Ο ήχος στην έρημο

Θεοδωράκης - Καρυωτάκης

Volume 6

Μια ξεχασμένη όπερα του πρώτου, αφιερωμένη στον δεύτερο. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ - ΟΠΕΡΑ (Σείριος 1991)

ΚΚ"Στις 20 Ιουλίου, τη νύχτα, πηγαίνει σε μια τοποθεσία που λέγεται Μονολίθι, γδύνεται, και πέφτει στη θάλασσα, προσπαθώντας επί δέκα ώρες να πνιγεί. Τα ξημερώματα τα κύματα τον πετούν στην ακτή του Μύτικα, όπου τον βρίσκει ο αγρότης Ταξιάρχης Νίτσας, και τον βοηθά να πάει να βρει τα ρούχα του.
Στις 21 Ιουλίου, γυρίζει στο σπίτι του, παίρνει πρωινό, και κλείνεται στο δωμάτιό του. Κατά το μεσημέρι βγαίνει. Φορά κοστούμι, γραβάτα, ψαθάκι. Πηγαίνει στο οπλοπωλείο Αναγνωστόπουλου και αγοράζει ένα πιστόλι. Φεύγει, και ξανάρχεται συγχυσμένος.
- Το όπλο δε δουλεύει.
- Ξεχάσαμε ότι είναι ασφαλισμένο
.
Προφανώς το δοκίμασε και δε λειτούργησε. Γύρω στις 2 μ.μ. πηγαίνει στη Βρυσούλα, λίγο πιο έξω από την Πρέβεζα, στο δρόμο της Άρτας, και κάθεται στο παραλιακό καφενείο. Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΚΗΠΟΣ. Ζητάει και χαρτί από τον καταστηματάρχη Διονύσιο Καλλίνικο. Μένει περίπου τρεις ώρες. Καπνίζει τόνα τσιγάρο πάνω στο άλλο, αυτός που σπάνια κάπνιζε. Και γράφει το σημείωμα που θα βρεθεί στην τσέπη του. Γύρω στις 5 μ.μ. πληρώνει και πηγαίνει στην παραλιακή τοποθεσία Άγιος Σπυρίδων. Ξαπλώνει κάτω από έναν ευκάλυπτο. Με το αριστερό χέρι, βρίσκει την καρδιά και με το δεξί πυροβολεί".

Χρειαζόταν πιστεύω αυτή η περιγραφή του θανάτου του Καρυωτάκη όπως ο ίδιος ο Μίκης μας την μεταφέρει παραστατικότατα στο ολιγοσέλιδο ένθετο του δίσκου, ως μια εισαγωγή στην παρουσίαση αυτή, μιας και μας δίνει μια πολύ καλή ιδέα για την ατμόσφαιρα και τις προθέσεις του έργου. Είναι ξεκάθαρο ότι ο τρόπος με τον οποίο πεθαίνει ο ποιητής επηρέασε σε βάθος εδώ τον Θεοδωράκη. Θα μου πείτε τώρα "μα καλά για τον Μίκη Θεοδωράκη θα μας πεις; Λες και δεν τον ξέραμε!" Ε ναι λοιπόν. Όχι μόνο γιατί είναι ένας απ τους πιο αγαπημένους δίσκους στη δισκοθήκη μου, αλλά γιατί μέχρι στιγμής έχω συναντήσει έναν μόνο άνθρωπο που να τον γνωρίζει.

Στο άκουσμα του ονόματος Μίκης Θεοδωράκης, το πρώτο πράγμα που συνήθως παθαίνω είναι να θυμώσω. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αυτός ο θυμός μετατρέπεται σε μια ολίγον τι χαλασμένη διάθεση έως και βαριεστιμάρα, η οποία ακολουθείτε άμεσα από μια κάπως θλιμμένη συμπάθεια. Αρχίζω σιγά-σιγά όμως να χαλαρώνω καθώς θυμάμαι τα έργα του που με συγκλόνισαν, οδηγούμενος τελικά πάντα στο θαυμασμό και στη χαρά που έχω την τιμή να μπορώ να εκλαμβάνω αυτή την τεράστια ηδονή από την επαφή μαζί τους. Όλη αυτή η προηγούμενη διάθεση, η οποία παρόλ' αυτά δεν εξαφανίζεται ποτέ διαπαντός, οφείλεται στην εικόνα του Μίκη τα τελευταία χρόνια. Και την καλλιτεχνική και την κυριολεκτική. Μια εμφάνιση αγωνίας και πανικού η οποία καταπίνει τα πάντα και εκπέμπεται από τον επιθανάτιο ρόγχο του βλέμματός του. Ένα οπωσδήποτε δυνατό και διεισδυτικό βλέμμα το οποίο μέσα στην αγωνία του να μη χαθεί στα γκρίζα λημέρια της ανυπαρξίας, βυθίζεται σε ασχήμιες. Σαν και αυτές που πολύ συχνά λέει και το στόμα του αλλά και το έργο του εδώ και αρκετό καιρό. Μία έντονη αυτοπροβολή με λογίδρια εθνικιστικού χαρακτήρα αλλά παρόλ' αυτά πασπαλισμένα με ένα φιλοαριστερό προφίλ.

ΌπεραΑς τα αφήσουμε όμως τώρα αυτά και ας μπούμε στο ψητό. Όπερα λοιπόν. Μια όπερα με θέμα τον ποιητή Καρυωτάκη η οποία εκδόθηκε το 1991 στον υπέροχο Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι και σίγουρα δεν νομίζω να 'ναι εύκολο να αφήσει κάποιον ασυγκίνητο. Ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Ηρώδειο ως διαμαρτυρία των καλλιτεχνών της Λυρικής Σκηνής οι οποίοι θέλησαν με αυτό τον τρόπο να αντιδράσουν στην υποβάθμισή της. Όπως τις περισσότερες φορές, έτσι και εδώ, υπάρχει ολοφάνερα το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο. Όχι όμως με έναν ψεύτικο και επιφανειακό τρόπο. Δεν είναι δηλαδή αυτό που εύκολα θα λέγαμε στρατευμένη τέχνη, μια προσπάθεια του καλλιτέχνη να περάσει μηνύματα μέσα από το έργο του τα οποία έχουν άλλη αφετηρία από αυτή που υπηρετεί την τέχνη και χωρίς να φιλτράρονται στην πραγματικότητα απ' τα εσωτερικά κόσκινα του. Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας ως αφορμή και ως ψυχική τροφοδότηση το δέος που δημιούργησε στο είναι του ο τραγικός αυτός θάνατος που είδαμε παραπάνω, ο δημιουργός (και ο Θεοδωράκης και ο Καρυωτάκης) κάνει ουσιαστικά το ανάποδο της στρατευμένης τέχνης. Κατασκευάζει ένα έργο πολύ δυνατό και καθαρό σαν διαμάντι, με εκκίνηση την απολύτως προσωπική του αίσθηση (έως και δυσφορία) για τα γεγονότα γύρω του, κραυγάζοντας μέσα από μια μυθοπλασία τα αποτελέσματά τους. Τα τελευταία αναδεικνύουν με ποιητικό και δραματικό τρόπο τα χαρακτηριστικά μιας σαπισμένης κοινωνίας.

H όπερα αυτή χωρίζεται σε δύο πράξεις. Η διάρκειά της είναι γύρω στα 70 λεπτά. Δεν είμαι σχετικός αλλά νομίζω πως είναι αρκετά μικρή διάρκεια για μια όπερα, κάτι που σημαίνει πως ακόμα και ο αμύητος ακροατής, εκείνος που συνήθως με το άκουσμα της λέξης και μόνο βγάζει καντήλες, πολύ δύσκολα θα κουραστεί. Μέσα σε αυτή την ώρα και κάτι, η μουσική αναπτύσσεται ρυθμικά και μελωδικά ασταμάτητα με αυξομειώσεις της έντασης καθ' όλη τη διάρκεια, τόσο στις περιοχές των μονολόγων με τη λεπτότητα και το λυρισμό τους όσο και στις περιοχές της χορωδίας με τη δυναμική της να σου παίρνει το μυαλό και να ανασηκώνει τις τρίχες του μπράτσου σου. Εκτός από τη δεδομένη εξαιρετική ικανότητα του συνθέτη, αυτό επιτυγχάνεται και χάρη στους συμμετέχοντες μουσικούς και τραγουδιστές, οι οποίοι πάντα στις πολύ καλές εκτελέσεις των έργων αποδεικνύουν ότι η τέχνη δεν προκύπτει μόνο μέσω της τεχνικής αρτιότητας και των γνώσεών τους που είναι αδιαμφισβήτητες. Όλα γίνονται μέσα από μια εσωτερική ανάγκη και μια τρικυμιώδη επιθυμία έκφρασης και θέλησης να ακουστούν δυνατά και καθαρά και προπάντων μέσα από ομαδικό πνεύμα και εργασία και χωρίς να φτηναίνουν οι δεξιότητές τους, αφού δεν χρησιμοποιούνται ποτέ ως εφέ πρόκλησης θαυμασμού και χειροκροτήματος. Δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο, το πάθος και η δύναμη ενός αληθινού καλλιτέχνη, να γίνονται ακόμα πιο φλογερά όταν αυτός αμφισβητείται, μιας και υπονομεύεται η δυνατότητά του να υπάρξει ως καλλιτεχνική οντότητα.

Γίνονται λοιπόν όλοι μια γροθιά. Ένα εκκωφαντικό σύνολο που είναι ικανό να κατευθύνει το πνεύμα σου στην έκσταση. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η χρήση του έργου του Καρυωτάκη, το οποίο με την παρουσία του Διόνυσου αναδεικνύει ακριβώς αυτή την εκστατική διάσταση, όπου εξιστορείται σαν μέσα σε όραμα ή όνειρο η παρουσία του στη σύγχρονη εποχή ως μια τραγική φιγούρα η οποία κατά κάποιο τρόπο έχει χάσει το λόγο ύπαρξής της και έτσι περιφέρεται και παρατηρεί. Οι φωνές των μελών της χορωδίας ακούγονται σαν να είναι η ακολουθία του Διόνυσου σε αυτή του την περιπλάνηση. Μια μουσική την οποία θα έπαιζαν οι σάτυροι και οι νύμφες της ακολουθίας ενός ταλαιπωρημένου από τα πολλά και πολύχρονα δεινά θεού, στα σοκάκια και στις λεωφόρους της Αθήνας του 19ου και του 20ου αιώνα. Η μουσική του μεγάλου θεού που η αδυσώπητη μανία για εξουσία και έλεγχο (έτσι όπως αυτή εκφράζεται από τον σύγχρονο άνθρωπο) θέλει πάση θυσία να σιγάσει επιστρατεύοντας όλο της το οπλοστάσιο. Έλα όμως που οι θεοί δεν πεθαίνουν...!

Τέτοιας υφής και δύναμης είναι αυτό το έργο. Μια διονυσιακή κραυγή απελπισίας, τραγικότητας, παράπονου και μεγάλης δραματικότητας, όχι όμως φοβούμενη μην αφανιστεί, αλλά διαμαρτυρόμενη απέναντι στην αδικία που και αυτή (μέσο της φίμωσής της) και ο άνθρωπος υφίστανται. Καλλιτεχνική πράξη τεραστίου διαμετρήματος.

Μην ανησυχείς λοιπόν Μίκη. Κανείς δε θα σε ξεχάσει. Μη μας χαλάς σε παρακαλούμε την εικόνα που έχουμε για σένα όμως. Αυτή ενός τρισμέγιστου καλλιτέχνη που η αληθινή του πατρίδα είναι η ίδια του η ψυχή και η τέχνη. Ξέρω δεν είμαι ούτε ο πιο κατάλληλος ούτε αρκετός για να σου υποδείξω (εδώ γελάμε) τι θα λες και τι θα εκφράζεις, απλώς λέω και γω τον πόνο μου σαν άλλος ένας από τους ακόλουθους του Διονύσου στο έργο σου, διαμαρτυρόμενος γιατί σε αγαπώ. Αν είμαι λάθος, συμπάθα με.