Michael Gira
Οι δύο αγαπημένοι δίσκοι του Αναστάσιου Μπαμπατζιά μέσα από την πλούσια δισκογραφία του Michael Gira.
Ήρθαν πάλι οι SWANS... και πάλι δεν κατάφερα να πάω. Που θα πάει όμως, θα τα καταφέρω κάποτε αφού όλα δείχνουν ότι ο Michael Gira είναι αποφασισμένος να μας βομβαρδίζει για πολύ ακόμα και σίγουρα γουστάρει αρκετά να έρχεται κατά δω. Δεν πρόκειται να σας πω τίποτα για ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα. Είναι πια αρκετά διάσημοι και ο καθένας εύκολα και γρήγορα μπορεί να μάθει ότι θέλει. Θα αρκεστώ μόνο στο να σας περιγράψω τους δύο αγαπημένους μου δίσκους του Michael από το παρελθόν, των οποίων ο συνδυασμός φτιάχνει αυτό που είναι σήμερα οι SWANS με έναν κάπως παράδοξο τρόπο. Μιας και η βασική μου ιδιότητα είναι αυτή του ζωγράφου, θα επιδιώξω να σας μεταφέρω με λέξεις τις εικόνες οι οποίες εμφανίζονται στο μυαλό μου ακούγοντας τους.
SWANS - Public castration is a good idea (Thirsty Ear Re-issue 1999)
Μέσα σε ένα σπήλαιο. Αργά αλλά σταθερά τα σουρσίματα του ήχου γίνονταν αντιληπτά. Η ηχώ των τοιχωμάτων στην αρχή άφηνε μια μικρή ευκαιρία στην ύπαρξη του να αναπνεύσει. Υπήρχε χώρος σχεδόν διακριτός. Όχι για πολύ. Η εγκαυστική διαδικασία είχε ξεκινήσει. Ένα πύρινο γιγαντιαίο μαστίγιο με τη φορεσιά μιας σχεδόν ανθρώπινης φωνής είχε κάνει την εμφάνισή του. Τρόπος του λέγειν ανθρώπινη. Η φωνή χωρίς σώμα έκαιγε και έτρεμε.
Ήταν φωνή πρωτόγονη ενός πνεύματος εκατομμυρίων ετών που χτύπαγε αργά και αλύπητα τα βράχια. Η θάλασσα απ' έξω ακουγόταν και αυτή αλλά σαν να ήταν και αυτή χωρίς ύλη. Κύματα που έσκαγαν σε αόρατη παραλία μέσα σε σκοτάδι κίτρινο από θειάφι. Απαλά μεν αλλά με την προσμονή μιας βλακώδους βιαιότητας.
Έρχονται τα τύμπανα του πολέμου. Μια μονολιθική απελπισία έλουζε τώρα το σπήλαιο. Τα κύματα απ' έξω ήρθαν κοντά και είχαν αποκτήσει ύλη. Ήταν από μέταλλο. Δεν ξέρω ποιο. Δεν υπάρχει στον πλανήτη Γη. Ο Θεός το έφτιαξε μόλις πριν λίγο να στριγκλίζει και να κοπανάει το μυστικό αυτό μέρος όπου η ιερή ηλίθια φωνή, η απέθαντη, εμφανίστηκε συνουσιαζόμενη με τον αιθέρα δαίμονα.
Έσκαγε το μέταλλο πάνω στα ζωντανά κορμιά των βράχων που οι σάρκες τους ακούγονταν να σκίζονται. Μια πληγή ανά μισό λεπτό. Ένα σύριγμα κάθε φορά δήλωνε την πράξη αυτού του πρωτόφαντου μηχανισμού. Και η τρισμέγιστη φωνή από το εσωτερικό τους συνέχιζε να απαντά αποτρόπαια και ασυμβίβαστη. Ήθελε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο... έναν άλλο εαυτό. Το μέταλλο να πάει μέσα να τη βρει. Να τη σοδομίσει. Παρακάλαγε για μεγαλύτερο πόνο ενώ χανόταν στο σκοτάδι και όλο και πιο αργά εμφανιζόταν σαν κινούμενη εικόνα στα τοιχώματα του σπηλαίου.
Εμφανίστηκε μια πύλη απ' τα βάθη. Μια άλλη ασώματη φωνή έκανε την εμφάνιση της μέσα από τη λαίλαπα. Ο δαίμονας της δειλίας ήταν αυτή τη φορά αυτός που ζητούσε να πάρει μέρος σε αυτό το υπερκόσμιο όργιο. Τότε οι τρεις τους, μέταλλο, φωνή και φωνή είχαν βρει το ρυθμό. Η συνουσία μαίνεται με ψιθύρους και κραυγές της φωνής άλφα και ουρλιαχτά λύκων που ξεσκίζουν σαν αλυσοπρίονα της φωνής βήτα.
Η ηχώ ήταν εκεί. Ένα πνεύμα που ποτέ δεν εξαφανιζόταν σε τέτοιες περιστάσεις. Δούλευε σαν μαία, πανέτοιμη για την υπερτροφική γέννα. Η φωνή βήτα με κομμάτια κρέατος μεταλλικού στα δόντια άρχισε το θρήνο. Τρέμολο στα ανύπαρκτα χείλη εκτοξευόταν σαν μαύρο εκτόπλασμα κλάματος για την συνείδηση της δειλίας του. Τα βράχια ολόγυρα χαίρονταν με αυτή της την κατάληξη και διέταξαν την ηχώ να κοπανιέται σαν χέρι που τα χτυπά έτσι όπως ήταν σαν τύμπανα το ένα απέναντι στο άλλο. Μια παράταξη μουσική όσο και μακάβρια. Οι φωνές σταμάτησαν για λίγο. Έπρεπε να μιλήσει το μέγα τύμπανο.
Ήρθανε άλλοι. Πολλοί. Ένα πλήθος. Ένας όχλος ηλιθίων γιγάντων... Χωρίς ύλη και αυτοί. Θέλησαν να υπάρχουν και το ζητούσαν. Ο ορυμαγδός ήταν εκεί και αυτός. Η φωνή άλφα ανήμπορη σερνόταν, είχε δέσει το σκοινί για να κρεμαστεί. Αβοήθητη.
Και μέσα σ' αυτό το όραμα των μαύρων λύκων μέσα στο θειαφένιο σκοτάδι, όλα ακινητοποιήθηκαν. Έτσι όπως εμφανίστηκαν έγιναν αόρατα. Μέσα σ' αυτό το άπειρο τίποτα, σάλεψε η τρίτη φωνή. Αυτή που δημιούργησε το Θεό. Εσύ.
ANGELS OF LIGHT - We were alive!!! (Young God Records 2002)
Το όνομα της εμφανιζόταν κάθε μέρα από το πρωί στο οπτικό μου πεδίο. Δεν ήξερα πως να ξεφύγω από αυτά τα μαύρα μεγάλα γράμματα που συνεχώς με κατατρέχουν. Αναβοσβήνουν και τυραννούν τα κουρασμένα μάτια μου. Κουρασμένα από τη μορφή της που ήταν και αυτή πάντα εκεί... Οπτασία του παρελθόντος σε άδειο δωμάτιο. Μέχρι το βράδυ, τα γράμματα ξεθωριασμένα μίκραιναν και ακούμπαγαν στον τοίχο να κοιμηθούν.
Σκοτάδι απλώθηκε αργά σαν ομίχλη που δεν είχε πυκνώσει ακόμα. Μια μαύρη ομίχλη που σε έκρυβε όσο αναπαυόσουν. Τα φτερά σου ήταν με αγάπη διπλωμένα για να μη σπάσουν, έκανα κύκλους γύρω σου όλα αυτά τα χρόνια... Ασταμάτητα... Μια παύση μόνο. Για να ζητήσω από το πνεύμα να μ' αφήσει να μείνω κι άλλο. Δε με νοιάζει ότι κι αν έχεις γίνει.
Ξεκαθαρίζει η μορφή της μέσα από την ομίχλη. Χρυσάφι με τυφλώνει. Η ομίχλη είναι ξανθή τώρα. Εισέρχεται παντού, τη νιώθω στα ρουθούνια μου, με πληγώνει και με πνίγει. Έχει κατακτήσει όλες τις ηπείρους. Η γη έγινε χρυσή. Ανεμοστρόβιλος λυσσασμένος μαστιγώνει ότι έχει ύλη. Αυτό έγινες. Χρυσή ομίχλη που κατασπαράζει το ηλιακό σύστημα. Τόσο μεγάλωσες, εγώ φταίω. Εγώ σου έδωσα το χώρο για να πετάω μέσα σου από τότε που έφυγες.
Παραπατάω. Δεν υπάρχει χώμα από κάτω. Αδύναμος. Δεν ακούς. Συριγμός. Δύο τόνοι. Σύγκρουση. Στον αέρα που σφαδάζει γύρω μου. Περπατώ. Στον αέρα του καλοκαιριού σου και των άγριων παλμών που παραμονεύουν και που είναι ότι παραμένει από την τεράστια αγάπη μου. Συριγμός. Και ένα μίσος. Και η αυτοκτονία του.
Τρέχω. Η αγριότητα σου με καταδιώκει. Δεν έχει προηγούμενο η κανιβαλιστική σου βουλιμία. Τρέχω και ας μην έχεις σώμα. Ξέρεις να τρως. Αργά αλλά σταθερά και με σιγουριά. Σε φωνάζω, αλλά δεν είσαι εκεί για να ακούσεις... Είσαι εκεί μόνο για να με φας. Δε σταματώ όμως. Τρέχω και φωνάζω και κοιτάζω πίσω να σε δω πάλι και πάλι και πάλι... Δε σε βλέπω γιατί δεν υπάρχεις. Μόνο τρως. Με τρως. Με χτυπάς. Το δέρμα μου σκίζεται. Λωρίδες.
Αγκομαχώ και με τυλίγει ο πυρετός. Μια γαλήνη απομακρύνεται... Η ζάλη και η ύπνωση μεγαλώνουν. Ο χώρος είναι χάος, άπειρο και χρυσό της ομίχλης που στερεοποιήθηκε. Η ακινησία της με εγκλώβισε στο κέντρο του σύμπαντος, σε ένα από τα κενά του. Ένα κενό θηλυκό. Δεμένος χειροπόδαρα.
Έκλεισαν πια τα μάτια. Ο ύπνος ήταν η μόνη κατάσταση που ανέχτηκες και μου επέτρεψες. Μετά από χιλιάδες χρόνια μου έδωσες για τελευταία φορά ένα δώρο. Την παλιά σου εικόνα από τότε που υπήρχες. Εδώ μπροστά μου ζωντανή ήταν και με άγγιζε ακριβώς εδώ. Δε χρειαζόταν αυτό το δώρο-όραμα-ύπνος. Άλλο ένα σαδιστικό παραλήρημά της.
Ξέρω πια πως ούτε εγώ είμαι τώρα ζωντανός. Ζω όμως το μυστήριο του αγνώστου. Από μια διακλάδωση τυχαία των επιθυμιών μου βρέθηκα εδώ χαμένος στο νεκρό κενό, ένα κενό, άγνωστο, χωρίς να ξέρω γιατί. Ένας άνθρωπος ήμουν. Τώρα είμαι μια σκέτη εικόνα με ψευδαισθήσεις συνειδήσεως. Φωνάζω στο σκοτάδι το χρυσό να μη φύγεις. ΜΗ ΦΕΥΓΕΙΣ. Νόμιζα ότι φώναξα. Μη φεύγεις...
Ο πόνος έφυγε. Ήταν και αυτό μια ψευδαίσθηση. Όπως και η τελευταία πράξη. Μόνο που θυμάμαι πια. Τίποτα άλλο. Σε θυμάμαι. Όλο σου του υπέροχο παρελθόν. Είμαι μια μνήμη... Μόνο μια σκέψη του παρελθόντος σε ένα κενό χωρίς σώμα.
Και διαλύομαι. Γίνομαι ένα με το κενό. Τα τελευταία κύτταρα αυτής της μικρής μνήμης χάνονται. Μια αποτυχία της ύπαρξης που πετάχτηκε στα κοσμικά σκουπίδια. Και κάπως έτσι σε νίκησα. Με την καταστροφή μου. Αφού η εικόνα της ήταν ένα με εμένα. Ήμουν εγώ... Μια απόμακρη μνήμη στο σκοτάδι που χανόταν και άφηνε πίσω κομμάτια σαν αίμα που διαλυόταν. Μία κουκίδα ύπαρξης. Μια τελεία. Τίποτα...