Erik Satie - Art Works (1892-1924)
Πέρασε ολόκληρος αιώνας, τα... έπιπλα μπορεί να είναι πια τα ίδια, αλλά η μουσική του στέκει ακόμη ζωντανή και σύγχρονη. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Έχω ακούσει μερικές φορές κάποια αιχμηρά σχόλια για τον Erik Satie. Από ανθρώπους που ακούνε κλασική μουσική μάλιστα. Για κάποιο λόγο κάποιοι από αυτούς δεν τον συμπεριλαμβάνουν στους μεγάλους συνθέτες, ούτε καν στους δεύτερους. Προφανώς μιλάμε για ανθρώπους που δεν ανέχονται τους πολλούς πειραματισμούς, ούτε τις ισχυρές ιδιοσυγκρασίες που ασυναίσθητα ή μη αρνούνται να μπουν σε καλούπια και ακολουθούν τακτικές άλλες από τις δικιές τους άνευ όρων. Και θέλουν αυτοί οι άνθρωποι τη μουσική να στέκεται σοβαρή και αμετακίνητη υπηρετώντας κανόνες (πού να καταλάβουν ότι οι κανόνες υπάρχουν για να υπηρετούν την τέχνη και όχι το ανάποδο) που τους θεωρούν αδιαπραγμάτευτους.
Ίσως να τους φαίνεται κάπως αναιμικός ο Satie ή και απλοϊκός, ή μπορεί να νομίζουν ότι τους κάνει πλάκα. Δεν είναι απλοϊκός. Είναι έξυπνος, απλός, υπερβατικός και ποιητής. Ένας καλλιτέχνης που τολμά να… τρολλάρει, αλλά και να αυτοσαρκάζεται, χωρίς σε καμία περίπτωση αυτές οι τακτικές να αφαιρούν αξία και ουσία από το έργο του. Ο Satie μέσα από το ιδιότυπο έργο του εκπέμπει κάτι τετελεσμένο. Μέσα από το χιούμορ αλλά και μέσα από το πνεύμα αφαίρεσης και τον μινιμαλισμό (όχι τον γνωστό τύπο μουσικής σύνθεσης) καταλήγει στο απόκοσμο. Συμβολικά σε ένα μελαγχολικό τέλος. Σαν να είναι το τέλος μιας παράδοσης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η μουσική του Satie είναι μια αμφιλεγόμενη κατάσταση που δεν ανήκει ούτε στον 20ο αιώνα και την νέα μουσική της Δύσης, ούτε και στον 19ο. Παραδόξως όμως ταιριάζει και στις δύο αυτές φάσεις. Είναι μια οπή προς ένα φουτουριστικό άγνωστο αλλά και το τέλος της μουσικής όπως ήταν αυτή γνωστή για εκατονταετίες. Μια πράξη λήξης.
Στην παρούσα δισκογραφική έκδοση, η οποία ουσιαστικά είναι επανέκδοση κάποιων σπουδαίων δίσκων οι οποίοι βγήκαν παλιότερα από την εκπληκτική εταιρία Les Disques Du Crepuscule, έχουμε μια ανθολογία κάποιων πολύ βασικών και σημαντικών έργων του Satie, πέρα από τα πολυακουσμένα και πασίγνωστα ‘Gnossiennes’ και ‘Gymnopédies’, που ασφαλώς δεν έχουν γίνει πασίγνωστα άδικα.
Στο γενικό εξώφυλλο της έκδοσης βλέπουμε τα κοστούμια που έφτιαξε ο Πικάσο για μεγάλο θεατρικό έργο της εποχής (αρχές 20ου αιώνα) με τη συμμετοχή φυσικά στη μουσική του έργου, του Erik Satie. Σε αυτόν τον κύκλο λοιπόν σουλάτσαρε ο αγαπητός συνθέτης. Με αυτούς τους μουρλούς μποέμ του Παρισίου συναναστρεφόταν. Τους… Πικάσσους, τους ντανταϊστές κλπ κλπ. Πως να το κάνουμε ρε παιδιά, η οργάνωση και η πειθαρχία είναι παραπάνω από απαραίτητα εργαλεία, αλλά η τέχνη χρησιμοποιώντας τα, πρέπει να βγαίνει πάνω από αυτά. Η τέχνη πρέπει να παίζει, να μεθά, να ξεχνά την λογική. Κι ας την χρησιμοποιεί (και καλά κάνει). Αν κάποιος είναι μόνο πειθαρχημένος και ξέρει να οργανώνει και να οργανώνεται χωρίς να μεθά από το άχρονο και το άγνωστο μυστήριο, το άφατο πνεύμα της ύπαρξης, δεν κάνει τέχνη, λύνει απλώς σταυρόλεξο. Ο Erik Satie κάνει τέχνη. Μεγάλη τέχνη.
Οι τέσσερις δίσκοι εδώ περιέχουν το μεγάλο σε διάρκεια ‘Vexations’ (όχι ολόκληρο βέβαια διότι θα χρειάζονταν πάρα πολλοί δίσκοι για να χωρέσει) που καταλαμβάνει όλο τον πρώτο δίσκο, συνθέσεις που σχετίζονται με το ντανταϊσμό, τα Entr’actes, συνθέσεις που σχετίζονται με τον κυβισμό και οι φοβερές μουσικές του Satie για… έπιπλα!
Το ‘Vexations’ είναι ένα από τα πιο μυστήρια πράγματα που έχει κάνει αυτός ο ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης. Είναι μια αρκετά απλή σειρά νοτών την οποία ο μουσικός που θα βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα θα πρέπει να επαναλάβει… 840 φορές! Δεν υπάρχουν εξηγήσεις. Δεν γνωρίζουμε καν αν ο Satie σοβαρολογούσε ή αν απλώς έπαιζε με την υπομονή των συνανθρώπων του. Ο John Cage (ποιος άλλος;) επιδίωξε κάποτε να το παρουσιάσει ολόκληρο αλλά βέβαια δεν το έπαιξε στο πιάνο μόνος του, επιστρατεύτηκαν πολλοί και διάφοροι που παίρναν τη σκυτάλη κάθε τόσο. Και υπήρξε και κάποιος ακόμα πιο μουρλός από τους μουσικούς, ένας ακροατής που έκατσε και παρακολούθησε όλη την performance, η οποία διήρκεσε πολλές (μα πολλές) ώρες. Εδώ βέβαια δεν είναι ολοκληρωμένο το έργο όπως είπαμε, είναι μια πιο σύντομη εκδοχή του έτσι για να πάρουμε μια γεύση 70 λεπτών. Εννοιολογικά και φιλοσοφικά αλλά και κυριολεκτικά μιλώντας, το έργο αυτό είναι η διάρκειά του, οπότε αυτό που ακούμε εδώ είναι κάτι άλλο. Πάντως έχει μια αίσθηση απόκοσμου που ίσως προκαλείται από την φτώχεια του, την πολύ απλή διατύπωσή του που επαναλαμβάνεται αργά και πανομοιότυπα. Τελικά μοιάζει με ένα γκρίζο και άοσμο τελετουργικό μιας απόκρυφης εξωγήινης θρησκείας. Άλλο ένα δείγμα του πόσο παράξενη, ανεξήγητη και μυστηριωδώς γοητευτική μπορεί να γίνει η τέχνη.
Ο δεύτερος δίσκος με τον υπότιτλο «Dada works and Entr’actes» αρχίζει με ένα από τα πιο σπουδαία, συγκλονιστικά θα έλεγα, κομμάτια που έχει γράψει ο Erik Satie. Αυτό είναι το «Trois Morceau en forme de Poire». Τέσσερα λεπτά απείρου κάλλους! Μια από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις του Satie ήταν η μελωδία. Όταν αποφάσιζε να την κάνει πρωταγωνιστή (όπως φανερώνουν και τα διάσημα έργα του) άνοιγαν πόρτες στον ουρανό και κατέβαιναν οι άγγελοι. Η μελωδία ως μέσον γεφύρωσης της γης με τον πάνω κόσμο. Όχι κάτι εύκολα γοητευτικό… οι μελωδίες του Satie είναι μελαγχολικές, δραματικές, ακόμα και θλιβερές. Μα ποτέ μίζερες.
Σε γενικές γραμμές σε όλα αυτά τα έργα τα… ντανταϊστικά διακρίνουμε μια παιγνιώδη διάθεση η οποία αφήνει να αναβλύσει μια παράξενη ομορφιά που προκύπτει από την αντίθεση της ευθυμίας (αλλά και της αδιαφορίας τους για τη λογική), ας πούμε των ζογκλέρ και των αρλεκίνων με την εσωτερική τους θλίψη.
Στα… κυβιστικά έργα αναγνωρίζουμε αυτή την γωνιώδη και γεωμετρική διάθεση τους. Οι ρυθμοί είναι κοφτοί και απότομοι. Υπάρχουν εναλλαγές σκληρές σε όλα τα στοιχεία. Οι νότες δεν τραβάνε πολύ σε χρόνο έτσι ώστε να αναδεικνύουν την αυστηρή οργάνωση. Μια εντελώς κυβιστική προσέγγιση. Σαν όντως να βλέπουμε πίνακα του Πικάσο. Δεν τον βλέπουμε τον ακούμε. Πολλά κομμάτια, 38 στο σύνολο, που διαρκούν από 15 δευτερόλεπτα έως 4.30 λεπτά. Μοιάζουν σαν έργα κάποιου μινιμαλιστή σε σμίκρυνση. Απλές σειρές από νότες οι οποίες ενώ μερικές φορές μοιάζουν εύθυμες, στην πραγματικότητα είναι αφαιρετικές, δηλαδή οι μελωδίες σχεδόν χάνουν την υπόστασή τους μέσα σε αυτή την στρουκτουραλιστική διατύπωση.
Και για τον τελευταίο δίσκο έχουμε τον πιο ωραίο τίτλο. Πρόκειται για… μουσική για έπιπλα! Ντάξει, έχουμε καταλάβει πια ότι ο Satie έχει μεγάλη μούρλα, δηλαδή είναι ιδιαίτερα ευφυής και έχει το αντίστοιχο ευφυές αλλά και αλλόκοτο χιούμορ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει καθόλου εδώ ότι σπάει πλάκα (μαζί μας ή γενικότερα). Το καλύτερο χιούμορ είναι πάντα άκρως και βαθιά σοβαρό όσο κι αν αυτό μοιάζει με αντίφαση. Οι μουσικές του Satie για έπιπλα είναι σπουδαίες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μουσική new age πολλές δεκαετίες πριν καν σκεφτεί κάποιος τον όρο. Ακούς και νιώθεις βολικά, είτε κάθεσαι σε έναν καναπέ, είτε νιώθεις ότι η μουσική είναι καναπές, είτε ότι ο καναπές σου ακούει μουσική. Νιώθεις βολικά κάνοντας παρέα με τα έπιπλά σου. Ολίγον σουρεαλισμός κυρίες και κύριοι. Πως αλλιώς;