Δημήτρης Καννάς ο ζωγράφος, Taki Kann ο μουσικός
Δύο περσόνες, δύο τέχνες, ένας άνθρωπος... Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
O Δημήτρης Καννάς είναι ένας ιδιαίτερος καλλιτέχνης τον οποίο γνωρίζω και θα ήθελα να πω λίγα πράγματα γι’ αυτόν. Είναι ένας multi-artist, δηλαδή καταπιάνεται με διάφορα. Μια ας πούμε βασική του ιδιότητα είναι αυτή του ζωγράφου. Όμως μπροστά στην πλούσια και ιδιότυπη χιουμοριστική του ιδιοσυγκρασία αυτό φαντάζει μάλλον απλώς ένα μέρος της οντότητας ‘Καννάς’. Τα «κουλά» αστεία είναι το φόρτε του (συγγενής του Jim Carrey ως Andy Kaufman), δε θα ξεχάσω ποτέ πόσες φορές είπε «καληνύχτα ρε» σε ένα φίλο του που τόλμησε να μην αποκριθεί σε αυτό ένα βράδυ σε διακοπές! Ή πόσες φορές παραλλήλισε το μπλε απολυμαντικό του μπάνιου με κατακρεουργημένα στρουμφάκια! Πράγματα που σαφώς έχουν αξία όταν τα λέει ο ίδιος.
Ο Καννάς ζωγραφίζει. Μάλιστα ζωγραφίζει εξαιρετικά. Συνήθως τοπία αλλά και πορτραίτα και νεκρές φύσεις. Και όχι μην σας φαίνονται αυτά ξεπερασμένα. Τίποτα δεν ξεπερνιέται στην τέχνη. Μόνο μεταλλάσσεται. Η ζωγραφική του δεν έχει πολύ μεγάλη σχέση με το χιούμορ του, είναι ας πούμε πιο «σοβαρή». Αυτό δείχνει ότι είναι στ’ αλήθεια ένας πολύπλοκος άνθρωπος που η σκέψη του και οι αισθήσεις του ταξιδεύουν σε βάθος. Για να αντλήσουν από τον ωκεανό του νου κάποιες διακυμάνσεις ομορφιάς. Αυτές φαίνονται στα έργα του. Λεπτοί, διάφανοι τόνοι, χρώμα διακριτικό αλλά πολύτιμο. Όταν ο Καννάς αποφασίζει να το επιχειρήσει, παλεύει. Παλεύει σκληρά για να προκύψει μέσα από αυτήν την τριβή με τα υλικά του μια ιδιαίτερη ωραιότητα γραφής που χαρακτηρίζεται από απόλυτη απουσία επιτήδευσης. Δεν γνωρίζει ο Δημήτρης τι θα πει επιτήδευση, δεν την ανέχεται μάλλον.
Άλλες φορές κάνει γρήγορα σχέδια ακόμα και μέσα στο τρένο πηγαίνοντας στη δουλειά του τα πρωινά. Αδρά αυτά, ίσα ίσα για να περιγράψουν ζωγραφικά, σαν ένα είδος εικαστικού ημερολογίου την αστική εικόνα, την πόλη που τρέχει.
Ο Δημήτρης Καννάς όμως, εσχάτως είναι και μουσικός. Ήταν από πάντα φανατικός με τους Pink Floyd (ναι, είναι απ’ αυτούς) αλλά και με το progressive rock, το jazz rock και γενικότερα με την πιο έντεχνη πλευρά του rock. Μάλλον θα ήθελε κι αυτός να παίξει τέτοια μουσική όμως τα πράγματα δεν έρχονται ποτέ έτσι ακριβώς όπως τα θέλουμε και για άλλο ξεκινάμε και αλλού καταλήγουμε. Οπότε ο Δημήτρης κατέληξε σε μια ιδιότυπη ambient music αφού μην γνωρίζοντας να παίζει κάποιο όργανο (τουλάχιστον όχι όσο θα χρειαζόταν) και αφού η καθημερινότητα δεν τον αφήνει να μάθει, αφέθηκε στην ηχητική αγκαλιά των ηλεκτρονικών.
Παίζοντας λοιπόν με τα ηλεκτρονικά κατέληξε σε μια πιο ολοκληρωμένη δουλειά που την ονομάζει «Π» και την παρουσιάζει στο bandcamp, ένα άλμπουμ δέκα κομματιών τα οποία θυμίζουν με ευκολία τα ambient περάσματα στους δίσκους των Pink Floyd και άλλων συγκροτημάτων του είδους, δηλαδή του progressive, kraut, space rock. Δεν είναι όμως απλώς αντιγραφή από τα χέρια ενός fan, ο Taki Kann (έτσι υπογράφει το έργο) έχει πράγματα να πει με τους ήχους του. Ένα ας πούμε γενικό θέμα του άλμπουμ είναι η σύνδεση με τον κόσμο της ζωγραφικής.
Κάθε κομμάτι έχει ένα όνομα από τα χρώματα της ζωγραφικής παλέτας, εκτός από το πρώτο που ονομάζεται ‘White Canvas’. Σε αυτό ακούμε ένα υποβλητικό μπάσιμο, οξύ και σκοτεινό, ίσως και δυσοίωνο, ταιριαστό με την αποχαύνωση του λευκού. Δε λείπουν όμως παραμέσα τα πολύ επιτυχημένα synths ala Vangelis που αφήνουν και έναν διάδρομο φωτός. Το λευκό δεν είναι ένα (όπως πολύ νομίζουν) ευχάριστο χρώμα. Είναι ένα σκληρό πεδίο δοκιμών. Μια έρημος έτοιμη να δεχτεί την ανθρώπινη επέμβαση. Όμως όχι με ανοιχτές αγκάλες … μπορεί να την απορρίψει ολοκληρωτικά και τελικά να καταλήξουμε όχι στη δημιουργία αλλά στη δυστοπία.
Στο εκπληκτικό ‘Μπλε’, το τρίτο κομμάτι, το μυστήριο εξακολουθεί να υπερισχύει με μια δόση πρώιμων Tangerine Dream. Πηγαίνοντας στο επόμενο, που είναι το ‘Μαύρο’, παρακολουθούμε μέσω μιας ηχητικής αναφοράς στον Brian Eno, το βάθος, την απολυτότητα και το τετελεσμένο που μπορεί να υποβάλει το μαύρο, αλλά και μια κάποια γαλήνη. Γιατί ναι. Και το μαύρο είναι παρεξηγημένο. Το μαύρο μπορεί να ξεκουράσει και να βοηθήσει το νου. Μια κάποια λύτρωση από την δύναμη του φωτός.
Επόμενο στη σειρά είναι το χρώμα ‘Rouge Anglais’, το λεγόμενο χοντροκόκκινο, ένα πολύ ωραίο, λίγο πιο σκούρο κόκκινο και σπασμένο, δηλαδή πιο γκριζωπό, όχι τόσο επιδεικτικό. Η μουσική του κατά τον Καννά βασίζεται σε μια μελαγχολική μελωδία ηλεκτρονικών δακρυϊκών σταγονιδίων. Υπέροχο. Πηγαίνοντας λίγο παρακάτω συναντούμε το ‘Γκρι’. Μάλλον θα λέγαμε ότι αυτό είναι ένα θερμό γκρι και όχι το τελείως ουδέτερο που μπορεί να μας έρχεται στο μυαλό. Το γκρι υποβάλει και αυτό μια αίσθηση βάθους και είναι άλλος ένας χώρος δοκιμών αυτή τη φορά πιο δεκτικός. Μελαγχολικός ίσως αλλά δεκτικός, που σου επιτρέπει να ανακαλύψεις πάνω του τα όμορφα πράγματα του κόσμου.
Στο ‘Πράσινο’ παρατηρούμε, αν και δεν ξέρω αν είναι συνειδητά στις προθέσεις του Δημήτρη, κάτι από τις γλυκιές μελωδίες των ambient άλμπουμ του Aphex Twin ή ακόμη και του Detroit techno (χωρίς τα beat όμως). Το ‘Μωβ’ είναι βαθύ. Ένας άπειρος χώρος. Σαν νεφέλωμα σε μακρινό μέρος του γαλαξία, που η μία άκρη του απέχει από την άλλη εκατομμύρια έτη φωτός. Πιθανόν το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ. Ένα ψύχραιμο και επιβλητικό dark ambient, όχι πένθιμο όπως πιστεύουν όλοι ότι είναι το μωβ, αλλά μεγαλειώδες, σχεδόν θεϊκό. Το όλον κλείνει με το ‘Πορτοκαλί’ που παρόλο που είναι ένα χρώμα θερμό ο Καννάς το μετατρέπει σε δροσερό μέσα από τους ήχους και τις μελωδίες που του φοράει. Ο Aphex Twin είναι πάλι εδώ αλλά αυτή τη φορά καλοκαιρινός.
Ιδιαίτερη περίπτωση αυτή η σύνδεση του ζωγραφικού κόσμου με τον ήχο. Όχι πρωτόγνωρη αλλά ξεχωριστή, όπως ξεχωριστός βέβαια είναι και ο ίδιος ο Καννάς, ένας «κρυμμένος» καλλιτέχνης που αξίζει να ανακαλυφθεί.