Νύχτες μαγικές, ονειρεμένες (μέρος 1o)


Νύχτες1Ήταν ο μακρινός Αύγουστος του 1969. Ο Βασίλης Τσιτσάνης κι εγώ, ήμασταν προσκεκλημένοι του Ανδρέα Παπανδρέου στην Αμερική. Μαζί μας η Ρίτα η Σακελαρίου κι ο Κατσιφάρας. Δύσκολα χρόνια! Για να βγάλουμε βίζα για Αμερική έπρεπε το ίδιο το Χάρβαρντ να μας κάνει προσωπική πρόσκληση έναν έναν, ως «ειδικούς συνεργάτες» σε θέματα βυζαντινού και βαλκανικού πολιτισμού. Βλέπετε ο Αντρέας προθυμοποιήθηκε να μας φέρει στην Αμερική, όπως θέλαμε, αλλά η αίτηση μετά από πρόσκληση του, ούτε καν εξετάστηκε απ' την Χούντα, ώστε να προωθηθεί στην Αμερικάνικη πρεσβεία. Άμα τη εμφανίσει του ονόματος του μεγάλου Αγωνιστή της Δημοκρατίας, τουλάχιστον 152 λ/γοί και οι συν αυτοίς λ/χίες, πρέπει να βγήκαν ελεύθεροι υπηρεσίας από κάποια εξανθηματική ασθένεια. Να μην πω τρεμώδη κρίση φόβου και φανώ υπερβολικός, ως και προσβλητικός προς το ηθικόν του στρατεύματος. Ας είναι όμως κι έτσι. Εξάλλου τι Αντρέας, τι Χάρβαρντ! εκείνη την εποχή ήταν ένα.

Με τούτα και με τάλλα λοιπόν, νάσου καταταλαιπωρημένο το κουαρτέτο της συμφοράς, στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης. Στην αίθουσα των VIPs μας περίμενε ο Αντρέας και μια αμερικανίδα, η Μάργκαρετ, που μας τη σύστησε για γυναίκα του. Χαιρετηθήκαμε και σε λίγα λεπτά νάσου οι καλοί σου αραχτοί σε μια λιμουζίνα. Διασχίσαμε την τερατούπολη για αρκετή ώρα. Σε κάποιο σημείο η δόμηση έγινε πιο αραιή και το τοπίο πιο ανθρώπινο. Προφανώς είχαμε περάσει στα πλούσια προάστια. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν πιο ήρεμα και τα σπίτια είχαν χαμηλώσει και είχαν ομορφύνει. Μπροστά σε ένα απ' αυτά τα σπίτια η λιμουζίνα έκοψε ταχύτητα και σιγά σιγά σταμάτησε.

«Ωραίο σπιτάκι Αντρέα!» ακούστηκε να λεει ο Κατσιφάρας.
«Δε βαριέσαι Γιώργο, βολευόμαστε με ότι μας δίνει το πανεπιστήμιο» απάντησε ο Αντρέας.

«Πω πω ρε μάγκα! τι λούσο είναι αυτό! τέτοιος κουμουνιστής είμαι κι εγώ» μου ψιθυρίζει στ' αυτί ο Τσιτσάνης. «Λίγα Βασιλάκη, γιατί πάλι καλά που βρέθηκε κι αυτός κι έβαλε μέσο και ήρθαμε να βγάλουμε κάνα φράγκο. Θα ψοφούσαμε στην πείνα, μ'αυτούς τους στρατόκαυλους καραγκιόζηδες που κάνουν κουμάντο στην Ελλάδα» του λέω σοτοβότσε, που λεν κι οι κλασσικοί, μη μας ακούσουν.


Νύχτες2Κοιμηθήκαμε σα πασάδες. Το κλίμα ωραίο, αλλά ακόμη πιο ωραία η πορτορικανή καμαριέρα που βοηθούσε τη μαύρη μαγείρισσα στις δουλειές του σπιτιού. Δυστυχώς όμως για μας, ο Αντρέας την είχε ετοιμάσει για τον Κατσιφάρα. Συντροφικό δωράκι, σα να λέμε. Φυσικά δε μας έπεφτε κουβέντα, αλλά να, σαν παιδιά και μεις ...

Το επόμενο πρωινό, κάτω απ' τον πολύ ζεστό ήλιο της Νέας Υόρκης, ο Λευτέρης, ο οδηγός του Ανδρέα, ένα καλό παιδί απ' τη Χίο, μας έβγαλε βόλτα, να μας δείξει την Αστόρια και κυρίως το μαγαζί που θα δουλεύαμε. Πάθαμε πλάκα! Πριν ακόμα καταλάβουμε ότι είμαστε Αμερική, βρεθήκαμε ντάλα Ομόνοια, μ' όλες τις φυλές του Ελληνισμού αραδιασμένες μπροστά μας. Σε κάποια φάση γυρνάει ο Τσιτσάνης και μου λεει «καλά ότι θα 'ρθω στην αμέρικα και θα βρω το Μοδιάνο και τη Βενιζέλου σ' όλες τις παραλλαγές, και να μου το λέγαν, δε θα το πίστευα!». «Κοίτα να δεις ρε μάγκα!» μου βγαίνει αυθόρμητα, ενώ ο Λευτέρης συμπληρώνει «και που να δοκιμάσετε ντόπιο ... ούζο, με αιγυπτιακό παστουρμά από καμήλα, θα πάθετε πλάκα». «Για να δούμε» λεει ο Τσιτσάνης και με ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη, που βρεθήκαμε και πάλι στα νερά μας, προχωράμε. Τα δύο μας όμως, μιας και ο Λευτέρης πήγε να μαζέψει το Ριτάκι που είχε κολλήσει πάλι, σε μια βιτρίνα με ρούχα.

Μετά από καμιά μισή ώρα περιπλάνηση και κάνα δύο ουζάκια φτάνουμε στο μαγαζί που θα παίζαμε. Απ' έξω φαίνεται πολύ κυριλέ. Όλο φιγούρα. Ψηλά πάνω από το σκεπαστό της πόρτας και πιο πάνω απ' τις μαρκίζες που θα μπαίναν τα ονόματα, σε μια τεράστια γαλανόλευκη φωτεινή ταμπέλα έγραφε: "GREEK BOUZOUKI CLUB" κι από κάτω σε μια άλλη πολύχρωμη "OPA MANNA MOU". Γυρνάει ξάφνου ο Τσιτσάνης και γεμάτος απορία ρωτάει το Λευτέρη "και δε με λες ρε Λευτεράκι, τι γράφει εκεί πάνω;" "Τι να γράφει κυρ Βασίλη! Μπουζουκτσίδικο - Όπα μάννα μου" λεει ο μικρός "Ρε τους μπαγάσηδες!" αναφωνεί ο Βασίλης και γυρνώντας προς τη μεριά μας συνεχίζει "Πάντως ρε παιδιά, ότι θα παίζαμε σε μαγαζί που θα το λέγαν όπα μάννα μου, και να μου τόλεγαν δε θα το πίστευα!" "Δε βαριέσαι Βασίλη, μεροκάματο να βγαίνει κι ας το λένε όπως θέλει, εδώ παίξαμε σε μπουρδέλα και περάσαμε καλά, και σ' αυτό τώρα... που είναι και λουξ, θα χουμε πρόβλημα!" του απαντώ.


Νύχτες3Αν το μαγαζί απ' έξω φαινόταν μια φορά κυριλέ, από μέσα ήταν δέκα. Σκέτο ανάκτορο! Θαμπωμένοι προχωράμε προς τα ενδότερα, ώσπου μας σταματάει ένας λεβέντης ίσα με δύο μέτρα. Μας λεει κάτι στα αμερικάνικα, κάτι του λεει ο Λευτέρης και καπάκι τον ακούω να λεει στα ελληνικά "Από δω παιδιά, το αφεντικό σας περιμένει στο γραφείο του".

"Πω Πω ! Τι μαγαζάρα είναι αυτή ρε;" ακούγεται να λεει ο Τσιτσάνης.
Το αφεντικό είναι Καλαματιανός, αλλά φαίνεται καλό παλικάρι. Έχει ακούσει πολλά καλά για μας κι έτσι δε χρειάζονται πολλά λόγια. Με δυο κουβέντες και δυο τζίφρες κλείνει η συμφωνία και την βρέχουμε με φίνο σκοτσέζικο ουϊσκάκι, συνοδευόμενο από κάτι περίεργα κόκκινα πικάντικα μπισκότα.

Συζήτηση στη συζήτηση ο Πόλυ, απ' το Πολύκαρπος, μας λύνει ένα σωρό απορίες. Έτσι τα λούσα, έτσι η χαρτούρα, έτσι οι γκόμενες, έτσι η ορχήστρα που θα παίζει μαζί μας, έτσι τόνα, έτσι τάλλο. Λύθηκαν οι γλώσσες μας, πιάσαμε και κάτι όργανα της συμφοράς που βρήκαμε, παίξαν και κάτι γάρα αμερικάνικα, ήρθαν σιγά σιγά και τα παιδιά της ορχήστρας με κάτι γκόμενες... Να μη σας τα πολυλογώ, με τούτα και με τάλλα ξημερώσαμε την άλλη μέρα το πρωί νεκροί σε κάτι βελουδένιους καναπέδες.

Το πρόγραμμα θα ξεκινούσε σε δυο βδομάδες. Στο μεταξύ εμείς, πέρα απ'τις πρόβες σε παλιά και νέα τραγούδια του Βασίλη, δεν αφήσαμε περιοχή για περιοχή του Νιου Γιορκ που να μην επισκεφτούμε. Κάθε μέρα σε διαφορετικό μέρος. Τη μια στο Χάρλεμ με τους αραπάδες την άλλη στο Μπρονξ, την παραάλλη στην Τσάϊνατάουν με τους κιτρινιάρηδες. Και που δεν πήγαμε! Μέσα σε δύο βδομάδες ο Νώντας ένας απ'τους μπράβους του Πολύκαρπου, μας έδειξε όλες τις φυλές του Ισραήλ. Εβραίοι, Ιταλοί, Λατινοαμερικάνοι, Γερμανοί, Ρώσοι, Τούρκοι, Άραβες, Ινδοί, μέχρι και Γιούφτοι είχαν μαζευτεί σ'αυτή τη γωνιά του κόσμου. Όσο για τους ουρανοξύστες, άλλο να σου λεν, κι άλλο να τους βλέπεις, μιλάμε για θηρία. Άλλο σαράντα, άλλο πενήντα πατώματα. Για να τους δεις ολόκληρους
Νύχτες5έπρεπε να κοιτάξεις ψηλά στον ουρανό, σα να προσπαθείς ας πούμε να δεις το φεγγάρι στο απόγειο του. Μάλιστα ένας που πουλούσε λουκάνικα στο δρόμο, μ'ένα καροτσάκι, κοντά στο πιο ψηλό κτίριο της πόλης, το Ιμπάϊρ, μας είπε ότι άκουσε από κάτι μηχανικούς, που έπαιρναν μέτρα, πως έχουν στα σκαριά ένα πολύ μεγάλο πρόγραμμα. Όποτε μας περίσσευε χρόνος απ' τις πρόβες λοιπόν, μπαίναμε στ' αμάξι και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με το κουτάλι. Ας είναι καλά το παλικάρι! θυσία έγινε για μας.

Αφού λοιπόν γνωριστήκαμε και αγαπηθήκαμε, μας νοίκιασαν κι ένα φίνο διαμέρισμα κοντά στο μαγαζί και περιμέναμε την πρεμιέρα, να δούμε τι ψάρια θα πιάναμε στο Αμέρικα.
Να σας πω την αλήθεια, και εγώ και ο Βασίλης, λίγο άγχος το είχαμε. Ο Πολύκαρπος όμως, ήταν που ήταν σίγουρος για το μαγαζί του, άκουσε και την ορχηστρούλα που δέσαμε, άκουσε το Ριτάκι, άκουσε εμένα, άκουσε και τις τραγουδάρες του Τσιτσάνη, δεν είχε πλέον καμιά αμφιβολία ότι θα σκίζαμε. Έτσι και έγινε.

Απερίγραπτη πρεμιέρα! Όλο το Ελληνικό χρήμα της Νέας Υόρκης μαζεμένο στο μαγαζί! Όταν σταματούσαμε για λίγο το λαϊκό για να βγει το μπαλέτο, τη χαρτούρα τη μάζευαν με την σκούπα. Πως γίνεται σήμερα με τα λουλούδια, κάπως έτσι. Κάθε βράδυ, πίτα το μαγαζί! Αλλά, κάθε βράδυ και κάτι καινούργιο! Το ένα βράδυ γνώρισα τον πρόξενο, το άλλο τον πρέσβη απ' την Ουάσινγκτον, το παραάλλο τον Δήμαρχο, τους βουλευτές και γερουσιαστές της ομογένειας. Φαντασθείτε, ένα βράδυ, μέχρι και ο Ωνάσης έσκασε μύτη.

Το τι είδαν τα μάτια μου δε μπορώ να το περιγράψω. Ατέλειωτα βράδια! Απ' όλα όμως ένα βράδυ θα μου μείνει αξέχαστο. Ένα βράδυ από κείνα που έρχονται στη ζωή κάθε ανθρώπου και του ορίζουν διαφορετικά τα σημεία του ορίζοντα, που λεει κι ο ποιητής.

Το Ριτάκι την είχε κάνει απ' το σπίτι και έμενε μ' έναν έλληνα καραβοκύρη που είχε δέσει στο Μανχάταν. Αυτός την έφερνε στο μαγαζί, αυτός την έπαιρνε πίσω το πρωί. Έτσι μονάχοι πια, με τα όργανα στο χέρι, κινούσαμε και κείνο το βράδυ,σιγά σιγά, με τα πόδια, για τη δουλειά. Πριν από λίγο είχε σταματήσει μια δυνατή μπόρα και ψηλά η ατμόσφαιρα της πόλης έμοιαζε άσπιλη κι αμόλυντη που λέει και το εγκώμιο. Κάτω όμως, το ντουμάνι των οκτακύλινδρων μπερδεμένο με το άρωμα του τσιγαρισμένου βούτυρου, απόνα ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς, σου δινε την εντύπωση ότι στη γωνία κάποια παρέα τάπινε, τρώγοντας για μεζέ τηγανισμένη σεβρολέτ.


Νύχτες7Όταν φτάσαμε στο μαγαζί ο Βασίλης, πήγε στο μπαρ να φορτώσει κι εγώ συνόδεψα τα όργανα στο καμαρίνι. Φτιάχνω δυο ελληνικά καφεδάκια, ανάβω κι ένα νόστιμο αμερικάνικο τσιγαράκι και βάζω ν' ακούσω στην ταινία ένα φρέσκο χιτζαζάκι. Πριν όμως τελειώσει η μελωδία, ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν σαν παλιά φιλαράκια ο Πόλυς με τον Τσιτσάνη. «Βρε καλώς τα αφεντικό» φωνάζω γελώντας. «Αφεντικά έχουν μόνο τα γαϊδούρια» μου απαντάει ο καλαματιανός. «Τι έγινε ρε πως πάει» συνεχίζει, «καλά» του λεω, σα να με πείραξε αυτό που είπε. «Λοιπόν μάγκες, απόψε θα ρθεί ένας γνωστός μου καθηγητής, που θέλει να σας γνωρίσει. Του αρέσουν οι μουσικές από χώρες σαν τη δική μας και θα ρθεί να σας ακούσει, μαζί του θαναι ένας πιτσιρικάς, μαύρος κιθαρίστας και πολύ πιθανόν και κάποιοι άλλοι. Ο τύπος είναι πολύ ξηγημένος και την ψάχνει πολύ με ουσίες μυστήριες, γιαυτό άμα γουσταριστείτε θα περάσετε καλά. Αυτό σας το λεω εγγυημένα. Γιατί και τα χημικά του να μη γουστάρετε, κουβαλάει μαζί του κάτι πιτσιρίκες που ανασταίνουν και νεκρούς και το κυριότερο, για τα φιλαράκια του τις έχει ΔΧ. Λοιπόν άντε καλό βραδάκι και τα λέμε μετά το πρόγραμμα.»

Μετά από τόσα που είδαμε τίποτα δε μας έκανε εντύπωση πια. Στην Αμερική έβλεπες τα πιο απίθανα πράματα. «Ένα κουστουμαρισμένο πρεζάκι παραπάνω», είπα μέσα μου και με το αριστερό μου δαχτυλάκι έσπασα την τελευταία φουσκάλα του καφέ.

Λίγο το κέφι, λίγο το χαρτί που στριμωχνόταν άφθονο στις γωνίες της πίστας, λίγο κάτι τελευταία τσιφτετέλια του Τσιτσάνη, φτάσαμε στις τέσσερις το πρωί χωρίς να πάρουμε χαμπάρι. Ήταν καθημερινή, ο κόσμος ήδη είχε αραιώσει κατά τις τρεις και επειδή άλλη προκοπή δεν είχε, μας έκανε νόημα ο Πολύκαρπος να το σώνουμε. «Αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω» λεει ο Βασίλης σε μια φιλοσοφική κρίση και χαιρετάει τον ελάχιστο εναπομείναντα κόσμο. Βγάζουμε τα όργανα απ'τη μπρίζα και κατευθυνόμαστε στο καμαρίνι μας. Έξω απ'την πόρτα μας περιμένει μια τεράστια ανθοδέσμη με εξωτικά λουλούδια κι ένα γκαρσόνι από πίσω, κλαρίνο. Ευχαριστούμε, με ένα θένκιου, τον πιτσιρικά και προχωράμε μέσα για να διαβάσουμε το μπιλιετάκι. Το ανοίγουμε και μένουμε. Μυρίζει μυστήρια και πάνω του έχει ζωγραφισμένα κάτι πολύχρωμα μανιτάρια, σαν τα τρελομανίταρα, που λέμε. Το γυρίζουμε απ' την άλλη, τίποτα... Ξαναπαίρνω στα χέρια μου το φακελάκι και από πίσω βλέπω γραμμένο στα ελληνικά «Μετά τη δουλειά ελάτε στο γραφείο μου. Πόλυ» Σε δευτερόλεπτα βρισκόμαστε έξω απ' την πόρτα του Μπος απ' την Καλαμάτα. Χτυπάμε και μπαίνουμε. «Περάστε παιδιά, περάστε» ακούγεται απ' το βάθος η φωνή του Πολύκαρπου.

Το γραφείο ήταν γεμάτο κόσμο. Όλοι, άντρες γυναίκες, ντυμένοι στα χρωματιστά, αραχτοί, μ' ένα τσιγάρο στο χέρι. Πω πω, τι'ναι αυτοί ρε; Και πριν ολοκληρώσω τη σκέψη μου, έρχεται ο Πολύκαρπος κοντά μας, μας αγκαλιάζει κι αρχίζει τις συστάσεις. Από δω ο μαέστρος μας Β Τσιτσάνης κι από δω ο Τ... Ο πρώτος της πολύχρωμης παρέας τα είχε τα χρονάκια του. Από δω ο καθηγητής κύριος Τίμοθυ Λήρυ. Ο επόμενος ήταν ένας μαύρος πιτσιρικάς με φουντωτό μαλλί, μες το χαμόγελο. Από δώ ο κύριος Τζίμι Χέντριξ, κιθαρίστας, απ' τις μεγαλύτερες φίρμες της μοντέρνας μουσικής, στην Αμερική. Και πριν μου συστήσει τη Τζέην, τη Τζόαν και την Γκρέϊς παθαίνω την πλάκα της ζωής μου. Στη Θέα του δεύτερου μαύρου της παρέας, μένω άφωνος. Γιατί δεν ήταν ότι εγώ ήμουνα κολλημένος με τη μπάλα, αλλά ποιος δε θα έμενε με το στόμα ανοιχτό αν του συστήνανε το μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Εϊ ξύπνα! μου φωνάζει ο Πολύκαρπος. Ξυπνάω κι ακόμη μπροστά μου με το χέρι απλωμένο, ο αγαπημένος μου Πελέ!!


Νύχτες6«Λοιπόν, μουχλιάσαμε εδώ μέσα», ακούγεται να λεει ο Πόλυς, «Άντε κουνηθείτε!»
Χωρίς να το καταλάβουμε, σε δευτερόλεπτα βρισκόμαστε καθισμένοι στο αναπαυτικό σαλόνι της λιμουζίνας του. Μπροστά μας μια ζωγραφισμένη κλούβα Φορντ Τράνζιτ, κάνει ψιλοοχτάρια και διάφορα άλλα παιχνίδια, σε ένδειξη χαράς και αλληλεγγύης προς το πίσω αμάξι. Στην πίσω ταμπέλα του, γράφει κάτι με περίεργα γράμματα και αποπάνω έχει ζωγραφισμένη μια φάτσα κατακόκκινη απ'το μπούκωμα. Απ'ότι μου εξηγεί ο Πόλυ, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι μάγκες λεν στον αποπίσω τους «Είσαι ηλίθιος ή μαστούρης;». «Ρε τους μπαγάσηδες» μονολογεί ο Τσιτσάνης, ανάβοντας ένα μονοφυλάκι.

Πρέπει να ήμασταν στο αμάξι πάνω από μισή ώρα, αλλά με το χαβαλέ, δεν καταλάβαμε πότε αραίωσαν τα σπίτια. Ο δρόμος μου φαινόταν γνωστός. «Ρε συ Βασίλη, εδώ δε μένει ο Αντρέας;» ρωτάω τον Τσιτσάνη. «Μάλλον, αλλά τέτοια ώρα να μην τον ξυπνήσουμε τον άνθρωπο...» μου απαντάει. «Δε βαριέσαι» σκέφτομαι και παρατιέμαι στη νυχτερινή ομορφιά της περιφέρειας της Νέας Υόρκης.


Νύχτες8Σε λίγο φτάνουμε σ' ένα σπίτι, απ' αυτά που βλέπεις στα περιοδικά που διαβάζουν οι κομμώτριες κι οι μοδίστρες. Ήταν το σπίτι που έμενε η Τζάνις, η οποία μάλλον ήταν η «επίσημη» του Τίμοθυ. Ήταν κοντά στα ξημερώματα και πριν να βγει ο ήλιος, που λεει ο Ζαμπέτας, όταν μας άνοιξε την πόρτα μια συμπαθητική γριούλα. Κάτι ψιθύρισε στ' αμερικάνικα, καλωσορίζοντάς μας νυσταγμένα, ενώ εμείς ένας ένας περνούσαμε την κάτασπρη εξώπορτα. Εγώ έχω πιάσει τον Πελέ απ'τον ώμο και φωνάζω τον Πόλυ να μας βγάλει μια αναμνηστική φωτογραφία. Τα κορίτσια έχουν πάει στο μπαρ να ετοιμάσουν τα ποτά μας κι επειδή είναι τσακάλια κι έχουν καταλάβει τι παίζεται, μαζί με τα ποτά φέρνουν στο σαλόνι και τα κορίτσια της υπηρεσίας. Άσχετο αν ο Τσιτσάνης είχε διπλαρώσει μια πιτσιρίκα και είχαν αρχίσει το μπαλαμούτιασμα, μεταξύ μας δεν γνωριζόμασταν ακόμη. Έτσι ο Πόλυς με το Νώντα ανάλαβαν να σπάσουν τον πάγο, παίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο του διερμηνέα. Αν και όπως έλεγαν τα κορίτσια «Ντάζεντ ματερ, Ντάζεντ ματερ».

Ο καθηγητής λοιπόν, την είχε δει ερευνητής της ανθρώπινης ψυχής. Γιαυτό λοιπόν τον σκοπό είχε σηκώσει όλη τη χημεία της γης. Αφού λοιπόν δοκίμασε τα πάντα, κατέληξε ότι κατάλληλη για το κεφάλι του ήταν μια ουσία που την λέγαν «Ελ Ες Ντι». Ήταν νόμιμη και είτε του την έφτιαχναν καταπώς ήθελε κάτι μάγκες χημικοί, φίλοι του, είτε την αγόραζε απ'το φαρμακείο. Είχε γράψει μάλιστα κι ένα σωρό βιβλία, στα οποία περιέγραφε τις εμπειρίες του. Μας υποσχέθηκε δε, όταν ξαναβρεθούμε να μας χαρίσει κάποια απ'αυτά, με την ελπίδα κάποτε να μάθουμε τη γλώσσα του και να τα διαβάσουμε.

Τα ποτά ήταν πολύχρωμα, σαν τους φίλους μας και τα πρόσωπα όλων μας ήταν ανοιχτά και χαρούμενα. Άλλος έλεγε το κοντό του, άλλος το μακρύ του. Είχαμε πάρει ο καθένας κι από μια ομορφούλα αγκαλιά και ήμασταν όλοι σαν μια αγία χριστιανική οικογένεια.

Ο Πελέ είχε ξεκινήσει απ'το Σάο Πάολο, παρέα με το φίλο του Κάρλος Σαντάνα για ένα μεγάλο Φεστιβάλ που θα γινόταν σ'ένα μέρος που το λέγαν Γούντστοκ ή κάπως έτσι. Οι διοργανωτές είχαν καλέσει πολλούς χίπηδες να παίξουν τη μουσική τους και μαζί μ'αυτούς τον Σαντάνα, τον φίλο του Πελέ. Μετά όμως απ'αυτή τη γιορτή ο κιθαρίστας έφυγε ξαφνικά για Μέξικο κι έτσι ο μεγάλος ποδοσφαιριστής συνέχισε το ινκόγνιτο ταξίδι του παρέα με τον άλλο μαύρο σούπερσταρ, τον καλόκαρδο Τζίμι, που ήταν καλεσμένος του Τίμοθυ στη Νέα Υόρκη. Το παράξενο αλλά και καλό για τον ίδιο τον Πελέ ήταν ότι αν και παγκόσμιο είδωλο, στην Αμερική πέρα απ' τους «Πόρτος» και τους «Τσίκος» δεν τον αναγνώριζε σχεδόν κανένας κι έτσι τον αφήναν ήσυχο, μιας και τη μπάλα τη λέγαν «Σόκερ» και δεν ασχολιόταν σχεδόν κανείς μαζί της.

Κλικ εδώ για το δεύτερο μέρος.