Νίκος Ξυδάκης - Η βουή του μύθου
Κι αν ένα μοναχικό ταξίδι στο Αιγαίο μοιάζει δύσκολο αυτή την εποχή, αυτό δεν εμποδίζει τις σκέψεις του Αναστάσιου Μπαμπατζιά να ταξιδέψουν σε έναν άχρονο δίσκο ενός σπουδαίου Έλληνα δημιουργού
Aν είναι να δώσουμε θετικό πρόσημο στον όρο «έντεχνο», θα πρέπει οπωσδήποτε να ασχοληθούμε με την περίπτωση του Νίκου Ξυδάκη ο οποίος είναι κατά τη γνώμη μου ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του χώρου αυτού σήμερα. Είναι από τους σημαντικότερους ακριβώς γιατί κινείται μακριά από την υποκρισία και το θράσος ορισμένων άλλων έντεχνων νάρκισσων που τους αρκεί να αυτό - τοποθετούνται σε βάθρα υψηλοσύνης και να μετράνε καθημερινά τη μεγαλοφυΐα τους με το …ποιοτικόμετρο, πάντα σε σχέση με τους τάχα μου άσχετους με την τέχνη λαϊκούς ή και σκυλάδες (τους οποίους φυσικά πάντα θεωρούν βδελυγματικούς). Τελικά το τελευταίο πράγμα που τους ενδιαφέρει είναι η μουσική. Ο Ξυδάκης ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη μουσική και το πώς αυτή επικοινωνεί με τον άνθρωπο. Έχοντας ζήσει τα παιδικά του χρόνια στην Αίγυπτο είναι ολοφάνερη στο έργο του η επιρροή και η μνήμη ενός άλλου πολιτισμού, σχεδόν εξαφανισμένου, του οποίου το νήμα ξεκινά βαθιά στο παρελθόν μακριά από τις σειρήνες της Δύσης.
Η «Βουή του μύθου» που έκανε την εμφάνισή της το 1996 (στην Λύρα) είναι ένα ξεχωριστό έργο μέσα στη δισκογραφία του. Γράφτηκε για μια παράσταση χοροθεάτρου και το θέμα της είναι ο απόκοσμος χώρος και χρόνος των παραμυθιών της θάλασσας. Ακούγεται ευαίσθητο και λεπτό σαν μια ανεπαίσθητη βουή πάνω από τα κύματα τις σκοτεινές ώρες. Τη φωνή σε αυτή τη βουή χαρίζουν η Μελίνα Κανά, η Δώρα Μασκλαβάνου και σε ένα τραγούδι η Έλλη Πασπαλά. Το πρώτο κομμάτι με τίτλο «Η βουή» είναι οργανικό (με πρωταγωνιστές τα κρουστά που μοιάζουν με σκάσιμο των κυμάτων) και είναι ένα εξαιρετικό υποβλητικό μπάσιμο στον πνευματικό ορίζοντα που θέλει να μας αποκαλύψει ο συνθέτης. «Η γοργόνα» είναι άλλο ένα οργανικό κομμάτι, όπου το βιολί και τα κρουστά αν εικονοποιηθούν γίνονται το παιχνίδισμα της ουράς της γοργόνας που χαριεντίζεται με το νερό. Ο ίδιος ο συνθέτης μαζί με τη Μελίνα Κανά τραγουδούν στο υπέροχο «Η φρεγάδα» που είναι και το πιο uptempo τραγούδι του δίσκου.
Ας μιλήσουμε όμως λίγο για τα δύο κομμάτια του άλμπουμ αυτού που επενεργούν με τον πιο έντονο τρόπο στον ψυχισμό του ευαίσθητου ακροατή. Αυτά είναι «Ο Κάτω κόσμος» και «Η πάλη με το Χάρο». Όπως βλέπουμε από τους τίτλους δε θα μπορούσε να λείπει από ένα τέτοιο κόνσεπτ το χθόνιο στοιχείο. Σε τι σόι παραμύθι δεν ενυπάρχει έστω και υποδόρια μια αναφορά ή και ανησυχία που να σχετίζεται με το θάνατο; Είναι δύο κομμάτια που πολύ σωστά έχουν τοποθετηθεί δίπλα δίπλα μιας και λειτουργούν ουσιαστικά σαν ένα. Ο Κάτω Κόσμος, το συγκλονιστικό αυτό μέρος που ο άνθρωπος ονειρεύεται φοβούμενος. Το μέρος που κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται και εξάπτει την αχόρταγη φαντασία μέσα από έναν άκρατο δυσοίωνο πόθο για αυτό. Ασκεί μια δυσβάστακτη γοητεία σε αυτούς που δεν αποστρέφονται την ιδέα του θανάτου σαν κάτι μιαρό. «Ο Κάτω Κόσμος» είναι πρώτος στη σειρά, είναι μια καθησυχαστική πρόσκληση, ένα μελαγχολικό νεύμα από τα πνεύματα που σε περιμένουν στον μελανό τόπο. Μη φοβάσαι, δέξου το αναπότρεπτο, το τετελεσμένο, μπες στο μυστήριο ήρεμος για να γνωρίσεις, να δεις αυτόν που περιμένει στις πύλες. Και αυτός είναι ο σκοτεινός άγγελος. «Η Πάλη με το Χάρο» έρχεται στη συνέχεια, είναι όμως μια πάλη στην οποία οι δύο παλαιστές γνωρίζουν εξ αρχής ποιος θα ηττηθεί. Έτσι λοιπόν πρόκειται για μια πάλη εσωτερική, χωρίς ένταση και ηρωικούς αλαλαγμούς, η οποία γίνεται ουσιαστικά για να αποδεχτεί το φθαρτό ον την ήττα του και να δεχτεί να οδηγηθεί από το άφθαρτο ον στον άγνωστο τόπο.
Η θάλασσα και η απεραντοσύνη της πολλές φορές μας οδηγούν σε τέτοιες σκέψεις. Μήπως ο ορίζοντάς της κρύβει αυτόν τον άγνωστο τόπο; Tο όνειρο της μετάβασης στο υπερπέραν.
Όποιος δεν έχει ταξιδέψει μόνος στο Αιγαίο πιθανόν να μην πολυκαταλάβει το είδος της εκφραστικότητας και της λεπτής αισθητικής του δίσκου αυτού. Απαιτείται μια εξοικείωση με τα πνεύματα των απόμερων λιμανιών και των ατίθασων όρμων των ιερών νήσων. Απαιτείται να ξέρεις τι ψιθυρίζει ο ψυχρός φθινοπωρινός αέρας τις πρώτες πρωινές ώρες πάνω στο κατάστρωμα όταν κοιτάς το μαύρο πέλαγος με τα λευκά φαντάσματά του που σε προσπερνούν. Πρέπει να ξέρεις να ταξιδεύεις μόνος, να αφουγκράζεσαι το χαμένο πια τραγούδι των σειρήνων που είναι διακριτικό, ίσα ίσα διακριτό, γοητευτικό, τέτοιο που να μην μπορείς να το αποφύγεις και θα πρέπει να καταλαβαίνεις την ανυπόφορα και εξοντωτικά μελαγχολική ομορφιά της απουσίας και της μοναξιάς όταν περπατάς ακόμα και ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων πάνω στο αλμυρό χώμα.