούντας άραγε ή αυτολογοκρισία;). Είτε από αναρχικούς είτε από αυταρχικούς, δεν έχει σημασία, είναι αυτή η εκδοχή του «Pop corn» που ακούμε στην ταινία «Αν ήμουν πλούσιος», σε μια πραγματικά σπαρταριστή στιγμή ατυχούς μοντάζ, με το κομμάτι να εκτελείται θεωρητικά από το ελληνικό σχήμα Taste of Life (αν πιστέψουμε την όπισθεν κουρτίνα) και τον Σωτήρη Τζεβελέκο να ξεβιδώνεται στην πίστα υπό τα… κιθαριστικά σόλα του moog (sic).
Κι αν στην περίπτωση αυτή η πηγή της έμπνευσης για τον μουσικό επιμελητή είναι προφανής, στην επόμενη πολύ πιο… obscure περίπτωση (η οποία αποτέλεσε και την αφορμή του κειμένου αυτού) δεν έχουμε καμία βοηθητική ένδειξη. Δεν είναι στην λίστα των παιζόμενων σε heavy rotation η ταινία του Βαγγέλη Σειληνού (ναι του ‘Σίλι-Σίλι’ καθ υπερβολήν «Νουρέγιεφ της Ελλάδος») «Πέντε γυναίκες για έναν άνδρα», από τις ελάχιστες και μάλλον ξεχασμένες περιπτώσεις όπου ο διάσημος χορογράφος ανέλαβε τον σκηνοθετικό ρόλο (δεν υπάρχει καν στα περισσότερα διαδικτυακώς κυκλοφορούντα βιογραφικά του). Η ταινία όπως προϊδεάζει και ο τίτλος είναι μια συνηθισμένη φαρσοκωμωδία ερωτικών μπλεξιμάτων της εποχής, με το σενάριο να είναι πάντως ιδιότυπα κωμικό έως και σουρεαλιστικό κατά στιγμές. Τον γόη -πολιτικό μηχανικό το επάγγελμα- της υπόθεσης ενσαρκώνει ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, στην ταινία εμφανίζονται επίσης η Μαριάννα Κουράκου, η Ελένη Ροδά και ασφαλώς η Μαρία Ιωαννίδου (σύζυγος τότε του Σειληνού), ενώ στους συντελεστές συναντάμε και άλλα γνωστά ονόματα σε πρώτα βήματα, όπως τον Παύλο Τάσσιο ως βοηθό σκηνοθέτη και τον Βαγγέλη Φουρνιστάκη ως βοηθό φωνολήπτη.
Η μουσική επένδυση κυμαίνεται από κλασικούς σέικ ρυθμούς μέχρι το αναπόφευκτο ζεύγος Χιώτη-Λίντα (στο «Απότομα») μέχρι τη στιγμή που η γραμματέας στο γραφείο του μηχανικού, η οποία τον έχει ερωτευτεί και φαντασιώνεται και λιώνει, χάνεται σε ένα σέξυ φουτουριστικό όνειρο (χορογραφημένο από τον Γιάννη Φλερύ) στο οποίο ακούγεται μια παράδοξη ηλεκτρονική μουσική. Έβλεπα την ταινία αυτή ένα μισοζαλισμένο καλοκαιρινό απόγεμα, από ένα σημείο και μετά έπαιζε χωρίς να την πολυπροσέχω, μέχρι που αυτοί οι αταίριαστοι ήχοι ήρθαν και τράβηξαν το αυτί μου. Και μάλιστα αναγνώρισα και την προέλευση καθώς κατά σύμπτωση εκείνες τις ίδιες ημέρες σκάλιζα για άσχετους λόγους στα χωράφια της ολλανδικής πρωτοηλεκτρονικής σκηνής. Πρόκειται λοιπόν για το κομμάτι με τίτλο «Vibration» (ή «The visitor from inner space» όπως έγινε πιο ποιητικά στην αμερικάνικη έκδοση του δίσκου), δημιουργία του κυρίου Tom Dissevelt (τον θυμάστε από προηγηθείσα παράγραφο;) και υπήρχε στον δίσκο του 1959 «The Fascinating World Of Electronic Music» τον οποίο συνυπογράφει με τον συνάδελφό του Kid Baltan, ψευδώνυμο του επίσης γνωστού μας Dick Raaijmakers. Αμφότεροι είχαν προσληφθεί στην ολλανδική εταιρεία όχι μόνο για τις τεχνικές τους γνώσεις επί της οργανολογίας αλλά και για να πειραματιστούν με τα νέα αυτά μέσα, να βρουν τρόπους εφαρμογής και αυτοτελούς τους έκφρασης. Προϊόν των προσπαθειών τους υπήρξε ο δίσκος αυτός, ο οποίος δεν πολυεκτιμήθηκε ούτε καν από την ίδια την εταιρεία, και έμελλε να μείνει στην αφάνεια για πολλές δεκαετίες, μέχρι που το 2003 ο David Bowie τον συμπεριέλαβε σε μια λίστα με τους 25 πιο αγαπημένους του δίσκους. Σε συντονισμό με το σκαπανικό πνεύμα της νέας ψηφιακής εποχής, η άμεση συνέπεια ήταν να ακολουθήσει μια σειρά επανεκδόσεων (από την επίσης ολλανδική Basta, η οποία έχει φέρει στο φως και άλλες ηχογραφήσεις λησμονημένων πιονέρων όπως π.χ. του Raymond Scott) και κάπως έτσι οι δύο δημιουργοί πήραν τη δική τους μικρή αλλά σημαντική θέση στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής. Το πώς αυτή η ηχογράφηση κατέληξε να χρησιμοποιηθεί σε b-movie του ελληνικού σινεμά πιθανόν δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Για να κλείσουμε κινηματογραφικά, σε αναλογία με τους τίτλους τέλους που μας ενημερώνουν για την μετέπειτα πορεία των ηρώων, στην προκειμένη περίπτωση o Tom Dissevelt συνέχισε την διακριτική μουσική πορεία παίζοντας σε ορχήστρες και τζαζ σχήματα σε καμπαρέ, και δεν πρόλαβε την αποκατάστασή του έργου καθώς πέθανε το 1989. H δε εταιρεία, η κραταιά και κάποτε παντοδύναμη Philips, η οποία τόσο καθοριστική συνεισφορά είχε στην εξέλιξη της μουσικής (με την συμβολή της στην εφεύρεση της κασέτας αλλά και αργότερα των CD, χωρίς να ξεχνάμε επίσης την ομώνυμη δισκογραφική, πουλημένη και παροπλισμένη πια), στην σημερινή εποχή, όπως διάβασα πριν από λίγο καιρό σε δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της, σκοπεύει να εγκαταλείψει τελείως τον κλάδο της τεχνολογίας του ήχου, όπου αδυνατεί πλέον να συναγωνιστεί τις απωανατολίτικες αρμάδες, και αντ’ αυτού θα τρέξει μπας και προλάβει να επιβιβαστεί στο τραίνο της… φαρμακευτικής έρευνας και του καινούργιου θαυμαστού ιατρικοποιημένου κόσμου.
ΤΕΛΟΣ