Micροϊστορίες

Τέχνη και (γαλαζοαίματη) εξουσία: από το Μονακό ως την Καμπότζη

Ηγεμόνες και εξουσιαστές με καλλιτεχνικά (και δη μουσικά) ενδιαφέροντα υπήρξαν ουκ ολίγοι. Πόσοι όμως αποπειράθηκαν να τα ασκήσουν οι ίδιοι; Του Αντώνη Ξαγά

«Τέχνη και εξουσία»… Άραγε τούτο θα ήταν ένα θέμα που οι ‘ειδικοί’ θα το χαρακτήριζαν βατό εάν ποτέ έπεφτε στις Πανελλήνιες; Σίγουρα το καλάθι με τα στερεότυπα έχει ένα σωρό απόψεις έτοιμες, όμως στην πραγματικότητα το θέμα έχει πολλά και ανοιχτά περιθώρια για διάφορες (παρ)ερμηνείες. Ο πιο ‘καλός ο μαθητής’ μπορεί να το πιάσει από την ιδεαλιστική άποψη, την «φροντιστηριακή», και να γράψει για την αντιεξουσιαστική και ελεύθερη φύση της τέχνης, μαζί με ρομαντικά λόγια για την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του δημιουργικού πνεύματος, να στηρίξει το σκεπτικό φέρνοντας παραδείγματα από μια πλειάδα καλλιτεχνών που κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν ακόμη και θανατώθηκαν από κάποια εξουσία.

Ένας άλλος βέβαια θα σημείωνε ότι η Ιστορία βρίθει και από παραδείγματα καλλιτεχνών οι οποίοι υπήρξαν θεραπαινίδες της εξουσίας, αυλοκόλακες και υπηρέτες των θρόνων «εξευγενίζοντας τις κακουργίες τους, υμνολογούν τις βέβηλες πράξεις τους και αποκρύπτουν τις φρικαλεότητες και απανθρωπίες τους» όπως γράφει με την ισοπεδωτική του μεν απομυθοποιητική δε σφοδρότητα ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο βιβλίο του «Διανοούμενοι και καλλιτέχνες ευτελείς δούλοι της εξουσίας». Ίσως να μην έλειπε και μια αναφορά σε παλιές και περασμένες(;) εποχές όταν ο βιοπορισμός ενός καλλιτέχνη μακριά από μια εξουσιαστική ποτίστρα ήταν έως και αδύνατος (σήμερα ίσως να το λέγαμε διαπλοκή, πατρωνία, χορηγία, ‘ιδρυματισμό’ κοκ).

Μια άλλη οπτική (και ακόμη πιο υποψιασμένη σε σχέση με την επικαιρότητα) θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει για τον τρόπο που η ίδια η Τέχνη μπορεί να μετασχηματιστεί σε εξουσία, αναπαράγοντας και εφαρμόζοντας η ίδια καταπιεστικούς και σκληρά ιεραρχικούς μηχανισμούς. Κι αν κάποιος αντέστρεφε την προφανή νοηματική σειρά, με κίνδυνο και να βγει εκτός θέματος παραμένοντας όμως κατά γράμμα… εντός; Και έστεκε στο ερώτημα, πόσοι ηγεμόνες, βασιλείς, αυτοκράτορες και λοιποί γαλαζοαίματοι (όπως τους φανταζόταν ο απλός λαός μέχρι να δει το αίμα τους να κυλάει κι αυτό κόκκινο στις γαλλικές γκιλοτίνες), ασχολήθηκαν οι ίδιοι με την τέχνη με ενεργή δημιουργικότητα; Αν μάλιστα το περιορίσουμε στην μουσική οι απαντήσεις θα είναι από λίγες έως ελάχιστες.

Θα είχε ένα ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς το γιατί. Και η απάντηση μάλλον δεν θα βρισκόταν στην έλλειψη πολύτιμου χρόνου ο οποίος υποτίθεται αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στην διακυβέρνηση των υπηκόων και των κρατικών/εθνικών υποθέσεων. Πόσο μάλλον την σήμερον ημέρα όπου οι περισσότεροι βασιλικοί οίκοι έχουν υποβαθμιστεί κατά βάση σε περιφερόμενα τσίρκα κληρονόμων και ταλαίπωρων ‘πρώην’, αργόσχολες διακοσμητικές γλάστρες που τροφοδοτούν πρωτοσέλιδα με κουτσομπολιά και «φιλανθρωπικές» δραστηριότητες και μαγαζιά με κιτς σουβενίρ. Σίγουρα η (ψευδ)αίσθηση της παντοδυναμίας και η δυνατότητα υλικής κατοχής κάθε επιθυμητού έργου τέχνης (ή και τον ιδίου του δημιουργού του) ως επίδειξη ισχύος και κύρους δεν αποτελούν κίνητρα για καλλιτεχνική δημιουργία ή έστω πηγή μιας προσωπικής ανησυχίας για έκφραση, η οποία κατά βάση προϋποθέτει και μια απώλεια, μια αδυναμία, ένα κενό. Και μια αλήθεια, η οποία όσο «τεχνητή» κι αν στην Τέχνη, είναι πολύ πιο αληθινή από το εξ ορισμού ψέμα και διαφθορά της εξουσίας.

ΔαυίδΠέραν αυτού, η τάση για μια τέτοια ‘προσωπική’ έκφραση είναι μάλλον νεωτερικής προέλευσης, ήταν σχεδόν αδιανόητη τα χρόνια προ του ρομαντισμού, όταν η Τέχνη είχε ως κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό την δοξολόγηση των επίγειων και ουράνιων μεγάλων δυνάμεων. Ίσως γι’ αυτό και ιστορικά όσοι βασιλείς ή αυτοκράτορες είχαν καλλιτεχνική φλέβα, την έστρεψαν προς τον Προϊστάμενο τους, προς αυτόν από τον οποία αντλούσαν και νομιμοποιούσαν την ισχύ τους, «ελέω Θεού», ξεκινώντας από τον αρχαίο Ιουδαίο βασιλιά Δαυίδ ο οποίος μας κληροδότησε τους Ψαλμούς του, φτάνοντας μέχρι μια σειρά αυτοκρατόρων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (αυτής που εκ των υστέρων αποκαλέσαμε Βυζαντινή) οι οποίοι ασχολήθηκαν με την υμνολογία, τα τροπάρια και τα εξαποστειλάρια, όπως ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός, ο γιος του ο Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογέννητος ή, αρκετά αργότερα, ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος. Ή αν πάμε προς τα δυτικά, ο φιλόμουσος βασιλιάς Αλφόνσος της Καστίλλης (ο Ι’, ήταν και πολλοί πανάθεμά τους) ο οποίος λέγεται ότι δεν παράγγελνε απλώς μουσικά έργα, αλλά βοηθούσε και στη σύνθεση τους (με γνωστότερη μια σειρά από 400+ μονοφωνικές ωδές οι οποίες έχουν διασωθεί ως μια συλλογή τιτλοφορημένη «Cantigas de Santa Maria» («Ωδαί εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον»).

Σε τούτα τα… αιρετικά μέρη είναι που θα συναντήσουμε και τις πρώτες καταγεγραμμένες απόπειρες κοσμικής μουσικής δημιουργίας (προσπερνάμε την μάλλον αστήριχτη φήμη ότι την μελωδία του περίφημου «Greensleeves» την είχε γράψει ο διαβόητος… φίλος των γυναικών Ερρίκος ο Η’), με το όνομα του δούκα Φιλίππου της Ορλεάνης (του Β’) να είναι το πιο οικείο, όχι επειδή ήταν ανιψιός του Λουδοβίκου του ΙΔ και/ή επειδή (αντι)βασίλεψε όσο ήταν ανήλικος ο μετέπειτα αυτοκράτορας και έπιπλο Λουδοβίκος ο ΙΕ’, αλλά επειδή αιώνες μετά, το 1975 ‘πρωταγωνίστησε’, με την μορφή του Philippe Noiret στην ταινία του Bertrand Tavernier «Que la fête commence...» («Η γιορτή αρχίζει…»), η οποία είχε μάλιστα ως soundtrack μερικές δικές του συνθέσεις σε ιταλικό (αν και Γάλλος ον) αναγεννησιακό στυλ. κατά την μόδα της εποχής.

Μένοντας στην Γαλλία της σύγχρονης εποχής, ή για να ακριβολογούμε στην ιστορική ανορθογραφία που λέγεται Μονακό, οι των 80s οι εκδρομείς μπορεί και να θυμηθούν την Πριγκίπισσα Stéphanie, η οποία ούσα 14η στην σειρά διαδοχής του μονεγασκικού θρόνου, το έριξε σε ένα σωρό άλλες δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων και το τραγούδι, με το «Ouragan», ένα χαριτωμένο δείγμα γαλλικής ποπ να γίνεται πανευρωπαϊκό σουξέ, ενώ λίγα χρόνια αργότερα έφτασε να κάνει και δεύτερα φωνητικά στον «βασιλιά της ποπ» Michael Jackson στο κομμάτι «In the Closet» (στον δίσκο μνημονεύεται ως ‘Mystery Girl’).

ΝέρωνΑνοίγοντας την ιστορική ματιά μας, έχει πάντως ενδιαφέρον ότι κατά έναν διεστραμμένο-προκλητικό τρόπο, ως το αρχέτυπο του καλλιτέχνη που αγνοεί τα εγκόσμια, διακατέχεται από ένα ιερό ψώνιο, μια τεράστια ιδέα για τον εαυτό του και το έργο του και μια διόλου υποκρυπτόμενη και αγνά υστερόβουλη ανάγκη για υστεροφημία, μπορεί να θεωρήσουμε τον… Νέρωνα. Και μπορεί η μετέπειτα ιστοριογραφία να μην τον έχει καταγράψει στις πιο φωτεινές της δέλτους (κι ας υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια διάθεση μερικής του αποκατάστασης, με πολλούς να μιλάμε για σπίλωση του από φανατικούς χριστιανούς), δεν έκανε και ολίγα, στο μητρώο του έχει όλο τον –και τότε ακόμη- ποινικό κώδικα, έφαγε μάνα και δύο γυναίκες, δάσκαλο και ανταγωνιστές κι ένα σωρό κοσμάκη, έβαλε και μια φωτιά στην πόλη του (συνειρμικά μας έρχεται η κλασική εικόνα του Πίτερ Ουστίνοφ με την λύρα και φόντο την φλεγόμενη πόλη), ωστόσο ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο καλλιτέχνη, λέγεται μάλιστα ότι τα τελευταία του λόγια ήταν «τι καλλιτέχνη χάνει ο κόσμος!». Δυστυχώς η ανθρωπότητα ποτέ δεν θα μάθει…

Αν είναι όμως να διαλέξουμε έναν πιο σύγχρονο πρωταγωνιστή για το μικρό αυτό κειμενάκι που πιάνει ακροθιγώς και επιλεκτικά το διόλου σημαντικό τούτο θέμα, αυτόν θα τον συναντήσουμε αν πάρουμε τον δρόμο προς την Άπω Ανατολή. Θα μπορούσαμε να σταθούμε στην Ταϋλάνδη, και να ασχοληθούμε με τον αυτοκράτορα Bhumibol Adulyadej, ο οποίος κράτησε τον θεϊκό (όπως τον αντιμετωπίζουν σε εκείνα τα μέρη) θρόνο για 70 ολάκερα χρόνια, μέχρι το 2016, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί για τα αυτοκρατορικά του καθήκοντα του στα ελιτοστάσια της Αμερικής και της Ελβετίας, όπου ήρθε σε επαφή με την τζαζ, μια αγάπη που την κράτησε και στα χρόνια της εξουσίας του, έχοντας στο ενεργητικό του 49 συνθέσεις (κατά βάση δυτικότροπης λογικής, μία χαρακτηριστική ακούτε εδώ) αλλά κι ένα λάιβ τζαμάρισμα με κοτζάμ Benny Goodman.

Norodom SihanoukΕίναι όμως η ακαταμάχητη προσωπικότητα του βασιλιά της γειτονικής Καμπότζης Νορόντομ Σιχανούκ που κλέβει την παράσταση, ειδικά όπως αυτή διαπλέκεται με την μαρτυρική ιστορία της χώρας αυτής στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όταν έγινε τόπος… διακοπών (όπως το τραγούδησαν σκωπτικά οι Dead Kennedys) και πεδίο βολής φτηνό για να ασκούνται λογής-λογής ξένοι φαντάροι. Η ίδια η ιστορία του Σιχανούκ είναι μια μυθιστορηματική περιπέτεια, ξεκίνησε καριέρα ως βασιλιάς το 1941 υπό τις ευλογίες των ακόμη αποικιοκρατών Γάλλων, μετά παραιτήθηκε και τον διαδέχτηκε ο… πατέρας του, μετά ίδρυσε κόμμα και κατέβηκε σε εκλογές τις οποίες κέρδισε για να επιβάλλει μετά μονοκομματικό αυταρχικό σύστημα, μετά τον διώξανε με πραξικόπημα, σχημάτισε κυβέρνηση εξορίας, στήριξε και στηρίχτηκε από τους αιματοβαμμένους Ερυθρούς Χμερ, μετά τα σπάσανε και βρέθηκε στην φυλακή, μετά χάνουμε τον λογαριασμό στο χάος της Ινδοκίνας, στα 80s βρέθηκε να βολοδέρνει στην Νέα Υόρκη με την ταμπέλα του ‘πρώην’, στα 90s αποκαταστάθηκε στον θρόνο, το 2005 ξαναπαραιτήθηκε μέχρι που τελικά πέθανε το 2012 στο Πεκίνο. Μέσα σε όλη αυτή την μακρά πορεία σκηνοθέτησε κοντά στις 50(!) ταινίες, κατά βάση εθνολατρικού και εθνικιστικού περιεχομένου, πολλές φορές με πρωταγωνιστή τον ίδιο, κάποιες από αυτές μάλιστα και βραβευμένες (από τον ίδιο), αλλά και δεκάδες μουσικές συνθέσεις, τραγούδια και μουσικές με αντίστοιχο περιεχόμενο, αλλά και ερωτικά γλυκανάλατα άσματα για την γυναίκα του την Βασίλισσα Μονίκ - η οποία ζει ακόμη- αλλά και ύμνους για ηγέτες άλλων χώρων οι οποίοι κατά καιρούς τον υποστήριξαν (π.χ. για τον Χο Τσι Μινχ του Βιετνάμ ή τον Κιμ μπαμπά της Βόρειας Κορέας, μια ιδέα παίρνουμε εδώ), συνδυάζοντας ντόπιους μελωδικούς δρόμους με δυτικές επιρροές (κάτι που έκαναν σαφώς καλύτερα ένα σωρό άλλοι καλλιτέχνες της χώρας του, όπως π.χ. ο Sinn Sisamouth -ο επονομαζόμενος και «Elvis της Ινδοκίνας»- ή η Ros Sereysothea, με τους περισσότερους εξ αυτών να χάνονται στα ανώνυμα πεδία θανάτου των Χμερ - απόηχους αυτής της σύντηξης ακούσαμε κι εμείς πολύ αργότερα μέσα από τα κομμάτια των Dengue Fever). Από τα χρόνια της… εξορίας του στις ΗΠΑ έχουν μείνει μάλιστα αρκετά ντοκουμέντα που τον καταγράφουν να τραγουδάει σε διάφορα γκαλά και μαζώξεις διπλωματών και διαφόρων άλλων επισήμων, σε μοναδικές στιγμές έκπτωτης βασιλικής… ετεροντροπής (εδώ π.χ. ερμηνεύει το «Summer kisses winter tears»). Και φευ, σε αντίθεση με το παλιό κλασικό παραμύθι του Άντερσεν, δεν βρέθηκε κανείς να φωνάξει ότι ο (έστω και πρώην) βασιλιάς είναι… παράφωνος.