Please, smile Mr. Dark!! #100
"Δεν είχα κάποιον βαθύτερο λόγο για να ξεκινήσω αυτό το project, απλά ήθελα να φτιάξω μουσική". Του Πάνου Πανότα
"Δεν είχα κάποιον βαθύτερο λόγο για να ξεκινήσω αυτό το project, απλά ήθελα να φτιάξω μουσική". Η ωραία, ειλικρινής αυτή δήλωση ανήκει στον Sebastian Ullmann και είναι η μεστότερη απάντηση για το πώς έβαλε μπρος τους For A Space το 1998. Υπάρχουν, ωστόσο, και δυο-τρία πραγματάκια που πρέπει να συμπληρωθούν από μένα. Όπως το ότι για κάμποσα χρόνια οι For A Space ήταν αυτός και κανείς άλλος, όπως το ότι πραγματεύτηκε εξαρχής με τα ηλεκτρονικά, όπως και το ότι το όλο story διαδραματίζεται στη Γερμανία.
Η έλευση το 2003 της τραγουδίστριας Juliane Wilde (με προϋπηρεσία στους Miyukah και Style Confusion), η οποία γράφει η ίδια και τους στίχους, χωρίζει τη μέχρι σήμερα πορεία των For A Space σε δύο πολύ διακριτές περιόδους. Κατά την πρώτη τους ο Ullmann έγραφε instrumental ηλεκτρονική μουσική με άκρως ενδιαφέρουσες εκφάνσεις η οποία βρέθηκε στα καλύτερά της στο σπουδαίο δίσκο 'Secrets Behind' που εξέδωσε πριν περίπου δύο
χρόνια η Funkwelten με πρώιμο υλικό (μετράται, όμως, και άλλος ένας). Από τη μεθύστερη περίοδό τους μόλις φέτος ήρθε το πρώτο πειστήριο με το καινούργιο (και τρίτο album συνολικά) 'Civilian On Battlefield', δεύτερο νούμερο στον κατάλογο της Wellenform. Εδώ η κατεύθυνση αναπόφευκτα άλλαξε, στρεφόμενη προς μια σχεδόν μινιμαλιστική εκδοχή περί electro-pop. Η Wilde κερδίζει τις εντυπώσεις, τόσο λόγω της πολύ καλής της φωνής, όσο και από τη γεμάτη χρώμα και θεατρικότητα ερμηνεία της, ειδικά σε tracks όπως το ομότιτλο ή το 'Underneath' του τέλους, όπου μεταμορφώνεται σε μια νεώτερη Julee Cruise. Αυτή ακριβώς η στροφή, εντούτοις, οδήγησε τους For A Space και σ' ένα πιο ασφαλές και συμβατικό δρομολόγιο. Όσο ευχάριστο και καλό κι αν είναι σήμερα ένα σετ από εννιά electro-pop τραγούδια (συν ένα hidden), όπως στο παρόν, δύσκολα κερδίζει στο στοίχημα με το χρόνο, καταλάβατε, δεν είναι δα και ανεξίτηλο βελούδο. Και ακόμη δυσκολότερα εκπλήσσει. Από την άλλη, όλο γκρίνια είμαι τελευταία. Αφού σε στιγμές το ευχαριστήθηκα και αυτοί σα να νιώθουν αυτάρκεις με το αποτέλεσμα ας χωρίσουμε με ένα ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη.
Λόγο στον λόγο, τις καλειδοσκοπικές αναπτύξεις του Sebastian Ullmann στα πρώτα των For A Space μου θύμισε ένας μηχανικός ήχου και παραγωγός απ' τη Μελβούρνη, ο Simon Polinski. Μόνον που αυτός ο τελευταίος δεν δείχνει καμία εγκράτεια ως προς τη διάρκεια, όταν ξεκινήσει το ταξίδι του ζητάει να πάει όλο και μακρύτερα με τη μία. Υπάρχουν δύο τρόποι για να γνωριστεί κανείς με την ιδιοσυγκρασιακή υπογραφή στα ηλεκτρονικά αυτού του Αυστραλού. Ο ένας είναι να ψάξει τους Ornament, των οποίων αποτελεί το ένα μισό. Μπλόφα, δεν θα ασχοληθώ με αυτούς σήμερα και ας τους αναφέρω πρώτους στη σειρά. Ο άλλος είναι να αποκτήσει κάποιο από τα δύο albums που έχει βγάλει ως Hesius Dome για λογαριασμό της Psy-Harmonics και εν προκειμένω το δεύτερό του, φετινό, 'Farewell Waltz'. Με τη συνδρομή τεσσάρων ακόμη μουσικών (σε κιθάρες και πιάνο), και με όλα τα υπόλοιπα δική του υπόθεση, ο Polinski έστησε στο στούντιο μια σύγχρονη ψυχεδελική παράσταση για ηλεκτρονικά και λοιπά όργανα υψηλής εγκεφαλικότητας. Οι μακροσκελείς συνθέσεις του χτίζονται σταδιακά, με κλίμακες από ήχους πάνω σε ήχους και ένα υπόστρωμα που θυμίζει τις δίνες των στίχων του Edgar Allan Poe.
Σκοτεινός, απερίσπαστος στη δημιουργία φανταστικών διαφυγών για κλειστοφοβικές νύχτες σε χαλασμένους ανελκυστήρες, από κείνους που τους νιώθεις να τραντάζονται ανεβαίνοντας αλλά φοβάσαι ότι δεν θα σταματήσουν ποτέ και πουθενά. Μετά αρχίζεις να ιδρώνεις. Μετά κλαις. Μετά ουρλιάζεις, αλλά ο εφιάλτης δεν σταματά και κανείς δεν σε ακούει. Πες πως παραπλανήθηκες από το τόσο σαγηνευτικό εξώφυλλο της Diane Luty, αφού πρέπει κάτι να πεις σώνει και καλά. Λοιπόν, όπως και όλοι οι αυτοδύναμοι ηλεκτρονικοί δίσκοι το 'Farewell Waltz' θα μπορούσε να είναι το ίδιο εύκολα μουσική από ταινία - κάποια μεταξύ επιστημονικής φαντασίας και τρόμου, κατά προτίμηση. Στον αντίποδα, είναι μονάχα ένα εξαιρετικό album που αν κάποτε, κατά το "road movies", μιλήσουμε για "psycho-brain movies" θα τον έχω σίγουρα στα υπόψη. Τώρα θα μου πείτε, εκείνο το ογκώδες 'Faceless Angel' τι το ήθελε; Γράφει κανείς σήμερα κομμάτια των 29 λεπτών; Ανακαλύψτε το σπουδαιότερο electronic cd του 2005 μέχρι στιγμής, με το ένα του μειονέκτημα. Α ρε Timothy Leary, ήσουν μεγάλη μούρη τελικά!
Από την άλλη, η επιστροφή του F.S.Blumm στη βερολινέζικη Morr Music (μετά από μια ολιγόχρονη περιόδευση σε άλλα labels), για το φετινό, καινούργιο του, 'Zweite Meer' συνδυάζεται με ένα ανέλπιστα μετριασμένο αποτέλεσμα. Φαίνεται πως τελικά τα standards που ο ίδιος έθεσε στο παρελθόν, πρώτα με το 'Mondkuchen' και μετά με το 'Ankern', αποδεικνύονται πολύ δύσκολα για να ξεπεραστούν. Εντούτοις, στο 'Zweite Meer' υπάρχουν μερικές ηχητικές αλλαγές που αξίζει να συζητηθούν και οι οποίες μάλλον κάνουν και την (αρνητική;) διαφορά. Στο παρόν, λοιπόν, απουσιάζει παντελώς κάθε ηλεκτρονικό στοιχείο και τα δώδεκα instrumental tracks δομούνται πάνω σε μια πληθωρική γκάμα από ακουστικά όργανα που στην πλειονότητά τους παίζει ο Frank Schultge Blumm μόνος του. Αυτό που έφτιαξε είναι ένας μοντέρνος δίσκος minimal ακουστικής folk με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Το θέμα είναι ότι η ποικιλία των οργάνων δεν ακολουθείται από κάτι παρόμοιο στις συνθετικές ιδέες, οι οποίες ενέχουν τόσο απλότητα, όσο και επανάληψη. Τι το θες που έχει βελτιώσει την τεχνική του στην κιθάρα όταν αυτό δεν μεταφράζεται σε φαντασία;
Αυτό το υλικό ο Blumm το συνέλαβε βλέποντας από το παράθυρο του αυτοκινήτου τα τοπία καθώς ταξίδευε με την παρέα των Greg Davis και E*Rock από τον Καναδά προς το Μεξικό. Και για να μην τον αδικήσω το έχει αυτό το κινούμενο συνοδευτικό των εικόνων που κάνουν το μάτι να προσπαθεί να εστιάσει και να σταθεί. Απλά δεν είναι πάντοτε αρκετό. Όταν είναι, ξεχωρίζει εύκολα με την πρώτη ακρόαση. Μιλάω για το 'Blick', ένα θέμα για περιπλανώμενους πονεμένους Ρωμαίους που πρέπει να ακούσετε από δω οπωσδήποτε. Όσο για τη συμμετοχή του David Grubbs, στους στίχους και στην ερμηνεία του 'Nachhall/ Chroma Key' του τέλους, αυτός είναι η δηλωμένη ψήφος του F.S.Blumm στην ερώτηση για την πιο αγαπημένη του ανθρώπινη φωνή για τραγούδι. Εγώ έχω, ξανά, άλλη άποψη, αλλά αφού επιτρέπεται θα κρατήσω για την ώρα κρυφό το πού πάνε οι προτιμήσεις μου.
Τέλος, ένας δίσκος που μπορεί να σου προκαλέσει κατάπληξη με το πόσα πολλά μπορούν να γίνουν με επίκεντρο μια ηλεκτρακουστική κιθάρα και έναν άνθρωπο. Ειδικότερα σε καιρούς που είναι περίεργοι για τη μη ηλεκτρονική instrumental μουσική. Ο Καναδός κιθαριστής Harris Newman από το Montreal είναι ο άνθρωπος που έλεγα. Στο βιογραφικό του έχει να επιδείξει σελίδες ως μέλος σε συγκροτήματα της πρόσφατης σκηνής της πόλης, ως απλά συμμετέχων σε ηχογραφήσεις άλλων και ως μηχανικός ήχου. Φέτος κυκλοφόρησε το δεύτερό του προσωπικό album για λογαριασμό της Strange Attractors Audio House από το Portland του Oregon με τίτλο 'Accidents With Nature And Each Other'. Πρόκειται για ένα ορχηστρικό cd με ρίζες στην ακουστική folk και στα blues του παλιού καιρού. Τον Newman συνοδεύουν σε μερικά tracks ο Bruce Cawdron σε κρουστά και glockenspiel, όπως και στο προ διετίας ντεμπούτο του, και σε ένα ο Sandro Perri στην lapsteel.
Ο Harris Newman είναι νοσταλγός μιας άλλης εποχής που άφηνε χώρο και οξυγόνο στους δεξιοτέχνες βιρτουόζους. Πρέπει να έχει περάσει αμέτρητες ώρες ακούγοντας τις ηχογραφήσεις που έκανε ο John Fahey για την Takoma στα sixties ή αργότερα τους δίσκους του Leo Kottke και του Ry Cooder. Και στις δικές του συνθέσεις ακριβώς το ηχητικό στυλ όλων αυτών έρχεται να το φέρει σε μια αναβιωτική τροχιά. Ακούγοντάς τον να παίζει με τα δάκτυλα, άθελά σου κοιτάς τα δικά σου και σου φαίνονται χρήσιμα μόνο για τα επουσιώδη: να τρως, να καπνίζεις ή να κρατάς το χαρτί υγείας. Σε αυτό που προβάλλει ο Newman, πάντως, σου μοιάζουν παντελώς άχρηστα. Το 'Accidents With Nature And Each Other' είναι από τους δίσκους που θυμάται κανείς κυρίως για τον ρομαντισμό τους. Στο δια ταύτα δεν έχουν τη γηγενή δύναμη να σπάσουν το δικό τους ετεροχρονισμό, τη γραφικότητα και εκείνο το "ρεμπέτικο" σε στιγμές nostalgia feeling που αποπνέουν. Έστω και αν συνθέσεις όπως τα 'Cloud City' και 'Lords & Ladies' είναι για να ηχούν πάντοτε γοητευτικές. Ειδικότερα δε το εξαιρετικό 'Driving All Night With Only My Mind' που κλείνει το album γράφει άσχημα. Μία instrumental αποκάλυψη για την τρέχουσα χρονιά που ο Kottle θα έκοβε φλέβες να είχε γράψει. Διαπιστώνω σιωπή ή μου φαίνεται;
PLAY-LIST στήλης (το βαρόμετρο της έσω εντροπίας μου) :
1. THE FLASHBULB - Kirlian Selections
2. CLARA ENGEL - Jump Of Flame cd-r ep
3. CHEF MENTEUR - We Await Silent Tristero's Empire
4. CONTRAMANO - Contramano
5. THE CARS ARE THE STARS - Fragments