Ο Ήχος στην Έρημο

Taj Mahal Travellers – Ιαπωνική πολύχρωμη άφεση

Η μουσική τους ζούσε και ανέπνεε 'έξω', σε λιβάδια και παραλίες. Μια κάποια ιδέα μπορούμε να πάρουμε κι εμείς 'μέσα' από τους δίσκους. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά

Οι Taj Mahal Travellers είναι γνωστοί σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό. Σε αυτούς που ασχολούνται σε βάθος με την ψυχεδέλεια και το φευγάτο rock των 70s, αλλά κυρίως σε αυτούς που ενδιαφέρονται για το ιαπωνικό underground. Ειδικές κατηγορίες ακροατών. Όμως οι Taj Mahal Travellers πρέπει να ακουστούν από περισσότερους. Δεν είναι, δεν πρέπει να είναι, σχήμα για λίγους. Γιατί η μουσική τους είναι σημαντική.

Είναι Ιάπωνες. Δηλαδή σχεδόν αυτομάτως η μουσική τους είναι αλλόκοτη. Σίγουρα το ψυχεδελικό στοιχείο υπάρχει αλλά ψυχεδέλεια με την κλασική έννοια ΔΕΝ είναι. Καταρχήν οι άνθρωποι δεν παίζουν rock. Απλώς υιοθετούν μια σχεδόν χίππικη στάση ζωής. Είναι... του δρόμου. Δραστηριοποιήθηκαν τη δεκαετία του ‘70 φυσικά και πήραν όντως τους δρόμους, παίζοντας τη μουσική τους κυριολεκτικά όπου να ’ναι, από παραλίες και υπαίθρια μέρη στο πουθενά μέχρι μέσα σε πανεπιστήμια. Νομάδες στην Ιαπωνία αλλά και στον κόσμο.

Είναι αυτοσχεδιαστές. Μια παραδοξότητα του σύγχρονου αυτοσχεδιασμού, πιθανόν ιδέα του Takehisha Kosugi (χωρίς να είναι απαραίτητα ο αρχηγός), ενός σπουδαίου Ιάπωνα συνθέτη του οποίου η ιστορία έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον μέσα στο πειραματικό ξεχείλωμα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Παραδοξότητα γιατί μοιάζουν πιο πολύ με βουδιστικό τελετουργικό παρά με το σύνηθες πνεύμα αφαίρεσης και άρνησης των συμβάσεων (κι ας λειτουργούν ακριβώς έτσι) των γνώριμων πια μουσικών φορμών των αυτοσχεδιαστών της εποχής. Ακούγονται πραγματικά σαν να έχουν εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Δεν γίνεται στ’ αλήθεια αυτό όταν το επιδιώκεις επί τούτου και μέσω ιδεοληψιών. Πρέπει να υπερβεί κανείς τις απόλυτες σκέψεις και στόχους, τις πρακτικές του, τις συνήθειές του, τις γνώσεις του. Να αφεθεί. Ο ήχος τους, η ειδική τους υφή σχηματίζεται από βόμβους κυρίως, βόμβους που εξυπηρετούν την... άφεση. Την ιδέα της αποκόλλησης από την τυραννία της ύλης και την καταπίεση του σώματος. Η μουσική είναι ένας ικανός τρόπος να επιτευχθεί αυτό, τουλάχιστον φαντασιακά. Οι βόμβοι χρησιμοποιούνται με υπομονή, οδηγώντας τους μουσικούς σε μια σύνδεση μεταξύ τους, μια σύνδεση όμως διακριτική, που δεν εφαρμόζεται με μια εύκολη επιφανειακή σύμπλευση των ήχων, αφού οι μουσικοί μοιάζουν και φαίνονται συχνά σαν να μην ακούν τους γύρω, σαν να παίζουν παράλληλα και όχι «μαζί» σαν να αυτοφορτίζονται κι όμως τελικά αυτό το μαζί, η ζεύξη, έρχεται χωρίς κανένας μας να καταλάβει πως στο καλό έγινε αυτό. Μια ζεύξη εσωτερική που με τη σειρά της οδηγεί στο αναμενόμενο αλλά δύσκολα προσεγγίσιμο trance, που οι παίκτες εδώ ξέρουν πως να το βρουν και ξέρουν πως να το κοινωνήσουν.

Οι κύριοι Kinji Hayashi, Michihiro Kimura, Ryo Koike, Seiji Nagai, Tokio Hasegawa, Yukio Tsuchiya και φυσικά ο Takehisa Kosugi παίζουν αργόσυρτα τα μαντολίνα, τα σαντούρια, ξαπλωμένα μπάσα, κρουστά, αλλά και ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά όργανα και ιδιοκατασκευές, όπως και με πέτρες, ξύλα και οτιδήποτε τελοσπάντων βγάζει ήχο στους εξωτερικούς χώρους που βρίσκονταν, χρησιμοποιώντας φυσικά και το ίδιο το ηχητικό περιβάλλον, χωρίς εξυπνάδες και βιασύνες, πλάθοντας εκ του μηδενός και με υπομονή ένα νέο σύμπαν, έναν κοσμικό χώρο νεφελωμάτων και φασμάτων μέσα στον οποίο και αυτοί οι ίδιοι κατοικούν την ώρα της performance. Κάθε νέος ήχος είναι αδύνατον να αναγνωριστεί από που προέκυψε, με ποια λογική εμφανίστηκε, πως συνέπεσε επάνω στους άλλους τόσο απόλυτα, τόσο ιδιότυπα αρμονικά. Απλώς συνέβη. Τα θέματα τους είναι μεγάλα και όσο πιο μεγάλα τόσο πιο έντονη και λειτουργική η εμπειρία.

Αυτό καταλαβαίνει κανείς ακούγοντας τον καλύτερο κατ’ εμέ δίσκο τους, το «Live Stockholm July,1971». Πρόκειται για μια συναυλία από τις πρώτες τους, σε μια στάση στη Σουηδία και η οποία καταγράφηκε σε ένα διπλό cd που πρωτοεκδόθηκε αρκετά αργότερα, το 2001, μετά από τα υπόλοιπα δισκογραφήματά τους και βοήθησε στο να πάρουμε μια πιο ουσιαστική ιδέα περί της σπουδαιότητάς τους και της σοβαρότητας της δράσης τους. Στα δύο cd, οι Taj Mahal Travellers απλώνονται ουσιαστικά παίζοντας ένα και μοναδικό κομμάτι (τουλάχιστον εμένα μου φαίνεται ότι ο διαχωρισμός γίνεται μόνο και μόνο λόγω χωρητικότητας των cd) που διαρκεί περίπου δύο ώρες. Με αποτέλεσμα να έχουν την ευκαιρία να ξεδιπλωθούν πιο αποτελεσματικά με έναν τρόπο πραγματικά μαγικό και καθόλου κουραστικό. Είναι από τις πολύ λίγες περιπτώσεις που μπορεί να ακούσει κανείς ακατάπαυστα να εξελίσσεται η δράση μέσα στο δωμάτιό του για τόσο μεγάλο διάστημα και να μη θέλει να πατήσει στοπ και να αποσυρθεί γιατί τον απορροφά ένας οργανικός ήχος, πολύμορφος και σχεδόν χρωματικός μέσα στο ζεν και την απλότητά του.

Όχι ότι τα δύο πρώτα πιο γνωστά άλμπουμ τους, το «July 15, 1972» και το «1 – August 1974» είναι πολύ υποδεέστερα, ίσα ίσα είναι επίσης αριστουργήματα. Δύο άλμπουμ των 70s από αυτά τα λίγα που βοήθησαν τους τυχερούς φιλόμουσους που βρέθηκαν μπροστά τους να καταλάβουν κάτι παραπάνω για την μουσική, την πραγματικά ιερή της λειτουργία πέρα από απολυτότητες και οπαδισμούς.

Η μουσική των Taj Mahal Travellers μας φέρνει αντιμέτωπους με τις συμβάσεις μας. Μας κάνει (αν της δώσουμε την ευκαιρία) να ξεχάσουμε τους ανόητους διαχωρισμούς και τα χαρακώματα της ιστορίας της τέχνης. Η μουσική μπορεί να μην είναι μία σε αυτό τον κόσμο αλλά είναι κιόλας. Μπορεί να υπάρχουν πολλοί στόχοι, πολλές προθέσεις, πολλές ιδιοσυγκρασίες, όμως υπάρχει κάτι που υπερβαίνει τις διαφορές και αυτό είναι η εσωτερική τέρψη, η ενεργοποίηση, η ψυχική κινητικότητα. Όλη η μουσική στον κόσμο, μέσω της διαδικασίας κατασκευής της που είναι η εναρμόνιση και η σύνθεση των ήχων πέραν του λογικού, πάνω σε αυτόν τον πρωταρχικό στόχο, έχει το ίδιο πρόσωπο. Οι διαφοροποιήσεις είναι ευπρόσδεκτες και μεγάλης ποικιλίας υπέροχες μάσκες.