Ο ήχος στην noir τζαζ… έρημο

H στήλη του Αναστάσιου Μπαμπατζιά στη νέα της έκδοση βαδίζει σε δρόμους υποφωτισμένους και καταπιάνεται με τον δικό της τρόπο με την έννοια του 'νουάρ'

Πάρα πολύ γενικό και ανοιχτό το θέμα αυτό. Και πολύ καλώς δηλαδή. Τι είναι noir στη μουσική; Φυσικά δε μιλάμε για είδος μουσικής, αν και στον κινηματογράφο υπάρχει τέτοιο. Ο καθένας έτσι κι αλλιώς έχει μια δική του ιδέα σχετικά με τις νότες που είναι «μαύρες». Εγώ θα μιλήσω απλώς για μια ατμόσφαιρα ‘noir’ στη μουσική. Μουσική μακριά από γλέντια, χαρές και πανηγύρια. Μια μουσική η οποία ταιριάζει με τη μελαγχολία, υποβάλει μια λύτρωση μέσα από την ιδέα ενός μαύρου βελούδινου πέπλου. Ή που εκφράζει κάτι τρομακτικό, κάτι ανησυχαστικό και δυσοίωνο. Πάντως σε καμιά περίπτωση εύθυμο.

Η τζαζ τα περιέχει όλα. Περιέχει φυσικά και αυτή τη noir ατμόσφαιρα. Πολλές φορές κυρίως όσοι έχουμε βρεθεί σε κάποιο τζαζ μπαρ την έχουμε διαπιστώσει. Στον χαμηλό φωτισμό, στην οργανικότητα του ακουστικού ήχου που παλεύει με τους καπνούς από τα τσιγάρα (ξέρω κλισέ θα πείτε... έλα όμως που είναι ωραίο κλισέ). Όμως όλη η τζαζ δεν είναι noir. Συνήθως μάλιστα είναι πολύχρωμη, δυναμική και έντονη. Μην τσουβαλιάζουμε.

Στη τζαζ η οποία είναι noir, εκτός από το «Ασανσέρ για δολοφόνους», το σάουντρακ του Miles Davis, που είναι η πιο προφανής περίπτωση, υπάρχουν και άλλα πράγματα. Όπως ας πούμε το “New York Eye and Ear Control” του μεγάλου Albert Ayler που δεν είναι και τόσο προφανές μέσα στην ιλιγγιώδη αφαιρετική του φόρτσα. Κάπου πίσω από το τρεχαλητό των παιξιμάτων διακρίνουμε κάτι γκρίζο, κάτι νυχτερινό και καταδιωκτικό. Βοηθάει σαφώς και το αριστουργηματικό ασπρόμαυρο εξώφυλλο, αλλά δεν είναι τυχαία η επιλογή του εξωφύλλου αυτού, απλώς τονίζει κάτι που ήδη υπάρχει στον ήχο.

Ο Krzysztof Komeda οπωσδήποτε είναι noir. Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πολωνικής τζαζ (μην εκπλήσσεστε η Πολωνία είναι μια από τις πιο δυνατές τζαζ εστίες στην Ευρώπη-θα επανέλθουμε). Όπως επίσης και ο Tomasz Stanko, πατριώτης και στενός συνεργάτης του Komeda, ο οποίος όμως έχει και εκτενή προσωπική δισκογραφία στην ECM. Μάλιστα αυτά τα διαμάντια του Τomasz στην ΕCM έχουν όλα μια βελούδινη noir αύρα, μια μουσική εντελώς νυχτερινή, αργή και συγκροτημένη, ψύχραιμη και με εσωτερικό παλμό.

Είναι πολλά τα παραδείγματα. Η Billy Holiday δε θα μπορούσε να μην είναι noir; Η ίδια της η ζωή ήταν noir. Ο σόλο Thelonius Monk είναι ιδιοτύπως και αφαιρετικά noir, μια χαμένη μουσική σε ένα απομονωμένο ολιγόφωτο σύμπαν. Ακόμα και οι Ιάπωνες Masayuki Takayanagi και Kaoru Abe, μέσα στον σκληρό και θορυβώδη εξπρεσσιονισμό τους, δεν παύουν ποτέ να είναι noir, σαν πίσω από τις «κραυγές» της κιθάρας και του σαξοφώνου να κρύβεται η μελανή χολή που τους σκοτεινιάζει το δωμάτιο.

Και μιας και μιλάμε για Ιάπωνες (φεύγοντας όμως από τη τζαζ)... αρνούμαι να μην αναφέρω και τον Keiji Haino ο οποίος ότι και να κάνει, εκτός απ’ το ότι είναι rock, ε... είναι και noir. Μπορεί τα δύο άλμπουμ ονόματι ‘Black Blues’ να είναι το καλύτερο παράδειγμα, αλλά όλη η απέραντη δισκογραφία του είναι noir. Διαλέχτε και πάρτε στην τύχη.

Νoir επίσης είναι ένα από τα πιο ωραία κιθαριστικά άλμπουμ των 90ς, το “So Tonight That I Might See” των Mazzy Star. Παρεμπιπτόντως αυτό το αριστούργημα της πιο σκοτεινής ψυχεδέλειας (σε φάσεις μοιάζει ακόμα και με τις λιγότερο θορυβώδεις στιγμές των Fushitsusha του προαναφερθέντος Ιάπωνα), το είχε κατατάξει σε μια λίστα με αγαπημένα ο μέγας John Fahey. Καθόλου παράξενο, έτσι «τραβούσε» την κιθάρα στα τελευταία του ο δάσκαλος όλων των σύγχρονων κιθαριστών (κι ας μην τον γνωρίζουν όλοι) κι ας μην ήταν noir ο ίδιος.

Μιλώντας για κιθάρες είναι ντροπή να μην αναφέρουμε τον πιο noir κιθαριστή που υπάρχει, τον Loren Connors. Οι πενιές του μοιάζουν με μαύρα αλλά απαλά καταπραϋντικά πέπλα φτιαγμένα από ανέμους της νύχτας που επεκτείνονται σε απάτητες σκοτεινιές, σε άγνωστες ρότες ως εκεί που φτάνει το μάτι.

Από συνθέτες κλασικής μουσικής, ποιούς άραγε θα μπορούσαμε να αναφέρουμε; Σαφώς τον Chopin και τα νυχτερινά του. Απλή μουσική... ημίφωτη. Αλλά βέβαια και τον Morton Feldman ο οποίος ρέει σε βάθη νυχτοσύνης. Ίσως ακόμα και τον Erik Satie που πίσω από τον αυτοσαρκασμό του και το χιούμορ του η σκοτεινιά καραδοκεί. Αλλά φυσικά και τον Charles Ives, αυτόν τον ιδιαίτερο αφαιρετικό μετα-ντεμπυσιστή. Στον 20ο αιώνα ο κατάλογος της μαυρίλας σε αυτό το τερραίν είναι μάλλον μακρύς.

Αλλάζοντας κάπως (όχι τελείως) σελίδα μπορούμε να πούμε ότι το ‘Vena Cava’ της Diamanda Galas είναι ένα οπωσδήποτε noir album. Αλλά πολύ noir όμως. Αγρίως εξπρεσσιονιστικά, φρικωδώς noir. Παραφροσύνη. Η Diamanda σε αυτόν τον όχι πολύ προβεβλημένο δίσκο της (κατανοητόν) είναι στα πιο σκοτεινά της. Το βλέπουμε άλλωστε και στο εξώφυλλο. Ένα πορτραίτο της μέσα στην κούραση και την απελπισία. Μακάβρια εικόνα έτσι όπως παρουσιάζεται με τον κατάλληλο φωτισμό. Μια κραυγή πένθους για τον αποκρουστικό και θλιβερό θάνατο από HIV. Κατάνυξη και λύτρωση μέσα από το βαθύ σκοτάδι.

Τα παραδείγματα είναι πολλά μιας και η μουσική μάλλον είναι η πιο κατάλληλη τέχνη για να αποδοθούν αυτά τα μελανά στίγματα του ανθρώπινου ψυχισμού. Ας πούμε και η ambient μουσική, σχεδόν όλη η σύγχρονη παραγωγή υπό αυτή την ταμπέλα που δυστυχώς δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τους υφάλους του επιτηδευμένου, του ανεκπλήρωτου και τις μανιέρας, είναι επίσης noir. Υπάρχουν όμως ευτυχώς παραδείγματα που είναι κάτι παραπάνω από άξια λόγου. Οι Labradford, το ‘Selected Ambient Works II’ του Aphex Twin, ο Kevin Martin που ξαναανακάλυψε τελευταία τον απομονωτισμό και άλλοι πολλοί.

Θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι για όλα τα παραπάνω. Εδώ απλώς αναφέρω κάποια κατά τη γνώμη μου κορυφαία παραδείγματα. Για τον άνθρωπο που αναζητά ησυχία ψυχική, όταν ζώνεται από φίδια και διψά για ανάταση εσωτερική. Εκτός από τη δίνη του trance και τις ιαματικές προεκτάσεις του μέσω του ρυθμού και της ενέργειας, χρειάζεται και αυτή τη βαθειά σχεδόν μητρική θαλπωρή του σκότους. Η τέχνη της μουσικής δεν μπορεί παρά να παίξει και αυτό τον ρόλο.