Steven Brown
Δύο αριστουργήματα του Steven Brown, χωρίς τους Tuxedomoon. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Πάρα πολύς κόσμος γνωρίζει και θαυμάζει τους Tuxedomoon, ένα από τα πιο ιδιοσυγκρασιακά ποπ (;) σχήματα των τελευταίων δεκαετιών. Η μουσική τους ήταν πραγματικά πρωτόγνωρη όσο και λαϊκή. Η πρώτη φορά που άκουσα το "Νo tears" ήταν μπορώ να πω συγκλονιστική. Ε δεν είχα ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Ηλεκτρονικό punk με σχεδόν kraut ρυθμοθύελλα και αυτά τα λυγμικά φωνητικά είναι αρκετοί λόγοι για να πάθεις ντελίριο! Το "No tears" είναι ένα τραγούδι-σταθμός για τα ...πλάσματα της νύχτας. Ξέρετε, τους συνήθως μαυροντυμένους και μακιγιαρισμένους νεανίες του λεγόμενου dark wave που κατακλύζουν από τα 80ς τους σκοτεινούς δρόμους της πόλης. Η Rebound, το κλαμπ-ναός αυτής της μελαγχολικής αρμάδας, συνταράσσεται κάθε φορά που κάνει την εμφάνιση του στα ηχεία του. Το κεφάλαιο Tuxedomoon όμως είναι πολύ μεγάλο και ευρύτερο. Και αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ο μέγιστος μουσικός Steven Brown και δύο από τους όχι πολύ γνωστούς προσωπικούς δίσκους του. Ο εγκέφαλος θα έλεγα πίσω από αυτό το σπουδαίο συγκρότημα.
Steven Brown - Zoo Story (Soundwork 1984)
Θα πω τώρα κάτι βλάσφημο αλλά συμπαθάτε με. Θεωρώ κάποιους δίσκους του Steven Brown καλύτερους από αυτούς των Tuxedomoon (ναι, και από το "Ghost Sonata"). Το "Zoo story" είναι ένας από αυτούς. Δεν έχω δει το θεατρικό για το οποίο έχει γραφτεί για να παίξει το ρόλο του σάουντρακ, όμως η εικόνα του εξωφύλλου με παρασέρνει να συνδέσω αυτό που ακούω (και καλά κάνει) με την απόκοσμη γοητεία της νύχτας στην πόλη. Την ώρα που οι άνθρωποι της ημέρας εξαφανίζονται για να κρυφτούν στα καταφύγια τους, τότε ζωντανεύει μια άλλη πόλη. Μια απέραντη νεκροζώντανη φύση. Το τραγούδι των σκουπιδιών και των όντων που διακατέχονται από τη μακάβρια ποιητική της φθοράς. Ένας κήπος. Ένας πανέμορφος κήπος σαπίλας οστών, σήψης ασθμαίνουσας και δακρύων ηδονής. Οι άνθρωποι που έζησαν κάτω από τα φώτα των λεωφόρων και αγάπησαν τα πεζοδρόμια, πνίγοντας λυγμούς και κραυγές για να μην καταλάβει κανείς ότι και αυτοί ακόμα κάτι κρύβουν στα σπλάχνα τους, χορεύουν καταμεσής στους δρόμους. Είναι οι πρίγκιπες της νύχτας τις μικρές ώρες και τα μάτια τους υγρά σέρνουν τις ακτίνες τους πάνω στα αποχαυνωμένα φαντάσματα που προηγήθηκαν να παραπατούν στα ίδια πεζοδρόμια με αυτούς. Η νεκρή φύση της θλιμμένης, μιαρής και όμορφης πόλης, όπως ακούγεται, το μαύρο πρωινό λίγο πριν το θάνατο.
Όλα αυτά τα ωραία προκύπτουν και είναι σε πρώτο πλάνο επειδή ο Steven αναγνωρίζει την αξία αυτού που λέμε προσωπική γραφή. Έχει από νωρίς αναπτύξει ένα τελείως δικό του παίξιμο στο σαξόφωνο (έχοντας πάρει μεγάλες αποστάσεις από τη τζαζ), τοποθετώντας το επάνω σε συνήθως ηλεκτρονικά κατασκευάσματα τα οποία λειτουργούν ως υποστηρικτικά βάθρα αυτού του παιξίματος. Η γοητεία αυτού του εγχειρήματος γίνεται ακόμα πιο δυνατή όταν ο μουσικός καταφέρνει να πλάσει μια αφηγηματικής υφής ατμόσφαιρα χωρίς τη βοήθεια του λόγου (χωρίς τραγούδι). Κάπως σαν να τραγουδά το σαξόφωνο, και όχι μόνο τραγουδά στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και δακρύζει, εκφράζει σκέψεις, σχεδόν εξομολογείται. Απλώς αριστούργημα.
Steven Brown reads John Keats - The day is gone and other sonnets (Sub Rosa 1989)
''The revelries and mysteries of night: and should I ever see them, I will tell you...''. Στίχος από ποίημα του John Keats.
Αυτός ο δίσκος είναι μια ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά στην ποίηση σε σχέση με το πως αυτή σχετίζεται με τον ήχο. Πως μπορούν οι λέξεις να αποκτήσουν, όντας με ένα συγκεκριμένο τρόπο και σειρά τοποθετημένες, μια μουσική διάσταση. Ένας από τους λόγους που πάρα πολύς κόσμος δε γουστάρει ή δεν καταλαβαίνει την ποίηση, είναι γιατί ξέχασε να συνειδητοποιήσει αυτή της τη διάσταση. Προσπαθεί πάση θυσία να εντοπίσει μια εύκολη αφήγηση και κάπου εδώ σκοντάφτει. Η ποίηση δεν έχει εύκολη αφήγηση (μερικές φορές δεν έχει και καθόλου). Είναι πιο πολύ η χαρά της οργάνωσης των λέξεων και των φθόγγων τους αυτό που χρησιμοποιεί ο ποιητής ως μέσο για να εκφραστεί, άρα το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να αφήνει μια μυρουδιά μουσικότητας (όταν πετυχαίνει). Όχι... Δε μιλάμε για μελοποιημένη ποίηση, μην παρεξηγηθούμε, μιλάμε για την μουσική της ποίησης αυτής καθ' αυτής. Την ηχητική ομορφιά των φθόγγων του λόγου. Δεν έχουμε δηλαδή εδώ σε αυτό το άλμπουμ να αντιμετωπίσουμε μουσική. Αυτό που ακούς μόλις πατήσεις το play, είναι η φωνή του Steven Brown να απαγγέλλει την ποίηση του John Keats. Υπάρχουν μουσικά διαλείμματα, σύντομα μελωδικά και ατμοσφαιρικά περάσματα, σκόρπια εδώ και κει, όμως ο βασικός κορμός του δίσκου είναι η απαγγελία. Και τι απαγγελία!... Καθόλου πομπώδης, όπως έχουμε άδικα συνηθίσει να περιμένουμε από αυτούς που διαβάζουν ποιήματα μπροστά σε κοινό. Η φωνή του είναι λεπτή, διακριτική, σχεδόν απαλή. Ξέρει να διαλέγει με υπομονή τους τόνους και τους χρωματισμούς με τους οποίους θα τη φορτίσει κάνοντας την εύπλαστη και πλούσια και όχι μονοκόμματη και επίπεδη. Αυτή η διαδικασία μετατροπής της ανάγνωσης σε εικόνες, ήχους, οσμές που με σχεδόν μια αλχημιστική όσμωση γίνονται μια ιστορία, παράλληλη με αυτή που λένε τα λόγια που θα διαβαστούν, είναι σίγουρα και του John Keats ζητούμενο. Δε θα μπορούσε τούτος ο υπέροχος καλλιτέχνης, ο Steven Brown, να μην εμπνευστεί από κάποιον που έχει παρόμοια πρόθεση. Μια διάθεση υπαινικτική, ρευστή και διάφανη, όπως το νερό που κυλάει ήσυχα σε ένα μικρό ρέμα. Η ποίηση του ήχου, η μουσική της εικόνας, η ζωγραφικότητα της ποίησης... Όλα είναι μαλακά και εύπλαστα. Μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο. Ρευστά.
Ο John Keats πέθανε νέος. Ζήτησε στον τάφο του να γραφτεί η εξής φράση: ''Εδώ κείται κάποιος που το όνομα του ήταν γραμμένο στο νερό".