Die Like A Dog Quartet
Καλεσμένος της στήλης ο Peter Brotzmann με την εκλεκτή παρέα του. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
DIE LIKE A DOG QUARTET - LITTLE BIRDS HAVE FAST HEARTS NO.1 & NO.2
(FMP 1998-99)
Ο θηριώδης ηχητικά Peter Brotzmann δεν είναι κανένα παιδαρέλι που του ήρθε ξαφνικά να παίξει σαξόφωνο. Για όσους δεν το γνωρίζουν είναι ένας από τους πρωτομάστορες της free jazz. Δεν υπάρχει περίπτωση να αρχίσει να γράφει κανείς οτιδήποτε στα σοβαρά για αυτόν τον πάρα πολύ σημαντικό εκπρόσωπό της στην Ευρώπη χωρίς να αναφερθεί καταρχήν στο "Machine Gun" και μετά στους LAST EXIT. Το πρώτο είναι κατά τη γνώμη μου μέσα στα πέντε πιο επιδραστικά άλμπουμ αυτού του χώρου (στις άλλες τέσσερις θέσεις τοποθετήστε όποια νομίζετε από τους Ornette Coleman, Albert Ayler, John Coltrane, Cecil Taylor). Οι LAST EXIT που και σε αυτούς πρωταγωνιστεί το σαξόφωνο του Peter, είναι ένα από τα σχήματα που αν υπήρχε μια περίπτωση αύριο να σταματήσει ο κόσμος να υπάρχει, θα συμμετείχε στο τελευταίο φεστιβάλ αποχαιρετισμού εκ μέρους της ανθρωπότητας. Στο πρώτο τους live, ο διοργανωτής, o οποίος περίμενε να ακούσει jazz (jazz άκουσε φυσικά) αναφώνησε: "εσείς δεν είστε τζαζ μπάντα... είστε heavy metal!". Anyway, να τους ακούσετε οπωσδήποτε.
Ας πάμε τώρα στο DIE LIKE A DOG QUARTET που μας ενδιαφέρει εδώ. Πρόκειται για ένα πάρα πολύ ιδιαίτερο όχημα-ιδέα του Brotzmann. Ξεκίνησε σαν μία μπάντα-αφιέρωμα στον Albert Ayler. Όχι δηλαδή ότι έπαιζαν τις συνθέσεις του, απλώς υπήρχε μία συνειδητή σχέση και συνάφεια με τη μουσική του μεγάλου μουσικού. Το 1997 που ηχογραφήθηκε το "Little birds have fast hearts", από συναυλία τους στο Βερολίνο, συναντούμε ακόμα αυτή τη σχέση αν και έχει πάρει πια το σχήμα ένα ολότελα δικό του δρόμο. Η δισκογραφική εταιρία FMP δε θέλησε να κάνει κανένα edit (και πολύ καλά έκανε-δεν πετσοκόβεις τέτοια ηχητική αποκάλυψη) και το παρουσίασε σε δύο ξεχωριστούς δίσκους.
Η ιδιαιτερότητα του, εκτός του ότι είναι σαφώς μια αριστουργηματική καταγραφή σύγχρονης free jazz, έγκειται στο γεγονός ότι ξεφεύγει με ελαφρά πηδηματάκια από τα συνήθη τερτίπια της (ναι, ακόμα και αυτό το κεφάλαιο, ίσως το πιο δυναμικό και ελεύθερο στον κόσμο της μουσικής, έχει τυποποιήσεις). Ακόμα κι αν δε σου αρέσει η τζαζ αλλά είσαι βέβαια άνθρωπος με εξερευνητικές διαθέσεις και οπλισμένος με υπομονή, θα βρεις μεγάλο ενδιαφέρον εδώ, όπου με έναν περίεργο τρόπο ενώ ακούς τους Peter Brotzmann, Toshinori Kondo, William Parker, Hamid Drake να αυτοσχεδιάζουν χωρίς όρια και αυτοσυγκράτηση, κάτι που οδηγεί και λόγω της μεγάλης διάρκειας (ένα κομμάτι διαρκεί 45 λεπτά) σε ένα υπερκόσμιο trance, νιώθεις ταυτόχρονα σαν να διαπερνά τη μουσική αυτή όλη η ιστορία της τζαζ. Χαρακτηρίζεται δηλαδή από μία διαχρονικότητα η οποία της δίνει μεγαλύτερο κύρος και την κάνει ακόμα πιο πολύτιμη.
Ως εδώ καλά. Ήρθε η ώρα όμως να σας αποκαλύψω τον πραγματικό λόγο που θέλω τόσο πολύ να σας μιλήσω για αυτό το αριστούργημα. Το εξώφυλλό του. Το εξώφυλλο αυτό είναι άλλη μία απόδειξη της πεποίθησης μου ότι ένας πολύ σπουδαίος καλλιτέχνης που έχει καταφέρει να ανέβει σε πολύ υψηλό σκαλοπάτι στην κλίμακα της ποιητικής, είναι σε θέση να αλλάζει terrain, να περνά από τη μία τέχνη στην άλλη με τρομερή ευκολία και άνεση. Ουσιαστικά όλες οι τέχνες είναι μία και αυτό που στην πραγματικότητα τις διαχωρίζει είναι η αίσθηση με την οποία τις αντιλαμβανόμαστε. Ο Peter Brotzmann λοιπόν, εκτός από τερατωδώς καλός σαξοφωνίστας είναι και ζωγράφος. Υποπτεύομαι ότι ο λόγος που το άλμπουμ αυτό κυκλοφόρησε σε δύο ξεχωριστούς δίσκους και όχι σε έναν διπλό, είναι για να υπάρχει αυτή η εξαιρετικά δυναμική αντίθεση στα εξώφυλλα. Η ίδια ζωγραφιά με ένα τρίο από στυλιζαρισμένους κόρακες πάνω σε κλαδιά. Στο ένα οι κόρακες μαύροι σε γκρι φόντο και στο άλλο το αρνητικό τους. Ακόμα και η πολύ απλή γραμματοσειρά και η τοποθέτησή της εντείνουν ακόμα περισσότερο τη δυναμική σύνθεση.
Little birds have fast hearts μας λέει λοιπόν ο Brotzmann με ηχηρά και μονολιθικά γράμματα, σχήματα και απουσία χρώματος για να τονιστεί και η γκρίζα αίσθηση ενός ψυχολογικού λυκόφωτος που προκύπτει από την ελκτική δύναμη που ασκεί στον άνθρωπο το αντίθετο της ουτοπίας, δηλαδή μία φαντασίωση ενός μέλλοντος που δεν είναι και τόσο ρόδινο. Άλλωστε η μπάντα δεν λέγεται τυχαία DIE LIKE A DOG QUARTET που πιθανότατα είναι μια αναφορά στον πρώιμο και ανεξιχνίαστο θάνατο του Albert Ayler. Ίσως τελικά λειτουργεί ως σήμα κινδύνου αυτός ο δίσκος, ηχητικά και οπτικά. Μία προειδοποίηση και προτροπή να ακούσεις και να δεις. Να αφουγκραστείς και να αναγνωρίσεις τη δύναμή σου, την ένταση του ανθρώπινου πνεύματος που πάλλετε συνεχώς ακόμα και ερήμην σου για να θυμάσαι ότι ίσως όλα να έχουν και κάποιο τέλος.