Νοέμβριος 2016

Κάτι καλό να ακούσω;

Η μηνιαία στήλη του MiC που σταχυολογεί την μουσική επικαιρότητα επιστρέφει δυναμική και ποικιλόμορφη. Διαβάζεται και ακούγεται ταυτόχρονα.

Μαριάννα Βασιλείου
Jenny Hval – Blood Bitch (Sacred Bones)
Στον κινηματογράφο η περίοδος – και γενικά το γυναικείο αίμα – έχει χρησιμοποιηθεί για να συμβολίσει την πτώση της Εύας, τον αντρικό φόβο του ευνουχισμού, τη γυναικεία χειραφέτηση και συνειδητοποίηση των δυνάμεων τους, την αναγέννηση και την κατά Τζούλια Κριστέβα αποκειμενοποίηση. Αν έχετε δει την «Κάρι» του Ντε Πάλμα, θα καταλάβετε τι εννοώ. Κάτι αντίστοιχο κάνει σε επίπεδο μουσικής η Νορβηγίδα Jenny Hval. Με έμπνευση και αφετηρία της την περίοδο – και τις προεκτάσεις της στον μύθο του βαμπιρισμού – περνάει από τον/την «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ και καταλήγει στις ταινίες τρόμου και exploitation της δεκαετίας του ’70, μέσα από drones, λευκό θόρυβο, spoken word απαγγελίες, ατμοσφαιρικότητα που θυμίζει black metal και επαναληπτικά, απειλητικά μοτίβα από synthesizer. “Don’t be afraid, it’s only blood.”

 

Μιχάλης Βαρνάς
Benjamin Biolay - Palermo Hollywood (Barclay)
Ένιωσα την ανάγκη να αναφερθώ στον Benjamin Biolay και να του συμπαρασταθώ, γιατί θεώρησα μεγάλη αδικία μόλις στη τρίτη γραμμή της wikipedia να αναφέρετε ως ο πρώην άντρας της Chiara Mastroianni κόρη της Κατρίν και του Μαρτσέλο.
Ένας Γάλλος στην Αργεντινή. Στις γειτονιές του Palermo Hollywood. Ο Benjamin Biolay δεν καταθέτει τις ταξιδιωτικές του αναμνήσεις από το μέρος. Η διαμονή του εκεί φαίνεται σαν ένα ερέθισμα να παίξει με μουσικούς απ’ την Αργεντινή, να τραγουδήσει παρέα με την Sofia Wilhelmi και να αναμίξει την μελαγχολική αισθητική των cafe jazz του Παρισιού με το τάγκο και την κούμπια.

 

Γιώργος Παπαδόπουλος
Waclaw Zimpel – LAM (Instant Classics)
Υπέρ ταλαντούχος Πολωνός κλαρινετίστας, δραστήριος και μουσικά αεικίνητος κυκλοφορεί τον δεύτερο για φέτος απίθανο δίσκο του. Ενώ στον πρώτο δίσκο “Lines” πειραματίζεται ηχητικά βγάζοντας τελικά έναν από τους πολύ καλούς φετινούς jazz δίσκους, στο δεύτερο και ολοκαίνουριο “Lam” αυτοσχεδιάζει πάνω σε στάνταρ φόρμες μαζί με την συνοδεία πιάνου και τυμπάνων δημιουργώντας έναν πιο οικείο και ζεστό ήχο. Το “LAM” είναι ρυθμικά σφιχτοδεμένο από τις άριστες δυναμικές του rhythm section, δεν πελαγοδρομεί ούτε για λίγο σε ανούσιες στιγμές και καταφέρνει και ξεσηκώνει με την uptempo διάθεση του. Δίσκος μονορούφι, ιδανικός για επαναλαμβανόμενες ακροάσεις.

 

Χίλντα Παπαδημητρίου
Cass McCombs - Mangy love (Anti-)
Κάναμε λοιπόν ένα μεγάλο κύκλο κι επιστρέψαμε στους ευαίσθητους - πωπω, τι κακιά λέξη ειν´ αυτη!- πολιτικοποιημένους και καλλιεργημένους τραγουδοποιούς. Οι οποίοι δεν έχουν καν τη δικαιολογία του αυτοκτονικού, καταραμένου καλλιτέχνη. Τα παιδιά του Elliott Smith, τα εγγόνια του Neil Young είναι εδώ και είναι μια χαρά. Ο Cass McCombs γράφει τα μικρά, σκοτεινά αριστουργηματικά τραγούδια του, στα οποία πίσω απο soul-full ενορχηστρώσεις, καραδοκούν ευφυείς στίχοι και ειρωνικά σχόλια επι παντός θέματος: πολιτική, έρωτας και θάνατος,καταλήγοντας οτι το Γέλιο είναι το Καλύτερο Φάρμακο. Το Mangy Love είναι ένα κομψοτέχνημα dark, chamber pop και διαλέγω το Run Sister Run, γιατί δείχνει οτι κι ο χορός μπορεί να είναι φάρμακο.

 

Αντώνης Κλειδουχάκης
Idris Ackamoor & The Pyramids – We Be All Africans (Strut Records)
Μαθητής του Cecil Taylor που αργότερα δραστηριοποιήθηκε για πολύ καιρό στην Αφρικανική Ήπειρο. 30 χρόνια μετά την διάλυση της μπάντας το 1977, επαναδραστηριοποιεί το ensemble των Pyramids, ενώ φέτος βρίσκεται στην Αγγλία υπό τη στέγη της Strut Records που ειδικεύεται σε χορευτικούς ήχους από τα origins μέχρι σήμερα. Η βόλτα έχει περάσει μέσα από Γερμανία στα studio της Κ7.
Κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα, καθαρίζουμε λίγο τα αυτιά μας με τον κλασσικό ήχο, ακολουθούμε τις αεροβικές και πνευματικές jazz ασκήσεις του δίσκου (σε χαλαρό ρυθμό), ώστε μετά να μπορέσουμε να επανέλθουμε σε ένα από τα φαινόμενα της εποχής μας, την νέα ουμανιστική (χορευτική και όχι μόνο) ethnic πολυμορφία.

 

Μάριος Καρύδης
Jamie Lidell - Building a Beginning (Jajulin)
O Jamie Lidell είναι ένας Άγγλος τζέντλεμαν στο Nashville ο οποίος μπουχτισμένος από την μουσική τεχνολογία, αποφασίζει να γυρίσει στην παράδοση. Με αφορμή τη νεοσύστατη οικογένειά του και αναγεννημένος από αυτήν, καταφέρνει να αποβάλει το συνθετικό “neo” από τη soul του και να το αντικαταστήσει με την ώριμη pop-soul του Hitsville των mid-‘70s. Mε εξαίρεση λίγες υψηλές νότες μελιστάλαχτου Al Green, το φετινό του νέο ξεκίνημα διατρέχει σχεδόν όλη την (καλή) δισκογραφία του Stevie Wonder, τόσο ενδελεχώς, που μας κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί στην τελική δεν το ονομάτισε “Songs in the Key of my Wife and Son”.

 

Γιώργος Λεβέντης
Omni - Deluxe (Trouble in Mind)
Frankie Broyles, Billy Mitchell και Philip Frobos ενώνουν δυνάμεις. Αμήχανο lo-fi-ζον, hooky post-punk που περιεργάζεται ξυστά την επιφάνεια του new wave, λιγότερο ξυστά το ροκ του 21ου αιώνα και γενναία αφελές ώστε να μη φτάνει σε κανένα βάθος. To jerk-pop μπάσο κρατάει τα μπόσικα και προσθέτει όσο παραδοσιακό alt πνεύμα χρειάζεται για να ξεχωρίσει από τον υπόλοιπο σωρό του ρετρο-φουτουρισμού των 10s. Πόσα κλισέ τελικά χωράνε σε μια περιγραφή; Kαι δεν είπαμε ότι αυτή τη μουσική δεν πρέπει να την ακούμε μετά τα 28; Εντάξει, από Δευτέρα ξανά δίαιτα.

 

Γιώργος Τσαντίκος
Brian Jonestown Massacre - Third World Pyramid (A Records)
Η ποδοσφαιρική βιομηχανία έδωσε άπειρες ευκαιρίες στον Ξαβιέ Σαβιόλα, έτσι και η μουσική πρέπει να δώσει αντίστοιχες στους μουρλοπαντιέρες Brian Jonestown Μassacre. To Third World Pyramide είναι κάτι σαν το πέρασμα του "κουνελακίου" από τη Μπενφίκα. Θετικό δηλαδή.

 

Πάνος Πανότας
Trentemøller – “Fixion” (In My Room)
Δεν είχε διάθεση για νέες αποστάσεις ο Anders Trentemøller στο καινούργιο του. Επέλεξε να μην εξερευνήσει ούτε μια τοσοδούλα σπιθαμή, προτιμώντας τα όσα με άνεση ήδη κατέχει. Ως εκ τούτου το “Fixion” δεν είναι “Into The Great Wide Yonder”. Είναι όμως ένας σπουδαίος δίσκος, και υπερισχύει σε λίγα σημεία του προ τριετίας “Lost”. Κυρίως στα τραγούδια του, 7/12 τρακ, όπου η ψήφος στην πολύχρονη συνεργάτιδα Marie Fisker προσδίδει δύο απ’ τα βασικά ζητούμενα, ομοιομορφία και στρωτή ροή. Τα φώτα ωστόσο τα κερδίζει η Jehnny Beth στο “Complicated”… Δεν το έδειχνε, αλλά η Camille Berthomier πρέπει να κοιμόταν πολύ με την Siouxsie Sioux στο μυαλό της. Στα 32 της πια, κι έχοντας γίνει η Beth, υπερασπίζεται τόσο το παλιό της όνειρο που αποφεύγεις να της πεις πως ό,τι κάνει με τις Savages άλλοι το έχουν δώσει καλύτερα. Δίστασε σ’ αυτό κι ο ίδιος ο Trentemøller.

 

Τάσος Πατώκος
Emma Ruth Rundle - Marked for Death (Sargent House)
O συντάκτης του Pitchfork κατάφερε να γράψει 600 περίπου λέξεις για τον νέο δίσκο της Emma Ruth Rundle χωρίς καμία από αυτές να είναι οι λέξεις "Tori" ή "Amos". Προφανώς η Tori Amos δεν είναι πια αρκετά cool και ο συντάκτης δεν ήθελε να θίξει την Emma, πάντως μέσα στο κείμενό του αναφέρει την τραγουδίστρια των Cranberries, κι αυτό είναι περίπου σα να είσαι τραγουδίστρια στην Ελλάδα και να σου λένε "ωραία, δεν μοιάζεις με την Μαντώ, αλλά θυμίζεις λίγο την Θεοδοσία Τσάτσου". Εν πάσει περιπτώσει, oι φίλοι της Emma στο Bandcamp δεν έχουν τέτοια κόμπλεξ, και της λένε ότι η μουσική της μοιάζει με της Tori Amos μέσα στα μούτρα της. Το οποίο βέβαια δεν είναι καθόλου κακό, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για Tori Amos εποχής "Little Earthquakes" και "Under The Pink", όπου απλά αντικαθιστούμε το πιάνο με κιθάρα. Όμορφος, άκρως φθινοπωρινός δίσκος.

 

Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Mark Ernestus' Ndagga Rhythm Force - Yermande (Ndagga)
Ο Mark Ernestus, ο γενειοφόρος κύριος στο βάθος του εξωφύλλου, είναι υπεύθυνος για τη σύνθεση και το γενικό συντονισμό αυτού του κρουστού καταρράκτη. Ο Mark είναι γνωστός από το υπέροχο techno των Maurizio, της Basic Channel και των Rhythm & Sound. H αφρικάνικη μουσική είναι εδώ το βασικό συστατικό. Το πολύ ενδιαφέρον όμως δεν είναι ότι ακούμε techno με άφρο στοιχεία, είναι ότι ακούμε μια original αφρικανική μπάντα όπου το techno της κάνει χώρο, την υπηρετεί.

 

Θανάσης Φωτιάδης
Daniel Lanois/Rocco Deluca - Goodbye to Language (Anti-)
Παλιομοδίτικο άμπιεντ φτιαγμένο μόνο με pedal/lap steel κιθάρες και μπόλικα εφέ. Οι λέξεις είναι περιττές, διδάσκει απλά πως γίνεται με απλά και αγνά υλικά, πετυχημένο συνθετικά χωρίς να μπαίνει στη παγίδα του μινιμαλισμού. Έχει πολλούς «πειραγμένους» ήχους για να προκαλέσει τους έμπειρους, αλλά και πολλά γλυκά περάσματα για να έλξει και νέα αυτιά. Όλα μέλι-γάλα δηλαδή.

 

Άρης Μπούρας
Jenny Hval - Blood Bitch (Sacred Bones)
Κινούμενη μεταξύ πειραματισμού και ιδιόμορφης pop μουσικής που κρυφοκοιτάει πίσω στην σκοτεινή καλλιτεχνική έκφραση των ‘80s αλλά και τις ταινίες τρόμου των ‘70s, η τριανταεξάχρονη μουσικός - τραγουδίστρια από την Νορβηγία επανέρχεται με το 6ο άλμπουμ της. Με θεματολογία που αγγίζει περισσότερο ίσως τις black metal μπάντες της χώρας της, όπου έχει μακρά παράδοση, κινείται ηχητικά περισσότερο σε σύγχρονα ηλεκτρονικά μονοπάτια, με τη βοήθεια του παραγωγού Lasse Marhaug. Βυθιστείτε στον ιδιαίτερο κόσμο της, αφεθείτε στην - στιγμές - ανατριχιαστικά ελκυστική φωνή της.

 

Αντώνης Ξαγάς
Ben Chatwin - Heat and entropy (Ba Da Bing!)
Δίσκος χαρά του πρωτοδεσμίτη (κρύβε χρόνια!), με τίτλους όπως Ταλαντώσεις, Ευκλείδειο επίπεδο, Στάσιμα κύματα, Επιφανειακή Τάση, Θερμότητα και Εντροπία, σαν να άνοιξε ένα βιβλίο φυσικής και να έπαινε ιδέες ο νεαρός αυτός Άγγλος, ο οποίος ξεκίνησε να παίζει σε μπάντες, μέχρι που κάποια στιγμή είπε ότι "μπορώ και μόνος μου καλύτερα" και άρχισε να πειραματίζεται με ηλεκτρονικά μαραφέτια και να βγάζει πανέμορφους δίσκους λυρικής μελωδικότητας και ατμοσφαιρικότητας.

 

Ελεάνα Γαρίνη
Agnes Obel – Citizen Of Glass (Play It Again Sam)
Δανία του Νότου δε γίναμε ποτέ και το Βερολίνο συνεχίζει να μας σφίγγει τη θηλιά του χρέους. Τίποτα όμως δεν πτοεί την άσβεστη (φτάσαμε τρίτο άλμπουμ) αγάπη μας για τη Δανέζα κάτοικο της Γερμανικής πρωτεύουσας. Η εύθραυστη φωνή της μπερδεύεται με τα μέλοτρα, τσέμπαλα, τραουτόνια (εδώ σε θέλω) με τα οποία κεντά τις μελωδίες της. Αντί για αγάπες κι έρωτες, μιλάει για την αυτό-έκθεση μέσα από τα σύγχρονα μέσα δικτύωσης και την έννοια του «διάφανου πολίτη», μια έννοια πιο γερμανική και από το Oktoberfest, τώρα που το σκέφτομαι. Ακούστε το Familiar και νιώστε οικεία, παρολίγον Δανέζοι μου.

 

Βασίλης Παυλίδης
Fragments - Imaginary seas (Patchrock)
Είναι το τρίο Texier Sylvain, Beaudouin Tom και Le Baron Benjamin από τη Ρεν της Γαλλίας. Το Imaginary Seas είναι το ντεμπούτο άλμπουμ τους, έπειτα από κάποια Eps που προηγήθηκαν. Οι ίδιοι χαρακτηρίζουν τη μουσική τους ambient electronic pop αλλά προσωπικά κλίνω περισσότερο προς το piano post rock, της μορφής χωρίς κιθαριστικά βαβουριάσματα και ξεσπάσματα. Το άλμπουμ είναι γλυκύτατο από την αρχή ως το τέλος. Προτιμώ περισσότερο τα Lighthouse, Echoes, Island Adrift και We Are Sailors.